Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ



Ο Σάμας σύναξε ανέμους δυνατούς
Ενάντια στον Χάμπαμπμα,
Τον Νότιο Άνεμο, τον Βόρειο Άνεμο, τον Άνεμο απ την ανατολή,
Αυτόν που θύελλες σπέρνει
και τον Κακό,
Τον άνεμο του Σιμούρου
Τον Δαιμονισμένο Άνεμο ...



Το έπος του Γκίλγκαμες


Ήρθε στα ΚΤΕΛ και με περίμενε, το είχε κανονίσει, γι αυτό μου είχε τηλεφωνήσει δήθεν αδιάφορα ρωτώντας τι ώρα έφευγα, δε το πίστευα ότι το είχε κάνει για μένα αυτό, θε μου ήταν πολύ ωραίο, τη φίλησα, ΄΄ Πρώτη φορά με φιλάς μπροστά σε κόσμο! ΄΄ είπε, της έπιασα τη γυμνή πλάτη κάτω απ το μπλουζάκι, όπως έφευγε το πούλμαν κοίταζα πίσω ψάχνοντας να τη βρω…

Όταν γύρισα πήγα στο σπίτι της, μιλούσαμε για ώρες , τι ήταν κι αυτό ρε φίλε, όλο ανακαλύπταμε ένα σωρό πράγματα που άρεσαν και στους δυο, της έλεγα τα όνειρα μου, είχα δει ξηρούς καρπούς στον ύπνο μου, μπανάνες τηγανητές κι ανανάδες αποξηραμένους ΄΄Ά αυτό είναι καλό όνειρο !΄΄ μου λεγε ξεφυλλίζοντας τον ονειροκρίτη και μου διηγούνταν τα δικά της, μια εποχή που δεν ήταν καλά για πολύ καιρό και κάτι τη βάραινε καταλάβαινε όλους τους κραδασμούς, τους σεισμούς και τις καταστροφές προτού συμβούν, η φίλη της είχε τρελαθεί, την έλεγε μάγισσα, μια νύχτα είχε δει έναν άνεμο καταστροφικό να φυσά μανιασμένα λυσσασμένα όπως κατέβαινε από ένα βουνό ψηλό ισοπεδώνοντας στο διάβα του χωριά και πόλεις, κάτι κακό είχε καταλάβει ότι θα συνέβαινε, όταν πέθανε κάποιος αγαπημένος της ήταν σχεδόν προετοιμασμένη...

΄΄ Κανείς δε μ έχει χαϊδέψει εδώ και χρόνια όποτε πονούσα! ΄΄ μου είπε ρίχνοντας το κεφάλι στα χέρια μου ενώ εγώ της χάιδευα τα μαλλιά, μια λωρίδα ασημιού ήταν τυλιγμένη το δάχτυλο της, Όποτε την έπιαναν πονοκέφαλοι ένιωθε ημικρανίες τρομερές σα να βυθίζονταν σπαθιά στα μηλίγγια της, είχε δοκιμάσει ένα κάρο χάπια, απ' τα πιο ήπια μέχρι τα πιο δυνατά σε δόσεις διπλές, φοβόταν ότι στο τέλος θα τα συνήθιζε κι αυτά, η λύση που είχε βρει ήταν να κάθεται στη μέση του κρεβατιού σε μια στάση γιόγκα κινούμενη μπρος πίσω σαν εκκρεμές μουρμουρίζοντας ασυνάρτητα, ήταν ο μόνος τρόπος ν ανακουφιστεί, όταν έφευγε ο πόνος σιγά σιγά ένιωθε τέτοια λύτρωση σα να ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη!

Όταν πλαγιάσαμε μια μουσική ακούγονταν απ τα ηχεία του στερεοφωνικού που ήταν τοποθετημένα κάπου ψηλά, ήμουν χαμένος ανάμεσα σε μουσικές και τον ήχο του ψυγείου που βούιζε στα σκοτεινά, πάντα εγώ κοιμόμουν πρώτος, αυτή έμενε μέχρι αργά στο μπαλκόνι καπνίζοντας, μετά ερχόταν και μ άκουγε να ροχαλίζω και ν αναστενάζω, ποιος ξέρει τι έβλεπα, μου τά λεγε την άλλη μέρα ή μου άφηνε μηνύματα που τα ανακάλυπτα στο λεωφορείο όταν άνοιγα το κινητό...

Κι ύστερα έρχονταν τα σπασίματα, μ άφηνε μόνο στο σπίτι γιατί ήθελε να βγει με τις φίλες της, της άρεσε να μ αφήνει μόνο και να ξέρει ότι τη ζητώ, εγώ σκεφτόμουν ΄΄Δε πας όπου να ναι να χουμε το κεφάλι μας ήσυχο, άμα αυτό θες θα περιμένω, δε θα πάθω και τίποτα!’’ έμενα εκεί να περπατώ στις άδειες κάμαρες, είχα υποσχεθεί να μη πειράξω τίποτα όμως αργούσε κι όσο περνούσε η ώρα βαριόμουνα, δεν ήξερα τι να κάνω και μετά, όπως η ώρα ήταν περασμένη, σκέφτηκα ΄΄ Συγνώμη κούκλα, έπρεπε να ρθεις πιο νωρίς !΄΄ κι άρχισα να ψάχνω συρτάρια και ντουλάπες, όλο κούτες με παπούτσια υπήρχανε εκεί μέσα στοιβαγμένες, φορέματα συσκευασμένα σε σελοφάν κι ένα σωρό τσάντες, μα πόσες είχε, άκου να δεις τι κάνουν οι γυναίκες και που ξοδεύουν τα λεφτά τους, ήμουν σίγουρος ότι ποτέ δε τα είχε χρησιμοποιήσει όλα αυτά, είδα λίγο και τα βιβλία της όταν χτύπησε το κουδούνι, έκλεισα το ντουλάπι, μπήκε γρήγορα - γρήγορα μέσα και πήγε κατευθείαν στη βιβλιοθήκη, ΄΄Τι έψαχνες στα βιβλία μου!΄΄ με κάρφωσε, ΄΄ Γιατί άνοιξες τις ντουλάπες!΄΄ σιγά μη της ξέφευγε με τέτοιο μάτι μπάτσου που είχε αμέσως όμως το γύρισε στη πλάκα, δε την πείραζε, το ήξερα, ήμουν σίγουρος ΄΄ Πως σου φάνηκαν τα ρούχα μου, είδες πόσα έχω μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια, καλά δε τα είδες όλα !΄΄

Κατόπι είχαμε κατήχηση, έπρεπε να μάθω ολόκληρο τελετουργικό για το πώς πλενόμαστε χωρίς να πιτσιλάμε το πάτωμα, πως βγάζουμε τα παπούτσια μας, πως χρησιμοποιούμε δυο σακούλες για τα σκουπίδια, μια κανονική και μια για την ανακύκλωση, αυτό κι αν με μπέρδευε, δεν ήξερα που να πετάξω τα τσαλακωμένα χαρτιά μου, όλο σε λάθος σακούλα τα πετούσα, είχα ζαλιστεί, δεν ήξερα τι μου γίνονταν! Άρχισα να καταλαβαίνω πως δουλεύει το γυναικείο μυαλό, με δυισμό, αλλιώς φέρονται στη δουλειά κι αλλιώς στη σχέση, όλα τα κάνουν περίπλοκα, κινούνται τεθλασμένα ποτέ σε γραμμή ευθεία, ποτέ με τρόπο πιο απλό ! Έπρεπε να μας σπάσει τα νεύρα, να θυμώνει, να στενοχωριέται, ν απελπίζεται, κι ύστερα σιγά σιγά ν' ανεβαίνει ξανά και να χαίρεται - δώσε συναίσθημα στις γυναίκες και πάρε τους τη ψυχή! Σκαρφίζονταν ένα σωρό κόλπα, ένα σωρό εντάσεις τεχνητές για να το πετύχει, την εξιτάριζε αυτό το παιχνίδι, να νιώθει ότι με χάνει, ν απογοητεύεται και μετά να με ξαναβρίσκει απ την αρχή ξανά. Έπρεπε να χεις όλη την ώρα το νου σου, αν την άφηνες ανεξέλεγκτη θα το τραβούσε μέχρι όσο πήγαινε, μ αυτό τον τρόπο ένιωθε ότι δεν έρχονταν η ρουτίνα, ότι η σχέση διατηρούνταν ζωντανή, τώρα αν εσύ ταξίδευες όλη την ώρα απ το παράδεισο στη κόλαση δικό σου πρόβλημα!

Οι μέρες περνούσαν, το Φθινοπωρο προχωρούσε, νεροποντές ξέσπαγαν στην ανατολική μεριά της πόλης, οι καταρράκτες τ' ουρανού είχαν ανοίξει, οι δρόμοι μπλόκαραν, τ' αμάξια που πήγαιναν να περάσουν από μια στοά υπόγεια βυθίζονταν μες τα νερά σαν υποβρύχια, γύρω βροντούσε κι άστραφτε, η θάλασσα φαίνονταν πράσινη στο βάθος, με το που έβρισκε μια χαραμάδα ανοιχτή ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του σα χαλί χρυσαφένιο...

Στη δουλειά γίνονταν χαμός, κόσμος έρχονταν κι έρχονταν κι έρχονταν συνέχεια, με τρέχανε, πολύ ταλαιπωρία μιλάμε, δεν ευκαιρούσα να δω τον εαυτό μου, να χαρώ λιγάκι, να γράψω ένα κομμάτι όπου θα τη στόλιζα καλά, όλες τις βλακείες που είχε κάνει θα τις έγραφα, όλα θα τα βγαζα στη φόρα, θα τη τιμωρούσα με το τρόπο μου για όσα μου είχε κάνει όμως όλο μου μενε ατελείωτο εκείνο το κομμάτι! Καθυστερούσε, όπως ήμουν μες τα νεύρα σε μια πολυκατοικία με στείλανε κάτι χαρτιά ν αφήσω σ ένα δικηγόρο, το ασανσέρ δε δούλευε, πήρα τις σκάλες, κάποιος με κράνος μοτοσικλετιστή στη μασχάλη κατέβαινε απ τους πάνω ορόφους, δεν υπήρχαν φώτα στο διάδρομο κι άνοιξα το κινητό σα φακό, βρήκα το γραφείο, χτύπησα όμως κανείς δεν άνοιξε, κατέβηκα κάτω στον ημιώροφο, κάτι ήχοι ακούγονταν απ το βάθος, ένα κυλικείο υπήρχε εκεί, ένας γέρος άκουγε μουσική από ένα ραδιόφωνο ΄΄Τι ψάχνεις;΄΄ με ρώτησε..

Βγαίνοντας προς την εξώπορτα έσβηνα μηνύματα σπαστικά που μου είχε στείλλει κατά καιρούς, δεν ήθελα να κουβαλώ οτιδήποτε αρνητικό πάνω μου, όπως έσβηνα τα παλιά ένα καινούριο εμφανίστηκε και τότε -ορκίζομαι ότι έτσι έγινε - είδα γραμμένα στο κινητό αυτά που σκεφτόμουν, αυτά που ήθελα, να γράψω, όλες τις κατηγορίες που ετοιμαζόμουν να σημειώσω, όλα υπήρχαν εκεί πέρα ! Δε μπορούσα να το δεχτώ, που το χε βρει, δε μπορούσα να καταλάβω πως έμπαινε στο μυαλό μου, πως το είχε κάνει, τι διάβολο συνέβαινε, τι είδους παιχνίδι ήταν αυτό, τι μαγικά έκανε, αφού δεν το είχα δημοσιεύσει και κανείς δεν το είχε δει, μου γύρισαν τα μυαλά, καλά ήταν πολύ τρελό!

Ύστερα συνήλθα κάπως, θα έπρεπε να υπήρχε μια εξήγηση λογική, με είχε κάνει άνω κάτω, μου την είχε δώσει, έβρεχε, περπατούσα και βρεχόμουν αλλά ούτε που μ ένοιαζε, πίστευα ότι δε θα την ξανάβλεπα, πόσες φορές δε μου το είχε κάνει αλλά δεκάρα δεν έδινε, μ έκανε να νιώθω και τύψεις στο τέλος, υποτίθεται ότι αντέχω γενικά αλλά οι γυναίκες πάντα με ζόριζαν, δε ξέρω πως το κάνουν και τι παθαίνω, βέβαια αν δε μπορείς να το υποφέρεις κάθεσαι σπίτι σου!

Όπως ήμουν χάλια τηλεφώνησα στη φίλη μου, πάντα την έψαχνα στα δύσκολα να πάρω λίγη ενέργεια θετική, κανονίσαμε να βρεθούμε, είχα λίγο πυρετό, ένιωθα πρησμένο το λαιμό μου οπότε με παίρνει τηλέφωνο η δικιά μου και τι μου λέει ΄΄Δε πιστεύω να είσαι μες τη βροχή, εσύ είσαι ικανός να μου κρυώσεις, ν' αρπάξεις κάνα πυρετό και να σ' έχω στη μπανιέρα κάτω απ το παγωμένο νερό να σε στρώσω !’’ καλά μου ρθε να βάλω τα κλάματα, πάλι μου κανε το ίδιο πράγμα και πάλι έπιανε, δε μπορούσα να το ξεπεράσω΄΄ Γιατί μου το κάνεις αυτό ρε;΄΄ - ''Εντάξει, όπως θέλεις !΄΄ μου είπε και μου το κλεισε αλλά βέβαια ο στόχος της είχε επιτευχθεί, ήξερε ότι είχε περάσει πια στο πετσί μου, κυλούσε κάτω απ το δέρμα μου οπότε παίρνω τη φίλη μου ν ακυρώσω το ραντεβού ΄΄Σε πειράζει ρε…΄΄ της λέω ΄΄Με πήρε η δικιά μου και πρέπει να τη δω !’’ φυσικά και με πειράζει!'' μου είπε η φίλη μου, ΄΄Θα δω τι θα κάνω!’’ είπα και παίρνω τη δικιά μου ΄΄Ρε θα βρεθούμε;’’ τη ρωτάω ΄΄Και βέβαια θα βρεθούμε, επειδή εσύ είσαι βλάκας και κάνεις χαζομάρας δε σημαίνει ότι δε θα βλεπόμαστε!’’

Τελικά πήγα να δω τη φίλη, δε μπορούσα να τη στήσω πάλι αλλά εμένα το μυαλό μου ήταν αλλού, η φίλη έδειξε κατανόηση, ΄΄ Πήγαινε, δε τρέχει τίποτα !΄΄ μου είπε κι εγώ σκεφτόμουν ότι θα χρειαζόμουν δυο ζωές να της ξεπληρώσω όλα όσα είχε κάνει για μένα, έξω απ την πολυκατοικία πάλι ο ίδιος φόβος που με πιάνει έξω απ τα σπίτια των γυναικών, μου ανοίγει και πέφτω στην αγκαλιά της, με κοίταζε μες τα μάτια κι εγώ δεν έλεγα να ξεκολλήσω από πάνω της ΄΄Τό σωσες, ήμουν έτοιμη να σε σουτάρω αλλά τα μάτια σου ήταν έτοιμα να βουρκώσουν, η καρδιά σου χτυπούσε στην αγκαλιά μου, η πλάτη σου ήταν ιδρωμένη!''

Είχα ηρεμήσει, έβγαλε να φάμε, δεν είχα όρεξη, δοκίμασα μια πιρουνιά, η τηλεόραση έπαιζε, κάτι χαρτιά τσαλακωμένα υπήρχαν πεταμένα στο τραπέζι , ''Τι είναι αυτά;'' ρώτησα ''Τα είχες πετάξει στην ανακύκλωση, για μια φορά τα πέταξες στη σωστή σακούλα, τα είχες πάνω πάνω!''

Και τότε κατάλαβα ρε φίλε, δε γίνονται αυτά, είχε ψάξει στα σκουπίδια κι είχε διαβάσει όλες τις σημειώσεις που κρατούσα, το είχα ξεχάσει, έτσι λοιπόν εξηγούνταν, έτσι με είχε κάνει άνω κάτω, ήθελα να τη φάω, να τη βαρέσω, να της κάνω κάτι κακό όμως σκέφτηκα ''Άστην, όταν θα είναι κατάλληλη η στιγμή θα τα πούμε!''

Η ώρα είχε περάσει, πλαγιάσαμε, όπως μ αγκάλιαζε η μουσική έπαιζε απ' τα ηχεία ψηλά που βούιζαν υπόκωφα, δε θα της έκανα τη χάρη, δεν είχα όρεξη για φιλιά, ήθελα να της πω πρώτα ένα εκατομμύριο πράγματα όμως δε μπορούσα, δεν άντεχα, το σώμα μου με πρόδινε, τα μάτια έκλειναν μόνα τους, μισοξύπνιος - μισοκοιμισμένος έβλεπα ήδη έναν αέρα να φυσά κατεβαίνοντας με μανία απ τα βουνά, σαρώνοντας στο διάβα του ότι έβρισκε, δέντρα λύγιζαν, στέγες ξεκολλούσαν, σπίτια κατέρρεαν, άνθρωποι έτρεχαν να κρυφτούν, ο αέρας συνέχιζε να λυσσομανά...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...