Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΚΟΒΑΛΤΙΟΥ


Στο σπίτι μου είχε έρθει και της άρεσε, της άρεσε, δε το πίστευα, έτρεμα για το τι θα μου σούρει, η Πόπη μου ' χε πει όταν την είχα φέρει να το δει ''Καθυστέρησε την όσο μπορείς, μη βιαστείς !'', όμως αυτή είχε άλλη ιδέα, ''Τι συμμαζεμένο που το 'χεις!'' είπε, πιο πολύ η κουζίνα της άρεσε με τα παλιά τα ντουλάπια που βαριόμουν να τ' αλλάξω, τον εξαεριστήρα που τον είχα ξεχάσει εντελώς ότι υπήρχε, και με τις παλιές ηλεκτρικές συσκευές που δε δούλευαν, έπρεπε να τις φτιάξω κι όλο το ανέβαλα, '' Καλά τι άντρας είσαι συ!'' μου είπε ''Πως τ' αφήνεις έτσι!'' . Αλλά της άρεσε ρε φίλε ''Δείχνει τη προσωπικότητα σου, τη ταυτότητα σου, τόσο πολλά βιβλία!'' ναι είχα κάμποσα, κοίτα να δεις, δε το χα προσέξει, ούτε που το είχα καταλάβει πως είχαν μαζευτεί τόσα πολλά, μετά τη πήγα στο μπαλκόνι, κοίταζε τις μπιγκόνιες τις πλατύφυλλες που είχα αραδιάσει , '' Τι είναι αυτά;'' ρώτησε, της άρεσε και το κυκλάμινο που είχα πάρει γι αυτήν, έβγαλα και μια σαρκώδη αλόη από μια γλάστρα και τα πήγα στο σπίτι της, τα φυτέψαμε, το φουξ το κυκλάμινο το έβαλα στα κάγκελα, καθόταν και το χάζευε πίσω απ' το τζάμι '' Τι όμορφο που είναι!'' έλεγε..

Μιλούσαμε μέχρι αργά, μου λεγε για τότε που ανέβηκε στο εβολούσιον, στο λούνα παρκ, γίνονταν χαμός, όλοι οι πιτσιρικάδες εκεί πέρα τρέχανε, το μηχάνημα ανέβαινε ψηλά, στριφογύριζε ανάποδα και τα κεφάλια όλων κρέμονταν στο κενό, μετά στροβιλίζονταν όλο και πιο γρήγορα σα δαιμονισμένο. Αυτή με το που ανέβηκε γούσταρε τρελά, δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ, όπως γύριζε ανάποδα και το κεφάλι της βρίσκονταν στον αέρα ένιωσε ότι η ζώνη της δεν ήταν καλά πιασμένη και κρατήθηκε ενστικτωδώς απ αυτόν που ήταν δίπλα της, σκέφτηκε ότι αυτό ήτανε, τέρμα τα ψέμματα, το μόνο που φοβήθηκε ήταν μη πάρει μαζί της και τον άλλον όπως θα πέφτανε και τότε με το που έγειρε μπροστά το βάρος της η ζώνη σφράγισε κι έκλεισε ερμητικά οπότε χαλάρωσε κι άρχισε να στριγκλίζει σα μανιακή βγάζοντας όλη της την ένταση....

Καλά ήταν περίπτωση, διαφωνούσαμε όλη την ώρα, κάτι σίριαλ ήθελε να δει που δε τ άντεχα με τίποτα, δοκιμάσαμε να βλέπουμε χώρια τηλεόραση, είχα βάλει τ ακουστικά, άκουγα ράδιο και την έβλεπα που είχε σκάσει γιατί δεν κάναμε κάτι μαζί, τι άτομο ρε φίλε, και μετά για να μη μου τη σπάει είχα πάει στο άλλο δωμάτιο, κι εκεί που είχα ξαπλώσει μου έστελνε μηνύματα, ποιος είναι πάλι σκεφτόμουν, ''Είσαι βλαμμένο!'' μου έγραφε, όλο τέτοια μου έκανε, μετά είχαμε καθίσει να δούμε μια ταινία, μου έλεγε ότι της αρέσουν οι ηθοποιοί όχι οι πολύ όμορφοι με τα άψογα χαρακτηριστικά αλλά αυτοί με τα έντονα ζυγωματικά, τους έκαναν πιο σκληρούς, πιο κοντά στο φυσικό...

Ένα κέντημα της μάνας της σ ένα έπιπλο κάτω από ποτήρια και φλυτζάνια υπήρχε, μου εξηγούσε πως γίνονταν, πως τραβάς τη κλωστή και κάνεις ένα πλαίσιο που κάθεσαι και το κεντάς ύστερα με ψιλό βελονάκι, καλά αυτό ρε φίλε ήταν μεγάλο μαρτύριο, απίστευτη υπομονή χρειάζονταν για μένα δουλειά, θα έκοβα φλέβες στα πρώτα πέντε λεπτά, μετά διάβαζα το σημειωματάριο της, ένα σωρό συνταγές είχε γράψει, πορτοκαλόπιτα που τη ρίχνουμε στο λαδωμένο ταψί, brownies, γλυκό φιρίκι που το αφήνεις το βράδυ στο νερό να πάρει χρώμα, ρολά από φύλλα, μοσχοκάρυδα, σουσαμόπιτες , κέικ βρώμης, κέικ καρότου...

'Ρε, μπορώ να σου τηλεφωνώ όταν δε νιώθω καλά; '' τη ρώτησα, ''Καλά είσαι βλαμμένο, εννοείται !'' φώναξε και μου 'ρθε να βάλω τα κλάματα, με δυσκολία κρατήθηκα, ήταν η μόνη γυναίκα που το κατάφερνε αυτό, χρειαζόμουν κάποιον να με στηρίζει και να μ αγαπά όταν τα 'βρισκα σκούρα θε μου, κι όλο και πιο συχνά συνέβαινε. Κι ύστερα τσακωθήκαμε πάλι ούτε θυμάμαι για ποιο λόγο, μα πως μου την είχε δώσει όμως, όλο βλακείες έλεγε, δε μπορούσα να την αφήσω έτσι, της μίλησα πολύ άσχημα αλλά το χρειάζονταν ρε φίλε, είχε ξεφύγει, δε καταλάβαινε διαφορετικά, ήταν σα να το ζητούσε! Είχαμε σκοτωθεί κι είχα κοιμηθεί πάλι μόνος σπίτι μου, όλο έτσι γίνονταν, δεν ήξερα πόσο θα πήγαινε αλλά ήθελα να το ζήσω λίγο ακόμα, όλο έτσι γίνονταν, δε θ αντέχαμε για πολύ, το καταλαβαίναμε, δεν ήξερα αν θα τη ξανάβλεπα, κανείς απ τους φίλους δε πίστευε ότι θα στεριώναμε, μια φίλη μου είπε ότι κι αυτή όλο καυγάδες ήτανε με το δικό της, ''Χίλιες φορές καλύτερα ήμουν πρώτα μονάχη!', τη καταλάβαινα


'Ένα όνειρο είχα δει τη νύχτα που κοιμήθηκα μόνος μου, σ ένα μέρος έρημο ήμουνα, μαι κοιλάδα γκρίζα, ένα οροπέδιο, μια τεράστια ζώνη όπου δε φύτρωνε τίποτα μέχρι πέρα μακριά, ως εκεί που έβλεπε το μάτι σα να είχε πλημμυρίσει ο τόπος ολόκληρος από ακτινοβολία κοβαλτίου. Ήθελα να τη ρωτήσω τι σήμαινε, δε τα πίστευα και πολύ αυτά όμως ήταν μια αφορμή να τη δω, αυτή πάλι πίστευε πολύ σε κάτι τέτοια, όλο τον ονειροκρίτη έψαχνε, πρόσφατα είχε δει τον πατέρα της όμορφο, νέο, μ ένα άσπρο πουκάμισο να την περιμένει στη βάση μιας σκάλας κι όλο της έλεγε ''Μη το κάνεις αυτό το ταξίδι τ' ακούς, μη πας εκεί, δεν είναι για καλό!'' κι ύστερα είχε δει ένα πηγάδι στρογγυλό φραγμένο με πέτρες, πολύ βαθύ με νερό διάφανο, στέκονταν από πάνω του έτοιμη να βουτήξει και σκέφτονταν ''Αν πέσω εκεί μέσα θα μπορέσω να βγω άραγε ;''


Ήθελα να τη δω , δεν ήξερα αν θ' άντεχα αυτές τις συνεχείς δοκιμασίες όλη την ώρα, όμως όλο το πράγμα μ' ενεργοποιούσε, μου 'δινε ρεύμα, με ξυπνούσε, με κρατούσε ζωντανό, τη χρειαζόμουν πραγματικά, στα πάρκα φύτευαν χρυσάνθεμα άσπρα, καφετιά και κίτρινα, ήταν η εποχή που βγαίνουν τα ρόδια, τα κυδώνια και τα κάστανα με τους πράσινους αχινούς που τσιμπάνε, ένας μαραθώνιος νυχτερινός γίνονταν στην πόλη, μια νεροποντή είχε πιάσει που έριχνε αρκούδες και λύκους με το τσουβάλι, καλά ποιος είχε σκεφτεί να κλείσει τη πόλη και να τρέχουν οι παλαβοί τέτοια βραδιά! Δεν είχα ομπρέλα, έκλεψα αυτήν του Λάκη που χτυπιόταν, ''Θα στη φέρω!'' του φώναξα, περπατούσα βλέποντας τα νερά να τρέχουν απ τις σχάρες στις υπόγειες υδρορροές, η πλάτη μου είχε γίνει μούσκεμα, μποτιλιάρισμα επικρατούσε παντού, αμάξια περνούσαν δίπλα από τείχους αρχαίους γλείφοντας τα ντουβάρια...

Στη δουλειά μας είχαν πατήσει ρε φίλε, είχαν περάσει από πάνω μας, είχαμε ισοπεδωθεί μας είχαν λιώσει, δε ξέρω τι τους είχε πιάσει κι όλοι σε μας έρχονταν σα να μην υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω, τα είχαμε δει όλα, σκεφτόμασταν ''Τι θέλουν όλοι αυτοί από μας!''. Είχαμε απηυδήσει και το βράδυ ήρθε σα κερασάκι στη τούρτα κι εκείνος ο άλλος ο τρελός, ο μεθυσμένος και δεν ξέραμε τι να τον κάνουμε, χειρονομούσε, φώναζε, χαλούσε το κόσμο, ήταν εκτός ελέγχου, απ τα γειτονικά μαγαζιά έβγαιναν να δουν, ο Λάκης τα είχε παίξει. Δεν άντεχα, όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για μένα, ήθελα να τη δω, τη ρώτησα με μήνυμα αν ισχύει εκείνο που μου είχε υποσχεθεί ότι θα μπορούσα να της τηλεφωνώ αν δεν ήμουν καλά κι αν μπορούσε να μου πει κάτι για κείνο το περίεργο όνειρο με την ζώνη τη γεμάτη ραδιενέργεια όμως δεν απαντούσε, ξαναπροσπάθησα, έκανα και μια τρίτη απόπειρα, τίποτα...

Ο Κυριάκος που θα μπορούσε να με παρηγορήσει έλειπε, είχε πάει στη μονή Δοχειαρίου όπου γιόρταζαν τη Παναγιά την Γοργοεπήκοο, η εικόνα είναι λέει ζωγραφισμένη σ έναν τοίχο που ήταν κάποτε μαγειρείο, ο μάγειρας όπως έφτιαχνε το φαΐ στη φωτιά την είχε καπνίσει, τότε η Παναγία απ το θυμό της τον τύφλωσε για τρία χρόνια, αυτός την παρακαλούσε να του δώσει πίσω το φως του και τελικά του το δωσε. Έψαχνα τον Κυριάκο, ήθελα να τον ρωτήσω για τα καζάνια στο Κιλκίς όπου θα έβραζε τα τσίπουρα που είχε αγοράσει, είχε πάρει και κρέατα για να ψήσει εκεί πέρα, μας είχε καλέσει να πάμε, όπως του τηλεφωνούσα στο Όρος άκουγα τις καμπάνες να χτυπούν...

Βράδυ ήτανε, έφευγα απ τη δουλειά, περπατούσα σα χαμένος οπότε με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει '' Σε βλέπω μέσα απ το λεωφορείο, μείνε εκεί που είσαι έρχομαι να σε βρω!'' καλά αυτά δε γίνονται, πάντα ανταμώναμε στο τυχαίο, άμα σε θέλει συνωμοτούν όλα, ήρθε εκεί μες τη βροχή και μ' αγκάλιασε σφιχτά, τα ξεχάσαμε όλα...


Κρύωνε, έβγαλε ένα σάλι με σχέδια απ τη τσάντα της και το ριξε στους ώμους της, μ αγκάλιασε και τα ξεχάσαμε όλα σε μια στιγμή, έβλεπα το πράσινο γρασίδι και τον ουρανό από πάνω που έριχνε ριπές υγρές ασταμάτητα , μου μιλούσε, δε πρόσεχα τι έλεγε μονάχα αυτήν κοιτούσα κι ήταν όμορφα, μου 'δωσε κάτι υγρά χαρτομάντιλα απ' τα Χόντος Σέντερ, ''Πάρτα να σκουπίζεις τα χέρια σου, δες πως θα τ' ανοίγεις και πως θα τα κλείνεις, σου έλειψα καθόλου;'' - ''Τις πρώτες δυο μέρες ήταν το πιο δύσκολο το ανυπόφορο!'' απάντησα,''- ''Ώστε δυο μέρες χρειάζεσαι μόνο να με ξεπεράσεις, κι εγώ που νόμιζα ότι μ αγαπάς πραγματικά, τόσο λίγη είναι λοιπόν η αγάπη σου, ε λοιπόν εγώ περίμενα κάτι περισσότερο από σένα!''

''Ωχ, πάλι βλακεία έκανα!''σκεφτόμουν μέσα μου, αλλά που να ξέρεις κάθε φορά ποια είναι η σωστή απάντηση, την έχανα κι αυτή, ήταν βέβαιο ότι το είχα χάσει το παιχνίδι, με κοίταζε εξεταστικά, προσεχτικά, βαθιά, και τότε ρε φίλε έβγαλε τα κλειδιά του σπιτιού της απ την τσέπη και μου είπε ''Έλα, παρ τα, εγώ θα βγω και θα γυρίσω κάποια στιγμή!'' όλο τέτοια καψόνια μου έκανε, άλλη μια βόλτα απ την κόλαση στο παράδεισο ...

Ένιωθα ότι με ήθελε πάλι, τη φιλούσα μέσα σ όλον το κόσμο κι ούτε που μ ένοιαζε, ''Όταν είδα το μήνυμα σου που με ρωτούσες αν μπορούσες να μου τηλεφωνήσεις ήμουν κοντά '' συνέχισε ''...ήμουν στη γωνία, εδώ πιο κάτω, μου ήρθε να κλάψω άλλα είπα δεν απαντώ, πήγα και στάθηκα λίγο πιο κάτω από κει που δουλεύεις, περίμενα να εμφανιστείς''

Ήμουν χαρούμενος, η καρδιά μου φτερούγιζε, ένα βάρος είχε φύγει από πάνω μου, στη πόλη συνέχιζε να βρέχει χωρίς σταμάτημα, τα φώτα των αυτοκίνητων έκοβαν σε λωρίδες το σκοτάδι, νερά τρέχανε μέσα από σχάρες στις υπόγειες υδρορροές, απ τις γειτονιές τις ανηφορικές ποτάμια μικρά σχηματίζονταν που κυλούσαν κατά τη θάλασσα, έβγαλε μια ομπρέλα και την άνοιξε πάνω απ το κεφάλι μου, '' Καλά εσύ είσαι ικανός να περπατάς σα βλαμμένο μες τη βροχή και ν'  αρρωστήσεις, δεν έχω καμιά όρεξη να σε νταντεύω, έλα τώρα  να σου εξηγήσω το όνειρο που είδες!''





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...