Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΑΣΟΣ

''Αυτό είναι το πολωνέζικο αεροπλάνο που καρφώθηκε στο κτίριο της ΠΑΣΕΓΕΣ!'' είπε ο Θωμάς, ''Ο πιλότος πρέπει να κοιμόταν, νόμιζε ότι η λεωφόρος του αεροδρομίου με τα φανάρια απ τις κολόνες ήταν ο διάδρομος προσγείωσης και το κατέβασε κατά κει, πρέπει να ήταν φοβερό θέαμα ένα αεροπλάνο τεράστιο να σέρνεται στον αυτοκινητόδρομο στριγγλίζοντς κι εξαπολύοντας σπινθήρες προς όλες τις κατευθύνσεις, τη τελευταία στιγμή πριν στουκάρει στα τσιμέντα πήγε να το γυρίσει αλλά ήταν αργά, τα γκρέμισε όλα εκεί πέρα σα τέρας μανιασμένο, όταν πήγαν να το δουν ανακάλυψαν ότι ήταν γεμάτο όπλα και πυρομαχικά για την αραπιά κάτω για κάποιον πόλεμο, είχε πάθει μια βλάβη κι έπρεπε αναγκαστικά να προσγειωθεί, κανείς δε μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν είχαν εκραγεί τα πυρομαχικά ν' ανατινάξουν το σύμπαν!

Το αεροπλάνο ήταν σαραβαλιασμένο, ένα σωρός από λαμαρίνες σκουριασμένες, μετά από κείνο το ατύχημα είχαν βάλει στον αεροδιάδρομο καινούριες λάμπες πιο δυνατές για τις νυχτερινές πτήσεις , περπατούσαμε κάτω απ τον πύργο έλεγχου και τις βλέπαμε, ο Θωμάς μου δειχνε κάτι σκληρά καλύμματα πλαστικά που σκέπαζαν τις λάμπες, τα είχαν φέρει απ την Ισπανία, απ το Μπιλμπάο, πολύ γερά, άντεχαν τόνους πίεσης καθώς δέχονταν τ αερόπλανα όταν κατέβαζαν τη μπροστινή ρόδα κεντράροντας στη μεσαία λωρίδα ενώ τα πτερύγια ευθυγραμμίζονταν με τις ακριανές φωτεινές γραμμές, ''Θα σου βγάλω άδεια απ τον πύργο έλεγχου να περνάς, τι νομίζεις ότι είναι παίξε γέλασε, δε περνά όποιος να ναι, το νου σου, ο προηγούμενος είχε κάνει τη βλακεία να σταματήσει στη μέση του διαδρόμου βγάζοντας φωτογραφίες, τον είδε από ψηλά ο πιλότος ενός αεροπλάνου που κατέβαινε κι ενημέρωσε, μας ήρθε μια κλίση που μας πετάχτηκαν τα μάτια, τη κόλλησα στα μούτρα του βλάκα, τον σούταρα όπως ήτανε!

''Θα δουλέψεις εδώ πέρα!'' μου είπε ''Θα σε βάλω αποθηκάριο στο εργοτάξιο, θα βλέπεις τι μπαίνει, τι βγαίνει, πρόσεχε χαμένε, να χεις το νου σου, υπάρχουν λαμόγια που δε ξέρεις από που θα στη φέρουν, θα σε κλέψουν μπροστά στα μάτια σου , δέκα φορές θα τσεκάρεις τα τιμολόγια'' -- ''Ωχ!'' σκέφτηκα, καλά δεν υπήρχε περίπτωση να μη με κοροϊδέψουν όταν θα βαριόμουν και δε θα καταλάβαινα τη τύφλα μου από χαρτιά και τιμολόγια, απ την άλλη τη χρειαζόμουν οπωσδήποτε εκείνη τη δουλειά και του χα εμπιστοσύνη του Θωμά, ήταν έξυπνος κι εργολάβος πρώτης τάξης, πάντα το λεγα ότι με τους έξυπνους μπορείς να συνεννοηθείς, ότι και να γίνει, και να μη ξέρεις τα στραβά σου θα βρεις την άκρη, με τους βλάκες θα καείς ότι και να κάνεις !

Σίγουρα θα κανα καμιά χαζομάρα όσο και να πρόσεχα, δε μπορούσα να συγκεντρωθώ, εκείνη έφταιγε σίγουρα, μου απορροφούσε ένα κάρο ενέργεια, με στράγγιζε, κάθε μέρα άλλαζε, δεν ήξερα από που να τη πιάσω, όλο μπροστά μου νόμιζα ότι την έβλεπα,στις στάσεις είχα την εντύπωση ότι με περίμενε φορώντας τα μαύρα γυαλιά τα ψαρωτικά που ήξερε ότι με κομπλάριζαν...

Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ, το πρωί το λεωφορείο εμφανίζονταν στη κατηφόρα της Καλλιθέας ανάμεσα στα σφενδάμια, ο ήλιος με τύφλωνε, ένα σάντουιτς έβλεπα τον οδηγό να μασάει, μια γυναίκα με χείλη σαρκώδη σα φρούτο έτοιμο να δαγκωθεί, ένα σημάδι σκούρο στο άσπρο μπράτσο της, πως μελανιάζουν έτσι εύκολα τα σώματα των γυναικών, κάτι είχα πάθει, όλο τις γυναίκες πρόσεχα, τα σώματα τους, τα πόδια τους, ήταν σα να τις ήθελα περισσότερο από πριν, όχι πλατωνικά πλέον σα να είχε ξυπνήσει κάτι μέσα μου... ...

Στη ΔΕΗ πήγα να πληρώσω έναν λογαριασμό ληγμένο, ένα χαρτονόμισμα μου έπεσε στο μάρμαρο, κάποιος φώναξε ''Κάτι σας έπεσε!'', στο διάδρομο ενός σούπερ μάρκετ ούτε που ήξερα τι ζητούσα, κόσμος έσπρωχνε καροτσάκια ανάμεσα σε ντάνες απορρυπαντικών και τροφίμων, μια μουσική από κάπου έπαιζε, στο λιμάνι καράβια πελώρια έμπαιναν, περιστέρια απλώνονταν στα γρασίδια της Αριστοτέλους, στη παραλία της Καλαμαριάς μια κόκα κόλα έπινα, παγάκια λευκά κολυμπούσαν μέσα της, μπροστά στα μάτια όλα ανακατεύονταν, βάρκες, βράχια, κύματα, φιγούρες ανθρώπινες διαλύονταν στο φως...

Το φθινόπωρο είχε μπει για καλά, τη νύχτα άστραφτε και βροντούσε πολύ δυνατά μετά τις ξερες και τους καύσωνες τους Σεπτεμβριανούς, από δω και πέρα είναι η αγαπημένη μου εποχή, η μέρα μίκρυνε κι η νύχτα πέφτει νωρίτερα επιτέλους, με το που πήγαινα σπίτι έπεφτα ξερός σα να λιποθυμούσα, δεν ανέπνεα έτσι μου έλεγε αυτή τουλάχιστον, όταν ξυπνούσα τα χαράματα το πτερύγιο από ένα σκουλαρίκι ασημένιο γυάλιζε στα σκοτεινά πάνω στο κομοδίνο...

''Έχετε άγχος;'' με ρώτησε η γυναίκα με την άσπρη ποδιά, ''Πάρτε μια βαθιά ανάσα!'' είπε χαμηλόφωνα και μου έχωσε τη βελόνα στο σφιγμένο μπράτσο, ''Έχετε ιστορικό'' - ''Όχι!'' είδατε πρόσφατα κάποιον γιατρό, παίρνετε χάπια, κάνετε σεξ συχνά;'' - ''Ναι πολύ συχνά, έχω χάσει το μπούσουλα!'', χαμογέλασε. Δεν είχα καμιά όρεξη να τη κάνω την εξέταση, εκείνη μου το χε ζητήσει κι άντε να πεις όχι στις γυναίκες όταν θέλουν κάτι, θα σε πρήξουν, θα σε κυνηγήσουν, α είναι πολύ επίμονες , είχα αρχίσει ν' αγχώνομαι πραγματικά, κι αν τ' αποτελέσματα ήταν αρνητικά, αν μου βρίσκανε κάτι τι θα έκανα, αν είχα καμιά αρρώστια, καμιά ένδειξη κακή, ένα σωρό τρελές ιδέες περνούσαν απ το μυαλό, οι μέρες μου ήταν μετρημένες, καλύτερα να μη ρωτάς φίλε, μη το ψάχνεις με τους γιατρούς, κάτι θα σου βρουν ότι και να γίνει, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεις το μπελά σου, κάτσε καλύτερα στ' αυγά σου, άμα είναι να ρθει θα το καταλάβεις!

Έπρεπε να σκεφτώ τη πρόταση του Θωμά, τουλάχιστον έπρεπε να το δω, με πήγαινε άλλωστε, ήταν λίγο μυστήριος δε μπορούσες να τον ψυχολογήσεις, καλός μεν όμως διαισθανόσουν ότι είχε μια πλευρά λίγο θαμπή, λίγο τρομαχτική, μια φορά είχα πάει σ ένα απ τα σπίτια που είχε , όταν το μαθαν οι γνωστοί απόρησαν, δεν το χα καταλάβει τότε '' Σ έβαλε σπίτι του, δε βάζει ποτέ κανέναν εκεί μέσα, κανείς δεν έχει μπει εδώ και καιρό, πρέπει να αισθάνεσαι τυχερός!''

Κάπου ανατολικά ήτανε, κοντά στο αεροδρόμιο, τον βόλευε, ταξίδευε συχνά κατά το βορρά όπου είχε τις περισσότερες δουλειές του, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία, Σερβία, του άρεσαν κι οι γυναίκες εκεί πέρα, σουγιάδες τις έλεγε, λεπτές, ελαστικές, αθλητικές, ακούραστες, μια Κροάτισσα φοβερή με πόδια πολύ μακριά είχε γνωρίσει τελευταία και του χε φάει ένα σωρό λεφτά, έκανε τέλειο έρωτα, δεν τις αγαπούσε πραγματικά τις γυναίκες, δεν τις ήθελε ν ανακατεύονται στα πόδια του, δε τις εμπιστεύονταν, τους φέρονταν σκληρά, τις έκανε να κλαίνε κι ούτε που τον ένοιαζε.

Τον ρωτούσα συνέχεια για τις δουλειές και τα ταξίδια του, σ ένα ορυχείο κάπου στην Ευρώπη είχε δουλέψει στερεώνοντας χαλύβδινες κολόνες και υποστηρίγματα, οι ντόπιοι λέγανε ότι ένας δαίμονας κατοικούσε μες τις στοές και σκότωνε τους εργάτες, ο πραγματικός λόγος ήταν βέβαια οι δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις που έβγαιναν από κει μέσα, πιο πέρα υπήρχε μια παραλία κι οι εργάτες τα σαββατοκύριακα έψαχναν για κομμάτια κίτρινου κεχριμπαριού που ξέβραζε η θάλασσα, κάποτε λέει εκεί πέρα υπήρχαν δάση απέραντα και το ρετσίνι των δέντρων τους είχε αποκρυσταλλωθεί φτιάχνοντας υπέροχα γυαλιστερά πετράδια, μια φορά είχε βρει κι ο Θωμάς ένα, το είχα δει, κάπως καφετί λαμπερό ήτανε...
Σκοτεινό μου είχε φανεί το διαμέρισμα του, στη κουζίνα είχαμε καθίσει, ένα πάρκο υπήρχε απέναντι, ένα κοπάδι πουλιών με τραχηλιές γεμάτες στίγματα μαζεύονταν στη κορφή κάποιου δέντρου κράζοντας, ένα χυμό με κέρασε ο εργολάβος, έφτιαχνε σχέδια για ένα κτίριο πολυμορφικό, μου τα δειξε, δε καταλάβαινα, γραμμές κάθετες κι οριζόντιες, σκιάσεις, τον είχε ζορίσει, του είχε πάρει ώρες να τα τελειώσει, πρώτα έπρεπε να σκιτσάρει και κατόπι να δουλέψει στο πρόγραμμα του υπολογιστή, τον ζόριζε πολύ, ίδρωνε, το μέτωπο του ήταν νοτισμένο, στο τέλος βρήκε τη λύση.

Μου έδειχνε τα δωμάτια, σε μια καμαρούλα στο πάτωμα, είχε στη γωνιά κάτι σαν εικονοστάσι, μια καντήλα μεγάλη έκαιγε, με το που μπήκαμε πήρε από ένα μπουκάλι λάδι και το άδειασε στη καντήλα, δίπλα στις εικόνες μια φωτογραφία, ο πατέρας του, ένας γκριζομάλλης όμορφος με μουστάκι κομμένο στις άκρες κι ένα σαγόνι κάπως ορθογώνιο, πιο δίπλα μια φωτογραφία τον έδειχνε νεαρό, γραβατωμένο, μαζί μ ένα άλλο παιδί καστανόξανθο, ''Μπορώ να δω τη φωτογραφία;'' - '' Όχι, είναι κολλημένη εκεί πέρα!''

''Ποιος είναι ;'' ρώτησα '' O Αναστάσης! Το καλύτερο παιδί που βγήκε ποτέ, πολύ καλύτερος από μένα, το καταλαβαίνεις, το καλύτερο παιδί, όλα τα προλάβαινε τη πρώτη δουλειά τη δεύτερη δουλειά τη γυναίκα του τους φίλους κι όλη νύχτα ήμασταν έξω, όταν σηκώνονταν να χορέψει ζεϊμπέκικο έμοιαζε με θεό, έστελνε φιλιά στη κοπέλα του που τον κοίταζε μαγεμένη κι όλοι έκαναν στη μπάντα, τέτοιο παλικάρι ήταν ο κολλητός μου, κάθε βράδυ γυρνούσαμε στα μαγαζιά μαζί με τη κοπέλα του που την υπεραγαπούσε, πέθαινε για κείνη κι αυτή ένιωθε το ίδιο, δεν υπήρχε τέτοιο ζευγάρι σου λέω!''

''Κι ύστερα ξέρεις τι έγινε'' συνέχισε ο εργολάβος σκουπίζοντας τον ιδρώτα απ το μέτωπο του, ''Άρχισα να τον ζηλεύω που ήταν ευτυχισμένος με κείνη τη γυναίκα, εγώ δε το χα ζήσει ποτέ, δε το πίστευα ότι θα έφτανα να τον ζηλέψω, ήταν ανεξέλεγκτο, με τυραννούσε, τα βράδια δε κοιμόμουνα, έσπαζα το κεφάλι μου να βρω μια λύση, να ξεφύγω, ήταν ο κολλητός μου ρε φίλε, ο αδερφός μου κι εγώ τον φθονούσα, μια φορά είχαμε πάει σ ένα ξενυχτάδικο εδώ γύρω, βγαίνοντας τα ξημερώματα άρχισα να κοροϊδεύω άσχημα τη κοπέλα του που είχε βουρκώσει, το κανα συχνά, ο Τάσσος μου είπε ''Αν το ξανακάνεις αυτό μαλάκα δε θέλω να σε ξαναδώ!'' ήταν απίστευτο, πιο δυνατό από μένα, τον έβλεπα που βασανίζονταν και υπέφερε ένιωθε και κάτι πόνους σα μαχαιριές πίσω στη πλάτη στο αριστερό μα δε μπορούσα αν σταματήσω και μια μέρα ένας φίλος μου είπε ότι πέθανε από καρδιακή ανακοπή όλος ο κόσμος μου γκρεμίστηκε δε το χωρούσε το μυαλό μου ο Τάσσος να πεθάνει έτσι δεν το ξεπέρασα ποτέ θα με κυνηγάει για πάντα!''

Τον κοιτούσα κι έμοιαζε παραιτημένος, τον λυπόμουν, υποτίθεται ότι ήταν σκληρός αλλά σε τι του χρησίμευσε τελικά, αν ήταν πιο ευαίσθητος ίσως να μην κατέληγε έτσι το πράγμα, τι ιστορία κι αυτή σκεφτόμουν, έξω ψιλόβρεχε, μετά τη Περαία ο αεροδιάδρομος ξεχώριζε καθαρά φωτισμένος, ένα ιπτάμενο θηρίο με σβηστές τις μηχανές κατέβαινε μουγκρίζοντας μες τη βροχή, μπορούσα να δω την άσπρη κοιλιά του και τα σχέδια στα πλευρά του καθώς ευθυγραμμίζονταν, τα φανάρια του του ήταν αναμμένα, κι εκείνο το παιδί που χόρευε σα θεός τι κρίμα να πάει έτσι, γιατί όμως ο Θωμάς να το πει σε μένα, και πως γίνεται ένας άνθρωπος να είναι τόσο καλός σε κάτι και τόσο άθλιος σε κάτι άλλο, και γιατί δε μπορούμε να κάνουμε το σωστό όσο είναι καιρός, ποιος τα φτιαξε έτσι όλα τόσο μπερδεμένα, ποιον μπορείς να εμπιστευτείς και ποιος είναι ο αληθινός φίλος τελικά αναρωτιόμουν όπως το αεροπλάνο κατέβαινε όλο και περισσότερο δείχνοντας την άσπρη κοιλιά του , θυμήθηκα το άλλο το πολωνικό με τα πυρομαχικά που δεν ανατινάχτηκαν όταν καρφώθηκε στο κτίριο της ΠΑΣΕΓΕΣ, θα μπορούσε κι αυτό να γείρει πάνω στη λεωφόρο και να σύρει τη κοιλιά του πάνω στο οδόστρωμα όπως στις ταινίες κουτρουβαλώντας, γυρίζοντας δεξιά αριστερά, παρασέρνοντας ότι υπήρχε μπροστά του με την τρομακτική δύναμη που κουβαλούσε απ την ταχύτητα του μέχρι να ξεθυμάνει σε κάνα χωράφι ή σε κάνα υπόστεγο ή στην είσοδο κάποιου απ τα νυχτερινά μαγαζιά του αεροδρομίου .. ....


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...