Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

ΟΙ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΟΙ ΘΕΟΙ ΤΩΝ ΝΟΤΙΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Έπρεπε να βρει χρόνο άφθονο, αυτό πια το είχε καταλάβει από νωρίς, χρόνο πολύ, άφθονο,  απεριόριστο!

Κάποιοι  μεγάλοι  λέει έτσι κάνανε, βρήκαν μια πλούσια γυναίκα, μια δουλειά όχι τόσο κουραστική μακριά από φασαρίες και ταλαιπωρίες και τον κάθε ηλίθιο να τους πρήζει κι έκαναν αυτό που ήθελαν, λες κι είναι μεγάλη απαίτηση, άλλοι πάλι λέει βρέθηκαν απομονωμένοι σε φυλακές, εξορίες,  ξερονήσια  κι άλλα τέτοια μέρη  ξεχασμένα απ το θεό όπου είχαν όσον καιρό υπήρχε να στοχαστούν κι έλυσαν  έτσι το πρόβλημα τους, μπορούσαν ν αφοσιωθούν σ αυτό  που πραγματικά είχε αξία!

Ήθελε κι αυτός να κάνει κάτι διαφορετικό, κάτι ασυνήθιστο, κάτι που δεν είχε κάνει και που δεν είχε σκεφτεί κανένας άλλος πρωτύτερα, κάτι απλό και συνάμα εντυπωσιακό, ωραίο και προχωρημένο πέρα από κάθε προηγούμενο, όταν έβλεπε ότι επαναλάμβανε κάτι που  ήταν  ήδη καμωμένο τρελαίνονταν, έφριττε, άφριζε, τα έβαζε με τον εαυτό του, δεν έπρεπε να ξαναγίνει!

Έπεφτε με τα μούτρα να καταλάβει τι στο δαίμονα συνέβαινε γύρω, σε τι εποχή ζούσε, τι έκαναν όλοι αυτοί εκεί έξω, που πήγαινε το πράγμα, τι άξιζε να κρατήσει, ποια ήταν η αλήθεια η κρυμμένη των πραγμάτων, τι ήταν αληθινό και τι ψεύτικο ! Ευτυχώς  υπήρχαν  κάποιοι  που  είχαν κάνει πριν τη διαδρομή,  καλά που υπήρχαν κι αυτοί που  ήταν πολύ μπροστά,  μπορούσες να τους εμπιστευτείς, τον είχανε σώσει μιλάμε, κερδίζεις απίστευτο χρόνο άμα έχεις βρει τέτοιους ανθρώπους, σε γλιτώνουν από ένα σωρό βάσανα  και ταλαιπωρίες, όμως ακόμα κι απ αυτούς  πιο πέρα έπρεπε να πάει, έτσι γίνεται, κάθε φορά πρέπει  να προσθέσεις  κι εσύ κάτι  δικό του, κάτι απ την εποχή σου,  κάτι από σένα, κάτι απ αυτά που βλέπεις να γίνονται γύρω!

Αυτοί τον σώσανε, τα βιβλία τους πιο πολύ,  καλά εκείνο το φοβερό το είχε καταβροχθίσει,  το είχε ακολουθήσει κατά γραμμα,  το είχε μάθει απέξω, τι λαχείο ήταν κι εκείνο! Στη βιβλιοθήκη το είχε ανακαλύψει είχε κι έναν φοβερό τίτλο ''Οι τετρακόσιοι θεοί των νότιων αστεριών!΄΄, των νοτίων αστεριών, άκου τι τίτλο είχε βάλει ο άνθρωπος! Όλο έλεγε να το βγάλει μια φωτοτυπία να το  χει κι όλο τα ανέβαλε ώσπου μια μέρα δεν το είδε στο ράφι και του ρθε κόλπος, δεν ήξερε τι να κάνει,  χάλασε το κόσμο μα  δε μπόρεσε να το βρει ξανά, πάει το βιβλιαράκι !

Οι φίλοι τον έβρισκαν  συχνά ανυπόφορο, το ήξερε αλλά  που να εξηγήσεις, που να δώσεις να καταλάβει ο άλλος, δεν υπάρχει χρόνος, και γιατί να χάνεις την ώρα σου, τους  έλεγε κάνα  ψέμα  να τους ξεφορτωθεί, τι βάσανο κι αυτό, να ησυχάσει, να γυρίσει στα δικά του που τον ενδιέφεραν!

Στην αρχή βασανίζονταν,  αναρωτιούνταν γιατί να  μη μπορεί να  κάνει ότι όλοι οι άλλοι, για τι  στο δαίμονα είχε γεννηθεί, γιατί να μην ήταν σαν αυτούς γύρω που έβλεπε να προχωρούν, να φεύγουν μπροστά σα ρουκέτες, να  πετυχαίνουν, να βγάζουν λεφτά, να παντρεύονται, να φτιάχνουν  τη ζωή τους, να έχουν άνεση, σιγουριά,  σα να ήξεραν τι  θέλουν απ τη στιγμή που γεννήθηκαν ανάθεμα τους, μια αγωνία  τον  έπιανε, δεν ήξερε τι να κάνει!

Και να πεις ότι  δεν ήθελε να φύγει μπροστά  όπως όλοι, ότι ήταν υπομονετικός, σιγά, καμιά σχέση, μες το άγχος βουτηγμένος  συνέχεια ήτανε, όμως δε γίνονταν, έπρεπε  να μάθει να περιμένει, μισή ζωή του πήρε όλο αυτό, πάλι καλά,  όμως δε γινόταν αλλιώς ρε φίλε, μακάρι να μη σου τύχει, πρέπει να είσαι πολύ  ξεροκέφαλος, πολύ πεισματάρης, πολύ σκληρός σε τελική ανάλυση  ώστε να πάρεις  παραμάζωμα  όλες τις τρέχουσες λογικές και τις αντιλήψεις τις κυρίαρχες κι όλα τα συμπαρομαρτούντα!

Κοιμόταν νωρίς, δεν έβγαινε πολύ, τι λέμε τώρα, πουθενά δε πήγαινε, περνούσε πολλές ώρες μοναχός του,  άνθρωπος των σπηλαίων είχε καταντήσει! Μια βόλτα στο κέντρο της πόλης κάθε πρωί,  αυτή ήταν η αγαπημένη του ώρα,  ήταν η έξοδος του όλη κι όλη. Του έφτανε ν ακούει  τη βουή του πλήθους, να βλέπει τις  κρεμασμένες εφημερίδες, τις κίτρινες πατάτες κομμένες σε φέτες που ξεφορτώνονταν έξω απ τα σουβλατζίδικα, τα πρεζόνια που κείτονταν ανάσκελα στις εισόδους των πολυκατοικιών με τα κυπελλάκια του καφέ  χυμένα δίπλα τους,  τις  κοπέλες της νυχτερινής βάρδιας απ τα  μαγαζιά με τα φρουτάκια που πήγαιναν για ύπνο  εκείνη την ώρα, τα μανάβικα που άνοιγαν  να πουλήσουν κεράσια και σύκα για γλυκό, μια μανία για φρούτα τον έπιανε τέτοια εποχή στο κατώφλι του καλοκαιριού όπως τελείωνε η άνοιξη, μα πόσα από δαύτα έτρωγε!

Πράγματα  περίεργα έβλεπε  γύρω του,  δε μπορούσε να καταλάβει τις γυναίκες, γι αυτές ήταν πιο απλό ρε φίλε, έτσι του φαίνονταν, όλο το θέμα είναι  να κάνουν παιδιά και οικογένεια,  αυτή είναι  η φύση τους, το σώμα τους το ζητά  απ τα τρίσβαθα του, πλάκα  κάνουμε τώρα, γύρω απ αυτόν τον άξονα λίγο πολύ κινούνταν  σχεδόν όλες! Τις έβλεπες όταν γεννούσαν να φρεσκάρονται, να ξαναζωντανεύουν, να ξανανιώνουν,  η επιδερμίδα τους γίνονταν  απαλή,  οι τρόποι τους  αποκτούσαν μια τρυφεράδα,  ήθελες να τις αγκαλιάσεις, να τις φιλήσεις,  να τις φας όπως ήτανε, κι όμως όταν έπρεπε να  διαλέξουν άντρα  όλο βλακείες κάνανε, όλο χαζά,  τη κρίσιμη στιγμή όλο πουλούσαν τη μπάλα, έχαναν τα μυαλά τους, ήθελαν ν αποφύγουν το λούκι και να τα καταφέρουν  μόνες τους, μα πόσο κουτές!

Πόσοι  και πόσοι δε τον είχαν αφήσει στα κρύα του λουτρού, οι πιο κοντινοί πρώτα πρώτα, μα τα ζητούσε  κι αυτός, δε τού φταιγε κανένας, τι νόμιζε ότι έκανε, ποιος νόμιζε ότι ήτανε,  αφού ήταν τόσο μάγκας ας τα κατάφερνε, τον παρατούσαν  έτσι, εν ψυχρώ, σοβαρά σου  μιλάω,  βέβαια είχαν μια υποψία, ίσως και μια ζήλια  κρυφή κατά βάθος…

Αλλά ρε φίλε συγνώμη, όμως  πως μπορούσαν να κάνουν μάθημα ηθικής αμολώντας κουβέντες βαριές  κι ασήκωτες άνθρωποι που ζούσαν σα παράσιτα χρόνια ολόκληρα, πώς γίνονταν να σε πλησιάζουν, να κάθονται  μαζί σου και να συζητούν  χωρίς ντροπή άνθρωποι που σε είχαν πουλήσει  άπειρες φορές, στο τέλος  καταντούσε γελοίο!

Πως γίνονταν να δίνουν συμβουλές άνθρωποι που είχαν  αποτύχει εντελώς, που τα είχαν κάνει θάλασσα, ρεζίλι γίνονταν μπροστά στα μάτια σου, αυτό πια δε γίνονταν να μη το δεις,  αποδεικνύονταν άχρηστοι εντελώς μιλάμε, κι αν  έβλεπες   αυτούς  που εμπιστεύονταν σου σηκώνονταν η τρίχα, μα πόσο  θεόστραβοι  ήτανε, πως ξόδευαν το χρόνο τους σε απίστευτα λάθος πράγματα, σε απίστευτα λάθος άτομα, άκυρα εντελώς, πόσο περίπλοκη έκαναν  τη ζωή τους, πόσα ψέματα έλεγαν!

Έπειτα ήταν και θέμα λογικής, δε μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αν τα ζύγιζες θα καταλάβαινες  ότι αυτός  ήταν ο δρόμος του όσο  περίεργο κι αν φαίνονταν, ίσως δεν ήταν τυχαία όλα όσα είχε κάνει , κάθε φορά, μια φωνή εσωτερική του έλεγε προς τα που να κινηθεί, που να σταματήσει, πότε ν αλλάξει πορεία, πότε να κάνει ένα βήμα, πότε να κάνει ένα άλμα, αυτά ήταν τα πιο δύσκολα, τα άλματα, εκεί πηδούσες στο κενό κι όποιον πάρει ο χάρος!

Υποθέσεις γυναικείες κι άλλες  διάφορες  έμεναν πίσω, έπρεπε να διαλέξει, δε μπορείς  να τα χεις όλα, πέρασαν χρόνια,  δε μπορούσε να το πιστέψει ότι είχε περάσει τόσος καιρός  όμως δεν είχε άλλη επιλογή, έβλεπε τις εποχές να περνούν, τα χρόνια να προστίθενται, είχε χάσει τη μπάλα, πότε θα τελείωνε όλο αυτό!

Τα ζεστά μεσημέρια οι εξατμίσεις παραμόρφωναν τα περιγράμματα των κτηρίων, στο δρόμο αμάξια  με ζευγάρια  και τα μωρά τους στο πίσω κάθισμα, ασθενοφόρα  κίτρινα  έτρεχαν κάνοντας ελιγμούς  με τις σειρήνες τους να ουρλιάζουν, λεωφορεία  έστριβαν τσακίζοντας τον κορμό τους, κόσμος κατέβαινε  από αστικά ρίχνοντας  εισιτήρια στους κάδους, στα TIGER  οι γυναίκες  κουνιόντουσαν ακούγοντας μουσικές, οι γυναίκες πως τον φρεσκάριζαν, αυτές μονάχα!  Στις βιτρίνες  φορέματα ανοιξιάτικα  είχαν  βγάλει, στα ζαχαροπλαστεία παιδιά έπαιζαν πιάνο να  διασκεδάσουν τους πελάτες,  τύποι διάφοροι καθόντουσαν στις καρέκλες των καφέ  χωρίς να κάνουν  τίποτα, στα μπαλκόνια χελιδόνια πετούσαν ανάμεσα σε κεραίες, τα βράδια  μπάσκετ και ποδόσφαιρο έδειχναν οι τηλεοράσεις και τ αεροπλάνα χαμήλωναν όλο και περισσότερο δείχνοντας τις άσπρες κοιλιές και τους  έλικες τους που  στριφογυρνούσαν σα δαιμονισμένοι!

Και με κάποιον τρόπο  βρήκε την άκρη, το πήγε εκεί που έπρεπε, άνοιξε ένα δρόμο μέσα από βάτα και σκοίνα και περικοκλάδες κι αγριόχορτα κι όλα τα καταραμένα  αγκάθια που είχαν φυτρώσει μπροστά του και τον έκλειναν είθε να πάνε στο διάβολο  - θε μου πόσο δύσκολο ήτανε! Ρε φίλε εντάξει αλλά το είχε παλέψει, έπρεπε να βρει βοήθεια από δω κι από κει, κανένας δε σου κάνει  τη χάρη ή σχεδόν κανένας, πάντα βρίσκονται κάποιοι πιο ανοιχτοχέρηδες, πιο γενναιόδωροι, πιο χουβαρντάδες ο θεός  να τους έχει καλά, κάποιοι που  δε σ αφήνουν να γίνεις εντελώς κυνικός,  που θα σου ανοίξουν ένα παραθυράκι, θα  σε βοηθήσουν όχι με λόγια ρε φίλε, όχι άλλα λόγια, δε μπορώ  άλλα λόγια!  Γι αυτούς  μόνο ευγνωμοσύνη άπειρη μπορείς να νιώθεις, γι αυτούς  θα έπεφτες στη φωτιά  άμα στο ζητούσανε- λέμε τώρα- από κει και πέρα βέβαια  δικό σου πρόβλημα   το τι θα κάνεις και πως θα σε κόψει, και τι θα φτιάξεις και τι θα βγάλει το ξερό σου το κεφάλι!

Λένε  - και το χω δει- ότι αυτοί που κάνουν τα περισσότερα σωστά έχουν και τις πιο πολλές αμφιβολίες, οι άλλοι  είναι άνετοι, σίγουροι, το έχουν, το κατέχουν!  Και μια μέρα  όπως γίνεται στα έργα  όλα  σα ν άρχισαν ν'  αποκτούν ένα νόημα, σα να έδενε κάπου το πράγμα , σημάδια εμφανίζονταν   δεξιά κι αριστερά, ένα αίσθημα προορισμού σα να φύτρωνε μέσα του,  μπορούσε επιτέλους να σηκώσει τα μάτια  και να δει λίγο παραέξω  τη  θάλασσα  που  χρύσιζε, τις  μαμάδες με τ αμάνικα μπλουζάκια και τα επίπεδα  στήθη  να παίρνουν  τα μικρά τους απ τα σχολεία, μελανιές  φαίνονταν στα μπράτσα τους.
 

Τα αναρριχώμενα  που σκαρφάλωναν στους φράχτες ανέδυαν  μια γλυκιά μυρουδιά, βιόλες και μενεξέδες στους  κήπους με τις πορτοκαλιές, ο ήλιος  έπαιζε με τα πράσινα φυλλαράκια, τα εξαΰλωνε, τα μεταμόρφωνε, κάτι τρελά,  κάτι κουφά  χρώματα έφτιαχνε, ποδήλατα  έτρεχαν κάτω από ακακίες πλημμυρισμένες με λουλούδια  άσπρα, περιστέρια βρέχονταν σε νερόλακκους μες το γρασίδι, κορίτσια  με χαμηλά παπούτσια περνούσαν,τα πόδια τους τα χωμένα στις μπαλαρίνες, σε καλώδια  κινητών μιλούσαν ώρες ατελείωτες,  ρόδακες αστραφτερούς είχαν καρφωμένους στους λοβούς των αυτιών, φορέματα εφαρμοστά φορούσαν, γυαλιά  με φακούς σκουρόχρωμους  και σκελετούς  ασημένιους, μια ξανθιά  όμορφη που της είχε κάνει χώρο στο λεωφορείο  του είπε ''Ευχαριστώ!'' φλέβες γαλάζιες φαίνονταν στην πάνω μεριά της παλάμης της...  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...