Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΑΡΧΙΚΕΡΑΣΤΗ

Το εσωτερικό  του  έμοιαζε  με σπήλαιο  τόσο  αχανές που  δε το χωρούσε  το μάτι σου, σαν έμπαινες  μέσα  μια θάλασσα από χαλιά κόκκινα απλώνονταν εμπρός σου, καλιγραφήματα  ζωγραφισμένα πάνω στα μάρμαρα, ο τρούλος  βρίσκονταν σ ένα ύψος που έφτανε  στο θεό κι όπως φωτίζονταν  έμοιαζε σαν ήλιος έτοιμος  να εκραγεί, στα τοιχώματα παράθυρα σε σχήμα λόγχης, πολυέλαιοι χιλιάδες  κρέμονταν, υαλογραφήματα  σε χρώμα  καστανοκόκκινο  και χρυσαφένιο φιλτράριζαν το φως που έμπαινε ορμητικό ξεχειλίζοντας το χώρο...

 Όλο τον κόσμο είχε γυρίσει  όμως περισσότερη εντύπωση του είχε κάνει  εκείνος  ο ναός με τους τρούλους και τα χαλιά, από παντού  έρχονταν να το επισκεφτούν εκείνο το κτίσμα το μεγαλοπρεπές και το θαυμάσιο, προσκυνητές  έπλεναν τα χέρια και τα πόδια τους  σε βρύσες,  έβρεχαν τα κεφάλια τους, ένα πέλαγος  καλυμμένων  με τουρμπάνια άσπρα βούιζε, όλοι  προσπαθούσαν ν αγγίξουν   τον αρχαίο,  πέτρινο,  υγρό  τοίχο  σα να περίμεναν να πάρουν ενέργεια  μαγική από κει με κάποιον τρόπο, έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον μέσα σε μια φρενίτιδα πάθους κι έκστασης, γίνονταν χαλασμός ...

Τρελαίνονταν να  βλέπει  τέτοια προσκυνήματα ,  είχε δει κάθε γωνιά του πλανήτη όμως  οι τόποι οι ιεροί ήταν οι αγαπημένοι του, όλα τα λεφτά του τα ξόδευε για να τους δει, είχε  πάει σε θέατρα αρχαία και κατακόμβες, είχε δει τον ήλιο  ν’  ανατέλλει  σα φλογισμένος δίσκος δίπλα στις πυραμίδες, είχε περπατήσει  σε στοές κλειστοφοβικές όπου   κεριά φώτιζαν  μονοπάτια υπόγεια , τύμβους που στήθηκαν για πολεμιστές  βασιλιάδες  είχε επισκεφτεί, τάφους κάτω απ’  το χώμα, σπηλιές που έλεγαν ότι ήταν οι είσοδοι   για τον κάτω κόσμο,  ναούς ονειρικούς  στα βάθη της Ασίας.  Στην Αυστραλία είχε δει εκείνους  τους βράχους που ξεφυτρώνουν μες την έρημο απ το πουθενά και  τους λατρεύουν οι ιθαγενείς αβορίγινες, σχέδια στην άμμο  κάπου στην λατινική Αμερική, ναούς σκαρφαλωμένους  σε νησάκια απόκρημνα καταμεσής του πελάγους  της Ιρλανδίας, εκκλησιές από μπαμπού και κυπαρίσσια  στην Ιαπωνία όπου μόνο ο αυτοκράτορας και κάτι άλλοι μυστήριοι  μπορούν λέει  να μπουν μέσα, στη Λούρδη και στο Σαντιάγκο ντε Κομποστέλλα είχε πάει κι είχε πάθει πλάκα  με τον καθεδρικό ναό της Κολωνίας,  τι ήταν εκείνο το πράγμα που υψώνονταν μέχρι τον ουρανό! 

Στην  οθόνη του κινητού  σκηνές απ τα  ταξίδια του βλέπαμε, μου εξηγούσε για το καθένα, μπύρα λεμονάδας δροσιστική πίναμε καθισμένοι στα  ψηλά σκαμπό, δέντρα πρασίνιζαν στο δρόμο φτιάχνοντας ένα πλαίσιο  σα κορνίζα, σ ένα ανθοπωλείο δίπλα ορχιδέες άσπρες με καρδιές στο χρώμα του ιωδίου,  ένα κοτόπουλο ψημένο στη σχάρα μπροστά μας, σαλάτες  ντομάτας,  πατάτες τηγανητές…

Ένα διάλειμμα  ήθελα κι αυτός ήταν ότι έπρεπε, τα βρίσκαμε,  πάντα  ανακαλύπταμε  ένα μέρος ωραίο να κάτσουμε,  πάντα κάτι ωραίο  είχε να μου πει απ τα μέρη όπου είχε πάει.  Αυτός  πλήρωνε τα φαγητά εγώ τα πιοτά, ήξερε από φαγητό,  άμα δε του άρεσε κάτι ούτε που καταδέχονταν να τ’ ακουμπήσει,  μια φορά είχαμε πάει στο εξοχικό του, μας είχε ψήσει μια ψαρούκλα έξι κιλά, την είχε χτυπήσει  στο Θερμαϊκό με το ψαροντούφεκο, ήταν  απ τα ψάρια  που μεγαλώνουν συνέχεια και γίνονται  ξέρω γω πόσα κιλά στο τέλος, είναι  λίγο  βλαμμένα  λέει  αυτά τα ψάρια, μπορεί να έρθουν κατά  πάνω σου  κι απλά πρέπει να κεντράρεις την τρίαινα,  να τα χτυπήσεις  και μετά να βγεις στην  επιφάνεια αφήνοντας   λάσκα  το καρούλι ώστε να μη σκιστεί το σώμα τους και σου διαλυθούν μες το νερό. Σου μιλάω ήταν τεράστιο  εκείνο  το ψάρι, το είχε κόψει  και το ψησε στην αυλή του,  ήταν μάστορας στο ψήσιμο, το πρόσεχε πιο πολύ απ το κρέας που μπορείς να το γυρίζεις όσες φορές θες  χωρίς φόβο, το ψάρι δεν είναι το ίδιο, δε πρέπει να σου βγει στεγνό, πρέπει να προσέξεις  τη φωτιά, το ύψος της σχάρας, το χρόνο, τα πάντα,  το είχε κάνει τέλειο μιλάμε, γλείφαμε τα δάχτυλα μας, μια σαλάτα  από μαρούλι που είχε μαζέψει απ το μπαξέ  μας έβγαλε, ρε φίλε τι ήταν εκείνο το πράγμα!



Χρειαζόμουν ένα διάλειμμα κι ο τύπος ήταν ότι έπρεπε, με είχε ενθουσιάσει εκείνος ο ναός που είχε δει,  έλεγαν  ότι  τον είχε φτιάξει ένας χαλίφης που ήταν κάποτε ο  αρχικεραστής του παλατιού,  πρώτα ήταν η κατοικία του  αλλά   ύστερα  το είχε κάνει τέμενος χτίζοντας περίπτερα,  παρεκκλήσια και  γέφυρες πάνω  από ποτάμια που περνούσαν παραδίπλα, προσθέτοντας χώρους,  μπαξέδες κι άλλα κόλπα πολλά, τον είχε δει τον αρχικεραστή σ ένα μουσείο που τους πήγανε, τον έδειχνε σ ένα  χειρόγραφο ντυμένο με φορέματα  χρυσοποίκιλτα να βάζει κρασί σε κύπελλα συνδαιτυμόνων που ήταν μαζεμένοι γύρω από ένα τραπέζι πλούσιο και τρώγανε ακούγοντας βιολιτζήδες και μουσικούς …

Χρειαζόμουν  ένα διάλειμμα  να ισορροπήσω, να ξελαμπικάρω να ξεχαστεί το μυαλό, εκείνη η δουλειά με είχε σαπίσει,  είχε τραβήξει πολύ, δεν το αντέχω όταν δεν τελειώνουν οι δουλειές, μα τι άγχος μ'  είχε πιάσει να τα τελειώσω όλα! Σε κάτι υπηρεσίες και  τράπεζες έτρεχα, πόρτες κι αμπάρες  έκλειναν  πίσω μου με πάταγο,  στα ταμεία υπάλληλοι ταλαιπωρημένοι, στη Τσιμισκή  ένας αστυνομικός μ ένα άρβυλο  σκισμένο  αφίππευε  τη μοτοσυκλέτα του,  αμάξια μαρσάριζαν νευρικά πάνω στην άσφαλτο που είχε αρχίσει να καίει,  ένας ταξιτζής  έβριζε άσχημα μια γυναίκα  που μπήκε μπροστά του, όλοι σαλταρισμένοι  έμοιαζαν…

Ίσως είναι η περίοδος περίεργη που σ επηρεάζει,  μπαίνεις σ άλλη φάση, ξεκινά η σεζόν η καλοκαιρινή,  φίλοι ετοιμάζονται να  φύγουν  για  δουλειές  στα  νησιά,  τα πρωινά  στη πόλη είναι διαφορετικά πια,  στη πλατεία του Λευκού Πύργου  κορίτσια με ταγέρ γαλάζια,  τακούνια,  φουλάρια μπορντό,  περιμένουν  το λεωφορείο του αεροδρομίου,  κάποιος   πλένει  τους μαρμάρινους πάγκους μ ένα λάστιχο, ένα παιδί σκουπίζει κρύσταλλα και τζαμάκια από ποτήρια σπασμένα.  Όπως περνάς  απ το Ναυαρίνο ναρκομανείς κείτονται  ξαπλωμένοι στο γρασίδι σε στάσεις  αφύσικες σα πεθαμένοι,  κουτιά  από μπύρες, πακέτα  από πίτσες, χαρτιά, σκουπίδια,  ένας σκύλος τυφλός  από το να μάτι. Στα πανεπιστήμια ορκωμοσίες γίνονται, μπουκέτα με τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα, φορέματα, σακάκια,  φωτογραφίες, φλας,  κόσμος παντού γύρω στα μαγαζιά  πίνει  χυμούς φυσικούς, καφέδες, σοκολάτες παγωμένες, φοιτητές τρώνε  φρουτοσαλάτες με πιρούνια πλαστικά..

Είχα ξυπνήσει  με μια αγωνία που σε πιάνει  προτού  καν σηκωθείς απ το κρεβάτι,  νιώθεις  ότι  σε περιμένει μια μέρα δύσκολη,  ένα όνειρο είχα δει,  τάχα  μου έλεγαν ότι το σπίτι  μου δεν  ήταν δικό μου,  ότι δεν είχα δικαίωμα να μείνω άλλο εκεί πέρα,  έπρεπε να φύγω αμέσως όπως ήμουνα, εγώ τους παρακαλούσα,  ''Παιδιά  λίγο ακόμα, να χρησιμοποιήσω το μπάνιο, να κοιμηθώ μια στιγμή, να ησυχάσω, δε θα καθίσω πολύ,  ένα βράδυ μοναχά,  μετά φεύγω!’’  εκείνοι μου έλεγαν ότι δεν είχα δικαίωμα,  έπρεπε  να φύγω επί τόπου, δεν ήξερα που να πάω,  πώς να βγάλω τη βραδιά!  Κι ένα άλλο όνειρο  είχα δει,  σε μια δίκη  ήμουνα λέει  και για κάποιο λόγο καθυστερούσα,  όταν ερχόμουν στην αίθουσα η απόφαση   είχε βγει χωρίς να μ έχει  ρωτήσει  κανένας, ένορκοι βαριεστημένοι  είχαν βγάλει απόφαση καταδικαστική,  προσπαθούσα  να καταλάβω, ζητούσα εξηγήσεις,  κανείς  δεν ασχολούνταν μαζί μου, η υπόθεση  είχε  τελειώσει,  δεν είχα καμιά ελπίδα…

Χρειαζόμουν ένα διαλειματάκι κι εκεί που ήμασταν ήταν καλά,  μια κοπέλα μελαχρινή  πήγαινε   από τραπέζι σε τραπέζι πουλώντας κάτι, ένα μικρό χάνζαπλαστ  είχε κάτω απ το σαγόνι  να κλείσει ένα κόψιμο, ο δικός μου  έψαχνε  φωτογραφίες στο google του κινητού, του άρεσε πολύ, μέρη παράξενα έβρισκε,  χωράφια γεμάτα λουλούδια άγρια, μέλισσες  που βλέπουν  το υπεριώδες χρώμα  στα  πέταλα τους, καταρράχτες που παγώνουν  το χειμώνα  φτιάχνοντας έναν τοίχο γαλάζιο από κρύσταλλο, λόφοι  της Ινδοκίνας   καλυμμένοι  από  θάμνους τσαγιού  με τα  στιλπνά  φύλλα τους να γυαλίζουν  στον ήλιο, το ρήγμα  του ατλαντικού όπου λέει ο ωκεανός σχίζεται στη μέση…

Μια ψιχάλα  έπιασε, οι δρόμοι υγράνθηκαν,  δροσιά απλώθηκε κατά το δειλινό,  αμάξια αραδιάζονταν μπροστά στα φανάρια  με τα φώτα τους αναμμένα, σταυροί πράσινοι πήραν να ανάβουν στα φαρμακεία  απ έξω, μια συζήτηση είχα πιάσει μ ένα ξανθό κορίτσι,  θηλυκό  πρώτης κλάσης μ’ ογδόντα κιλά αυτοπεποίθηση, την είχα σταμπάρει,  τέλεια σ όλα, εμφάνιση, ντύσιμο, άνεση, σιγουριά, μυαλό,  βλέμμα κοφτερό σα λεπίδα, άντε να παίξεις μαζί της, θα σε καταπιεί  αμάσητο,  με κοίταξε μες τα μάτια βαθιά, ένα σκαμπό μου ζήτησε να της δώσω να καθίσει,  είχα  τόση ένταση που δε μ ένοιαζε καθόλου τι θα μου έλεγε, την είχα τη στιγμή εκείνη, το κατάλαβε!

Φωτογραφίες απ τα ταξίδια του φίλου βλέπαμε, κορίτσια  περνούσαν μπροστά μας, παίρναμε μάτι, σώματα ηλιοκαμένα κιόλας μες τα φθαρμένα τζιν κι άλλα που δεν έδειχναν το ίδιο λαμπερά όπως το χειμώνα, το φως που αρχίζει να πέφτει άφθονο τις ξεθωριάζει,  το δέρμα τους  θέλει λίγο χρόνο να προσαρμοστεί. Σώματα   αχλαδόσχημα  χαζεύαμε με  γοφούς  κυρτούς, στήθη  γεμάτα, στηθόδεσμους κεντητούς,  κάτω απ τα φανελάκια τους  κομμάτια   δέρματος λευκού  διακρίνονταν  που έσπευδαν να τα  καλύψουν τραβώντας τα ζακετάκια τους, ροζ και κίτρινα παντελονάκια  φορούσαν,  παπούτσια  αθλητικά στο χρώμα της σάρκας   του λεμονιού στα πόδια τους, άλλα πάλι φορούσαν χαμηλά παπουτσάκια  με φιογκάκια  κόκκινα, φουρκέτες,  έβαζαν  στα μαλλιά να τα κρατήσουν μακριά απ τον αυχένα για να δροσίζονται, όταν έχουν γούστο στο ντύσιμο,  στο στυλ,  στο μαλλί,  στο περπάτημα, στον αέρα που αποπνέουν  τότε σε τρελαίνουν ότι ηλικία  και να χουνε!

Περνούσαμε καλά, χαζεύαμε  το θηλυκό πρώτης κλάσης  που έπαιζε  με μας και μ άλλους  πεντέξι ταυτόχρονα, δε μπορούσα να ησυχάσω, τον διέκοπτα συνέχεια, τον είχα τρελάνει στις ερωτήσεις για  κείνη τη μακρινή χώρα με τα πελάγη των προσκυνητών, το ότι δε θ αργούσε να με στείλει στον εξαποδώ δεν υπήρχε περίπτωση και πολύ με ανέχονταν!

 Όσο άντεχε η υπομονή του ακόμα μου έλεγε για κείνον το ναό με τα χαλιά  και τα παράθυρα σε σχήμα λόγχης,  τον είχε  ανακαλύψει  περπατώντας μέσα  από στενά  και μαχαλάδες έρημους και  βρωμερούς, καλά πολύ χάλι ήταν εκεί πέρα μιλάμε,   οδηγούνταν  από μια κόγχη  του παλατιού που υψώνονταν πάνω απ όλα τ' άλλα  κτήρια, σ ένα φανάρι  ένας  άραβας  ξερακιανός  με μουστάκι  τους είχε   σταματήσει,  ήθελε το τηλέφωνο τους, φοβήθηκαν, ποιος δαίμονας ήταν εκείνος, είχαν  ακούσει ιστορίες για τουρίστες  που τους έπιασαν σ’  εκείνες τις χώρες κι έκαναν  χρόνια να φύγουν από κει πέρα, ο άραβας  τους ακολουθούσε  για ώρα πολλή …

Τελικά είχαν φτάσει στο ναό  και μπήκαν μέσα,  στέκονταν σιωπηλοί στην απέραντη αίθουσα ατενίζοντας γύρω το χώρο,  μια ησυχία όλο ‘ένταση   επικρατούσε,   μοναχά  μερικά τριξίματα και  ψίθυροι σκορπούσαν στον αέρα σα σκόνη που διαλύεται  ανεπαίσθητα,  ένα σούσουρο ακούστηκε  πίσω τους,   το πλήθος  σάλεψε όλο μαζί  σαν ένα σώμα  και στράφηκε  προς τα κει να δει τι γίνεται.

Μια τρελή ήταν  εκτός ελέγχου, στην αρχή μιλούσε χαμηλόφωνα  όμως ύστερα άρχισε να φωνάζει  κάτι ακαταλαβίστικα που  αντιλαλούσαν  εφιαλτικά  ανάμεσα στους τρούλους και στις αψίδες και στις κόγχες και στους πολυελαίους, έμοιαζε σα να έριχνε κατάρες ατελείωτες στριγκλίζοντας,  ο φίλος  πήγε κοντά,  αισθάνονταν ότι εκείνος ο χώρος  ο υπέροχος βεβηλώνονταν από κάτι κακό,  κάτι δαιμονικό, κάτι σατανικό, από κάποιον βελζεβούλη τέλος πάντων, της έπιασε το χέρι  όμως αυτή αντέδρασε απίστευτα  βίαια,  τον χτύπησε  στο στήθος με μια δύναμη που δεν την περίμενες  από  γυναίκα, είχε μετανιώσει που ανακατεύτηκε, η  τρελή εξαγριώνονταν όλο και περισσότερο, κανείς δεν ερχόταν να τον βοηθήσει, δε μπορούσε  να πιστέψει  ότι του συνέβαινε αυτό, όταν από κάπου πετάχτηκαν κάτι νταγλαράδες  γιγαντόσωμοι με άσπρα ρούχα σα ρόμπες  που πρέπει να παρακολουθούσαν τη σκηνή, άρπαξαν τη δαιμονισμένη σα πούπουλο,  την έσυραν άρον άρον σ ένα διάδρομο σκοτεινό,  άνοιξαν ένα  κρυφό πορτάκι στο τοίχο και  χάθηκαν, ησυχία απλώθηκε  πάλι στο παλάτι του αρχικεραστή.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...