Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

ΚΟΡΝΤΟΒΑ



La muerte me está mirando
desde las torres de Córdoba.

Federico Garcia Lorca   Canchion del  jinete

Αυτό είχε γίνει παλιά, τότε που  την ήθελαν και οι δυο, ο ένας την είχε γνωρίσει πρώτος,   μια νύχτα  του την είχε πέσει σ ένα μπαρ κάπου στην Ικτίνου,  στο τρίτο όροφο,  σου μιλάω για πριν  τριάντα χρόνια αυτά, απ ότι λέγανε  η γυναίκα ήταν περίπτωση,  όχι πολύ ωραία αλλά μ ένα  ταμπεραμέντο φοβερό,  μια γοητεία  πανίσχυρη, έκοβε  τα μαλλιά της πολύ κοντά κι έτσι όμως ήταν πολύ όμορφη,  σου την έπεφτε στα ίσια,  δε μασούσε,  κι έκανε καλό έρωτα, ήταν πρώτη  ειδικά με  τους αμύητους πιτσιρικάδες, ήταν η αδυναμία της, τους μάθαινε τα κόλπα, τους έκανε άντρες,  ήταν μια εποχή πιο απελευθερωμένη,  λιγότερο πουριτανική, γίνονταν πολύ περισσότερα τότε, τώρα  οι γυναίκες είναι  μόνο λόγια κι υπονοούμενα.

Κατόπι  τη γνώρισε  ο άλλος,  έζησε μαζί  της,  παντρεύτηκαν,  έκαναν και  δυο κορίτσια, όμως τον πρώτο δεν τον ξέχασε, μόλις χώρισε τον ξαναβρήκε κι έτσι άρχισε ένας μύλος ζήλιας κι αντεκδίκησης καθώς καθένας θεωρούσε ότι του ανήκε,  αυτή δεν είχε πρόβλημα...
 
Εμείς δεν είχαμε  ιδέα  για όλα αυτά,  μετά τα μάθαμε,  όταν είδαμε τον έναν να ξεχύνεται για να  φάει τον άλλον ζωντανό  τρομάξαμε, δε μπορούσαμε να τους  κρατήσουμε, μα τόση λύσσα, ειδικά  ο  ξανθός,  αυτός   που την  είχε  γνωρίσει πρώτος, ήταν έξαλλος,  έψαχνε  αφορμή ν αρπαχτεί,  ζητούσε κάτι  που θα έθιγε τον ανδρισμό του ώστε να του δώσει  δικαίωμα να ξεσπάσει τη μανία του,  ήθελε  να του πει  ο άλλος κάτι  ας πούμε για τη μάνα του,  οι άντρες  πάντα έχουν ένα  κόλλημα  όσα χρόνια κι αν περάσουν, είτε ζει  είτε έχει πεθάνει η μάνα τους είναι κάτι ιερό,  μπορούν  να σε σκοτώσουν άμα πεις κακιά κουβέντα ότι κι αν έχουν τραβήξει απ αυτήν,  είναι ένα ταμπού, ένα πράγμα  ανέγγιχτο,  κάτι βαθύ πολύ, μια  επαφή  που δε πεθαίνει ποτέ.  
Στο μαγαζί όπου γίνονταν το σκηνικό  οι τηλεοράσεις έδειχναν μπάσκετ αμερικάνικο, μια δροσιά έβγαζαν τα κλιματιστικά γουργουρίζοντας, μουσικές καλοκαιρινές έπαιζαν τα ηχεία που έτριζαν, ποτήρια και μπουκάλια στα ράφια, λουλούδια πλαστικά ανάμεσα στα κρύσταλλα, απ το τζάμι κοιτάζαμε την  προβλήτα, βράχοι σωριασμένοι μες τη θάλασσα,  ο αέρας έφτιαχνε  σχέδια πάνω στα κύματα. Στα τραπέζια έξω άνθρωποι κυκλωμένοι από   παρτέρια  με μαργαρίτες κίτρινες,  στο δρόμο νεραντζιές  γεμάτες λευκά  λουλουδάκια που έπεφταν  και σκορπούσαν στο τσιμέντο, χιλιάδες φρέσκα φυλλαράκια πετούσαν οι  θάμνοι, κοράκια και μαυροπούλια στο πράσινο χορτάρι  της παραλίας, οι λεύκες έριχναν κάτι σα βαμβάκι στο γρασίδι, γλάροι αραδιασμένοι ψηλά στις κολώνες και στα σύρματα. Όπως πλησίαζε η  Πρωτομαγιά  ένιωθες  το καλοκαίρι  που βρίσκονταν προ των πυλών, παραλίες κι ομπρέλες  σκεφτόσουν, σώματα ηλιοκαμένα, άμμο, λιοπύρι, σκόνη, αρμύρα, χαλίκια, όστρακα,  ένας πανικός σ έπιανε  να προλάβεις  ν αφομοιώσεις  όσο πιο γρήγορα γίνεται  το φως που ξεχειλίζει στην ατμόσφαιρα…

Σε μια διασταύρωση  κορίτσια  με άσπρα μπλουζάκια  μοίραζαν   στους οδηγούς  μπύρες  δίχως  αλκοόλ,  αμάξια πηγαινοέρχονταν, αεροπλάνα διασταύρωναν τις τροχιές τους ψηλά,  γκόμενες με δερμάτινα καφετιά κι άλλες με ώμους γυμνούς έφτιαχναν το ντεκολτέ τους, το τραβούσαν πάνω, το άνοιγαν, το κλειναν, σε δουλειά να βρισκόμαστε. Τα  νύχια τους  βαμμένα μισά πράσινα μισά στο χρώμα της σάρκας, μας σνομπάριζαν,  το παιζαν δύσκολες, όταν  ξέσπασε   η φασαρία όλες έφυγαν,  σκορπίσανε,  οι άντρες   κι αυτοί  λούφαξαν,  συνέχιζαν να μιλούν λες και δε συνέβαινε τίποτα ε γύρω πέφτανε  κορμιά, ποτήρια, καρέκλες…

Αυτόν που είχε παντρευτεί εκείνη  τη γυναίκα  που γούσταρε τους πιτσιρικάδες  τον ήξερα, είμαστε  λίγο φίλοι, είχε μια γλύκα ο τρόπος του κι όταν πέταξε μια φράση που δεν τη  θυμάμαι πια  μου έκανε μεγάλη εντύπωση.  Τα  μάτια του   έμοιαζαν  με  μπίλιες  γυάλινες  σ ένα χρώμα ανάμεσα στο γαλανό και στο άσπρο,  μια λάμψη σαν αστραπή  του φαίνονταν ότι έβλεπε πάντοτε στη δεξιά μεριά, οι γιατροί δε μπορούσαν να καταλάβουν από που προέρχονταν, τον έβλεπα πολλές φορές να  κρατά με τον αντίχειρα  το μάτι του κλειστό σα να προσπαθούσε να εμποδίσει   την   αστραπή  να τον χτυπήσει ''Πως   είπαμε τα όνομα σου ;''  τον είχα ρωτήσει  κάποτε  ''Είναι η δεύτερη φορά που με ρωτάς και δε μ αρέσει !''  είχε πει  και σκέφτηκα ότι   έπρεπε  να το συγκρατήσω.

Μου έλεγε για το πως  είχαν πάει με την γυναίκα  που προκάλεσε τον χαμό στην Κόρντοβα της Ανδαλουσίας  να δουν τα τείχη και τους  αψηλούς πύργους  απ τον καιρό των μαυριτανών.   Πήγαν και στον καθεδρικό ναό  που τον στήριζαν οχτακόσιες τόσες κολώνες, παντού υπήρχαν αμέτρητες  χρωματιστές καμάρες, μαίανδροι  κι αραβουργήματα που έφτιαχναν ένα λαβύρινθο χαοτικό  από γραμμές και καμπύλες…

Εκεί παρά λίγο να σκοτωθούν, ένα βράδυ  σ ένα δρόμο  το μηχανάκι τους  έπεσε πάνω σ ένα  αμάξι δίχως φώτα,  το είδαν τηΝ  τελευταία  στιγμή,  έστριψαν απότομα  και καρφώθηκαν σ έναν φράχτη,  έτρεχαν στα νοσοκομεία όλη νύχτα, αυτή  δεν ανέπνεε ούτε για δείγμα, αυτός είχε τρελαθεί, την είχαν βάλει  σ'  ένα θάλαμο, έπρεπε  να της βγάλουν τα ρούχα που είχαν κολλήσει πάνω της κι ήταν γεμάτα αίμα, μια  νοσοκόμα   έκανε νοήματα ότι ο στηθόδεσμος της κοπέλας ήταν πολύ ακριβός και δεν έπρεπε να τον σκίσουν, ούτε να τον κόψουν, αυτός ήταν ζαλισμένος, δεν ήξερε τι  να κάνει, έβλεπε λαμψεις κι αστρπές απ το δεξί του μάτι συνέχεια, τελικά  την  είχαν βαλει  όπως όπως στην εντατική, γλύτωσε…  

Μιλούσε ο τύπος για τον Χέρμαν Έσσε, τον  Ζενέ, τον Μπουκόφσκι, ήξερε αυτόν που έγραψε τον ‘’Τσελεμεντέ του Αναρχικού’’  του άρεσαν  όλα  τα  κουλτουριάρικα  μιας άλλης εποχής που την πρόλαβα  κι εγώ στο τελείωμα της , μια φορά είχε πάει να δει  τον  Καρπόφ και τον Kασπάροφ   σ ένα τουρνουά  στο ''Καψής''  το  ξενοδοχείο, είχε γίνει χαμός, είχαν έρθει από παντού να δουν  τους παγκόσμιους πρωταθλητές,  σε μια στιγμή οι δυο σκακιστές είχαν αρπαχτεί  για μια κίνηση, σηκώθηκαν όρθιοι,  ήθελαν να  τα διαλύσουν όλα,  παρενέβη ο διαιτητής,  ένας παλιός παλαιστής Ρώσος γίγαντας  που τους είπε  κάτι  χαμηλόφωνα  κι αυτοί με μιας το βούλωσαν, όλοι  έσπαγαν τα κεφάλια τους για το  τι στο διάβολο τους είχε πει… 

Πρέπει να με  πήγαινε, μ είχε καλέσει   και στο  σπίτι του  εκεί ψηλά στα Μετέωρα, καλά είχα πάθει πλάκα, δε το περίμενα τόσο  καλό, είχε  θέα σ ολόκληρη  τη πόλη, απ τη  πίσω μεριά έβλεπε  στον   περιφερειακό,  αμάξια έβλεπες να τρέχουν ανάμεσα στα δέντρα, απ την άλλη το λιμάνι  με τους γερανούς του,  ο Θερμαϊκός ολόκληρος, χάρμα!  Δεν είχε παντζούρια μόνο  κάτι  άσπρες  κουρτίνες ατελείωτες,  καλά πως καθόταν και  τις σιδέρωνε δε μπορούσα να καταλάβω, όλα με τα  χέρια του  τα είχε φτιάξει, τον πάγκο της κουζίνας  με το μαύρο γρανίτη που έλαμπε, τα τραπέζια τα λουστραρισμένα και τ άλλα τα γυάλινα με κάτι χάντρες κάτω απ το τζάμι  που  έμοιαζαν  με πέτρες πολύτιμες,  παράθυρα και καναπέδες δρύινες από ξύλο αμερικάνικο, το είχε πεντακάθαρο, άψογο,  καλά αυτός  ήταν νοικοκύρης,  όχι σαν εμάς! 

Κάποιο βράδυ είχαμε  βγει βόλτα στη πόλη, φοιτητές αργόσχολοι έπαιζαν χαρτιά στη  Ροτόντα, αναρχικοί μαυροντυμένοι μαζεύονταν για μια πορεία κάτω απ τη Καμάρα ‘’Θα σε πάω να δεις αυτόν που έγραψε τον τσελεμεντέ του αναρχικού!  είπε,  στην είσοδο μιας πολυκατοικίας κάπου στο κέντρο μια πλάκα επίχρυση με τ όνομα του ''Ήμουν καλός  δικηγόρος!''  καυχήθηκε γελώντας.  Ήξερε καλά και τ αρχαία,  μια φορά  είχε κοντραριστεί  μπροστά μας μ  έναν άλλον  για τις προθέσεις, ο άλλος είπε έξι  ο δικός μου περίμενε, μετά μου είπε  ''Μέτρα και με τα δυο χέρια!''  αράδιασε  δεκαοχτώ ''Και δυο συμπληρωματικές!''  κραύγασε,  καλά τα είχαμε δει όλα,   χτυπήσαμε τις παλάμες  ψηλά με δύναμη! 

Είχαμε πάει   τελευταία  και στη πατρίδα του τη Καστοριά, λένε ότι είναι πιο όμορφα το χειμώνα, όπως  έρχεται το καλοκαίρι τόσο περισσότερο αποζητάς την ανοιχτωσιά της θάλασσας. Στη λίμνη  κύκνοι διασταύρωναν του κυρτούς λαιμούς τους, πάπιες κουβαλούσαν χορταράκια στις φωλιές τους, πουλιά άγνωστα ξελαρυγγιάζονταν, μα πόσα πτηνά είχαν μαζευτεί εκεί πέρα, ένας ηλίθιος έκανε τζετ σκι, όργωνε τα νερά  τρομάζοντας τους κύκνους που πετούσαν μακριά,  ένα τραγούδι άσχετο ακούγονταν από κάπου, ‘’Don’t  stop the dance’...

Τη μέρα που πλακώθηκε με τον ξανθό  ήταν νηφάλιος, είχε κέφια, χειρονομούσε, φώναζε, ο κόσμος γυρνούσε να δει, ένας ζητιάνος  μας είχε πρήξει, ερχόταν κοντά  με το καροτσάκι του,  σχεδόν είχε ορμήσει στο τραπέζι μας να πάρει κάτι ψιλά που είχαμε αφήσει, πήγα να του πω τίποτα,  αγρίεψε , ‘’Μην αγγίζεις το καροτσάκι μου!’’ ήταν ο ζωτικός του χώρος που δε μπορούσε να παραβιαστεί με τίποτα, άμα τους αφήσεις λάσκα αποθρασύνονται, γίνονται ανεξέλεγκτοι, ασύδοτοι, δε μαζεύονται με τίποτα, ο αναρχικός δικηγόρος  έπιασε τα χερούλια απ το καροτσάκι και το πήγε κάνα χιλιόμετρο μακριά, εμείς γελούσαμε...

Και μετά στο καπάκι εμφανίστηκε απ το πουθενά ο άλλος, ο ξανθός, καθόταν  μόνος του ώρα πολύ σ ένα σκαμπό ψηλό, μια μουσική περίεργη  άκουγε  στο κινητό του που το είχε ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι. Αποδείχτηκε ότι μάζευε οργή όλη αυτή την ώρα, ποιος ξέρει τι  περνούσε απ το σκοτεινό μυαλό του,  σε μια στιγμή ο δικός μου πέρασε  δίπλα του  κάνοντας έναν  μορφασμό,  πρέπει να του πέταξε και κάποια σπόντα, αυτή  ήταν η αφορμή που ζητούσε ο ξανθός για να χιμήξει,  ήταν γεροδεμένος,  δυνατός για την ηλικία του, μαινόμενος, ένα πράγμα κτηνώδες,  ένα φεγγάρι είχε κάνει  μπράβος σε μαγαζιά νυχτερινά, είχε πιει κιόλας, δε μπορούσαμε να τον σταματήσουμε  με τίποτα εκείνον τον όγκο που επιτίθονταν κατά κύματα,υποχωρούσε και ξανά επανέρχονταν πιο βίαιος σα να ζητούσε οπωσδήποτε να εκτονωθεί  κι εμείς  όλοι ήμασταν ο σάκος του μποξ που έπρεπε να δεχτούμε τη λύσσα του, ήταν  μια τρομερή σκηνή, μα τι μίσος  απύθμενο είχε, τι μπορούν να σου κάνουν οι γυναίκες ακόμα και μετά  από τόσα χρόνια!  Ο δικός μου  είχε πάρει θέση αμυντική,  εντάξει πέταξε μερικές ειρωνείες καλυμμένος πίσω από σώματα, είπε  και μερικά γαλλικά, με τα χίλια ζόρια τον διώξαμε τον άλλον τον πρώην μπράβο,
είχαμε χαλαστεί εντελώς,  η βεντέτα θα συνεχίζονταν σίγουρα…

Η σκηνή μας είχε αγριέψει, όλα διαφορετικά έμοιαζαν τώρα, , η πόλη  γύρω έδειχνε ένα άλλο πρόσωπο, άνθρωποι παγιδευμένοι στη μέση των λεωφόρων προσπαθούσαν να διασχίσουν το οδόστρωμα, αμάξια  περνούσαν  σα σφαίρες μπροστά  και πίσω τους, συνθήματα μαύρα και κόκκινα στους τοίχους και στ’ άσπρα αγάλματα.

Στα ίντερνετ καφέ γέροι βδελυροί  χαλβάδιαζαν κοριτσάκια που είχαν βγάλει τα στήθια τους στις θάλασσες και τις ακτές, φοιτητές ξημεροβραδιάζονταν παίζοντας  ηλεκτρονικά παιχνίδια,  κοπέλες με μαλλιά μαύρα και μπλούζες κόκκινες κρατούσαν  πακέτα με περιτυλίγματα που έδειχναν κουφέτα,  ακουστικά και εισιτήρια στις τσέπες τους, αλυσιδίτσες λεπτές τυλιγμένες στους καρπούς τους, μια γυναίκα  σε μια αφίσα  θύμιζε  κάποια που έψαχνα, στα καταστήματα με τα ζωάκια παπαγάλοι  με χρώματα  χτυπητά  κλεισμένοι σε κλουβιά τεράστια, στα αστικά  γυναίκες, νέες και  πιο μεγάλες, εύκολες, δύσκολες, αδιάφορης, δάχτυλα και χέρια πάνω στις χειρολαβές, γόβες, γοβάκια, μπότες, αθλητικά, γυαλιά  που καθρεφτίζουν, φώτα, φανάρια, μαγαζιά κλειστά, στόρια κατεβασμένα, μάτια, βλέμματα, δυο  κοπέλες με γυαλιά τεράστια θύμιζαν έντομα αλλόκοτα, κάτι  άλλες με μορφές επιμήκεις  έφερναν προς  ερπετά της  Αυστραλιανής ερήμου, ''Καλά τι του είπες και τα πήρε;'' τον ρωτησα, αυτός κρατούσε το δεξί του ματι σφιχτά...


1 σχόλιο:

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...