Κυριακή 31 Μαΐου 2015

ΥΠΕΡΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

''Ξέρεις πως πέθανε  ο άντρα της,  ε λοιπόν αυτοκτόνησε, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, δε τα πήγαιναν καλά αλλά κανείς δε το περίμενε να  τελειώσει έτσι, πήρε μια  καραμπίνα,  πήγε σ ένα σημείο απομονωμένο  κι άντε γεια.  Ο αστυνομικός που τηλεφώνησε της το είπε  έτσι εν ψυχρώ,  και  ξέρεις τι απάντησε αυτή,    ''Ποιος του είπε να το κάνει!'' δε συγκινήθηκε καθόλου, στη κηδεία δεν έριξε ένα δάκρυ, δε μπορείς να  φανταστείς πως έκανε,  όλες οι φίλες της σοκαρίστηκαν,  έπαθαν πλάκα,  δε το πίστευαν  ότι φέρονταν έτσι, εγώ την έβρισα άσχημα, δεν της μιλούσα  για πολύ καιρό!

Στην είσοδο  των δικαστηρίων, σ ένα πάγκο δίπλα στο σημείο  όπου ελέγχουν τα μεταλλικά  αντικείμενα  καθόμασταν  με τη φίλη μου, πρωί ήταν ακόμα, ένα άγχος με πιάνει πάντα σ αυτά τα μέρη,  στα δικαστήρια και στα νοσοκομεία, το στομάχι  μου σφίγγεται,  κάτι έχουν αυτοί οι χώροι που σε στρεσάρει, φαντάσου  να δουλεύεις  εκεί πέρα μόνιμα! Σε πόσες  δίκες  δεν έχω πάει σα μάρτυρας  γι  αυτή τη φίλη  που έχει μανία με τις  δίκες και  πιστεύει ότι μπορεί να  βρει άκρη από κει πέρα,  κάπου  στα υπόγεια κατεβήκαμε να βγάλουμε φωτοτυπίες,  δικηγόροι παντού,  άντρες με γραβάτες, γυναίκες με τακούνια και πόδια άγαρμπα, φάκελοι βουνά, στο κυλικείο  μερικοί υπολογιστές,  οι διάδρομοι έβγαζαν σ'  όλες τις κατευθύνσεις, ανεβαίναμε ορόφους ψάχνοντας κάτι  γραφεία, τελικά τα βρήκαμε, υπάλληλοι βλοσυροί κι  άλλοι χαμογελαστοί,  απ τα παράθυρα φαίνονταν  το λιμάνι  με τους σιδερένιους γερανούς, ωραία  θέα είχε,  σ ένα νιπτήρα πήγα να πλυθώ μια στιγμή,  ένας  αναστεναγμός πολύ βαθύς  ακούστηκε από κάπου στο βάθος,  ''Ωχχχχ θε μου !'' ήθελα να δω ποια ήταν αυτή  που αναστέναζε έτσι σα να έβγαινε η ψυχή της, βγήκα στο  διάδρομο, ερημιά...

Σε πόσες δίκες δεν έχω πάει γι αυτή τη φίλη όμως με κερνούσε  προκαταβολικά  πάντα, δε θα έτρεχα δίχως λόγο για πάρτη της!  Μες τη βδομάδα   είχαμε βρεθεί  να μ'  ενημερώσει για τα καθέκαστα, τι θα πω και τα τοιαύτα. Γυρίζαμε  στα μαγαζιά,  ήθελε να δει κάτι πουκάμισα και κάτι παντελονάκια και κάτι  συνολάκια,  μια κοπέλα  μας έδειχνε  σχέδια ωραία, μοχεράκια  με  χρώματα περίεργα, η δικιά  μου  κοίταζε τις ραφές, τα κουμπιά,  τα μανίκια, τους γιακάδες, τις τσεπούλες, όλα τα πρόσεχε, ο μπαμπάς της ήταν ράφτης γαρ.  Κάτι ωραία  καρό πήρε το μάτι της, ρώτησε  τη τιμή, μας είπαν  ένα νούμερο παλαβό, είναι  λέει ελβετικά,  τα πιο  ακριβά που υπάρχουν,  πιο πέρα κάτι ηλίθιες  δοκίμαζαν φορέματα, η δικιά  μου  έβαλε ένα γαλάζιο, είναι  λέει της μόδας φέτος, εμένα  σα κλόουν μου φαίνονταν, της το είπα!

Έξω απ'  την αίθουσα όπου θα γίνονταν η δίκη περιμέναμε τώρα  κι εγώ σκεφτόμουν γιατί είχε φερθεί έτσι εκείνη η γυναίκα, γιατί  δεν είχε συγκινηθεί καθόλου, τι της είχε κάνει ο μακαρίτης. Μπορεί να την κακομεταχειρίζονταν,  να τη χτυπούσε, να την έβριζε, να της είχε κάνει τη ζωή κόλαση,   μπορεί  να είχε απηυδήσει μαζί του κι ήθελε ν απαλλαγεί με κάποιον τρόπο,  ούτε  που το είχε σκεφτεί  ότι θα  έπαιρνε τέτοια τροπή,  δεν  ανακατεύτηκε  σε τίποτα,  απλά έγινε!  Στην ουσία ο άλλος τη βοήθησε, ίσως και να νόμιζε ότι αυτή θα ένιωθε τύψεις αλλά ατύχησε, έπεσε σε περίπτωση,  δε σου συμβαίνει κάθε μέρα ο δικός σου άνθρωπος να τινάζει τα μυαλά  του στον αέρα και να μη σ επηρεάζει καθόλου!

Οι γυναίκες βέβαια είναι  πλάσματα σκληρά, μη τις βλέπεις έτσι ευάλωτες, είναι πιο ανθεκτικές,  έχουν  τα  δικά τους ένστικτα άλλοτε μητρικά κι άλλοτε φονικά, από πιτσιρίκια ήδη είναι πιο δυνατές, πιο σκληρές,  έτσι πρέπει, αυτές διαιωνίζουν το είδος, είναι πιο χρήσιμες από μας  φίλε!  Τις φοβάμαι, δε μπορείς να παίζεις  μαζί τους, δεν είναι αστείο, έχουν πιο περίπλοκη ψυχολογική κατασκευή  κι άμα τις κυριεύει το πάθος άστα να πάνε, δεν έχεις ελπίδα, μπορούν να σε κάνουν  να τινάξεις  τα μυαλά στον αέρα, ρώτα και το μακαρίτη!

Τις βλέπεις το πρωί να βγαίνουν από το σπίτι τους φρέσκες φρέσκες, τώρα με το καλοκαίρι   φαίνονται  τ άσπρα  μπράτσα τους,  χασμουριούνται ελαφρά δαγκώνοντας  τυρόπιτες που βγάζουν από ταπεράκια, τα χείλη κολλημένα στο καλαμάκι του καφέ, όλα φυσιολογικά, όλα νορμάλ φαίνονται πάνω τους! Αρωματισμένες, φρεσκολουσμένες, καθαρές  με τις άσπρες  ζακετούλες και τα σανδάλια τους,  τα λουλουδάτα φουστανάκια τους, τις τσάντες στον ώμο, τα λιγνά ποδαράκια,  το  προφίλ  το ανάγλυφο, εσώρουχα  χρωματιστά κάτω απ το τζιν τους στο ύψος της μέσης διακρίνονται, σκουπίζουν τα γυαλιά  του ήλιου με την άκρη απ το μπλουζάκι τους δείχνοντας  ένα κομμάτι άσπρης  σάρκας...

Όμως αυτά όλα είναι μόνο η επιφάνεια, από κάτω κρύβεται το χάος,  δεν είναι να τις παίρνεις αψήφιστα, πάρε για παράδειγμα αυτή που σου λέω,  γενικά ήταν ήρεμη, χαλαρή, έδειχνε καλός άνθρωπος, βοηθούσε πάντα τις φίλες της, τους  συμπαραστέκονταν όποτε ήταν ανάγκη.  Όμως με τους  άνδρες  ήταν διαφορετική,  σκληρή  μ ένα δικό της τρόπο,  ανεπαίσθητο,  λεπτεπίλεπτο, κάπως αναίσθητη, δε καταλάβαινε τίποτα σου λέω, είχε και μια αδυναμία στους πιο μικρούς,        άλλαζε  λέει συνέχεια συντρόφους, τους  ξεπερνούσε πολύ εύκολα, δε θύμωνε μαζί τους,  δεν επηρεάζονταν στο ελάχιστο,  δε φώναζε, δεν έκανε φασαρίες, απλά τους άφηνε  πίσω σα να μην ήταν τίποτα, να φανταστείς ήταν ερωτευμένη πάλι!

Είχα περιέργεια να δω πως είναι, είχα ακούσει γι αυτήν αλλά ποτέ δεν την είχα δει, θα ήμασταν μάρτυρες κι οι δύο με τη φίλη μου γνωρίζονταν χρόνια,σε μια  βιοτεχνία όπου δούλευαν είχανε γνωριστεί, τους χρωστούσαν κάτι λεφτά, γι αυτό γίνονταν το δικαστήριο. Ήταν κολλητές,    τσουρέκια και λαμπάδες   έστελναν η μια στην άλλη το Πάσχα,  μαζί για μπάνιο πήγαιναν τα καλοκαίρια, πρέπει να έκανε καλή παρέα η γυναίκα με τα μαύρα...

Την παραμονή της δίκης  την είχα δει  κάπου στο Καπάνι όπου βρεθήκαμε οι τρεις  μας να συζητήσουμε τα της δίκης, στις στοές φυσούσε δροσερά, ποτήρια παγωμένα  μας έφερναν κι έναν δίσκο με σουτζουκάκια, πατάτες, κι άλλα  κόλπα, σ ένα ζαχαροπλαστείο  μετά  πήγαμε, υποβρύχια  και γεύσεις της Κοπεγχάγης σερβίριζαν εκεί πέρα, γλυκόριζες , βανίλιες, μαστιχωτά,  ένα απ αυτά τα τελευταία  είχαμε παραγγείλει,  η φίλη μου  κάθε χρόνο  στη Χίο πήγαινε διακοπές και το έμαθε  εκεί πέρα,   είχε  ανακαλύψει έναν οικισμό με σπίτια αναπαλαιωμένα, μεσαιωνικά, καλά  εκείνα τα χωριά ήταν λίγο τρελά,  όλο σκιές,  γαλαρίες, περάσματα από το να  σπίτι στ άλλο, έξω  στην ύπαιθρο  μαστιχόδεντρα  παντού και  σκοίνα, πέτρες,  μια φωτιά είχε πιάσει μια φορά κι έτρεχαν να σβήσουν τα δεντράκια τα καημένα,  μικρή ζημιά είχε γίνει πάντως, μοναχά  για κάνα δυο χρόνια δεν έβγαζαν εκείνα τα ρητινώδη δάκρυα…

''Δε μου είπες ότι  είναι τόσο μικρός!'' είπε  όταν με είδε, μια κανονική γυναίκα  φαίνονταν ρε φίλε, μαύρα φορούσε, δε την  έπιανε  το μάτι σου,  δε την έλεγες όμορφη κι  αυτήν, το σώμα της ήταν καλό  αλλά μέχρι εκεί, τα νύχια της περιποιημένα, μια σκιά κάτω απ τα μάτια στο χρώμα του μολυβιού,  ένα τατουάζ  μ ένα τριαντάφυλλο στον  καρπό, στο πλάι,  τη ρώτησα τι σήμαινε, ‘’Έτσι αισθάνομαι τώρα έχω κι ένα  άλλο  στη πλάτη!''  είπε γυρνώντας το σώμα  και ρίχνοντας στην άκρη τα μαλλιά της,’’ Δεν ήθελα  να φαίνεται!’’   κάτι ρόδακες ζωγραφισμένοι κι ανάμεσα τους  τα αρχικά απ τα ονόματα  των παιδιών της. Την παρατηρούσα όλη την ώρα, είχε κάτι που  δε μπορούσα να καταλάβω,  ίσως ήτανε το φυλαχτό που  κουβαλούσε πάντα. Η  φίλη μου έλεγε ότι ήταν ένα μυστήριο πράγμα  αυτό το φυλαχτό, με  κάτι σχέδια  από αστέρια  και καρδιές, της  το είχε φτιάξει μια γυναίκα  ένα βράδυ με την υπερπανσέληνο, τότε που  το φεγγάρι πλησιάζει πιο πολύ από κάθε φορά τη γη και  φαίνεται πιο κοκκινωπό  καθώς η ατμόσφαιρα απορροφά το κυανό του χρώμα.  ''Εσύ πως το βλέπεις;'' με ρώτησε σε μια στιγμή,   ''Άμα η καλύτερη σου φίλη μετά  από είκοσι τέσσερα  χρόνια σε  κατηγορήσει  πίσω απ τη πλάτη σου  δε θα την έκανες μακριά;’’ μια ερώτηση μόνο  είχα να της κάνω ‘’ Το θέμα είχε να κάνει  με άντρα;’’

Μ άφησαν κάποια στιγμή,  στη πόλη οι φλαμουριές  αρχίζουν ν ανθίζουν μοσχοβολώντας, στα κομμωτήρια κόσμος περιμένει υπομονετικά τη σειρά του,  οι καθρέφτες δείχνουν ένα βάθος που δεν υπάρχει πραγματικά, σ ένα πάρκο  κάποιο ζώο έχει σκάψει μια τρύπα βαθιά  στο χώμα, κεράσια κοκκινίζουν ανάμεσα στις φυλλωσιές, μαργαρίτες  φυτρώνουν ανάμεσα στα τριφύλλια, ροζ πικροδάφνες ανάμεσα σε θάμνους πράσινους ,  γεράνια βυσσινιά  ανθίζουν ανάμεσα στ αγριόχορτα.  Όσο περνά ο καιρός και τραβά για το καλοκαίρι  η κυκλοφορία στους δρόμους   γίνεται αποπνικτική.

Ένα τραγούδι παρακμιακό μ έχει κολλήσει  εδώ και μέρες, δε μπορώ να το βγάλω απ το μυαλό μου,  μια ζαλάδα ένιωθα, σα  χαμένο κοτόπουλο ήμουν, έργα γίνονταν στη Τσιμισκή  κι εγώ  πήγαινα  κατά  πάνω στα στρωμένα  τσιμέντα,   θα τα σβάρνιζα  όλα,  δεν υπάρχει πιο  άγαρμπος, ''Όπα!!!''  φώναξε άγρια ένας χοντρός με φόρμα βρώμικη και με ξύπνησε. Σ ένα πεζοδρόμιο  κόσμος σταματούσε μπροστά σε κάποιον κάποιον  πλανόδιο που  πουλούσε χόρτα και βότανα,  ''Τι είναι αυτό;'' τον ρώτησα ''Αγριομέντα!'', ένα  ματσάκι  ξερό  πήρα στο χέρι,  μια μυρουδιά γλυκιά  με τρύπησε,  τη  που θυμόμουν από   τότε που μ έστελνε η μάνα μου να μαζέψω  αυτά τα μαβιά  βοτάνια που φύτρωναν δίπλα σε κάτι χαλάσματα...

Έξω απ το σπίτι μου  ένας σκύλος είχε μείνει στήλη άλατος κοιτάζοντας  ένα σημείο, ποιος  ξέρει τι σκέφτονταν, στην πολυκατοικία  μου  οι ένοικοι σκοτώνονταν για την αποχέτευση που είχε βουλώσει ξανά, απειλές τρομερές  και κατάρες ακούγονταν  στα σκαλιά  των ορόφων,   στα μπαλκόνια χαλιά  έπλεναν με τα λάστιχα, γάτες ισορροπούσαν στα κάγκελα,  μια γριά  απέναντι πίσω από ένα τζάμι καθισμένη μπροστά σ ένα τραπέζι,  χαμέροπες  και σοβάδες  ξεφτισμένοι, πιάτα δορυφορικά, σωλήνες πλαστικοί, η θάλασσα στο βάθος, η θάλασσα,  τη νύχτα  στον ύπνο μου μια πόρτα   έπρεπε  να περάσω, φοβόμουν...

Τελικά ο δικηγόρος, ένα παιδί νεαρό με μούσι και γραβάτα  που  έκανε  μεταπτυχιακό στα τραπεζικά δάνεια και στις πιστωτικές κάρτες-  άκου θέμα που βρήκε, πάντως του άρεσε, τρελαίνονταν, πέθαινε για τέτοια – ο δικηγόρος  λοιπόν  αποφάσισε ότι χρειαζόταν μόνον έναν μάρτυρα, διάλεξε εμένα, η γυναίκα με τα μαύρα δεν ήρθε. Μ έβαλε να διαβάσω αυτά που είχαμε  καταθέσει γραπτώς, δε τα καταλάβαινα όλα, ήθελα να τον ρωτήσω, βιάζονταν ‘’ Θα προσθέσεις κι αυτό για να φανεί ότι έχουμε δίκιο!’’ είπε.  Εγώ δεν ήμουν σίγουρος,  δεν είχαν  γίνει έτσι ακριβώς τα πράγματα, αλλιώς τα θυμόμουν  αλλά αφού το λεγε αυτός  κάτι θα ήξερε!

 Έξω απ την πόρτα όπου θα δικάζονταν η υπόθεση περιμέναμε, ήθελα  να συγκεντρωθώ , πολύ τις φοβάμαι τις καταθέσεις,  δε μπορείς  να χαλαρώσεις, μια φορά είχα ακούσει μια  κοκαλιάρα δικηγόρο να  λέει σε κάποιον ‘’Πες του ότι  θα του κάνω  μήνυση για ψευδορκία, θα τον κλείσω μέσα, θα τον κυνηγήσω θα τον σαπίσω,  θα του βγάλω τη πίστη!’’ μου είχε  μείνει.

Ξεκίνησαν οι υποθέσεις,  ο  πρόεδρος, ένας  τύπος  νευρικός, πνιγμένος στα γένια  τις ξεπετούσε στο φτερό, δεν είχα ξαναδεί άλλον τόσο γρήγορο! Σύντομα  έφτασαν και στη δική μας, σηκώθηκα απ'΄τη θέση μου αλλά μου φώναξε:  ‘’Εσείς  περιμένετε έξω !’’ βγήκα στο χολ  προσπαθώντας  από μακριά  να καταλάβω τι γίνονταν, το  τηλέφωνο χτύπησε, ένα όνομα γυναικείο  στην οθόνη, πάντα  θέλω λίγο χρόνο να καταλάβω ποιος καλεί, δεν είμαι ακουστικός  τύπος, προς το κουφό  τείνω μάλλον,  συνήθως  μιλώ λίγο προσπαθώντας να καταλάβω  αν είναι για καλό ή για κακό συνήθως το δεύτερο συμβαίνει, ήθελα λίγο χρόνο να αντιληφθώ  με ποια μιλούσα, τελικά συνειδητοποίησα  ότι ήταν αυτή με το διαβολικό φυλαχτό,  τι στο δαίμονα  ήθελε ''Αυτό είναι γκαντεμιά!''  είπα μέσα μου.

Όπως ήμουν θολωμένος  ένας θεόρατος   αστυνομικός  με διέταξε να μπω μέσα,  μέχρι τη τελευταία στιγμή  έλεγα  ότι δε θα το πω εκείνο το ψέμα που μου είχε πει ο δικηγόρος   κι εκεί πάνω στην έδρα όταν ανέβηκα  κάτι μ έπιασε, μια τρέλα,  μια βλακεία, πάντα θέλω να κάνω κάτι παραπάνω, όλο χαζά,  και το ξεφούρνισα ‘’Ωχ ! !’’  σκέφτηκα αμέσως ‘’Τι το ήθελα, ας μη με ρωτήσουν τώρα τίποτα!''

Και με ρώτησαν,  εκείνος ο δικαστής ο νευρικός, ο πνιγμένος στη γενειάδα του, δεν άφηνε τίποτα να  πέσει κάτω,  όμως  αν αρχίσεις μ ένα ψέμα έτσι πρέπει να συνεχίσεις  αλλιώς την πάτησες, ήμουν παγιδευμένος, χαμένος,  ήθελα  κάποιο τρόπο  να ξεφύγω, ο δικαστής με κάρφωσε με τα μικρά ματάκια του ''Λοιπόν, θα μας πείτε !!!''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...