Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

BAPTISMS OF FIRE

 Through these fields of destruction
Baptisms of fire
I've witnessed your suffering
As the battles raged higher…
Dire Straits  ‘’Brothers in arms’’

Στη παραλία είχαν ανάψει τα κόκκινα φώτα πέρα ως πέρα,  η θάλασσα έμοιαζε ήσυχη,  ακίνητη, στη παραλιακή  μποτιλιάρισμα ατέλειωτο,  κορναρίσματα,  απ τη γωνία του Μεγάρου  Μουσικής     φαίνονταν   η γραμμή των φαναριών από τα αυτοκίνητα   που κυλούσαν στον περιφερειακό,  τα γαλάζια  φωτάκια ενός άσπρου περιπολικού  αναβόσβηναν, ''Τέτοια  παραλία δεν υπάρχει πουθενά!''  φώναξε ο Βασίλης  ''Ούτε στο Βόλο, ούτε στη Καβάλα,  ούτε στο Ναύπλιο, ούτε στη Σμύρνη στην Τουρκία, πουθενά !''
Φορούσε τα γαλάζια Asics,  κάτι  παπούτσια   υπέροχα που είχαν έναν πάτο ειδικά σχεδιασμένο  για  τους κραδασμούς,  μόνο αυτά δέχονταν το πόδι του,  είχε τυλιγμένα τα ακουστικά στο λαιμό του, άκουγε αθλητικά, δυο γυναίκες  πέρασαν από δίπλα μας και  χαιρέτησαν,  ούτε που τις ξέραμε αλλά  ανταποδώσαμε...

Μου  έλεγε ιστορίες για τα ταξίδια του στην Ευρώπη,  φρούτα κουβαλούσε στη  νταλίκα , ώρες ατέλειωτες οδηγούσε, τέσσερα πακέτα τσιγάρα κάπνιζε,  στη Στουτγάρδη κάποιος  του είχε κάνει παρατήρηση γιατί πέταξε  το τσιγάρο του, είχε πάει μέχρι  το βορρά ,  πολλές  φορές περνούσε   και  τη  γέφυρα που  ενώνει  τη Σουηδία με τη Δανία,  καλά τι θαύμα ήταν   εκείνο, ένα τούνελ  είχανε  σκάψει   κάτω απ το νερό κοντά σε  ένα νησί τεχνητό , πλάι  σ ένα άλλο φυσικό,   πως το  φτιάξανε το γεφύρι καταμεσής της Βαλτικής θάλασσας, αναρωτιόταν, πως το θεμελίωσαν   πάνω στα ρεύματα,  ανάμεσα  στους  κόλπους και τα νησάκια όπου παλιά   ταξίδευαν πραματευτές από τον Βόλγα, απ τη κλειστή  Βαλτική κι απ τους βάλτους όπου οι τσάροι χτίζανε τις πολιτείες τους μες το βούρκο!  Καθόταν πάνω απ τη γέφυρα  και φαντάζονταν τα καράβια να   κουβαλούν   αλάτι ορυκτό απ τα ορυχεία της Πολωνίας, ήλεκτρο, σίδερο,  ασήμι, ψάρια  περνώντας απ  τα σημεία   όπου συγκρούονται τα ζεστά ρεύματα της   κλειστής θάλασσας  με τα παγόβουνα απ την αρκτική,   μια φορά είχε πετύχει και τη στιγμή που  συναντώνται τα πράσινα νερά με αυτά που έχουν το χρώμα της σέπιας    κι ήταν  χάρμα οφθαλμών  να βλέπεις πως συγκρούονταν  ενώ   στο βάθος μπορούσε να δεις  εξέδρες καταμεσής στη θάλασσα όπου  βγάζουν πετρέλαιο από δάση  καταπλακωμένα κάτω απ το βυθό,  σε μέρη όπου κάποτε έβοσκαν μαμούθ με χοντρή προβιά.  Είχε παρκάρει το φορτηγό σε μια μεριά και χάζευε  εκείνα τα μέρη όπου οι νύχτες δε ξημερώνουν το χειμώνα κι οι μέρες δεν λένε να τελειώσουν το καλοκαίρια, έβλεπε την άμμο του βυθού να βγαίνει στην επιφάνεια με την άμπωτη και   στο μυαλό του γύριζαν τα λόγια που  άκουσε  κάποτε ''Όφθησαν αί πηγαί  τής αβύσσου…. καί  ανεκαλύφθη  θαλάσσης κυμαινούσης  τα θεμέλια!'' 
Δε περίμενα να τον δω  κατά κει κοντά στο Μέγαρο,  και  τον σκεφτόμουν, τον χρειαζόμουν, μα πόσο γέλιο είχαμε  ρίξει την άλλη φορά   μ εκείνον τον  μεθυσμένο  που  ήταν μαζί μας,  μα πόσο είχε πιει ο  άνθρωπος  που επέμενε ότι θα μονομαχούσε για μια κοπέλα πριν το ξημέρωμα! Και   πόσες φορές δε με είχε   ξελασπώσει ο Βασίλης  όταν ήμουν στριμωγμένος άσχημα  και παραλίγο να με  λιντσάρουν,  τι ήταν κι εκείνο , πάλι  οριακά  την είχα σκαπουλάρει,  πόσες  φορές δεν το χω σώσει τη τελευταία στιγμή,  να δούμε   μέχρι πότε !

Σ ένα φαστφουντάδικο σταθήκαμε  να πιούμε έναν  καφέ,  σε μια  τηλεόραση   εικόνες από   ένα ατύχημα στις Άλπεις , ορειβάτες και  διασώστες  μέσα στα λαγκάδια  ψάχνανε  για κομμάτια από λαμαρίνες και σώματα,  ελικόπτερα πετούσαν, τηλεοράσεις, συνεργεία,  σκηνές στήνανε στα βουνά, μια κοπέλα σε μια γωνία μας έκοβε ,  δεν την είχα  πάρει είδηση,  τι ωραία  πόδια,  άσπρα που είχε,  και τα βραχιολάκια της κι  όλα έμοιαζαν  τόσο όμορφα!
Θα μου πεις  τι τα θες  πάλι, μας ζεμάτισαν αυτά, μας κάψανε, κι η τελευταία  δεν ήταν διαφορετική,  όλα αργά συνέβαιναν πάνω της, δε μπορούσε να  πιάσει κάτι που έτρεχε γρήγορα-και να σκεφτείς  ότι νόμιζε πως ήταν έξυπνη! Δε μπορούν να καταλάβουν,  να δεχτούν ότι  τις έχεις ξεπεράσει,  ότι αντιλήφθηκες  τόσο νωρίς το χαρακτήρα τους τον βαθυστόχαστο-  ναι καλά!-  ότι φεύγεις χωρίς  φωνές,  χωρίς τίποτα,  χωρίς να τους δώσεις την ευκαιρία να  εκτονωθούν απάνω σου,   δίχως  μια φασαρία έτσι  να χουμε να θυμόμαστε !  Δε μπορούν να δεχτούν ότι δε πιάνουν τα μαγικά τους,  ότι δεν πέφτεις, ε  λοιπόν δε πιάνουν  τι να κάνουμε τώρα,  και τι περίμενε  μετά απ τον τρόπο που μου είχε φερθεί,  να της πω κι  ευχαριστώ,   καλά  είμαστε σοβαροί! Δε δέχονταν ποτέ τα λάθη της , τι εγωισμός ήταν εκείνος, όμως δε γίνεται κάθε φορά  εμείς να υποχωρούμε,  που το είδες  αυτό γραμμένο! Κουβέντες ατελείωτες,  λόγια του αέρα ‘’Εγώ είμαι ανώτερη!’’ ναι καλά, το είδαμε, δε τη  μπορώ τόση ανωτερότητα, πως γίνεται  να μη δίνεις τίποτα και να τα θες όλα,  στο τέλος με σούταρε άγρια,  ούτε να με βλέπει δεν ήθελε,   πάντα η ίδια κατάληξη!  Δεν αντέχουν  να τις κολλάς πολύ, δεν αντέχουν  να τις αγνοείς,  άντε βρες τι θέλουν απ τη ζωή τους, αποφασίστε κορίτσια! Δε μπορούν να ξεχωρίσουν τα συναισθήματα, τους είναι δύσκολο  να λειτουργήσουν λογικά,  κάτω απ την εμφάνιση τους την ωραία  όταν δεις τι κρύβεται είναι μια φρίκη, ας μη πούμε καλύτερα λεπτομέρειες,  και είναι κι η ζήλια,  αυτό που το βάζεις,  δε σ αντέχουν άμα  έχεις  λίγο αυτοπεποίθηση παραπάνω, μα τι κομπλεξικές που είναι αδερφέ μου,   όμως εγώ κούκλα   θέλω κάποιον  να  μ’  ανεβάζει, να με στηρίζει,  να με φτιάχνει,  όχι να με ρίχνει όλη την ώρα!  

Και τη τιμώρησα,  το παραδέχομαι, το χω εξασκήσει, απλά τις αγνοείς,  δεν υπάρχουν,  δεν υφίστανται,  τις τρελαίνει,  όμως  στο τέλος τις κάνει καλό,  τις κρατά ζωντανές, δε πεθαίνουν  εύκολα,   δεν έχουν ανάγκη,  μην ανησυχείς, αφού είναι τόσο έξυπνες  άστες  να βρουν άκρη και πάλι ευχαριστημένος πρέπει να είσαι που πρόλαβες  και πήρες κάτι όσο ήταν καιρός,  προτού κρυώσει το πράγμα , που μπόρεσες και είδες τον  εαυτό σου μέσα απ τα μάτια τους,  που σου έδωσαν την ευκαιρία να πάρεις λίγο απ την αίσθηση που αποπνέουν,  μια κουβέντα που τους ξέφυγε, ένα χαμόγελο φιλικό,  μια χειρονομία ζεστή,  μην είσαι και πλεονέκτης!  

Ψιλόβρεχε, αν έπιανε πιο δυνατά  δεν είχα ούτε ομπρέλα ούτε τίποτα,  μα πόσο έβρεξε  φέτος,  μας  σάπισε, αν συνεχίσει έτσι σε λίγο  βρύα θ’  αρχίσουν  να φυτρώνουν  πάνω μας! Στις αλάνες νερόλακκοι λασπωμένοι, μαργαρίτες ροζ κι άσπρες φυτρώνουν στο γρασίδι, νεράντζια  πορτοκαλιά γυαλίζουν  ανάμεσα στις στιλπνές  φυλλωσιές,   λιγκούστρα  ανθισμένα αποπνέουν ένα άρωμα βαρύ, αγριομολόχες φορτωμένες δροσοσταλίδες,  τα κλωνάρια  των σφενταμιών μοιάζουν να μπουμπουκιάζουν,  χορτάρια  φυτρώνουν  ανάμεσα στις πέτρες των τειχών  πίσω απ τα δικαστήρια.  Ζητιάνοι  μουσκεμένοι απλώνουν  τα χέρια στην Τσιμισκή , σπουργίτια πιτσιλίζονται στο σιντριβάνι του δημαρχείου, χαμομήλια και παπαρούνες φυτρώνουν στις νησίδες κατά  μήκος  της Μοναστηρίου, πουλιά κουρνιάζουν πάνω σε παπύρους και στεγνώνουν τα φτερά τους  κατά τα Διαβατά,  μια γριά μονόφθαλμη με είχε ρωτήσει από πού να πάρει το λεωφορείο της Λαχαναγοράς.  Τα μονοπάτια πρασινίζουν στην ύπαιθρο,  με τόση υγρασία  πρέπει να έχει βλαστήσει το σύμπαν,   τα χωράφια  θα χουν γίνει βάλτοι,  τα δέντρα και τα σαλιγκάρια πανηγυρίζουν,  η άνοιξη δείχνει να προχωρά αθόρυβα,  ο Δημήτρης ταΐζει τα μελίσσια του ζάχαρη άχνη τώρα που  με τις βροχές δε μπορούν να τραφούν κανονικά,   μια εικόνα από ένα παλιό αναγνωστικό μου έρχεται στο νου,  σπίτια με στέγες χιονισμένες,  κάποιος περπατά ανάμεσα τους, ένας τίτλος  ‘ Χειμώνας !’’....

Όλα έμοιαζαν να διαλύονται και να λιώνουν στη θολούρα κι στην ομίχλη,  σχέδια περίεργα σχηματίζονταν στα τζάμια των αυτοκινήτων, υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονταν, φιγούρες θολές πίσω απ τα κρύσταλλα φαίνονταν, κόσμος μπαινόβγαινε στα εμπορικά μπροστά από  σκάλες κυλιόμενες  και  γιγαντοοθόνες, στο δρόμο   ομπρέλες χρωματιστές άνοιγαν, κορίτσι με αδιάβροχα χρωματιστά περνούσαν, σκουλαρίκια σε σχήμα σταυρών κρέμονταν από  τ αυτιά τους,   βραχιόλια μπρούτζινα  στους καρπούς τους… 

Μα τι καιρός  μουχλιασμένος   ο γκρίζος  Μάρτης μας έχει σαπίσει,  ελπίζω μοναχά να μην πάει έτσι  μέχρι τη Μεγάλη Βδομάδα  που πλησιάζει ολοένα, πρόπερσι   είχαμε κάνει Πάσχα με το Βασίλη,  είχαμε περάσει  απ όλους τους επιτάφιους του κέντρου, μιλάμε  εγώ είχα βαρεθεί,  αυτός ήθελε να πάμε κι αλλού, να δούμε κι άλλους !  Αυτουνού πάλι του άρεσε η βροχή,  δεν είχε πρόβλημα,  έμοιαζε ενθουσιασμένος,   χάζευε  τα κόκκινα φώτα που άναβαν σε μια σειρά  κατά μήκος της προβλήτας,  μόνο τα άσπρα  μάρμαρα δεν άντεχε,  του τη δίνανε  ‘’Γιατί τα βαλαν  αυτά!'' γκρίνιαζε.  Περίμενε να φτιάξει ο καιρός για να πάρει  ένα από τα ποδήλατα  του και να οργώσει  την πόλη, ξεκινώντας από τα Περιστέρια  στην Καλλιθέα όπου ήταν το σπίτι του,  λαχταρούσε ν ανοίξει ο καιρός  και ν αρχίσει τις εκδρομές,  κάποιος φίλος τον είχε καλέσει στο Μεσολόγγι   για την  Κυριακή των Βαΐων, τότε που γιορτάζουν  την Έξοδο,  περίμενε το καλοκαίρι  να πάει ξανά  στα λουτρά της Αιδηψού,  ταξίδια θα πήγαινε  ξανά  με το που θα έφτιαχνε ο καιρός  κατά  τη Πάρο, στην Εκατονταπυλιανή με τα βαπόρια να στέκονται σαν σε στάση προσοχής κάνοντας μανούβρες μέσα στο λιμάνι , αντίκρυ στην εκκλησιά με τα χρυσά και τα αργυρά τάματα  που  κρέμονται απ την εικόνα της  παναγίας.   Στην Αίγινα, στον άγιο Νεκτάριο που τον χτίσανε μες το φαράγγι   σκόπευε να πάει , στις Σπέτσες ,  στο Πόρο που  τον θυμόταν από το ναυτικό, όταν υπηρετούσε κατά κει  μια ταινία είχε  δει στο ΚΨΜ ε  το ‘’Λεωφορείο ο Πόθος!’’  με τον Μάρλον  Μπράντο,   του είχε κάνει εντύπωση ,  κι ένα άλλο έργο με τον Κλιντ Ίστγουντ είχε δει εκεί πέρα,  το  ‘’ Για μια χούφτα δολάρια!’’ 

‘’Άμα βγει κάνα ταξίδι για Ολλανδία ή Δανία θα σε πάρω μαζί!’ ’μου είπε κι ύστερα έπιασε  ξανά να λέει ιστορίες  που  είχε ακούσει από  έναν  Σουηδό   φορτηγατζή  για τα μέρη όπου παλιά υπήρχαν  περάσματα των Βίκινγκς και τα διέσχιζαν με  τα χαμηλά τους πλοία σηκώνοντας το  πανί όταν έπιανε να φυσάει,  κουβαλώντας πολεμιστές που άφησαν τα αμμουδερά κι άγονα χώματα της πατρίδας τους για να περάσουν   μέσα από πορθμούς,  εκστρατεύοντας  κατά τη  Σκωτία και κατά την Ουαλία, να πολεμήσουν τους Κέλτες και τους Σάξονες!  Και για   έναν  βασιλιά του έλεγε ο νταλικέρης ο Σουηδός,  έναν βασιλιά   που  έκρυβε λέει  σε υπόγειες στοές,  δαιδαλώδεις,  τα πλούτη του,  κατά καιρούς κατέβαινε να τα μετρήσει κι όλο μάζευε και γέμιζε  τα μπαούλα του με θησαυρούς που  άρπαζε  σε μάχες  μπροστά από  κάστρα φτιαγμένα από πέτρες, ξύλα,  κορμούς,  αντικρίζοντας πύργους,  γέφυρες, πύλες, τάφρους,  καταπέλτες, τόξα κι ακόντια, πολεμώντας    στρατούς κρυμμένους πίσω από ασπίδες γιγάντιες,  βλέποντας  τον εχθρό  να έρχεται με θόρυβο από  απέναντι,  μαζεύοντας  όσο θάρρος είχε για να μη το βάλει στα πόδια,  πηγαίνοντας κόντρα τη φωνή που βαθιά μέσα του φώναζε να φύγει όσο μακριά γίνονταν κι αντί για αυτό προχωρούσε μπροστά μες το χαλασμό και στο μακελειό που ολοένα δυνάμωνε, μέσα από τις κλαγγές των σπαθιών και τα ουρλιαχτά των πληγωμένων  που μπορούσαν να σε τρελάνουν,  χωρίς να πιστεύει ότι θα βγει ζωντανός από τη φωτιά που δε την άντεχαν όλοι και παρακαλούσαν το θεό να ξαναδούν τη μάνα τους και τα παιδιά τους  ''Το βλέπεις το αεροπλάνο που κατεβαίνει μες απ τα σύννεφα;'' με  ρώτησε ο φίλος μου ,  σήκωσα το κεφάλι να δω το μεταλλικό θηρίο που κατέβαινε χαμηλά,  βροχή έπεφτε συνέχεια  στα πρόσωπα μας   …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...