Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

BALA PERDIDA

Mi vida
bala perdida
por la gran via
charcuito de arrabal...

Manu Chao

Ο τόπος όλος γύρω απ το πάρκο  θύμιζε σφαγείο, πιτσιλιές από  αίμα υπήρχαν παντού,  στα κάγκελα, στο γρασίδι,  στο τσιμέντο,  δυο τρεις  γυναίκες τσίριζαν , ένα μαύρο   ροντβάιλερ  με  καπούλια  που θύμιζαν αγριόχοιρο είχε αρπάξει ένα κανίς  μικροσκοπικό, το είχε καρφώσει  με τα δόντια του  στο χώμα  σα να  ήταν  το θήραμα  του   και δεν το άφηνε με τίποτα!
 

Το σκηνικό θύμιζε ταινία  ή  ντοκιμαντέρ ή κάτι τέτοιο  τέλος πάντων, το ροντβάιλερ  κρατούσε με τα νύχια  το μικρό σκυλί ρίχνοντας  λοξές ματιές τριγύρω,  αυτός πήρε  ένα παλούκι που βρήκε έξω από μια αποθήκη,   πήγε πίσω απ  τον σκύλο  τον φονιά  και τον κοπάνησε μ όλη του τη δύναμη στα καπούλια, θα περίμενες ότι θα του έσπαγε τη ράχη όμως  το ζώο  φάνηκε σα να μη κατάλαβε τίποτα μόνο   γράπωσε  ακόμα πιο σφιχτά στις δοντάρες του  το σκυλάκι που έμοιαζε πεθαμένο!

 Μόλις είχε  φτάσει στο χωριό, οδηγός στα ΚΤΕΛ ήτανε, κάθε πρωί περνούσε από κει  κάνοντας το πρώτο  δρομολόγιο,  όπως  κάθε μέρα είχε έρθει με  το χάραμα,  άκουσε τις φωνές  και πήγε να δει τι γίνεται  για ν'  αντικρίσει  τη σκηνή με το σκύλο και τις γυναίκες να ξεφωνίζουν για το καημένο το ζωάκι  ενώ κάποιοι  ήταν κρεμασμένοι στα κάγκελα  του πάρκου κοιτάζοντας ….

Κάθε μέρα έρχονταν κατά κει  με το πούλμαν βλέποντας  στην είσοδο  μια τσιμεντοκολώνα στραπατσαρισμένη που βρίσκονταν εκεί   για χρόνια και  κανείς δεν την αντικαθιστούσε ποτέ,  κάποιο  αμάξι είχε στουκάρει πάνω της μ  όλη του τη φόρα σαν να  προσπαθούσε να  την γκρεμίσει  αλλιώς δε γίνονταν εκείνη η κολόνα να  έπαθε τέτοια  ζημιά! Από κει  κατάγονταν ο οδηγός, οι συνχωριανοί του είχαν πει  γι αυτό το σκυλί που   ήταν διαβόητο για την αγριότητα του, πριν ένα χρόνο   είχε δαγκώσει άσχημα  ένα παιδάκι κι ήθελαν να του κάνουν ευθανασία το διαβολεμένο  όμως τη γλύτωσε,  το αφεντικό του το είχε σώσει...
 

Όλα στο χωριό έμοιαζαν κουφά , για να το προσεγγίσεις  έπρεπε να κατέβεις  ένα βουνό περνώντας ένα δρόμο κατηφορικό  όλο στροφές ζαλιστικές κι έπειτα  να μπεις σε μια χαράδρα, το σκηνικό   ήταν λίγο απόκοσμο,  αναρωτιόσουν που στο δαίμονα  τη βρήκαν εκείνη την  τοποθεσία οι χωρικοί, όταν ήταν νύχτα  μες το χειμώνα  κι αργούσε να φέξει υπήρχαν φορές που  το φεγγάρι έμοιαζε σα να κρέμεται  πάνω απ τη χαράδρα  κι είχες την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στο τέλος  του κόσμου...
 

Κάθε μέρα έκανε το ίδιο δρομολόγιο,  φοβόταν  πάντα όταν περνούσε   πάνω από  γέφυρες,  ήταν σίγουρος ότι τις έφτιαχναν με  άχρηστα υλικά  απατεώνες εργολάβοι, απορούσε που δεν  είχαν γκρεμιστεί  ακόμα,  όσο έφτιαχνε ο καιρός κι οι ορίζοντες έμοιαζαν ν ανοίγουν ολοένα  περισσότερο σκέφτονταν το καλοκαίρι που  θα τον  έπιανε πάλι  εκείνη η μανία να φύγει και να χαθεί όσο πιο μακριά γίνονταν...

 Όποτε πλησίαζε τα πρώτα σπίτια σκεφτόταν  τον πατέρα του ''Καλά  ρε μπαμπά πολύ βλάκας  ήσουνα !'' μονολογούσε, αν έχεις  το θεό σου ξέρεις πως πέθανε,  τον χτύπησε κεραυνός, απ όλους τους  ανθρώπους του κόσμου τον πατέρα του πήγε να χτυπήσει το αστροπελέκι  μια μέρα που έβοσκε τα ζώα του στην ερημιά,  δεν χτύπησε κανένα  δέντρο,  καμιά κολόνα,  κάνα σπίτι, καμιά αγελάδα  μα τον πατέρα του,  καλά ήταν πολύ γκαντέμης!

Ήταν και λίγο σερσερής ο  πατέρας του, δεν θα τον έλεγες κάνα  κανένα άτομο σοβαρό , βοσκός μια ζωή ήτανε,   είχαν  ζώα, γελάδια, μετά το άρμεγμα  ο γέρος έριχνε πάντα μπόλικο  νερό στο γάλα κρυφά  μ ένα μπακιρένιο αγγείο   αλλά στον  συνεταιρισμό του γάλακτος   έκαναν μετρήσεις,  τον πιάσανε  και δεν ξαναγόραζαν  απ αυτόν!  Άλλοτε  πάλι έκλεβε τριφύλλι  απ τα χωράφια,  μια φορά είχε αγοράσει κάτι μοσχαράκια  από   κάπου στη Ξάνθη,  από ένα μέρος ξεχασμένο κι απ το θεό,  ήταν σίγουρος ο γέρος ότι ήταν μεγάλο κελεπούρι,  για ένα κομμάτι ψωμί τα είχε πάρει . Ε λοιπόν εκείνα τα μοσχαράκια  αποδείχτηκαν τα πιο άτιμα πλάσματα που υπήρχαν στον κόσμο,  του είχαν βγάλει τη πίστη,  όλο έκοβαν το σκοινιά  σα δαίμονες κι έτρεχαν στα χωράφια τινάζοντας ψηλά τα λιγνά τους ποδαράκια,  δεν έβαζαν ούτε γραμμάριο όσο και να τρώγανε,  μόνο νεύρο ήταν, τον είχαν σκάσει, μα τι πρόστυχη ράτσα, το τι βρισίδι τους είχε ρίξει ο μακαρίτης δε λέγονταν!
 

Ο σκύλος έμοιαζε εντελώς αποροφημένος  με τη λεία του,  απο το στόμα του έβγαιναν  αφροί, οι γυναίκες  φώναζαν ‘’Χτύπα το χτύπα το καταραμένο !'' αυτός κοντοστέκονταν με τα πόδια  ανοιχτά,   δεν ήξερε τι να κάνει, θα μπορούσε να τ αφήσει και να φύγει , στο κάτω - κάτω  ο τόπος είναι γεμάτος με τέτοια σκυλιά μινιατούρες,   αλλά κάτι τον είχε πιάσει,  το λυπόταν  το κανίς,  

Στάλες ιδρώτα   ένιωσε να τρέχουν στο μέτωπο του,   μια θολούρα αισθάνονταν,  εδώ και πολλές  νύχτες  δε μπορούσε να ησυχάσει, ήταν άρρωστος,  ο λαιμός του ήταν στεγνός εντελώς, ο φάρυγγας του ξεραμένος, τα νεφρά του πονούσαν, η σπονδυλική του στήλη σα να έτριζε ολόκληρη  όταν τον έπιανε  ρίγος,  στο κρεβάτι  στριφογυρνούσε  δίχως να μπορεί να ησυχάσει, το κεφάλι του βάραινε σα να τον είχε  πλακώσει ένα κτίριο επταώροφο,  τα κόκαλα του πονούσαν, η γρίπη τον είχε σαπίσει! Ίσως έπρεπε να πάρει κάνα  Ντεπόν, κανονικά  δεν έπαιρνε χάπια ποτέ του , δεν ήθελε να βλέπει  γιατρούς ούτε  φαρμακεία ούτε κανέναν ,  όμως τώρα ήταν διατεθειμένος να καταπιεί οτιδήποτε θα τον ανακούφιζε...  

Αποβραδίς μια ζαλάδα  αισθάνονταν, είχε ξυπνήσει κατά τα μεσάνυχτα,  πήγε στο δωμάτιο του μικρού του παιδιού,  συνήθως κοιμόταν μαζί με το μικρό  που πλάγιαζε  αμέριμνο   δίπλα του και τον ηρεμούσε, έμοιαζε σα να χαμογελά στον ύπνο του, πολύ το αγαπούσε εκείνο το μικρό το αγγελούδι, το είχε κάνει  με μια λατινοαμερικάνα όμορφη  που είχε μήλα τονισμένα  στα ζυγωματικά και  την περνούσε καμιά τριανταριά χρόνια, σ ένα μπαρ  την είχε γνωρίσει αυτήν  κι όλο του μιλούσε για το πόσο άγρια ήταν τα πράγματα εκεί κάτω στην πατρίδα της όπου όλοι έπαιζαν μπάλα όλη μέρα στις παραλίες των ωκεανών.   Το παιδάκι του  ανάσαινε ελαφριά, δεν ήθελε να το ανησυχήσει, πήγε  στη κουζίνα, ένα ποτήρι γυάλινο υπήρχε με λίγο νερό,  το σήκωσε να πιει κι όταν στράφηκε κατά το νεροχύτη  είδε μια κουτάλα κρεμασμένη να   πηγαινοέρχεται,  όλα τ'  άλλα σκεύη στέκονταν ακίνητα αλλά εκείνη η καταραμένη κουτάλα πήγαινε πέρα δώθε σα δαιμονισμένη!

Στέκονταν  και την κοίταζε,  ήταν μονάχος του,  όλοι κοιμόντουσαν, καθόταν εκεί και παρατηρούσε  πετρωμένος  την κουτάλα να βολτάρει ''Μα δε θα σταματήσει η καταραμένη!''  σκεφτόταν ''Τι γίνεται εδώ πέρα;'' αναρωτήθηκε, νόμιζε ότι είχε αρχίσει να τα χάνει, το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει,  όλα έμοιαζαν αλλόκοτα,  για κάποιο λόγο είχε την αίσθηση ότι   κάποιος  στέκονταν πίσω απ την εξώπορτα και ψηλαφούσε το πόμολο  έτοιμος να μπουκάρει, ήταν σίγουρος ότι θα ήταν κάποιος μαυριδερός με χαμόγελο σατανικό και δόντια μυτερά σαν τον διάβολο,  είχε το ντουφέκι  έτοιμο  σε μια γωνία,  άμα  τολμούσε να μπει θα τον κοπανούσε μια κι ας πήγαινε στον αγύριστο, στράφηκε προς την κουτάλα που σα να είχε επιταχύνει αντί να σταματήσει,   άρπαξε το ατσάλινο σκεύος με μανία,  το  τσαλάκωσε  μες τα χέρια του με όλη του τη δύναμη  και   βγήκε στο μπαλκόνι,   αέρας δυνατός φυσούσε έξω, κρύο έκανε,   πήρε φόρα   και το  πέταξε με δύναμη στον ακάλυπτο,  ένας ήχος μεταλλικός  ακούστηκε καθώς  η κουτάλα  έσκαγε στο τσιμέντο…

Όπως καθόταν στην καρέκλα της κουζίνας έγειρε  στο πλάι κι αποκοιμήθηκε, σαν όνειρο  του ήρθε μια ανάμνηση,  το  προαύλιο μιας εκκλησίας στρωμένο με γκρίζους κι άσπρους  σχιστόλιθους,  ένας πλάτανος πολύ ψηλός με φύλλα πράσινα,  μια βρύση, δέντρα πολλά,  αυλάκια,  ποτάμια με νερά καθαρά που περνούσαν μέσα  από  λιβάδια πράσινα και κήπους εξωτικούς γεμάτους  βλάστηση και λουλούδια…

Ξύπνησε από ένα τρίξιμο,  ένιωθε  ιδρωμένος,   ήταν  μούσκεμα, η γρίπη είχε αρχίσει να περνά,  έπρεπε ν αλλάξει φανελάκι,  αισθάνθηκε  την επιθυμία  να φάει ένα μήλο, ψηλάφισε τους τοίχους στα σκοτεινά ψάχνοντας  τον διακόπτη,  δε μπορούσε να καταλάβει  τι ώρα ήτανε,  καμιά φορά τον έπαιρνε ο ύπνος το μεσημέρι, άλλοτε το βράδυ, άλλοτε το πρωινό, δεν είχε σειρά, όποτε του ρχονταν,   βρήκε  τη φρουτιέρα,  ένα  μήλο κόκκινο πήρε,  το δάγκωσε,  η γεύση απλώθηκε υπέροχη στο στόμα του,  είχε αρχίσει να επανέρχεται η αίσθηση στη γλώσσα του,  ήταν γλυκό κι ελαφρώς ξινό συνάμα   και τραγανό μαζί, ακριβώς όπως το ήθελε, ο οργανισμός του χρειάζονταν υγρά επειγόντως,  έβαλε να βράσει φλαμούρι στο μπρίκι,  έριξε μπόλικη ζάχαρη στην κούπα, έστυψε ένα λεμόνι που του είχε φέρει η μάνα  του απ τον μπαξέ της,  το τσάι ήταν υπέροχο κι αυτό...…

Πίσω στο χωριό το ροντβάιλερ αψηφούσε τους πάντες  τόσο προκλητικά λες κι ήταν ο βασιλιάς των λιονταριών, του την έδωσε, μα πόσο θράσος  είχε κείνο το ζώο, στέκονταν εκεί με το ξύλο στα χέρι και δεν ήξερε τι να κάνει,   το κεφάλι  του κουδούνιζε,  το μυαλό του έπαιρνε στροφές ανεξέλεγκτες,  δε μπορούσε να το συμμαζέψει,  όπου ήθελε τον πήγαινε,  έμοιαζε με μπάλα που κυλά στη κατηφόρα και δε σταματά με τίποτα, οι σκέψεις τρέχανε με ταχύτητα  διαβολεμένη  και μπερδεύονταν φτιάχνοντας ένα κουβάρι χιλιομπερδεμένο,  γιατί ο πιο δυνατός  να τρώει τον πιο αδύνατο,  ποιος  το επέτρεψε αυτό, γιατί τα κτήνη κι οι άνθρωποι που έτυχε να είναι πιο χεροδύναμοι και πιο μοσχάρια να επιβάλλονται   όποτε  θέλουν, γιατί πάντα να υποχωρούν οι καλοί κι οι κακοί να υπερισχύουν, άι στο διάβολο τελικά με δαύτους! Γιατί  έπρεπε να κάνει τα ίδια πράγματα κάθε μέρα,  γιατί να πάρει αυτόν το  δρόμο, γιατί  έπρεπε  κάθε πρωί μες τα άγρια  χαράματα να σηκώνεται, τι λάθος είχε κάνει, τι διαφορετικό θα μπορούσε να είχε διαλέξει, κι αν είχε διαλέξει αυτό το διαφορετικό  που θα τον οδηγούσε, πως γίνεται κάθε φορά να  ξέρεις  ποιο  είναι το σωστό και πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκεί έξω πορεύονται με τις επιλογές τους τις λαθεμένες,  πόσος κόπος, πόσα χρόνια, πόση προσπάθεια, πόσοι δυνατοί και πόσα ζώα  που δε λογαριάζουν κανένα και τους γράφουν όλους για το κέφι τους,  για ποιο λόγο όλα αυτά συμβαίνουν, είχε αρχίσει να ζαλίζεται....

Τεντώθηκε  ξανά,  και ξαναχτύπησε το σκύλο στο κεφάλι αυτή τη φορά, μια, δυο, τρεις,  τέσσερις,  πέντε,  έξι εφτά φορές ήταν αποφασισμένος  να το χτυπά μέχρι να το σκοτώσει,  το τέρας  φάνηκε να κλονίζεται, κανονικά θα έπρεπε να είχε θρυμματιστεί το κρανίο του όμως αυτό  σηκώθηκε όρθιο αφήνοντας  απρόθυμα το σκυλάκι κι άρχισε να περπατά  τρεκλίζοντας σα μεθυσμένο,  κάποιος  έτρεξε  κι άρπαξε το κανίς που από θαύμα  ζούσε ακόμα,  αυτός  δε μιλούσε μονάχα έτρεμε ολόκληρος χωρίς να μπορεί να συγκρατηθεί.

Πέταξε μακριά το παλούκι και κάθισε σε μια καρέκλα  περιμένοντας να σταματήσει το τρέμουλο, κοίταζε τα χέρια  του, όπως το συνήθιζε οπότε αισθάνονταν στρεσαρισμένος   κροτάλιζε τα δάχτυλα του ένα - ένα δοκιμάζοντας τις αρθρώσεις του, μετά από λίγη ώρα το σώμα του ηρέμησε. Καθισμένος εκεί στην καρέκλα ενός  καφενείου κοίταζε τη χαράδρα που απλώνονταν στο βάθος  και την στραπατσαρισμένη κολόνα που έχασκε διαλυμένη,  δε σκεφτόταν το ροντβάιλερ που κάποιος το έιχε δέσει μ ένα λουρί και το έσερνε,  αλλά   εκείνα τα μοσχαράκια τα νευρικά που έκοβαν τα σκοινιά τους και τυραννούσαν τον πατέρα του , ξαφνικά  τον έπιασε ένα γέλιο   βουβό , που σιγά σιγά απλώνονταν σ όλο του το σώμα σα να ήθελε  να ξεσπάσει κάπου την ένταση  που μάζεψε όλη  την προηγούμενη ώρα, γονάτισε στο χώμα  και τραντάζονταν ολόκληρος μέχρι που άρχισαν να τρέχουν δάκρυα απ τα μάτια του…



    



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...