Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΤΡΟΦΑΛΟΦΟΡΩΝ

Στον Βικτωρα

Εκείνο το βράδυ είχε πάρει στο ταξί  ένα ζευγαράκι, το αγόρι ήταν  λιώμα εντελώς, είχε  σωριαστεί στο κάθισμα  άψυχο,  δε μιλούσε,  το κορίτσι ένα μελαχρινό σκούρο πολύ,  έδειχνε διαλυμένο,  ένα βραχιολάκι κόκκινο κι άσπρο φορούσε  στον καρπό , δε φαίνονταν πάνω από είκοσι πέντε  χρονών,  στην Άνω Πόλη πήγαινε,  κατεβαίνοντας   του έδωσε μια διεύθυνση κάπου στη Καλαμαριά, ‘’ Άστον  εκεί , θα ξυπνήσει μόνος του!’’  φώναξε και χάθηκε στα στενά…

Έμεινε μόνος του  με τον  λιωμένο,  τον παρακολουθούσε απ τον καθρέφτη  μήπως  ξυπνήσει, σκέφτηκε να τον  αφήσει  σε κάνα νοσοκομείο   αλλά ήταν νεκρός  απ την κούραση,  δεν είχε κοιμηθεί  ούτε λεπτό,  τον είχε πεθάνει και το  πόδι του,  πρέπει να είχε στραβοπατήσει κάπου και το γόνατο του  είχε πρηστεί,  μια γάτα  πέρασε κάτω από τις ρόδες, βροχή έπεφτε από ψηλά ανάμεσα στα κτίρια που υψώνονταν κάθετα,  επιγραφές από νέον έφεγγαν μες  τη νύχτα,  άνθρωποι πετάγονταν απ όλες τις μεριές διασχίζοντας το δρόμο σα στραβοί,  αμάξια τον προσπερνούσαν, τελικά βρήκε τη διεύθυνση,  άφησε τον μικρό σ ένα παγκάκι και σηκώθηκε να φύγει απ το μυαλό του  όμως δεν έλεγε να φύγει η εικόνα του παιδιού που ήταν σα πεθαμένο, αποφάσισε να μην κοινωνήσει εκείνη τη μέρα…

Νύχτα  δούλευε πάντα,  το πρωί έρχονταν στην εκκλησία  κατευθείαν,  τον βλέπαμε να χασμουριέται όλη την ώρα. Τα βράδια του Σαββάτου είχε  την περισσότερη δουλειά,  όλα τα βλαμμένα  γυρνούσαν  στα  μπαράκια  να ξεσαλώσουν, τα κοριτσάκια  ιδίως,  στα σκοτεινά  μαγαζιά  στοιβάζονταν  οι πιτσιρικάδες με τα  μούσια  και τα ρολόγια τα  γυαλιστερά  που αγοράσανε   απ τους μαύρους της  παραλίας,  φορούσαν  πουλόβερ σε σχήμα V,  το στήθος ξυρισμένο, γραβατούλες,  παπιγιόν, μα τι ηλίθια που ήτανε!  Απ την άλλη   τα κοριτσάκια   είχαν ένα τουπέ απίστευτο, μια αλαζονεία φοβερή,  δε καταλάβαιναν τίποτα  λες κι ο κόσμος όλος ήταν δικός τους,  είναι φοβερό  το πόσο αλαζονικά είναι τα μικρά που τα χουν βρει έτοιμα όλα και δε δίνουν δυάρα  για κανέναν  παρά μόνο για τη πάρτη τους!  Σκισμένα παντελόνια  φορούσαν αυτά, όλα ίδια έμοιαζαν σαν να  βγήκαν από κάποιο κοπάδι,  κουνούσαν  όλη την ώρα  τα στρογγυλά κωλαράκια  τους  νομίζοντας ότι οι άντρες πεθαίνουν για δαύτα,  του ρχονταν  να ξεράσει !

Τα ξημερώματα της Κυριακής,  κατά τις τρεις  με  τέσσερις η πιάτσα μεταφέρονταν προς τη Συγγρού,  πάνω απ την Εγνατία,   οι μεθυσμένοι πιτσιρικάδες  έβγαιναν σα κοτόπουλα ζαλισμένα   απ τη Βαλαωρίτου ,  ήταν  ζόρικα το βράδυ   όμως δεν είχε θέμα ,  όντας ένα ενενήντα δε μασούσε ,  μια βραδιά   είχε πλακώσει έναν  φορτηγατζή  που κορνάριζε σ όλο το μήκος  της  Τσιμισκή,  τον είχε σαπίσει μιλάμε,  απ το ανοιχτό παράθυρο  τον κοπανούσε αλύπητα, μα πόση μανία τον είχε,  ύστερα  όμως  δεν  του άρεσε όλο αυτό, δεν ένιωσε καλά,  ορκίστηκε  να μην το ξανακάνει…

Σ ένα πάρκο τα φανάρια φώτιζαν αμυγδαλιές και δαμασκηνιές λυγερές  με ροζ κι άσπρα ανθάκια,  σε μια αλάνα   κάτι λευκές πανύψηλες έτοιμες να  πρασινίσουν, το πόδι του πονούσε ακόμα,   σκέφτηκε ότι το τελευταίο  που θα  θελε ήταν να τρέχει στα νοσοκομεία,  του είχαν  πει ότι δεν είναι τίποτα η επέμβαση,  δυο τρυπούλες στα γρήγορα να βγάλουν  το χαλασμένο κομμάτι του ιστού όμως θα πονούσε  φοβερά ύστερα, ίσως όμως και να περνούσε από μόνο του,  θα έβλεπε,  μια φιγούρα τού έκανε νεύμα να σταματήσει,  άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο αμάξι εκείνο το κορίτσι που  είχε παρατήσει  τον λιωμένο φίλο της  ‘’Τι έγινε ρε με τον δικό σου;’’  -  ’’ Α, δε τον βλέπω πια!’’ είπε το μικρό χαμογελώντας, '' Τι σόι άνθρωποι είναι  αυτοί;''  αναρωτιόνταν  ο ταξιτζής,  ''Πως μπορείς  να παρατάς έτσι  κάποιον  στο έλεος του θεού, απ την άλλη  δε βαριέσαι, δε πα να πνιγούν όλα τα βλαμμένα της γης,  κι εδώ που τα λέμε δεν είναι κι άσκημο!''

Αποφάσισε να το παρακολουθεί, έμαθε το πρόγραμμα του,  κάθε Σάββατο κατά τις τέσσερις το έπαιρνε απ το ίδιο σημείο,  όποτε μιλούσαν  όλο ιστορίες παράξενες έλεγε εκείνο  το κορίτσι,
είχε παρελθόν σκοτεινό, (σιγά μη δεν είχε!)   όταν ήταν μικρό είχε σκοτώσει κατά λάθος τον αδερφό του, ο πατέρας του  είχε αφήσει πάνω στο τζάκι το κυνηγετικό του όπλο κι αυτό  παίζοντας του τη μπουμπούνισε του πιτσιρικά κατευθείαν στο δόξα πατρί,  τον έστειλε  αδιάβαστο!  Από τότε είχε αλλάξει,  έγινε απόμακρο,  δε μιλούσε σε κανένα,  στα μαθήματα ήταν φοβερό, στο πανεπιστήμιο έπαιρνε άριστα πάντα, οι καθηγητές είχαν τρελαθεί μαζί του, έλεγαν ότι μπορούσε να γίνει ότι ήθελε  αλλά  δεν είχε παρέες,  δεν μιλούσε σε κανέναν...

 Αυτό ακριβώς  όμως   ήταν που τον εξιτάριζε, μερικούς  ανθρώπους τους ελκύουν οι προβληματικοί,  νομίζουν ότι μπορούν να  τους σώσουν,  πίστευε  ότι  θα το βοηθούσε, θα το   αποκαθιστούσε με κάποιον τρόπο,  οι γυναίκες γενικά είναι απρόβλεπτες,  έχουν μηχανισμούς  πιο περίπλοκους, πιο ευαίσθητους, πιο ντελικάτους,  που να βρεις άκρη, πως  να τις κάνεις καλά,  που να τις κουμαντάρεις,  πώς να τις κρατήσεις  σε ισορροπία να μη σου φύγουνε,  να μη σου πέσουν και  γκρεμοτσακιστούν στα τάρταρα,  αυτός  πάντως ήταν πεπεισμένος ότι θα τα κατάφερνε! 

Του τα λέγαμε αλλά εις μάτην, δε μπορείς να κάνεις  τίποτα,  δεν καταλαβαίνουν,  δεν ακούνε,  είναι  άνθρωποι που εμπιστεύονται τυφλά το ένστικτο τους,  ποντάρουν τα πάντα σ αυτό, κάνουν σα τυφλοί, άμα  τους βγει έχει καλώς, άμα  δε τους βγει πάει,  καταστράφηκαν,  πήγε στράφι όλη η ζωή τους!  Είναι φορές που άνθρωποι  τους οποίους πίστεψες  αποδείχνονται τόσο λίγοι  που σού ρχεται   μα το θεό   να  βάλεις τα κλάματα κι άλλοτε πάλι άνθρωποι που δε σου γέμιζαν το μάτι βγάζουν ένα κάρο  πράγματα και τρελαίνεσαι, λίγοι ξέρουν πραγματικά να διαβάσουν τον άλλον, είναι λαχείο τελικά!

 Σιγά σιγά το μικρό  καρφώνονταν στο μυαλό  του, έβγαιναν μαζί,   το χαμε  δει μια φορά,  δε καταλαβαίναμε  τι του έβρισκε,  του βάζαμε χέρι,  ‘’Άστο το μικρό ρε,  θα σε κάψει είναι βλαμμένο, όλα είναι βλαμμένα!’’  αυτός  επέμενε, ‘’ Θα τη στρώσω,  θα τη φτιάξω!’’   ά  ήταν πολύ ξεροκέφαλος,  άπαξ κι έβαζε κάτι  στο μυαλό του τελείωσε,  ήταν ενθουσιασμένος μαζί της   ‘’Καλά είστε ηλίθιοι,  δε βλέπετε ότι το χει,  θα την κάνω  αγνώριστη!'' Την  πήγαινε στον  κινηματογράφο,  της αγόραζε βιβλία,  συζητούσαν  ώρες  ατελείωτες, το  κορίτσι όλο   ιστορίες περίεργες διηγούνταν…

Έλεγε   για ένα  λυκάκι  που  είχε βρει ο πατέρας του  κάπου στα σύνορα μια μέρα  καθώς  κυνηγούσε, το ζώο ήταν  σ ένα κουτί   μέσα,   ούρλιαζε  σιγαλά σα να έκλαιγε,   στα σύνορα συνέβαιναν  αυτά,  λέγανε ότι γίνονταν λαθρεμπόριο   άγριων ζώων,  κάποιοι  ζητούσαν  μικρά λυκόπουλα,  προσπαθούσαν να τα διασταυρώσουν με ήμερα  για να φτιάξουν υβρίδια κουφά!  Το λυκάκι  ήταν ήμερο στην αρχή μα όσο μεγάλωνε όλο και πιο άγριο γίνονταν,  δε μπορούσαν να το κάνουν  ζάφτι, το αμολούσαν στο χωριό  τους όλη μέρα  και τη νύχτα  το λυκάκι γύριζε στο σπίτι,  τελικά  το δώσανε  σε κάποιο  καταφύγιο όπου μεγάλωσε, απόκτησε κάτι ρίγες από σημάδια   άσπρα  σα σιρίτια  κατά μήκος των πλευρών του πολύ όμορφα,  βρήκε και μια θηλυκιά  για ταίρι,  σιγά σιγά έγινε κι αρχηγός σ εκείνη την αγέλη, του άρεσαν όλα αυτά τα μυστήρια…

Το ταξί ήταν οικογενειακό,  από τότε που αρρώστησε ο πατέρας του  αυτός με την αδερφή του το κρατούσαν, τον   γέρο  του τον είχε  στο νοσοκομείο,  οι γιατροί λέγανε ότι  δε θα ζούσε για πολύ ακόμα, τελευταία  βυθίζονταν  συνεχώς σ ένα παραλήρημα μιλώντας με λέξεις  που δεν καταλάβαινες , χάνονταν, έσβηνε, δε μπορούσαν να τον συνεφέρουν,  οι νοσοκόμες κι οι γιατροί έτρεχαν  πανικόβλητοι από παντού,  κουβαλούσαν μηχανήματα, του φορούσαν σωληνάκια,   του έδιναν σφαλιάρες,  τελικά άνοιγε τα μάτια του,  έλεγε κάτι  ακατανόητο  και μετά  χάνονταν,   μόνο μια φορά είχε μιλήσει  καθαρά,  μια τσίχλα με γεύση καρπούζι είχε ζητήσει  για να φύγει η πικράδα των χαπιών,   με το που την έβαλε στο στόμα  του χαμογέλασε ευχαριστημένος…  

Ήθελε να τον  κοινωνήσει τον πατέρα του να τον στείλει μ ελαφριά την ψυχή στο μεγάλο ταξίδι, στη γειτονική εκκλησία   ένας   παπά   βλοσυρός κι άγριος σαν  ιεροεξεταστής  υπήρχε που όλο αντιρρήσεις  έφερνε : 
 - Θα καταλάβει ο πατέρας σου  τι κάνει;   
 -Θα καταλάβει  πάτερ, τα χει λίγο χαμένα αλλά  θα του  εξηγήσω, εμένα με  καταλαβαίνει,    εδώ  δίπλα  τον έχουν,  πέντε λεπτά δρόμος είναι !’’
-''Καλά, καλά!'' φουρκίστηκε ο ιεροεξεταστής'' Περίμενε λίγο να τελειώσω  μια δουλειά και θα  σου πω!

Καθόταν στη σκοτεινή εκκλησιά και περίμενε,  πήγε να  να προσκυνήσει  το χέρι απ ένα  λείψανο κάποιου αγίου  που είχανε  φέρει, όπως έσκυψε πάνω απ τα κίτρινα  κόκαλα  ανατρίχιασε ολόκληρος,  του φάνηκε τρομαχτικό, τελικά το φίλησε όπως - όπως. Μερικές  γυναίκες   απροσδιόριστης ηλικίας  περίμεναν κι αυτές, μια γριά   ψιθύριζε σιγανά  για έναν ασκητή που έβλεπε  από μικρό παιδί το άκτιστο φως,  ένα λαμπερό πέπλο που κατέβαινε αργά- αργά και   τον  τύλιγε ολόκληρο   ''Πώς να ήταν άραγε αυτό το πράγμα;'' σκέφτονταν ο ταξιτζής ‘’Πως γίνεται να το δεις, γιατί  κάποιοι  το βλέπουν κι άλλοι όχι, πρέπει πάντως να  είναι κάτι υπέροχο!’’

Από ένα πορτάκι εμφανίστηκε  ο παπάς,  βλοσυρός πάντα και  μουρμούρισε ‘’Πάμε!’’  ξεκίνησαν να περπατούν   κατά το νοσοκομείο,  ο παππάς δε μιλούσε σ όλη τη διαδρομή,  κάτι κρατούσε κάτω απ το ράσο του,   φαίνονταν πολύ σοβαρός,  μπήκαν στο δωμάτιο νοσηλείας, ο πατέρας του  έγερνε στο ένα πλευρό,  έδειχνε να μην έχει  ιδέα για το  τι  συνέβαινε. Ο παπάς  έδειχνε πολύ προσεκτικός,  έβγαλε  κάτω απ το ράσο του ένα  σκεύος  χρυσό  με  πορτάκια  και ντουλαπάκια   που  έμοιαζε με  μικρή εκκλησία χρυσαφένια,  γυαλιστερή,  τράβηξε  ένα μπουκαλάκι  μικρούτσικο, άνοιξε το πώμα του, έχυσε λίγο κόκκινο υγρό  σ  ένα κουταλάκι  και το πλησίασε στο στόμα του γέρου που έδειχνε να μη καταλαβαίνει τι  γίνονταν. Ο ιεροεξεταστής  που  θύμιζε  τον Σαβοναρόλα  παρέμενε  αμίλητος, αδημονούσε, έδειχνε σαν να βιάζεται να ξεμπερδέψει,   ο ταξιτζής  σκούπισε μαλακά τα χείλη του γέρου που είχαν ξεραθεί κι έφτιαχναν μια κρούστα και τον   παρακάλεσε  τρυφερά   ‘’Έλα ρε μπαμπά, άνοιξε λίγο το στόμα να σου δώσει κάτι ο παππούλης!’’ ο γέρος  συνέχιζε να παραμένει  απαθής,   έμοιαζε μάλιστα  σα να έσφιγγε  πεισματικά τα χείλη του  περισσότερο από πριν ,ο παπάς   ξέσπασε,  ‘’Δε γίνεται, δε το βλέπεις,  δε μπορώ να δώσω έτσι το σώμα και το αίμα του Χριστού !’’ . Ο ταξιτζής  ήταν μες τα νεύρα,   ένα κλικ ήθελε,   μια κίνηση τόση δα χρειάζονταν να τελειώσουν όλα,  μπορούσε ο παπάς  ν ανοίξει το καταραμένο στόμα του γέρου  και ν αδειάσει μέσα απ τα ξεραμένα χείλια του  τη μεταλαβιά,  να πάει ο παππούς ευλογημένος στον άλλο κόσμο,  μα πόσα νεύρα είχε εκεί πέρα,  πως μπορούσε ο παπάς να είναι τόσο τσιγκούνης,  τόσο λεπτολόγος,  τόσο μικρόψυχος!’’  Ο Σαβοναρόλα  άδειασε νευρικά  πίσω τη μετάληψη,   σφράγισε  το πορτάκι της εκκλησούλας  και βιάστηκε να φύγει,  τον συνόδεψε  στο  διάδρομο ’’ Έχετε δίκιο δεν θα καταλάβαινε !’’ είπε.

Μπήκαν  στο ασανσέρ,   οι καθρέφτες γυαλοκοπούσαν,  ο θάλαμος  έτριζε όπως κατέβαιναν,  σκέφτονταν συνέχεια εκείνη  τη μικρούτσικη λαμπερή  εκκλησούλα  με τα ντουλαπάκια της,  όταν ήταν μικρός   στο χωριό του  συνόδευε τον παππά  όταν πήγαιναν να  κοινωνήσουν κάτι γριές  ετοιμοθάνατες  που τις είχαν  στις αποθήκες,  μετέφερε  το θυμιατό ή κάτι άλλο ούτε που θυμόταν πια,  ο παπάς κουβαλούσε ολόκληρο το δισκοπότηρο, στο χωριό δεν είχαν  εκείνο το σκεύος το χρυσό,  το όμορφο που έμοιαζε με εκκλησούλα,  περπατούσαν στους  χωματόδρομους  του χωριού μπροστά ο παπάς,  πίσω αυτός  ο ήλιος τους χτυπούσε κατακέφαλα ,  καλοκαίρι θα ήτανε…

Τη νύχτα στο αμάξι  αισθάνονταν κάπως, ο πατέρας  του βυθίζονταν σ εκείνα τα παραληρήματα όλο και πιο συχνά, το μικρό τον είχε ταλαιπωρήσει, τον είχε  κουράσει, έπρεπε  να το σουτάρει να τελειώνει μ αυτό,  δυο  τύποι  ύποπτοι  ζήτησαν να  τους πάει  σε κάτι σοκάκια απόμερα,  κραυγές διαπεραστικές  ακούγονταν  από κάπου σαν να έσκιζαν τον αέρα, έμοιαζε σαν κάποιος ν αναστέναζε  άγρια,  φοβόταν,  με το που βγήκε  στον  πλατύ κεντρικό δρόμο  ανέβασε ταχύτητα, ήθελε να ξεθολώσει,   άρχισε να τρέχει σα δαιμονισμένος  μήπως  ξεφύγει απ όλα όσα τον βάραιναν,  μια σκιά του φάνηκε ότι βγήκε μπροστά του,  έπρεπε να φρενάρει, ένιωσε την τεράστια τριβή που εφαρμόζονταν  ανάμεσα στο τύμπανο και στους σιαγόνες του μηχανισμού πέδησης, το όχημα παλαντζάριζε στο οδόστρωμα καθώς το συγκρότημα  των στροφαλοφόρων, τα μπλοκ των κυλίνδρων,  οι υδροθάλαμοι, τα κάρτερ,  τα υλικά  από αλουμίνιο συνθετικό κι από  σφυρήλατο χάλυβα,  οι καδένες,  οι ιμάντες,  τα γρανάζια,  οι θάλαμοι καύσης,  τα ρουλεμάν,  τα κουζινέτα, τα έμβολα,  τα κράματα, όλα  υφίσταντο  θερμοκρασίες  και πιέσεις τρομερές   ''Μάγκα  μου ως εδώ ήτανε!''  φώναξε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...