Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

ΙΡΙΔΙΖΟΥΣΕΣ ΚΟΓΧΕΣ

''Μη φοβάσαι,  δε πρόκειται να βγάλω το πιστόλι !'' μου είπε γελώντας ο φίλος αλλά εγώ ήξερα πως  όσο πλησίαζε η αποφυλάκιση του  γίνονταν όλο και  πιο   νευρικός, ανυσηχούσα  είχε ξεσυνηθίσει  τον κόσμο έξω. 

Στους διαδρόμους  ενός νοσοκομείου περπατούσαμε , είχαμε χαθεί, ψάχναμε  κάποιο γραφείο,  δε μπορούσαμε να βρούμε  την έξοδο,  όλα  φαίνονταν   σφραγισμένα, αναρωτιόμασταν τι συνέβαινε  εκεί πέρα, τελικά ανακαλύψαμε ένα άνοιγμα,  μια έξοδο κινδύνου, βγήκαμε έξω,  σκάλες μεταλλικές  κατέβαιναν προς  τα κάτω  σ έναν χώρο  ακάλυπτο, τελικά  το βρήκαμε το καταραμένο!

Στεκόμασταν με τη πλάτη στον τοίχο  και περιμέναμε να μας ειδοποιήσουν, ο Σ έπαιζε όλη την ώρα  με το  χρυσό δαχτυλίδι του που  είχε  έναν κύλινδρο στη σφραγίδα του,  μας είχε πει  ότι   αυτό ήταν κάποτε το δαχτυλίδι    ενός   Ρώσου   μαφιόζου και με κάποιο τρόπο  είχε βρεθεί στα χέρια   του,   του  το χαν ζητήσει  για ένα ποσό μυθικό, δεν το είχε δώσει,  το είχα φορέσει  μια  φορά  να δω πως είναι, ήταν πραγματικά βαρύ,   φαίνονταν  φίνο κόσμημα!  Κι ένα ρολόι  ωραίο  φορούσε, ένα ελβετικό  στρογγυλό με διακοσμήσεις από ιμιδιάφανο  κονιοποιημένο χαλαζία  χαραγμένες πάνω σ ένα στιλπνό υπόστρωμα  από  κράματα  μεταλλικά,  ένα  βυσσινί λουράκι το  κρατούσε, κι ένα άλλο δώρο είχε  για την κοπέλα του, μας το χε δείξει, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια στο σχήμα των δακρύων, μα ήταν υπέροχα εκείνα τα σκουλαρίκια,  το φως τα διαπερνούσε αντανακλώντας σε  κατευθύνσεις αμέτρητες  για να  βγει  απ την άλλη μεριά σα να περνούσε μέσα  από μια επιφάνεια διάφανη εντελώς, ένα  πράγμα  μαγικό !!

Τον είχα προειδοποιήσει να μη κάνει  καμιά χαζομάρα   όταν θα βλέπαμε τον γιατρό που θα εγχείριζε τη μάνα του,   της είχε αδυναμία μεγάλη,  μου είχε παραγγείλει   να πηγαίνω να τη βλέπω στη κλινική που την είχανε, πήγαινα  κατά καιρούς,  η γρια είχε Αλτσχάιμερ,  δε καταλάβαινε τη  τύφλα της,  μόνο καμιά φορά την έπιανε κάτι και τραγουδούσε  τραγούδια παράξενα  που δεν τα ήξερε κανένας...

Στη Κρήτη   κάτω όπου τον είχαν στείλει   έδειξε καλή διαγωγή ο Σ, ήταν ήσυχος,  οι φύλακες τον πήγαιναν γιατί έκανε τη δουλειά τους πιο εύκολη,  αντί για τη  φυλακή τον  είχαν βάλει σ ένα υποστατικό με καμιά διακοσαριά πρόβατα στη μέση  μιας  κοιλάδας όπου  τα στάρια  έμοιαζαν να φυτρώνουν σε καμπύλες  και σπείρες ατέλειωτες σαν τα είχε περάσει κάποιος  με μια βούρτσα τεράστια! Κάθε πρωί ξυπνούσε κατά τις πέντε  ν αρμέξει,  τα χέρια του είχαν γίνει σκληρά σα  πέτρες, όλη μέρα έπινε γάλα κι έτρωγε πορτοκάλια,  μα πόσο γάλα  είχε πιει ρε φίλε,  τρελαίνονταν  για  το πρόβειο γάλα,  ήταν ολόπαχο,  το πρωί το τρωγε με κουάκερ,  το μεσημέρι το  κατέβαζε  σα νερό,  είχε φτιάξει επιδερμίδα μωρού!  Κι αν πεις για πορτοκάλια κλημεντίνες και μανταρίνια υπήρχαν   άφθονα κι ήταν  θεόγλυκα,   απλώνονταν σα στρώμα χρωματιστό,   απέραντο πάνω  στο χιόνι που  σκέπαζε τα χωράφια,  τόνοι ολόκληροι  μιλάμε,  κανείς  δε τα μάζευε,  έτρωγε τρία τέσσερα   κιλά κάθε μέρα,  είχε καταπιεί   ένα κάρο βιταμίνη C,  δε τον  έπιανε ούτε γρίπη ούτε αρρώστια, ούτε τίποτα! Δυο Αλβανοί ήταν μαζί του κι ένας μαύρος, ένας Νιγηριανός, αυτόν τον είχαν πιάσει για ένα σακουλάκι που   κατάπιε στο αεροδρόμιο,  τρέχα γύρευε τι είχε μέσα,  τίποτα καλό πάντως!  Μαγείρευε φοβερά ο άτιμος,  κάτι φαγητά απ την πατρίδα του  έφτιαχνε με κάτι μπαχαρικά περίεργα,  όλοι θέλανε να δοκιμάσουν εκείνα  τα εξωτικά καρυκεύματα που κανείς δεν ήξερε που τα βρισκε,  τους είχε τρελάνει, μια φορά  είχαν πιάσει  έναν λαγό παγιδευμένο  στα χιόνια  κι ο Αφρικανός  τον  έφτιαξε με μια συνταγή  που δεν είχαν ξαναδοκιμάσει ποτέ, είχαν φάει και τα κόκαλα !

Οι  θάλαμοι απέπενεαν  μια  μυρουδιά φορμόλης,  όλοι  ήταν σαν  ετοιμοθάνατοι  εκεί  μέσα,  έμοιαζε  με  τόπο όπου παρκάριζαν ανθρώπους  πριν το τελευταίο τους ταξίδι, γέροι  κείτονταν ανάσκελα με το στόμα ανοιχτό, όλοι οι  συνοδοί πάντως    έδειχναν καλοί,  λέγανε μεταξύ τους  ότι αυτή είναι η τελευταία  γενιά που νοιάζεται για τους γέρους,  οι επόμενη  θα τους  ξεφορτώνει στα γηροκομεία κι ότι θέλει ας  γίνει,  βέβαια  κάθε άνθρωπος δικαιούται αξιοπρέπεια στο θάνατο του αλλά τι ψάχνεις  τώρα, άλλωστε  κανείς  δε  δίνει σημασία στους γέρους,  τι χρειάζονται πια!   Μια μεσόκοπη καθόταν δίπλα στην ανάπηρη αδερφή της,  τη πρόσεχε  όλη της τη ζωή σχεδόν ,  μερικοί  άνθρωποι  είναι  αυτό που λέμε ''του καθήκοντος'',   γεννημένοι για να υπηρετούν τους άλλους όχι τον εαυτό τους, αυτή  φρόντιζε  για τον καθένα  στο θάλαμο,  τους τάιζε,  τους χάιδευε, τους άλλαζε θέση να ξεπιαστούν,  τους έδινε νερό  με μια  σύριγγα,  τους μιλούσε,  μερικοί ανταπέδιδαν με μια χειρονομία αδιόρατη, άλλοι έλεγαν κάτι ακαταλαβίστικα...

Στο γραφείο του γιατρού που ήταν και διευθυντής μας βάλανε,  μια βιβλιοθήκη τεράστια,   μα πόσοι τόμοι υπήρχαν εκεί μέσα   κι οι πιο πολλοί δεν ήταν ιατρικοί,   κάτι  βιβλία μυστήρια, κώδικες αγιορείτικοι,  αποσπάσματα  από χειρόγραφα παλιά,  η  ''Κριτική του Καθαρού Λόγου''  του Καντ, πήρα να διαβάσω λίγο,  μ έπιασε ζαλάδα!

Τον είχα προειδοποιήσει να μη  πει καμιά βλακεία   τώρα που θα ρχονταν ο γιατρός,   ήταν δύσκολο να τον ελέγξεις, πολλές φορές είχαμε σκοτωθεί  ‘’ Έχεις μια μανία  να  απλοποιείς τα πράγματα!'' μου φώναζε '' Για σένα  υπάρχουν πέντε κατηγορίες ανθρώπων και πέντε αιτίες για όλα, !'' – '' Ναι…’’ αντέτεινα εγώ  ‘’ κι  εσύ  έχεις μια μανία να υπεραναλύεις,   να τα μπερδεύεις,  χάνεσαι στις λεπτομέρειες!''   δε μ άκουγε,  το τραβούσε,  πήγαινε γυρεύοντας    καυγά '' Θες πάντα να δικαιώνεσαι για όσα έχεις πει !’’   -   ''Και πως γίνεται  πάντα να έχω δίκιο,  πώς γίνεται πάντα να βγαίνω σωστός,  όχι πες μου ή μήπως θες ν αρχίσω να σου  αραδιάζω περιπτώσεις!''   συνέχιζε  να μ  αγνοεί,  τον ήξερα πια   ‘’Μάγκα μου ότι και να κάνεις δε πρόκειται να  θυμώσω  κι  ούτε  θα  μαλώσω   μαζί σου !’’ είπα.

Ήταν  έξυπνος,  όλοι είχαμε  πάθει πλάκα που πέρασε στο πανεπιστήμιο  με τρεις  μέρες διάβασμα,  εμάς μας είχαν βγει τα μάτια κι αυτός είχε περάσει για πλάκα, το πιστεύεις, τρεις μέρες μόνο,  αλλά  μετά τι να σε κάνω που όλο λάθη έκανες, που δε μπορούσες να ξεχωρίσεις τη τύφλα σου, που δεν ήξερες  ποιους  βάζεις δίπλα σου,  που έκανες  όλο βλακείες  κι έχασες ένα κάρο λεφτά μέχρι που χρεοκόπησες και  σε  κλείσανε μέσα με τους Νιγηριανούς να τρως κλημεντίνες!

Είχα πάρει φόρα  ''Ας πρόσεχες!'' φώναξα  ''Σου ήρθαν όλα εύκολα μέχρι ένα σημείο ενώ  εμείς το μόνο που  ξέραμε ήταν  να δουλεύουμε  δίχως  σταματημό  ούτε  τις μέρες τις εργάσιμες  ούτε   τις μέρες  των αργιών,  εμείς  δεν είμαστε τόσο έξυπνοι,  οκέι,  είμαστε απ αυτούς  που το μόνο που  ξέρουν είναι  ότι στο τέλος θα επιβιώσουν, ότι  θα βγουν  ζωντανοί,  απλά δε ξέρουμε  με ποιο τρόπο κάθε φορά, μάθαμε να μη περιμένουμε   βοήθεια απ αυτούς που υποτίθεται ότι θα έπρεπε  να μας  βοηθήσουν,  όχι ότι δε νοιάζονται  απλά  δε μπορούν την ώρα που τους θέλεις,  έχουν τα δικά τους, μιαν άλλη φορά θα είναι  χρήσιμοι,   πρέπει να ψάχνουμε  αλλού για υποστήριξη κάθε φορά ! 

'Ας πρόσεχες, μου ήσουν  χαλαρός  κι  άνετος  κάνοντας ντόλτσε βίτα  ενώ  εμείς  τρέχαμε σαν ηλίθιοι και τρώγαμε  στη μάπα  τα μικρά με τις στριμμένες τις μανάδες τους  στα ιδιαίτερα, φαντάσου   πιτσιρίκια  μια σταλιά να σε σαπίζουν,  να είσαι μες τα  νεύρα,  να μην αντέχεις,  να βγαίνεις στα μπαλκόνια   μήπως ηρεμήσεις  γιατί  τα  μικρά  βρίσκουν  πάντα   κάτι να σε  πονέσουν  έτσι χωρίς  λόγο,   απλά αυτό τους δίνει μια αρρωστημένη ικανοποίηση, άμα δεν έχεις δουλέψει με παιδιά   δε μπορείς να φανταστείς πόσο σκληρά είναι, αισθάνεσαι ότι  δε θ αντέξεις  για πολύ ακόμα, χρειάζεσαι  μια βόλτα επειγόντως να ξελαμπικάρεις,  έχεις  σκεφτεί πάρα πολύ,  κι όπως είσαι έτοιμος να τα διαολοστείλεις σου πετούν  μια καλή κουβέντα   απ το πουθενά και  δεν το πιστεύεις,  σε λίγο βέβαια  θα  τη πάρουν πίσω, μη χαίρεσαι!

Πρώτη φορά είχα μιλήσει τόσο,  ήταν σα να τα βαστούσα όλα μέσα μου κι ήθελα να τα πω με μια  ανάσα,  ο Σ με κοιτούσε όλη την ώρα  στριφογυρίζοντας  στο δάχτυλο  του το δαχτυλίδι με τη ρουλέτα,  θα πρέπει να  του είχαν κάνει εντύπωση αυτά που άκουγε, άνοιξε  απότομα  η πόρτα και  μπήκε  μέσα ο  γιατρός   που δεν ήταν κι ο πιο αδύνατος άνθρωπος στον  κόσμο,  το χέρι του έμοιαζε να τρέμει,  είχε ακούσει σίγουρα αυτά που λέγαμε  έτσι όπως φωνάζαμε,   άρχισε να αναφέρει   πόσες  επεμβάσεις πετυχημένες  είχε πραγματοποιήσει, μ αυτά  τα τρεμάμενα χέρια   είχαμε τις  αμφιβολίες μας,  ζήτησε το τηλέφωνο του Σ,  σιγά μη του το έδινε, σε μια φάση είπε κάτι του στυλ ''Εντάξει τώρα γρια γυναίκα  είναι,  πόσο θα ζήσει!''  σκέφτηκα ότι τώρα θα γίνει σφαγή  αλλά ο δικός  μου  συγκρατήθηκε,   μια  ξανθιά   γραμματέας  μας παρακολουθούσε ανήσυχη  απ την ανοιχτή  είσοδο του  γραφείου,  ο  Σ μου έκανε νόημα να βγω έξω,  περίμενα, όταν εμφανίστηκε στο κατώφλι   έδειχνε κουρασμένος....

Ήθελα να του πω κι άλλα   ότι όταν αυτός  περιδιάβαινε  στην Ευρώπη με τις κουκλάρες του εμείς    έπρεπε να περιμένουμε γιατί όλα έπρεπε  να γίνουν στην ώρα τους, ούτε νωρίτερα ούτε κατόπι,   οι μέρες,  οι βδομάδες,  οι μήνες,  οι εποχές, τα χρόνια   περνούσαν,  οι φίλοι μας ψάχνανε,  προσπαθούσαμε να κλέψουμε  μια  ανάσα  απ όπου μπορούσαμε, να πάρουμε κάτι καλό,  κάτι θετικό, κι  ύστερα πάλι  χανόμασταν στο κόσμο το δικό μας,  εκεί όπου δεν  μπορούσε να παρεισφρήσει  κανένας άλλος,  εκεί όπου μπορούσαμε  να φορτίσουμε όπως όπως  για ν αντέξουμε  τη συνέχεια! Ξέραμε ότι η κατεύθυνση ήταν προς τα έξω,  προς τα μπρος ,  υπήρχαν  φορές  που έπρεπε ν αφήσουμε  τα πράγματα να κυλήσουν  μόνα  τους,  ήταν καλύτερο  να μη κάνουμε   τίποτα παρά να κάνουμε  κάτι λάθος και μας  πάει πιο πίσω, είναι περιπτώσεις  που δεν εξαρτώνται από σένα, δε μπορείς να κάνεις   κάτι,  άστο να πάει στο καλό!  Μάθαμε  να μην ταραζόμαστε , να μη θυμώνουμε, τουλάχιστον να μη το δείχνουμε,  μάθαμε να φεύγουμε αθόρυβα όσο γίνονταν   ώστε  να μη  το αντιληφθούν οι άλλοι,  όλοι   έπρεπε  να κρατηθούν  ευχαριστημένοι,  γίναμε  λίγο σαν το βούδα  με υπομονή απεριόριστη και κατανόηση απέραντη!

Κι εκεί που νομίζαμε  ότι δεν αντέχαμε άλλο,  μας είχε βγει η πίστη, τα χαμε παίξει, εκεί  ακριβώς  άρχισε να φαίνεται φως στο βάθος   μακριά πολύ,   μας πήρε καιρό να καταλάβουμε ότι δεν είχαν πάει όλα στράφι,  ότι δεν είχαμε  κάνει και τόσο πολλά λάθη όσα νομίζαμε,  είχαμε φύγει κάπως,   είχαμε διανύσει κάποια  απόσταση  χωρίς να πάρουμε  χαμπάρι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε αχνά τι συμβαίνει,  όσο βλάκας και να είσαι έρχεται μια ώρα που  μαθαίνεις ότι αν είναι να  χάσεις  περιορίζεις  όσο μπορείς τις απώλειες  κι αν είναι να πετύχεις πρέπει να είσαι προετοιμασμένος  να  το κάνεις  με τις λιγότερες δυνατές κινήσεις, αν είναι δυνατό με μια  μόνο μελετημένη, δε χρειάζεται όλες τις μάχες να τις κερδίζεις κατά μέτωπο,  μπορείς να κάνεις κι ελιγμούς και  τέλος τέλος μαθαίνεις  ότι  για να έχει αξία  η επιτυχία πρέπει να έχεις αποτύχει  ξανά και ξανά και ξανά και ξανά, όσο αντέχεις!

Ήθελα να του πω κι άλλα,  είχαμε τόσον καιρό να βρεθούμε,  πίσω στο θάλαμο  μια γριά που έκανε αιμοκάθαρση ψιθύριζε ''Ετοιμαστείτε για το μεγάλο φευγιό!'' όλη νύχτα χαροπάλευε αυτή,  οι γιατροί είχαν πέσει από πάνω της να τη συνεφέρουν,  είχε αιμάτωμα στον εγκέφαλο από κάποια  πτώση,   είχε δοκιμάσει ν ανέβει  ένα  σκαλί στην είσοδο τους σπιτιού της κι είχε τσακιστεί, το μάτι της ήταν μαυρισμένο,   το πρόσωπο της έμοιαζε τρομαχτικό έτσι μελανιασμένο  και πρησμένο που ήτανε,  δυο  νοσοκόμες εμφανίστηκαν  και μας  έκαναν νόημα  να βγούμε,  μια γυναίκα  στέκονταν  στο παράθυρο κι   έκλαιγε κρύβοντας το πρόσωπο με τα χέρια της,   κάποιος δικός της θα είχε πεθάνει ή πέθαινε εκείνη την ώρα, ο Σ στριφογύριζε το δαχτυλίδι όπως έκανε κάθε φορά που ήταν  νευρικός κι αμήχανος,   το φως από κάπου έπεφτε ακριβώς πάνω στα ψιλοδουλεμένα  φύλλα  του κοσμήματος,   στα  σχέδια με τους  ρόδακες στα  κυλινδρικά αραβουργήματα,  σε  μια μπορντούρα από κυανόχρωμες  ιριδίζουσες κόγχες  και προεξοχές μυστήριες, τα καλοριφέρ έκαιγαν στο φουλ, οι άρρωστοι αναστέναζαν,  έκλεισα τα μάτια μια στιγμή  κι είδα  εκατομμύρια γαλάζια στρογγυλά φωτάκια να λαμπυρίζουν σαν αστέρια από  εκατό γαλαξίες που σκορπίστηκαν μες το μυαλό μου ....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...