Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

BLUE BLOCKERS

Εκεί παραδόθηκα,  το πάλεψα βέβαια όσο μπορούσα,  το σκέφτηκα, νόμιζα ότι μου είχε περάσει, ότι είχα τελειώσει και μ αυτό όμως  όλα γύριζαν όπως σ ένα όνειρο,  όχι ότι με πείραζε,  αυτή  δοκίμαζε  γυαλιά σ ένα μαγαζί,  κάτι έλεγε η πωλήτρια για το σκελετό τους  που ήταν φτιαγμένος από ανθρακόνημα,   ελαφρύς κι ελαστικός.

 Kάτι άλλα ζευγάρια έβγαζε από ατσάλι μαλακό και τιτάνιο ανθεκτικό, ευλύγιστο, κοκάλινα και βελούδινα,  μοντέλα για πιλότους κι ορειβάτες, σε χρώμα γαλάζιο και καφέ της ταρταρούγας κι ανθρακί και μπλε ματ και κάτι άλλα με μια ρίγα άσπρη,  άλλα ray  ban στρογγυλά, όλα της πήγαιναν, είχε εκείνο το πρόσωπο το πλατύ κάπως που του ταιριάζουν όλα. Κοίταζε μες από κείνους τους φακούς τους μυστήριους που έχουν λέει  φίλτρα κι ένα σύστημα ειδικό για να βλέπεις πράγματα που δε φαίνονται,  μούδωσε και μένα να δω,  σε μια φωτογραφία χρωματιστή ένα αυτοκινητάκι   σ ένα δρόμο εξοχικό  δε φαίνονταν, έπρεπε να φορέσεις τα γυαλιά από τιτάνιο με τους φακούς τους μυστήριους για να  το διακρίνεις,   κι όλο μάζευε τα μαλλιά απ τον αυχένα της  να δροσιστεί.

Τη μια ήταν απόμακρη και την άλλη τόσο φιλική, όμως τα ήξερα αυτά, τα είχα ξαναδεί, δεν ήταν κάτι καινούριο,  όμως  γελάστηκα, αφέθηκα, το άφησα, πες ότι ήταν μια στιγμή αδυναμίας, όπως θες πέστο, είχε κι εκείνο το βλέμμα που σε τραβούσε πολύ δυνατά, ήταν τόσο δύσκολο ν αντισταθείς, δε γινόταν, τα είχα παίξει, είχα κάψει όλα τα χαρτιά μου προσπαθώντας ν αποκωδικοποιήσω, να μελετήσω, να καταλάβω  τι συνέβαινε,  είχα εξαντλήσει όλα τα κόλπα μου,    είχα μείνει από εναλλακτικές, ένα διάλειμμα ζητούσα,  κινδύνευα ν απολέσω εντελώς ότι φρεσκάδα υπήρχε  μέσα μου κι αυτό ήταν ότι φοβόμουν περισσότερο!

 Έπρεπε να φορτίσω κάπως,  ήμουν ζαλισμένος όμορφα όλο το διάστημα,  είχα ξεχάσει πως είναι να το νιώθεις αυτό. Στο αμάξι της ένιωθα ωραία , έπαιζε μια μουσική που μ άρεσε, έβλεπα τους προβολείς στο πλάι του δρόμου,   μεταλλικές γέφυρες  περνούσαν πάνω απ τα κεφάλια μας, σπίτια χτισμένα στις ανηφοριές της Αγίας τριάδας,  σταροχώραφα θερισμένα,  χόρτα ξερά. Μ έπαιρνε ο ύπνος όπως ακουμπούσα  το μάγουλο στο τζάμι, κάτι χουρμάδες δάγκωνα, ούτε που ξέρω από πού είχαν βρεθεί εκεί πέρα,  αστραπές οριζόντιες και κάθετες αυλάκωναν τον ορίζοντα κατά τη δύση, μπουμπουνητά ατέλειωτα,  ο καιρός έμοιαζε να έχει τρελαθεί,   έμοιαζε με της Αγγλίας το κλίμα μ εκείνες τις συνεχείς βροχές, όχι ότι με πείραζε.  Χάζευα τα νύχια της βαμμένα  τα μισά σε χρώμα κόκκινο,  τα μισά σε ροζ κι άσπρο, τη  χάζευα όταν δάγκωνε ένα φρούτο με  κόκκινη φλούδα και σάρκα πορτοκαλιά, χάζευα το βραχιόλι από χάντρες ματάκια  που φορούσε,  το φωτεινό της πρόσωπο. Ήταν διαφορετική, ίσως έπρεπε να προσέξω όταν πηγαίναμε σ εκείνες τις συναυλίες που της άρεσαν, εκεί όπου χτυπιόντουσαν όλοι κι ορμούσαν κατά ορδές να φαγωθούν μεταξύ τους,  ή όταν πηγαίναμε  σ εκείνα τα μαγαζιά όπου οι πιτσιρικάδες παράγγελναν γύρο με κρεμμύδι μπόλικο  και τυροκαυτερή... 

Τα πρωινά τα κορίτσια με τα σκισμένα παντελόνια  φορούσαν μάσκα θαλασσινής λεβάντας στο πρόσωπο,   κρατούσαν  καφέ και  τσιγάρο στο χέρι, καρτερούσαν  ν ανοίξουν τα μαγαζιά όπου δούλευαν,   άλλα έσερναν βαλίτσες για ταξίδια μποτιλιάρισμα μπροστά στις καφετέριες της Μητροπόλεως,  περιστέρια έπιναν νερό  που έσταζε απ τα λάστιχά των κλιματιστικών,  στη γωνιά της Εθνικής Αμύνης  με την Εγνατία απέναντι  στην Έκθεση, η άσφαλτος έπαιρνε να λιώνει, αμάξια φρενάριζαν στις διαβάσεις μπροστά μου ακριβώς,  έπρεπε να είμαι προσεχτικός μα είχα χάσει τη συγκέντρωση μου, κάτι δε πήγαινε καλά. Στα πάρκα έξω απ τα νοσοκομεία γύφτοι κοιμόντουσαν στο γρασίδι σκεπασμένοι με κουβέρτες, στη στάση όπως περίμενα το αστικό ένας σκύλος με πλησίασε από  ψηλά από ένα πεζούλι  κάποιου  πάρκου σα να προστάτευε τη περιοχή του,  γάβγισε μπροστά στο πρόσωπο μου, τραβήχτηκα όσο πιο ανεπαίσθητα γίνονταν...

 Έπρεπε να τα προσέχω  όλα αυτά αλλά ήμουν ζαλισμένος, αποχαυνωμένος, παραιτημένος, στη πόλη έβρεχε συνέχεια, νεροποντές έπιαναν απ το πουθενά,  οι αγρότες διαμαρτύρονταν στις λαϊκές για τη σοδειά τους που σάπιζε, δε μπορούσαν να μαζέψουν τα θερισμένα τριφύλλια, τα κεράσια είχαν σμπαραλιαστεί, είχαν νερουλιάσει,  τα καλαμπόκια τους δε μπορούσαν να ψηλώσουν όπως μούλιαζαν μες την υγρασία.   Άνθρωποι έτρεχαν να προφυλαχτούν κάτω απ τις καμάρες της Αριστοτέλους, πακιστανοί εμφανίζονταν απ το πουθενά πουλώντας ομπρέλες,   όπως περνούσες  στις στοές ο αέρας σε χτυπούσε στο πρόσωπο δροσιστικά, αναζωογονητικά, στα παλιατζίδικα νομίσματα που έμοιαζαν μ ασημένια,  στα ίντερνετ καφέ σήριαλ παρακολουθούσαν σε οθόνες μικρούτσικες φορώντας ακουστικά, στα μαγαζιά με τις φρουτοσαλάτες μια μυρουδιά  γλυκόξινη από ροδάκινο κομμένο φέτες, από καρπούζι και φράουλες κι ακτινίδιο,  ένα μπουκέτο είχε πάρει το μάτι μου κάπου,  τριαντάφυλλα κι ορχιδέες λευκές…

 Είχα βγει για καφέ με τα παιδιά πολλές φορές  στη Περαία,  τους ζάλισα, είχαν  απηυδήσει με τις ερωτήσεις μου, πάντα με ζόριζε το καλοκαίρι,  τότε που χρειάζεσαι  απλοχωριά κι ανοιχτούς ορίζοντες μακριά απ τη κλεισούρα των πόλεων που σε αιχμαλωτίζει και σε στριμώχνει . Δεν αντέχεις τον άλλον δίπλα σου,  μια διαφυγή ψάχνεις προς όποια κατεύθυνση,   τα συναισθήματα σε κατακλύζουν,  δε μπορείς να τα κοντρολάρεις,  να τα αφομοιώσεις, να τ αναλύσεις. Μουσικές  εισχωρούν μέχρι βαθιά μέσα σου,  όλη η κατάσταση πάει να γίνει ανεξέλεγκτη,  όπως ανεβαίνει η θερμοκρασία είναι σα ν  αναδύεται ένας άλλος κόσμος, είναι σα να σε πηγαίνει σ άλλες σφαίρες, σ άλλες καταστάσεις άγνωστες κι ανεξερεύνητες.  Θες  να περάσεις καλά, να βρεις   το καλύτερο που  υπάρχει για ν αντέξεις τις μέρες που δε λένε να βραδιάσουν και   σ  αγχώνουν αφόρητα, δε ξέρω τι κάνουν οι άλλοι αλλά   αυτή ήταν μια μάχη που πάντα  έχανα, πάντα ξέμενα από δυνάμεις τέτοια εποχή,  είχα βαρεθεί να βλέπω να περνά από μπροστά μου το ένα τρίτο της χρονιάς  δίχως να μπορώ να το χαρώ όπως το υπόλοιπο διάστημα, έπρεπε να σταματήσει αυτό κάπως, είχα προσπαθήσει πάρα πολύ όμως αυτή ήταν μια μάχη πολύ δύσκολη,  πολύ απαιτητική,  ήμουνα στο όριο.

 Ίσως να ήταν η ευκαιρία μου, δε μπορείς πάντα να έχεις τη πολυτέλεια να σκεφτείς και να ζυγίσεις με την άνεση σου τα πράγματα,  κάποτε πρέπει να ρισκάρεις, να εμπιστευτείς τον άλλον, ν  αφεθείς  να σε καθοδηγήσει ολοκληρωτικά, να ηρεμήσεις λίγο, ν αφήσεις  κάποιον άλλον στο τιμόνι για μια στιγμή, για μια φορά μόνο! Κι έπειτα είχα βαρεθεί να παίζω άμυνα, να προσέχω συνέχεια,  κάποια στιγμή είναι η ώρα ν αλλάξεις τακτική.  Μπορεί να έπαιζε μαζί μου, ξέρεις τώρα  οι γυναίκες, θέλουν να κάνουν το κομμάτι τους, τα δικά τους, έχουν άλλη οπτική. Απ την άλλη σκέφτεσαι ότι όπως εσύ χρειάζεσαι να πάρεις ο άλλος ίσως χρειάζεται να δώσει, έτσι είναι αυτά, δοχεία συγκοινωνούντα, θα σε βόλευε.  Όμως όλα έχουν το κόστος τους, τίποτα δε σου χαρίζεται, τίποτα δεν είναι δεδομένο σ αυτόν τον κόσμο,  ακόμα κι όταν νομίζεις ότι παίρνεις έξυπνα, ότι πας να κλέψεις  κάτι που δε σου δίνεται, στη πραγματικότητα μπορεί να παίζεις το παιχνίδι του άλλου αφήνοντας ακάλυπτα τα πλευρά και τα νώτα σου …

 Στο σπίτι όπου έμενε προσπαθούσα να προσανατολιστώ αλλά '' ...δε βαριέσαι  έλεγα  μέσα μου,''… άστο κι όπου σε πάει…'',  έναν τοίχο μισογκρεμισμένο θυμάμαι, σίγουρα κάποιος είχε καρφωθεί απάνω του, κάτι τούβλα σκόρπια,  μια μοτοσυκλέτα καμένη, δυο παιδιά μεθυσμένα παραπατούσαν τρεκλίζοντας. Μετά νομίζω ανεβήκαμε μερικές  σκάλες  μια γυναίκα ηλικιωμένη με μπλε κιρσούς να διαπερνούν τα πόδια της πέρασε από  δίπλα μας και χάθηκε σ ένα   διάδρομο μισοφωτισμένο,  παράθυρα σφαλισμένα, μια πόρτα έτριζε στο βάθος…

Ήταν σα να έλιωνα αργά , σα να έπλεα στο νερό, σα να κολυμπούσα δίχως προσπάθεια αφημένος στο ρεύμα κι όπου με πάει,  καμιά φορά είναι ένα αίσθημα  απελευθερωτικό, δε μπορείς να ελέγχεις τα πάντα όλη την ώρα, δεν ήθελα να  χάσω με  τίποτα εκείνο το πράγμα, δεν είχα σκοπό να τ αφήσω να σβήσει, έπρεπε να το κρατήσω ζωντανό πάση θυσία, ότι ήθελε ας γινόταν.  Θα πηγαίναμε σε μια παραλία την επομένη , θα σκεφτόμουν αργότερα τι είχε συμβεί, δεν έχεις πάντα τη πολυτέλεια  να τα ζεις όλα σε συνθήκες ιδανικές, τη στιγμή εκείνη το μόνο που ήθελα ήταν να το ζήσω όσο πιο έντονα,  μετά βλέπαμε  ….

Δεν είχα ξαναπάει σ εκείνο το μέρος ,  ήταν σα να ήμουν σ άλλη διάσταση, σ άλλον κόσμο ονειρικό, άκουγα τον παφλασμό των κυμάτων στην ακροθαλασσιά, το νερό περνούσε πάνω από έναν ύφαλο που αχνοφαίνονταν σκοτεινός  κάτω  απ την επιφάνεια, βράχια γεμάτα χαρακιές, κάπου πέρα μακριά  στήλες από ποτιστικά συστήματα που έβρεχαν  θερμοκήπια και μπαξέδες,  πουλιά στροβιλίζονταν στον αέρα διαγράφοντας κύκλους ομόκεντρους, μια πέτρα μες τη θάλασσα μοναχική  ορθώνονταν.

 Σ ένα πάρκο σταματήσαμε,  δυο τρία  παγκάκια ξύλινα, παιδιά αιωρούνταν σε κάτι κούνιες, κύπελλα πλαστικά πεταμένα, μια συστάδα πεύκων πού ψηλών,  δυο καρακάξες χοροπηδούσαν ανάμεσα στα ξερόκλαδα του πεύκου που ήταν πεσμένα, στη παραλία μικρά   τσαλαβουτούσαν φωνάζοντας στα ρηχά, όπως βράδιαζε ένα φεγγάρι δροσιστικό αναδύονταν. Έπρεπε να μαζέψω τον εαυτό μου, ήταν καιρός να συνέλθω όμως απ την άλλη ήθελα λίγο ακόμα απ αυτό, όχι πολύ, ποτέ δεν χρειαζόμουν πολλά αλλά ίσως μετά από τόσα καλοκαίρια άνυδρα είχα ανάγκη κάτι  τέτοιο να με γεμίσει, να με δροσίσει, να με φρεσκάρει, να μ ανεβάσει, να μου δώσει καινούρια ώθηση, να με ζωντανέψει, ήμουν πολύ κοντά σ αυτό αν και  καμιά φορά πρέπει  να το εγκαταλείψεις λίγο προτού είναι αργά, όσο είναι καιρός, ενόσω είσαι ψηλά ακόμα, προτού  αρχίσεις να γκρεμίζεσαι.

 Δε μπορείς να τάχεις όλα δικά σου, δε πρέπει να είσαι αχόρταγος, δε χρειάζεται να το ξεζουμίσεις εντελώς, να το χαλάσεις, να το αφήσεις να γίνει ανεξέλεγκτο, φυλάξου, τόσες φορές την έχεις πατήσει, τραβήξου μήπως το σώσεις,   όμως  πάλι ποιος ξέρει πότε είναι αυτή στιγμή η κατάλληλη για να κάνεις το βήμα το αποφασιστικό, ν αποσυρθείς πριν είναι αργά,  το αεράκι έμοιαζε τόσο γλυκό,  παραιτήθηκα…

Αυτή γελούσε για κάποιο λόγο κι ήταν σα να με κορόιδευε που της είχα αφήσει τη πρωτοβουλία, μια μπλούζα  πράσινη με σχέδια λουλουδιών στο στήθος που έφτανε μέχρι κάτω στους γοφούς φορούσε , ένα κοκαλάκι στα μαλλιά, από κοντά έμοιαζε πιο μικροκαμωμένη.  Οι ώμοι της δεν ήταν τόσο στρογγυλοί όπως θυμόμουν όμως   για κάποιο λόγο μου ασκούσε μια  έλξη ακαταμάχητη και το ήξερε.   Από ένα μπουκαλάκι νερό έπινε,  ήταν  ιδρωμένη,  καιγόμουν, την έβλεπα που ξάπλωνε  μπροστά μου  αμέριμνη μες σ εκείνο το χαμό της ζέστης  σα φρούτο που κρέμεται στο κλαδί έτοιμο να το κόψεις, ένιωθα την ανάσα της, από κοντά     έμοιαζε διαφορετική κάπως,  οι ώμοι της δεν ήταν τόσο στρογγυλοί, μια δίψα με είχε πιάσει, που με πήγαινε όλο αυτό, καλαμιές ανάμεσα σε πικροδάφνες  ροζ και άσπρες στο βάθος ...

 Μια  αίσθηση και μια μυρουδιά αρμύρας και ιωδίου, το φως που αντανακλούσε η θάλασσα γίνονταν γαλαζωπό και  με τύφλωνε,  μια φιγούρα φάνηκε από μακριά να πλησιάζει ολοένα, δε μπορούσα να δω καθαρά, μήπως όλα αυτά δε συνέβαιναν στη πραγματικότητα, γιατί ήμουν εκεί πέρα μες το καμίνι του μεσημεριού, γιατί δεν ήμουν καλά,   έπρεπε ίσως να  είχα πάρει ένα ζευγάρι από κείνα τα γυαλιά που εξουδετερώνουν την επίδραση του ήλιου, ή αυτά που φορούν οι πιλότοι κι οι ορειβάτες,  ή τ άλλα που απορροφούν   τις ακτινοβολίες στο μπλε ιώδες....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...