Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

ΣΤΟΝ ΥΦΑΛΟ ΤΩΝ ΣΑΛΑΧΙΩΝ

Αυτή πρέπει να ήτανε , πως θα μπορούσα να μη  τη θυμάμαι άλλωστε, ήταν η πρώτη μου αγάπη, το πρώτο φλερτ, ο θεός να το πει έτσι, φυσικά ούτε που γύριζε να με δει τότε, κυνηγούσε έναν τύπο, έναν ποδοσφαιριστή, ένα γομάρι μέχρι εκεί απάνω με μουστάκι, ωραίο παιδί εντάξει,  αλλά  ρε φίλε μουστάκι;

Τη πρόσεξα λίγο,  μάλλον αυτή ήτανε,  το πρόσωπο  κάπως τραβηγμένο, φυσικό θα μου πεις, όταν μένεις στην επαρχία και δουλεύεις στην ύπαιθρο αυτά παθαίνεις ,  άλλωστε συνήθως η ηλικία σπάει τις γυναίκες περισσότερο, αν κι αυτές  λένε το ίδιο για τους χοντρούς σαραντάρηδες ...

Η Ν πρέπει να ήτανε ,  αυτή που αγαπούσα ένα καιρό, σκεφτόμουν ότι  θα μπορούσα να ήμουν μαζί της ακόμα,  να είχαμε κάνει διάφορα, αλλά δε μπορούσα  να συνεχίσω την αναπόληση,  ήμουν  πολύ  ζαλισμένος. Το μάτι   βέβαια  συνέχιζε να παρατηρεί αδιάκοπα  το δέρμα των γυναικών  που έβγαινε στην επιφάνεια το καλοκαίρι, άλλοτε λευκό κι άλλοτε σκούρο, σε αποχρώσεις ενδιάμεσες, με στίγματα μικρούτσικα, φλεβίτσες κόκκινες να το διαπερνούν, ενώ  το μυαλό συνέχιζε να αξιολογεί αδιάκοπα: ''Αυτή τόχει, δε χρειάζονται και πολλά, ένα φανελάκι εφαρμοστό άσπρο όπου πέφτουν τα ξανθά δαχτυλίδια των μαλλιών της , σανδάλια, ένα τζιν, δε θέλει τίποτα άλλο! ''  Και συνέχιζε σ αυτό το στυλ : ''Αυτό είναι λάθος μωρό μου, δεν είναι δύσκολο, δε χρειάζονται παντελονάκια τόσο κοντά για τα ποδαράκια σου!''. Συνδυασμοί από σορτς και ζακετούλες ριγμένες στον ώμο, φουστάνια γεμάτα λουλουδάκι σε χρώματα απαλά, κοσμήματα μπρούτζινα στο λαιμό χαμηλά, τοποθετημένα μπροστά στο στήθος, κάτι άλλα στον καρπό περασμένα από ελάσματα μεταλλικά μπλεγμένα μεταξύ τους, ένα κορίτσι μου μιλούσε κι εγώ έβλεπα τα χείλη της να σχηματίζουν μια καρδιά όπως ανοιγόκλειναν σαν τα χείλια μιας άλλης, τι στο καλό μου θύμιζαν, α ναι, ένα κορίτσι ένα κορίτσι που πηγαίναμε μαζί να δούμε βιντεοταινίες σε μια πλατεία κοντά μ ένα πλατάνι στη μέση ...

Καθόμουν  τώρα εκεί στη παραλία   και την έπαιρνα μάτι από μακριά, το σώμα της ήταν σε πολύ καλή κατάσταση,  μια φορά πέρασε από δίπλα μου ακριβώς, σχεδόν μ ακούμπησε, συγκρατήθηκα, ήθελα να της πω, ‘’Τι γίνεται ρε Ν. , τι χαμπάρια,  τι κάνεις, πως πάει;’’ , μα το  ξανασκέφτηκα , δε μου βγήκε, δε μπορούσα, τη κοίταξα μια στιγμή όπως πήγε να καθίσει, ‘’Άστο!’’  είπα  μέσα μου, σ αυτές τις περιπτώσεις ακολουθείς  το ένστικτο, όπως σου βγαίνει, αν  βγει μια κουβέντα, αν νιώσεις  ότι σε παίρνει τότε προχωράς αλλιώς.... Πάντως ήταν ωραία  τότε,  θα μπορούσαμε να πούμε δυο λόγια ίσως , τα  βράδια   πηγαίναμε σε μια ντισκοτέκ καλοκαιρινή, κοίταζα μήπως τη δω και την έβλεπα βέβαια αλλά όχι μόνη, άστα να πάνε, κάτι τραγούδια έπαιζαν, το ‘’Lost in the night’’ μου άρεσε, ακόμα μ’ αρέσει, το ‘’Βig in Japan, where the eastern sea is so blue…’’ τα λόγια περισσότερο σ αυτό, κάτι παλαβοί χεβιμεταλάδες άκουγαν το ‘’Τemple of the king ‘’ κι ύστερα καμπάνες παλαβές, απόκοσμες , Ozzy πρέπει νάτανε...


Τώρα τι ήθελε να μου θυμίσει ιστορίες παλιές, αν και δεν ήταν τόσο άσχημα τότε , φαίνεται ότι  το φίλτρο του χρόνου άμα έχεις βρει μια ισορροπία στοιχειώδη τα ξεκαθαρίζει όλα, τα ξελαμπικάρει.
 Νόμιζα ότι  τα είχα ξεχάσει πια όλα αυτά, ήθελα να χαρώ λίγο τις διακοπές. Καθόμασταν  με το Φώτη  ένα παιδί από το Αίγιο που γελούσε  συνέχεια αυτός,  είχε ανοιχτό το κινητό και κάτι έψαχνε στο Facebook όλη την ώρα. Κοιτάζαμε ένα ρέμα που έτρεχε κουβαλώντας πορτοκαλόφυλλα, θα τα είχε μαζέψει από κάποιο χωράφι πιο κάτω, μια φορά είχαμε πάει να δούμε και κάτι λουτρά χτισμένα από  παλιά εκεί κοντά σε μια συστάδα καρυδιές αψηλές με ίσκιο βαρύ. Ένας χωρικός εξηγούσε ότι κάποτε τόχαν συνήθειο να καθαρίζουν το μέρος γιατί τη νύχτα έρχονταν  αλλόκοτα θηλυκά να λουστούν κι έπρεπε όλα να τα βρουν εντάξει για να μη τους καταραστούν και τους βασανίσουν. Έπλεναν λοιπόν το μέρος κι άφηναν ένα κύπελλο για να το χρησιμοποιήσουν τα ξωτικά ...



Ώστε έτσι είχε γίνει λοιπόν , θα είχε κάνει παιδιά σίγουρα,  μπορούσα να μάθω περισσότερα αλλά ''Δε βαριέσαι σκέφτηκα! , άλλωστε περνούσαμε καλά σ εκείνο το μέρος στον‘’ Ύφαλο των σαλαχιών!’’ όπως το λέγανε,  εξαιτίας μιας μεγάλης πέτρας θαμμένης κάτω απ τα νερά της θάλασσας. Βράχοι πρασίνιζαν απ τα μουσκεμένα βρύα που φύτρωναν απάνω τους,  νερά άφθονα  υπήρχαν εκεί κοντά , οι ντόπιοι είχαν ανακαλύψει έναν υπόγειο θύλακα, μια δεξαμενή κάτω απ το χώμα γεμάτη φλέβες από πλούσια,  υπόγεια, υδροφόρα στρώματα. Παντού  έβλεπες  πηγάδια, είχαν σκάψει από παλιά στις υπώρειες του βουνού που υψώνονταν πίσω μας, βρύσες ανάβλυζαν νερό υπέροχο, δροσιστικό, διαυγές που έρεε συνέχεια, μονάχα το βράδυ, τότε που το φεγγάρι έβγαινε πλάι στο άστρο της Αφροδίτης δροσιστικό, ολόγιομο για κάποιο λόγο λιγόστευε . Περνούσαμε καλά...

Περνούσαμε καλά, είχαμε αφήσει πίσω μας τη πόλη που ερήμωνε όσο προχωρούσε το καλοκαίρι , η πολυκατοικία μου είχε αδειάσει προ πολλού, οι γείτονες φύγανε για τα εξοχικά τους, το ράδιο έλεγε ότι γίνονταν κόλαση στη Μουδανιών που έβραζε το Σάββατο. Στη Τσιμισκή έργα γίνονταν, η πίσσα που άπλωναν οι εργάτες με τα κόκκινα κράνη ενώνονταν με τις καυτές αχτίνες δημιουργώντας μίγμα εκρηκτικό, τα ψηλά κτήρια εμπόδιζαν τον άνεμο να διασχίσει το χώρο, στους τοίχους συνθήματα άγρια, απειλητικά που γράφτηκαν τη νύχτα, γάτες κρύβονταν κάτω από αμάξια αναζητώντας ανακούφιση, σκύλοι με τις γλώσσες πεταγμένες έξω βαριανάσαιναν, κοράκια μάζευαν κομμάτια κρέατος από τη ν άσφαλτο κρώζοντας , τύποι ελεεινοί με πρόσωπο που θύμιζε σαλαμάντρα κοιμόντουσαν στο πεζοδρόμιο. Μαύροι άδειαζαν μπουκάλια στο κεφάλι τους γιατί τα είχαν παίξει- κι εγώ που νόμιζα ότι είναι μαθημένοι αυτοί σε τέτοιες θερμοκρασίες . Στο εσωτερικό των κτηρίων άκουγες τον αναστεναγμό του ασανσέρ που ανέβαινε στο φρεάτιο, ένα υπόγειο είχε πλημμυρίσει και τα νερά ξεχείλιζαν μέχρι έξω, ποιος ξέρει τι γίνονταν εκεί κάτω . Γυναίκες τρέχανε στα καθαριστήρια να πλύνουν τ' άσπρα παπλώματα τους, στις βιβλιοθήκες τα παιδιά ξημεροβραδιάζονταν, στα Starbucks άπλωναν τις σημειώσεις τους, στα νοσοκομεία πανικός, στις εφημερίες διάδρομοι αποπνικτικοί, άρρωστοι στοιβαγμένοι, οροί όπου έβλεπες φυσαλίδες ν ανεβαίνουν από το οξυγόνο που διοχετεύονταν μέσα τους, τύποι ταλαιπωρημένοι κάπνιζαν στην είσοδο του ΑΧΕΠΑ...

Στα γραφείο ενός φίλου μια λογίστρια με παρέπεμψε σε μια άλλη ‘’Εύκολος είναι!’’ ΄΄ την άκουσα να λέει. Καθόταν πίσω απ το γραφείο της, ένα τεράστιο στήθος εξέπεμπε ένα αίσθημα μητρικό. Μιλούσε σε δυο τρία τηλέφωνα, σε μια φάση σηκώθηκε, πόδια νορμάλ, κορμός πολύ δυνατός, ο τύπος της γυναίκας που θα δουλέψει ατελείωτα, που θα σε ξελασπώσει, μπορείς να την εμπιστευτείς. Για μια επιχείρηση που έκλεινε μιλούσε, ήξερε απ έξω όλα τα ονόματα και τα επίθετα τους μαζί και κάποιου μυστήριου απ τη Βενεζουέλα. Ένα διοικητικό συμβούλιο έπρεπε να γίνει, προσπαθούσα να καταλάβω τι παιζόταν , η γυναίκα με το τεράστιο στήθος πληκτρολογούσε με το δεξί χωρίς να κοιτά, με το αριστερό έγραφε κάτι παρατηρούσα όλη την ώρα ασυναίσθητα..


Τα είχα αφήσει πίσω όλα αυτά για τα καλά , ήμουν  πια σε διακοπές,   συχνά  ανοιγόμασταν βαθιά με τη βάρκα . Εγώ τώρα το φοβάμαι πολύ το νερό αλλά τα άλλα παιδιά ήταν εντάξει, αν πήγαινε κάτι στραβά δε θα μ άφηναν να βυθιστώ αδιάβαστος μέχρι  να φτάσω στον πάτο. Η θάλασσα ζωντάνευε με το φύσημα του αέρα, τα νερά ρυτίδωναν, ακούγαμε τον ήχο που έκανε η βάρκα όπως έσκιζε το νερό, κοπάδια ψαριών περνούσαν δίπλα κάνοντας ελιγμούς και στρίβοντας απότομα, θαλασσοπούλια βουτούσαν ξυρίζοντας το νερό , μια φορά είδαμε κι ένα δελφίνι, όρκο δε παίρνω, πάντως διακρίναμε μια σιλουέτα ενός πλάσματος που γλιστρούσε μαλακά και χάνονταν απαλά  κάτω απ την επιφάνεια . Στη παραλία βρίσκαμε όστρακα κι αχιβάδες, τα κύματα έρχονταν να σκάσουν στην ακτή μουσκεύοντας τα βράχια. Τα χελιδόνια με τη διχαλωτή ουρά περνούσαν ψηλά μες το λιοπύρι ,  σωροί σπασμένων χαλικιών σε μια μεριά, νεροποντές έπιαναν ξαφνικά, έβλεπες τις λάμψεις από τις αστραπές, η βροχή αντηχούσε πάνω στις πέτρες, μετά την καταιγίδα μυρμήγκια έβγαιναν από κελιά και μονοπάτια υπόγεια βγάζοντας σπόρους που είχαν μαζέψει για να λιαστούν ξανά, μια θολούρα κατά τον ορίζοντα, σκόνη παντού, όλα έμοιαζαν θαμπά...

 Όλοι ζητούσαν κάτι δροσιστικό  μες τον καύσωνα , κάτι ελαφρύ, δεν άντεχαν πια τις βαριές και βαθυστόχαστες συζητήσεις. Την ξαναείδα ένα πρωί ,  τώρα ήταν  με κάποιον αλλά δε μπορούσα να καταλάβω αν ήτανε εκείνος ο ποδοσφαιριστής. Αυτή  πρέπει να ήτανε,  αλλά είχα πάνω από εικοσιπέντε χρόνια να τη δω, από  τότε που  πηγαίναμε    τα μεσημεράκια μετά τις εξετάσεις τις απολυτήριες , να δούμε βιντεοκασέτες με τον Μουστάκα και το Ψάλτη, κάτι παρακμιακές φτηνοταινίες  της κακιάς ώρας που για κάποιο λόγο, δε ξέρω τι, είχαν  μια  φρεσκάδα, και τώρα μπορώ να κάτσω και να τις δω άμα έχω ώρα, τέτοια εποχή ειδικά. Υπήρχε μια καφετέρια όπου μαζευόμαστε μετά το σχολείο, ένα τζιν στενό θυμάμαι φορούσα,  ένα πουκάμισο καρό, για κάποιο λόγο ένιωθα πολύ καλά σ εκείνα τα ρούχα. ...


Έκανε ζέστη υπερβολική, ένας αέρας καυτός φυσούσε,  το είχε παρακάνει  οι γυναίκες σκέπαζαν τον αυχένα τους να προστατευτούν απ τα ρεύματα, άνθρωποι σκούπιζαν τον ιδρώτα τους, τα κλιματιστικά βούιζαν όλη την ώρα. Τα σούπερ μάρκετ είχαν δροσιά, σταγόνες έπεφταν στο πάτωμα από την οροφή τους . Στα ψυγεία έβρισκες επιδόρπια γιαουρτιού, στραγγιστό παχύ και άπαχο, με χαμηλά και υψηλά λιπαρά ,με φρούτα διάφορα, μύρτιλα, κεράσια και σύκα, μέλι και καρύδια και δε ξέρω γω τι άλλο, παγωτά με σιρόπια, μπύρες κι αναψυκτικά και νερά μεταλλικά παγωμένα . Ένα κορίτσι είχε αδειάσει στο πάτωμα ένα πακέτο με χυμούς , πήγα να βοηθήσω, η φωνή της ακούγονταν κελαρυστή, ''Όλα εντάξει, ευχαριστώ!'', οι γυναίκες λένε ευχαριστώ, πιο ντελικάτα πλάσματα, πιο εκλεπτυσμένα.

 Όλη νύχτα πάλευα με τα μαξιλάρια, στο μυαλό γύριζε  όλη την ώρα η εικόνα  μιας  καφετέριας  κοντά σε μια πλατεία , ένα πλατάνι, μια βρύση, μια δροσιά εκεί πέρα, κάτι χείλια σε σχήμα καρδιάς,  δεν ήταν και τόσο άσχημα ίσως . Ένας βλάκας  μαζί μας, ένας στούρνος απ το σχολείο, που τον θυμήθηκα αυτόν πάλι,  γελούσε  συνέχεια γιατί έβαζα κάπως το χέρι στο  σαγόνι  όπως όταν σκέφτεσαι, ένα θρίλερ είχαμε δει ,  ο Τσακ Νόρις κυνηγούσε έναν τύπο παλαβό που δεν πέθαινε με τίποτα μιλάμε,  κλωτσιές  μπουνιές έτρωγε,  δε καταλάβαινε τα άντερα του, σκύλος σωστός, έπρεπε να επιβιώνει κάθε φορά και να επανέρχεται για να βασανίζει τους ανθρώπους στους αιώνας των αιώνων,    κατάφεραν με χίλια βάσανα τελικά να τον παραχώσουν  σ ένα πηγάδι αλλά κι από κει μέσα στο τέλος έβγαινε ένα χέρι τρομαχτικό, δε μπορεί  αυτή πρέπει να ήτανε!   



 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...