Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

ΚΥΑΝΟΥΣ ΧΑΛΥΒΑΣ



Δεν ξέρω αν το κατάλαβες αλλά εκείνη τη μέρα σε χρειαζόμουν απελπισμένα, σε χρειαζόμουν εκεί ακριβώς μωρό μου να πάρω λίγο τ ’ απάνω μου, σκεφτόμουν μέσα μου ‘’Θε μου ας κάτσει απέναντι μου εκεί στο πάγκο να τη κοιτάζω τώρα που το θέλω!’’ και ρε φίλε αυτό ακριβώς έκανε, αυτό ακριβώς!

Καθόσουν εκεί πέρα τρώγοντας ένα τοστάκι με μια φετούλα ντομάτα που κοκκίνιζε στην άκρη , μιλούσες με κάποιον και με κοίταζες, με κοίταζες όλη την ώρα και γελούσες μ εκείνο το δροσερό χαμόγελο κι εγώ κοίταζα το λευκό δέρμα, τους στρογγυλούς ώμους που τους διέσχιζε μια γυαλιστερή λωρίδα πλαστικού στηθόδεσμου, τα νύχια βαμμένα στο χρώμα του ασβέστη με τη βαφή να έχει ξεθωριάσει κάπως , τα δάχτυλα των ποδιών που πρόβαλαν ανάμεσα απ τα διχαλωτά σανδάλια, τ ασημένια σκουλαρίκια, το μαργαριταρένιο βραχιόλι, τα κοραλλένια χείλια. Σταύρωνες όμορφα τα πόδια, μπορούσα να δω ένα σημείο από κάποιο τραύμα που είχε αφήσει ένα σημάδι σα φυλλαράκι πάνω στη γάμπα , σε χρειαζόμουν σ εκείνο το μέρος που οι φοιτητές έπαιζαν χαρτιά με μια τράπουλα κινέζικη, τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν στο βάθος του μαγαζιού κουβαλώντας δίσκους, κοπέλες άδειαζαν νερό κελαρυστό σε μεγάλα ποτήρια τεμπέληδων που κάθονταν αραχτοί κι εσύ εκεί στο ψηλό σκαμπό στεκόσουν κι ήταν σα να φώτιζες το μέρος ολόκληρο….

Σε χρειαζόμουν εκείνη τη μέρα οπωσδήποτε έτσι όπως ήμουνα , στο νοσοκομείο είχα πάει να δω τη κυρία Γιολάντα που είναι στα τελευταία της, έχει αλτσχάιμερ και δε θυμάται τη τύφλα της όμως έφερνε τα χέρια στο μέρος της καρδιάς σαν να έλεγε ‘’Ευχαριστώ!’’ όποτε της έδινα μια γουλιά νερό με το πλαστικό ποτηράκι. Αλλά δε μπορείς ν αφήσεις μοναχό έναν άνθρωπο που δεν έβλαψε αλλά ωφέλησε στη ζωή του, του αξίζει να πεθάνει με αξιοπρέπεια όπως έζησε, με κοίταζε χαμογελώντας ελαφρά σα να έλεγε ‘’Κάπου σε ξέρω εσένα!’’.

Σε χρειαζόμουν απελπισμένα, εκείνο το βλέμμα που ήταν τόσο θετικό σα να έλεγε ‘’Έλα, μη φοβάσαι!’’, κι ύστερα σαν καθίσαμε κάπου, σε μια γωνιακή καφετέρια όπου παράγγελναν παγωτό με κυδώνια και σταφύλια που μου έλεγες ότι ποτέ δε μπορούσες να προσανατολιστείς, πάντα χανόσουν όπου κι αν πήγαινες. Κοίταζα τη βροχή που έπεφτε και τις σταγόνες που κυλούσαν στη ράχη σου , άνθρωποι μέσα κι έξω από αυτοκίνητα περνούσαν, καράβια έμπαιναν στο λιμάνι αφήνοντας μια γραμμή άσπρη πάνω στην επιφάνεια του νερού, σιλουέτες κρατώντας ομπρέλες κινούνταν ανάμεσα σε πίδακες νερού που εκσφενδόνιζαν τα συντριβάνια, πικροδάφνες ανθισμένες στα στενά, μια παιδική χαρά έρημη, σκύλοι βρεγμένοι περπατούσαν ανάμεσα στις κούνιες, φυτά αναρριχώμενα σκορπούσαν στον αέρα το άρωμα τους, ένα πάρκο γεμάτο σκουπίδια, μπουκάλια πλαστικά, χαρτιά, κουτιά, τσιγάρα, αντικείμενα μεταλλικά ότι μπορείς να φανταστείς.

 Σκεφτόμουν γιατί να τα πετούν όλα εκεί πέρα, γιατί δεν υπήρχε κάποιος να τα μαζέψει, μούρχονταν να σηκωθώ και να πιάσω να μαζεύω, πως μπορούν να είναι τόσο αναίσθητοι, να μη δίνουν δεκάρα, τι σόι άτομα είναι αυτά, τι είδους κόσμος, έπαιζαν εκεί με τα σκυλιά τους και το είχαν ισοπεδώσει, το είχαν μεταβάλει σε κρανίου τόπο, ευτυχώς έβρεχε και το χορτάρι ανασταίνονταν! Σκεφτόμουν ''Θε μου είναι όμορφα εδώ κι από λάθος μπορώ να σωθώ!'', Κι ύστερα σκεφτόμουν ότι εκείνο το πάρκο δεν το είχα προσέξει ξανά, σα να μην είχα περάσει ποτέ από κει πέρα, ένα ζευγάρι δίπλα , αυτή μια αδιάφορη εντελώς, αυτός μ ένα δαχτυλίδι τεράστιο γεμάτο σχέδια παράξενα που θύμιζε σφραγίδα του βασιλιά, κάθονταν αμίλητοι εκεί για μια ώρα ρε φίλε, δεν είπανε τίποτα μεταξύ τους…

Όλο άγχος είχα τη μέρα εκείνη, στο λεωφορείο χάλασε το mp3 κι ένιωθα εντελώς απροστάτευτος, τ αυτιά και τα μάτια εκτεθειμένα σ ότι άσχημο, έπρεπε ν ακούω ένα σωρό ηλίθιους που αράδιαζαν αηδίες απίστευτες. Στο νοσοκομείο γιατροί γκρινιάζανε, νοσοκόμες και καθαρίστριες, ένας γύφτος με δόντια χρυσά στις δυο μεριές του στόματος του πήγαινε κι έρχονταν στο διάδρομο, άνθρωποι παραιτημένοι με σωληνάκια στα μπράτσα τους κάθονταν σε κάτι πολυθρόνες κι έδειχναν να περιμένουν κάποιον . Μια γυναίκα έλεγε ότι είχε εκεί πέρα είχε τη μάνα της που έπαθε εγκεφαλικό και δεν θυμόταν το νούμερο της θυγατέρας της για να τηλεφωνήσει. Έμενε μοναχή της, έψαχνε στο μπλοκάκι με τα νούμερα, οι αριθμοί χόρευαν μπροστά στα μάτια της, είχε μια θολούρα. Όταν τη φέρανε εκεί πέρα ήθελε να φύγει, δε δέχονταν γιατρούς και φάρμακα, είχε φοβίες και ξαφνικά, απότομα της ανέβαινε η πίεση. Όλα λέει είχαν ξεκινήσει από τότε που είχε βρεθεί σε μια χώρα του εξωτερικού, είχε μπερδέψει μ ένα Σέρβο τις αποσκευές της, την κρατήσανε εκεί πέρα για μια νύχτα, είχε τρομάξει, πρώτη φορά είχε βρεθεί ολομόναχη σε ξένο μέρος, όλο το σκηνικό της είχε φανεί τρομαχτικό, σα να είχε χάσει τη γη κάτω απ τα πόδια της, κλονίστηκε από τότε, έπαιρνε ψυχοφάρμακα, δεν μπόρεσε να συνέλθει έκτοτε, της είχε μείνει το κουσούρι….

Σε χρειαζόμουν εκείνη τη μέρα , μπορώ να στο πω τώρα, κι εκείνο το πρωινό όλα έμοιαζαν κάπως, στο αστικό εργάτες με φόρμες λερωμένες κι άλλοι έτρεχαν να προλάβουν,  ο οδηγός είχε αλλάξει διαδρομή, είχε παραδοθεί ένα κομμάτι του δρόμου όταν τελείωσαν τα έργα που εκτελούνταν, όταν τον ρώτησα γιατί πηγαίνει μονάχα αυτός από κει μου είπε ότι νόμιζε πως έτσι κάνουν όλοι, ότι κανένας ποτέ δεν του είχε πει τίποτα πριν από μένα, σα να ήταν στο κόσμο του έμοιαζε, οδηγούσε μηχανικά, συνέχισε τη πορεία του….

Φοιτητές αγουροξυπνημένοι κρατώντας σημειώσεις πήγαιναν να δώσουν μαθήματα, εργάτες τρόχιζαν τα μαρμάρινα σκαλιά στο Βελλίδειο, σε χρειαζόμουν, περνούσα καλά μαζί σου, το ήξερα ότι ήσουν έξυπνο και καλό, ότι θα με προστάτευες τότε που έπρεπε, δε γκρίνιαζες, έβγαζες όλο ενέργεια θετική, ήξερες πώς να με κάνεις να νιώσω καλά, μάντευες τι μου άρεσε πραγματικά, ένιωθα ότι σου άρεσε κι εσένα όλο αυτό και δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι συνέβαινε σε μένα, που είσαι τώρα όμως, που έχεις χαθεί, τι θα γίνω μοναχός μου πάλι, που να σε γυρέψω…

Όλοι μιλούσαν εκείνη τη μέρα για διακοπές κι αποδράσεις καλοκαιρινές, μια έγκυος χάιδευε το μωρό στη κοιλιά της, τα είχα δει όλα. Στη ταβέρνα που είχαμε πάει όλοι είχαν νεύρα, καθώς τσιμπλογούσαμε ψάρια και βουτούσαμε μέσα σε ντοματοσαλάτες, τα είχαν βάλει μαζί μου, ήμουν λέει ή χαζός ή βολεμένος, όμως ρε παιδιά όχι, τουλάχιστον όχι το δεύτερο, είμαι κι εγώ στον αέρα όπως όλοι κι ούτε ξέρω πως θα μου ξημερώσει αύριο. Όμως ποιος το ξέρει άραγε, κι όσες ασφάλειες κι εγγυήσεις βρεις ποτέ δε μπορείς να ξέρεις, ποτέ δε μπορείς να εφησυχάσεις οριστικά, κάνε και μια βόλτα στα νοσοκομεία να δεις τι γίνεται, έτσι είναι! Όλοι τρελαμένοι, θέλουν να τα βγάλουν από μέσα τους, να ξεσπάσουν, να σε βαρέσουν, σιγά ρε παιδιά, ψυχραιμία! Βαριόμουν ειλικρινά να εξηγώ, είναι τόσο σίγουροι ότι είναι σωστοί απλά και μόνο επειδή συμπλέουν με το ρεύμα, εκεί μέσα μπορείς να σκεφτείς και να κάνεις ότι βλακείες θελήσεις χωρίς ν ανησυχείς, έχεις  την ασφάλεια  που σου δίνει το  ότι ανήκεις στους πολλούς, δε το ψάχνεις, για ποιο λόγο άλλωστε, όμως τους βλέπω πως πάλι ετοιμάζονται τα ίδια λάθη να κάνουν,απλά  για να ξεσπάσουν,  τόσο καιρό κάθομαι και τους ακούω αλλά αρχίζει να μου τη δίνει , θέλω να τους πω   ότι  πρέπει να κάνουν πιο απλή, πιο εύκολη τη ζωή τους, να ξεφορτωθούν ένα σωρό βάρη άχρηστα, να αλαφρώσουν λίγο, και συγνώμη αλλά θέλει και μια δόση γενναιότητας όλο αυτό, δε γίνεται να φοβάσαι με το παραμικρό!

Όσο ψυχοβγαλτική και να είναι η εποχή πάντα πρέπει ν αντιστέκεσαι κάπως, να κρατάς τη ψυχραιμία σου στα δύσκολα χωρίς να σε παίρνει μπάλα το παραμικρό φύσημα, το παραμικρό πρόβλημα για ν αρχίσεις να κάνεις ότι να ναι και να λες ότι φτάσει ! Κορόιδευαν ένα ανθρωπάκι που βρέθηκε μαζί μας γιατί έλεγε ότι κάποτε έπρεπε να κάνουν ένα γάμο και μια κηδεία σ ένα σαββατοκύριακο, το Σάββατο παντρεύονταν η αδερφή του και τη Κυριακή πέθανε η μάνα του, τη μια γελούσαν και την άλλη έκλαιγαν, όλη η παρέα κορόιδευε τον ανθρωπάκο απ τα Γρεβενά αλλά εμένα μου φάνηκε εντελώς νορμάλ, όλα έχουν τη θέση τους σ αυτόν τον κόσμο, κι οι χαρές κι οι λύπες, κι οι γάμοι κι οι θάνατοι, κάπως πρέπει να το ισορροπήσεις το πράγμα, δε ξέρω πάλι …

Σε χρειαζόμουν μαζί μου όπως έμπαινε το καλοκαιράκι κι ήταν σα να το ήξερες ότι θα έφευγες, ότι μπορεί να μη σε ξανάβλεπα, ήθελες να είσαι καλή μαζί μου, μου λεγες να σε κοιτώ ίσια στα μάτια όταν σου μιλώ γιατί αλλιώς σου φαίνονταν ότι κάτι ήθελα να κρύψω, σύννεφα σκαρφάλωναν κατά το Χορτιάτη, η θάλασσα όπως πάντα στο βάθος γυάλιζε, τουρίστες νευρωτικοί ρωτούσαν όλη την ώρα κατά που να πάνε, λεωφορεία κουβαλούσαν κόσμο από και προς το αεροδρόμιο, πιτσιρικάδες τρώγανε τοστ στο Ναυαρίνο, κορίτσια με καφέ στο χέρια από τα Μικέλ, μαύροι με φωσφοριζέ παπούτσια αθλητικά....

Σε ήθελα δεν άντεχα άλλο όλους εκείνους τους τύπους και το γέρο που έλεγε ιστορίες για ένα μέρος σ ένα δάσος σκιερό κάπου πάνω απ τη Δράμα, γεμάτο δέντρα κι αγριοφράουλες που μοσχοβολούσαν, μανιτάρια κι αγριολούλουδα σένα χρώμα που πρώτη φορά έβλεπε,  χορτάρι πράσινο που σείονταν με το αεράκι,   δεν είχε ματαδεί τέτοια έξοχη φύση  όπου κι αν πήγε, καθόταν κάτω από μια βελανιδιά τεράστια και χάζευε . Τόσο είχε απορροφηθεί απ το υπέροχο θέαμα που παραλίγο να γκρεμιστεί με το τζιπάκι του σ ένα φαράγγι, η γυναίκα του που ήταν μαζί πρόλαβε και πήδηξε ενώ αυτός προσπαθούσε να το συγκρατήσει βάζοντας για φρένο το πόδι στον κατηφορικό χωματόδρομο, κι εκεί απάνω όλα μαύρισαν και σκοτείνιασαν, έχασε το φως του χωρίς να το καταλάβει, ζαλίστηκε, λιποθύμησε. Όταν ξύπνησε ήταν στη θέση του οδηγού, το όχημα σαν από θαύμα είχε στρίψει μοναχό του λίγο προτού καταβαραθρωθεί στο κενό, έτρεξε να βρει τη γυναίκα του που ήταν καταγής πεσμένη, είχε κουλουριαστεί σα κουβάρι, αίμα έτρεχε απ το κεφάλι της….

Ήθελα να βγάλω απ το μυαλό όλα όσα είχα ακούσει στο νοσοκομείο, για ορυχεία κάπου στη Γερμανία όπου δούλευαν λέει μετανάστες , σε μέρη που ήταν δάση κάποτε κι ύστερα σκεπάστηκαν από χώματα και καταπλακώθηκαν και θάφτηκαν και καταποντίστηκαν και καλύφθηκαν από νερά για εκατομμύρια χρόνια. Υπήρχε σ εκείνα τα μέρη ένα μεταλλείο αρχαίο,  περίφημο που έβγαζε ανάμεσα στ άλλα  κι  ένα  κράμα που όταν το έκαιγαν στο φούρνο και το  έψυχαν αμέσως στο νερό έπαιρνε ένα μαγικό χρώμα γαλαζωπό.  Εκεί  λέει κατέβαιναν κάθε μέρα  χίλια τόσα μέτρα κάτω απ το χώμα, μια φορά τους φάνηκε εκεί μέσα, στο πάτο της γης ότι άκουγαν γέλια γυνακεία, γλυκά πολύ να τους καλούν σε μια στοά βαθιά, κάποιος τα είχε ακολουθήσει, δεν είχε φύγει πολύ μακριά όταν άρχισαν να πέφτουν πέτρες και χώματα και μπάζα, τον καταπλάκωσαν, έτρεξαν όλοι κατατρομαγμένοι στην επιφάνεια ν ανασάνουν αέρα καθαρό όμως έβρεχε συνέχεια, ο αέρας σκέπαζε όλους τους άλλους ήχους,  ένας ντόπος εργάτης μιλούσε για ένα θρύλο αρχαίο, για το θεό λύκο που είχε καταπιεί το φεγγαρι και τον ήλιο και τ άστρα φέρνοντας την αιώνια καταχνια , όλα έμοιαζαν απόκοσμα, είχαν ορκιστεί να φύγουν για πάντα από κείνο το καταραμένο τόπο...

Σε ήθελα να με μαλακώσεις λίγο, να με υσηχάσεις, να με κάνεις να τα ξεχάσω όλα αυτά, να ξεχάσω και  τη γριά που βογκούσε στο θάλαμο του Ιπποκράτειου, είχε σπασμούς, πλησίαζε το τέλος και δεν ήθελε να το δεχτεί, οι θυγατέρες της κλαίγανε, άμα βλέπεις να πεθαίνει ένας γονιός σου που τον έχεις δει σ όλη την εξέλιξη του, από τότε που ήσουν μωρό και σε κρατούσε στα χέρια του κι έπαιζε μαζί σου μέχρι τώρα που τον αντικρίζεις παραδομένο κι ανήμπορο ολότελα αρχίζεις να σκέφτεσαι και το δικό σου τέλος. Είχε μαζέψει τόσο που θύμιζε μούμια τυλιγμένη με σεντόνια που σε κοίταζε κατάματα, σε μια στιγμή μας είπαν να βγούμε έξω, κλείσανε τις πόρτες να μη βλέπουμε, σε ήθελα πολύ, σε χρειαζόμουν ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...