Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ



Επιτέλους κάποιος συμφωνούσε μαζί μου,  εκείνος ο παππάς που έβγαζε  τα ράσα  όταν ήταν στην Αμερική κι οι χαρλεάδες με τις τεράστιες μηχανές   σ’  ένα μαγαζί     της ανατολικής ακτής τον πέρασαν για δικό τους όπως τον είδαν με τα ξανθά μαλλιά και τα γένια    και κάθισαν μαζί του,  εκείνος λοιπόν ο παππάς που είχε σπουδάσει στο Γιέηλ παρακαλώ και δούλευε στο πανεπιστήμιο εκεί στο Κονέκτικατ  που το δέρνουν   οι  παγωμένοι άνεμοι απ το βορρά,  απ την Αλάσκα και γεμίζουν με χιόνια τον τόπο,   αυτός που  την προηγούμενη  μέρα ήταν  με τον ίδιο τον πατριάρχη στο Φανάρι και συζητούσαν για το  αν θα πρέπει να συλλειτουργούν με   τον Πάπα    και τα λοιπά θεολογικά  που δε τα καταλαβαίνω,  αυτός ακριβώς  κι όχι όποιος  κι όποιος συμφωνούσε μαζί μου .

Κι έπειτα   ήταν  το σπίτι του,   τι ήταν κι εκείνο,   η αυλή στο πίσω μέρος  θύμιζε  κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, κολώνες, αψίδες  σκεπασμένες από φύλλα κισσού, πύλες πέτρινες,   επίπεδα αλλεπάλληλα από πάνω μας σπαρμένα με  μπιγκόνιες τεράστιες,  θάμνοι  καταπράσινοι ,  κέδροι του Λιβάνου  που έριχναν προς τα κάτω τα αγκαθωτά πλοκάμια τους,  φυτά με φύλλα παχιά  σαν   αυτά που φυτρώνουν στη ζούγκλα, μανόλιες μ  άνθη λευκά, πελώρια  και φύλλα που γυάλιζαν στον ήλιο , μέλισσες βούιζαν αδιάκοπα γύρω απ τα λουλούδια μιας φλαμουριάς,  νερά τρέχανε, ένας σκύλος αραχτός κάτω από κάτι τραπέζια,   γάτες νωχελικές τρόχιζαν τα νύχια  στους κορμούς των φοινίκων κι άλλες έγλειφαν τα ποδαράκια τους αμέριμνες,  χελιδόνια κι άλλα πουλιά πετούσαν πίσω από σύρματα και πλέγματα μα δεν ήταν φυλακισμένα εκεί πέρα…

Είμαστε από νωρίς  σ’  ένα πανηγύρι έξω απ τη πόλη ,   μια καταιγίδα φοβερή   είχε πιάσει,  άκουγες το χαλάζι να χτυπά με μανία  στα τζάμια και στην οροφή, κάποιοι είχαν τρομάξει και σταυροκοπιούνταν σ εκείνη την εκκλησιά με τ αστέρια  και τους  ουράνιους  αστερισμούς στον τρούλο   όπου ήταν ζωγραφισμένο το σύμπαν  ολόκληρο, το ορατό και το αόρατο , το φεγγάρι σε μια γωνιά,   μια τοιχογραφία τεράστια κάτω απ τον γυναικωνίτη έδειχνε τη Bαϊοφόρο.

Είχαν βγάλει  αποβραδίς ένα σωρό λείψανα  άγια να προσκυνήσει ο κόσμος, μια σειρά ατέλειωτη από  λειψανοθήκες ασημωμένες με κατεργασμένο μέταλλο  που γυαλοκοπούσε,  μπορούσες να δεις πάνω του χαραγμένα  τα ονόματα του   Ιωάννη του Δαμασκηνού,    του πρωτομάρτυρα Στέφανου,  κάτι πέτρες χρωματιστές απ τον Γολγοθά κι απ τον Πανάγιο Τάφο,   κόκαλα κι οστά που τα είχαν ενσωματώσει σε θήκες υπέροχες δουλεμένες από τεχνίτες  που τις  είχαν σφυρηλατήσει  προσθέτοντας γύρω τους  επίχρυσα κομμάτια  κι άλλα καμωμένα από  κράμα υδραργύρου  και χαλκού  κι ορείχαλκου, ανάγλυφα από ανθέμια διάστικτα από δακτυλίους,  δίσκους και φωτοστέφανα, καθόμουν εκεί και τα χάζευα.  Από κάπου ακούγονταν κάτι λόγια ‘’Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία…’’ - θε μου  εκεί ακριβώς  -  ‘’Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχή μου …‘’-  ας γινόταν  -‘’… και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις   τους εχθρούς μου’’’-  μέχρι τον τελευταίο άμα γίνεται  ! ''...και  απωλείς πάντας του θλίβοντας την ψυχή μου …’’  έτσι!


Απ έξω γίνονταν χαμός, η καταιγίδα είχε διαλύσει όλα τα τσαντίρια και τα αντίσκηνα,  τα είχε κάνει γης Μαδιάμ, όλα κολυμπούσαν μες τα νερά,   τύποι μαυριδεροί  πάλευαν να μαζέψουν και να τα ξαναστήσουν ώστε να συνεχιστεί το νταβαντούρι.  Όλοι οι ανάπηροι κι οι σακατεμένοι της γης είχαν μαζευτεί και ξεφώνιζαν,  πλανόδιοι είχαν στήσει καντίνες με σουβλάκια και κρέατα, οι  γύφτοι απανταχού της οικουμένης είχαν κουβαλήσει στους πάγκους τους όλα τα κινέζικα ρούχα και τα υφάσματα που ξεφορτώθηκαν στα λιμάνια της χώρας ,  το θέαμα  ήταν απίστευτα τριτοκοσμικό,  μια  φίλη  έψαχνε στο σωρό με τα φορέματα γιατί   εκεί, μες σ αυτό το χάος και το πανικό  τον απίστευτο, εκεί μέσα   υπήρχαν  κομμάτια με σχέδια θαυμάσια,  γραμμές και λουλούδια υπέροχα, άμα  έψαχνες  λίγο μπορούσες να ξεθάψεις  πράγματα καταπληκτικά…

 Στους κήπους που κρέμονταν απο πανω μας ο  παππάς  που είχε κάνει στο Γιέηλ      εξηγούσε  πως έφεραν  τα λείψανα   οι πρόσφυγες απ τα μέρη τους κουβαλώντας τα κάτω απ τον κόρφο,  με κίνδυνο της ζωής τους,  ήταν ότι πιο πολύτιμο είχαν,  θα μπορούσαν να πεθάνουν γι αυτά,  τάσερναν  μαζί τους στους ατέλειωτους λασπόδρομους της Θράκης καθώς ακολουθούσαν την ατέλειωτη γραμμή των κάρων, τα έκρυβαν   και στα καράβια που διέσχιζαν το Αιγαίο μες τη κάψα του καλοκαιριού, απ τη μια άκρη  της θάλασσας  ως την άλλη.
 Καθόμασταν εκεί και κοιτάζαμε  όλο αυτό που είχε φτιάξει ο άνθρωπος όταν παράτησε την Αμερική όπου έπαιρνε ένα κάρο λεφτά.  Θα περίμενε κανείς ότι το μέρος θα γαλήνευε τις ψυχές  όμως το αντίθετο στη πραγματικότητα συνέβη.  Όμως δεν τα έλεγα εγώ πια μα κάποιος άλλος, όχι όποιος κι όποιος ,  δε μπορούσαν να μην τ ακούσουν τουλάχιστον,   είχαν σαλτάρει,  δε ήθελαν  να το  πιστέψουν, παρεκτρέπονταν,   χρησιμοποιούσαν εκφράσεις ανάρμοστες, αλλά φίλε  μου όταν κάνεις συζήτηση σέβεσαι στοιχειωδώς τον άλλον, τηρείς κάποιους κανόνες έτσι δεν είναι, δε μπορείς να  χρησιμοποιείς εκφράσεις  χυδαίες,  δεν είναι σωστό,  δεν είναι πρέπον,  ακόμα κι όταν λες ‘’Άστα αυτά τα καραγκιοζιλίκια!’’ παρεκτρέπεσαι,  παραφέρεσαι,  πως θα γίνει, κράτα ένα επίπεδο,   εγώ ποτέ δε σου μιλάω έτσι, προσέχω πάντα  τι λέω αν τόχεις προσέξει, αν δε μπορείς  μη ξεκινάς τη συζήτηση, αν δεν έχεις επιχειρήματα κάνε πάσο, κάνε πίσω, παραδέξου τον άλλον, δε θα πάθεις τίποτα!
Κάποιος έλεγε   για τις γυναίκες που σε παρασέρνουν και  σε κάνουν να  βγάζεις τα μάτια σου,  ο παππάς  αράδιασε  ήρεμα μια σειρά αποσπασμάτων,  απ τον  Κοσμά  τον Αιτωλό  και  τον Αδαμάντιο Κοραή,  τον Ιωάννη Χρυσόστομο  και τον  Γρηγόριο τον  Παλαμά,   το Θωμά Ακινάτη,  τον Παϊσιο και τον   Άγιο Νεκτάριο , το άτομο ήταν από αλλού,  χαιρόσουν να τον ακούς,  με καθησύχασε,   ένα βάρος μούφυγε, ήμουν εντός γραμμής, δεν είναι αμαρτία αλλά το πιο φυσικό πράγμα στο κόσμο κι ούτε είναι ανάγκη να σκέφτεσαι πονηρά. Ακόμα κι όταν βλέπεις μια παντρεμένη με παιδιά δεν είναι ανάγκη να σκεφτείς  τα Σόδομα άλλα γυναίκα είναι κι αυτή,  κι αν είναι όμορφη και της κάνεις ένα κομπλιμέντο δε χάλασε ο κόσμος, το χρειάζεται ίσα ίσα αρκεί να ξέρεις που να σταματήσεις. 

  Έλεγε ότι δεν είναι κακό να θαυμάζεις τις γυναίκες, δε κάνεις καμιά αμαρτία, άλλο που δεν ήθελα εγώ που τις χαζεύω όλη την ώρα και τη καταβρίσκω με μερικές που έχουν αυτό το κάτι άλλο, ξέρεις τώρα, αυτές με  τα μαλλιά στο χρώμα του κόρακα, το λευκό πουκάμισο,  το άσπρο δέρμα όπου μπορείς να διακρίνεις μερικέ φορές εκατομμύρια  κουκίδες μικρούτσικες , το τζιν, τα σανδάλια,  τα σκουλαρίκια που καταλήγουν σ ένα πράγμα  σα σταγόνα  νερού έτοιμη  να πέσει από   στιγμή σε στιγμή στο δέρμα τους. Ή τις άλλες, αυτές με το πράσινο  φανελάκι, το μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι στο ίδιο χρώμα,  τις τζιν φόρμες,  τα κοσμήματα με τ αρχαία σχέδια, τα μαύρα γυαλιά. Η τις άλλες, αυτές με τα μακριά ατέλειωτα  πόδια  δίχως  καθόλου κυτταρίτιδα, τις  δυο βέρες στα δάχτυλα, τα σημάδια από τον ήλιο που σχηματίστηκαν στο μέρος που  περνούσαν οι τιράντες του φορέματος  στη ράχη τους ,  ή αυτές περπατούν με το στήθος προτεταμένο γεμάτες αυτοπεποίθηση, με τα σορτσάκια  που καταλήγουν σε κάτι δαντελίτσες,  τα χαμηλά άσπρα παπουτσάκια,  ή αυτές που  μαζεύουν τα φουστανάκια τους σαν  πιάνει να φυσά κι αυτές που βγάζουν τ άσπρα μπράτσα τους στον ήλιο  βάζοντας  αντηλιακό από γιαούρτι.
 
Και τι να πεις για κείνα τα δυο μανούλια που περνούσαν από  κει  όπου καθόμασταν χτες με τ άλλα παιδιά και  με το Χρήστο, τον καλύτερο κονφερασιέ  που υπάρχει στο  κέντρο, κι όταν τις φώναξε ήρθαν ρε φίλε και κάθισαν μαζί μας, ορκίζομαι ότι έτσι έγινε, ειδικά το ένα με την ανοιχτή τη μπλούζα  που άφηνε να φανούν ένα σωρό ήταν φοβερό!  Αλληθώριζε  λίγο αλλά ποιος νοιάζεται, είχαμε πέσει όλοι απάνω του να το φάμε όπως ήτανε,   όμως κι αυτά είναι μέρος της ζωής, πώς να το κάνουμε, κι αν  πάει αλλού το μυαλό σου δεν είναι ανάγκη να σκέφτεσαι κάτι  διεστραμμένο και να καλύπτεις  το θέμα μ ένα πέπλο σκοτεινό,  ύποπτο και βρώμικο.
Μ  αρέσουν ρε φίλε, το αντίθετο θα ήταν αφύσικο,  μ αρέσουν όταν προσπαθούν να δροσιστούν με ριπίδια και βεντάλιες ή  κατεβάζοντας ελαφριά το ντεκολτέ,   όταν σου σφίγγουν το χέρι με δύναμη δείχνοντας ειλικρινή φιλικότητα   εκεί που δε το  περίμενες,  κάπου  στα Λουλουδάδικα,   δίπλα  σε βαρέλια ξύλινα, στρογγυλά και δίσκους πεταμένους,   φιγούρες   κόβουν σαλάτες στο πίσω μέρος κάποιας κουζίνας,    άνθρωποι  πίνουν μπύρα από ποτήρια κολονάτα, μια μπόρα πιάνει, αυλάκια  νερού τρέχουν προς  τις σχάρες, λίγο τις λιμνούλες  ήσυχου νερού  σχηματίζονται  στην επιφάνεια  της τρικυμισμένης θάλασσας που παίρνει ένα χρώμα  πότε τουρκουάζ και πότε σμαραγδένιο, μ αρέσουν ...
Περάσαμε σε μια αίθουσα, τραπέζια τεράστια, χαμηλά, ξύλινα, πέτρες  που τις έγλειψε το κύμα ώσπου ν αποχτήσουν καμπύλες,  ένα μπολ με βερίκοκα χνουδωτά, το πάτωμα στρωμένο  μ ένα μάρμαρο  σ ένα χρώμα απαστράπτων πράσινο  έδινε μια αίσθηση δροσιάς, αλλού,  μια ρίγα  μαρμάρινη σε χρώμα γλυκό καφετί, από κάτι ηχεία ακούγονταν  μια  μουσική απαλή,  σούρχονταν να βγάλεις τα παπούτσια και να ξαπλώσεις σ εκείνο το δροσερό δάπεδο.

 Γύρω  υπήρχαν αραδιασμένοι  αμφορείς  και πιθάρια  σε μεγέθη και σχήματα διάφορα,   το μέρος θύμιζε τη σπηλιά των κενταύρων,  αυτή   όπου είχε θαμμένο μες  τη γη  ο Κένταυρος  Φόλος   το  ασκί με το καλύτερο κρασί  και σαν υποδέχτηκε τον Ηρακλή και  το  άνοιξε μια   ευωδία υπέροχη ξεχύθηκε,  τόσο μεθυστική  που τρέλανε τους άλλους Κενταύρους .  Πιθάρια  βλέπαμε  σαν  το χάλκινο   όπου βουτούσε ο Ευρυσθέας που βασίλευε στις  χρυσοφόρες Μυκήνες και στην Τίρυνθα   κάθε φορά που  ο Ηρακλής τούφερνε ένα καινούριο τέρας.    Ούτε που ξέραμε  πως βρέθηκαν κατά κει  όλα αυτά  κι αν   ήταν αυθεντικά, πάντως   υπήρχαν   στάμνες,  υδρίες και    κύλικες ζωγραφισμένοι  στο στυλ  του Εξηκηία, μελανόμορφοι κι ερυθρόμορφοι  .  Μπορούσες να δεις   τον Ηρακλή να καθησυχάζει  απαλά τον κέρβερο με το δεξί του χέρι ενώ με το αριστερό ετοιμάζονταν να του περάσει την αλυσίδα στο λαιμό,  αλλού   τόξευε τον ήλιο  γιατί  τον χτυπούσε  το καταμεσήμερο με τις αχτίδες του κάπου στη χώρα των Ιβήρων όπου πήγε να βρει τα βόδια του Γηρυόνη. Ο Ερυμάνθιος κάπρος  στριμωγμένος  μες το χιόνι,  η υπέροχη  ελαφίνα  με τα χρυσά κέρατα  που έβοσκε στις πηγές του Ερινύτη, το άλσος της Νεμέας όπου σκάλισε τρομερό του ρόπαλο, ένας  κάβουρας δάγκωνε  τη φτέρνα του ήρωα που  πάλευε με τα  κεφάλια της Ύδρας,    ο κάβουρας    αυτός που έγινε αστερισμός αργότερα ...

Όπως βράδιαζε φώτα άναβαν στις φυλλωσιές ανάμεσα,  από ψηλά έβλεπες αεροπλάνα να ξεδιπλώνουν τις ρόδες τους καθώς χαμήλωναν προς το έδαφος πολύ κοντά στα κίτρινα σταροχώραφα που απλώνονταν από κάτω τους, στο βάθος   γιγαντοαφίσες κρεμασμένες ψηλά  διαφήμιζαν στρώματα και κέντρα νυχτερινά,  ‘’Δε τ αντέχω αυτά τα αεροπλάνα!’’ είπε ο παπάς αναστενάζοντας  ‘’Εμένα πάλι πολύ μ αρέσουν!’’ αντέτεινα ….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...