Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

ΓΑΛΑΖΟΠΡΑΣΙΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΑ

Ένας κήπος τεράστιος γεμάτος  φυτά φυτά και δέντρα κύκλωνε την τεράστια  έπαυλη  κι όπως κανείς  δεν τα περιποιούνταν για χρόνια  είχαν πυκνώσει κι είχαν γίνει μια ζούγκλα αδιαπέραστη όπου δεν έμπαινε το φως κι όπου κατοικούσαν πουλιά περίεργα και ζωάκια όλων των ειδών που μπορείς να φανταστείς. Κάθε πρωί ο κηπουρός  στέκονταν μπροστά σ’ έναν τοίχο πανύψηλο που έκλεινε από παντού  τον αυλόγυρο και περίμενε να του ανοίξουν,  έπειτα  περνούσε την παλιά,  σιδερόφραχτη πόρτα φτιαγμένη από κάτι κάγκελα σα λόγχες που τρυπούν τον αέρα,  και τραβούσε για τα αποδυτήρια  κοιτάζοντας  ένα άσπρο άγαλμα με  κάποιον καβαλάρη ή κάτι τέτοιο,  δε μπορούσε να το δει καλά  γιατί το είχαν πνίξει  οι κισσοί και τα βάτα.

Αν και παλιά  η έπαυλη έμοιαζε μεγαλόπρεπη σαν αρχοντικό της αγγλικής υπαίθρου, είχε πουληθεί κι ο  καινούριος ιδιοκτήτης ήθελε να την ανακαινίσει  για να φτιάξει πολυτελή  οικήματα που θα τα νοίκιαζε σε πλούσιους το καλοκαίρι. Όποτε  έμπαινε εκεί μέσα ο κηπουρός  σήκωνε το κεφάλι να δει πόσο ψηλά έφταναν  τα δέντρα κι έπειτα  ξεκινούσε τη δουλειά του, αυτή η έπαυλη  έδειχνε καλή περίπτωση και θα χρειαζόταν καιρό μέχρι να τελειώσουν,  μπορούσε να βγάλει αρκετά λεφτά,   βρισκόταν κάπου κοντά στη θάλασσα, σ’ ένα θέρετρο όπου το καλοκαίρι γινόταν χαμός και μαζεύονταν εκεί πέρα κάθε καρυδιάς καρύδι. Φτάνοντας  έλεγε ‘’Καλημέρα!’’  στους κουστουμαρισμένους τύπους,  τους αρχιτέκτονες και τους μηχανικούς με τα σχέδια κάτω απ’  την  μασχάλη κι ύστερα   τους άκουγε  όλη την ώρα να συζητούν  για το πως θα έφτιαχναν το οίκημα  σύμφωνα με τις εντολές του  καινούριου  ιδιοκτήτη, αυτός  πρέπει να είχε πολύ χρήμα, μια φορά τον είχε δει πάνω από ένα δέντρο όπου ανέβηκε  με το αλυσοπρίονο να κόψει ένα κλωνάρι τεράστιο, ήταν  χοντρός και  κοντός  μ’ ένα μουστάκι μαύρο,  έμοιαζε με Λιβανέζο έμπορο,  καθώς επιθεωρούσε εξετάζοντας   την πορεία των εργασιών  μοίραζε διαταγές σα ναύαρχος και τίποτα δεν του άρεσε, ‘’ Τι ηλίθιος!’’ σκεφτόταν  όπως τον έβλεπε  από κει πάνω . 

Λέγανε ότι ο Λιβανέζος  σκόπευε να φέρει εκεί τη γυναίκα του, μια ξανθιά που ήταν κάποτε μοντέλο και τα είχε παρατήσει για να αφοσιωθεί στα παιδιά της,  σε μια μεριά θα έμενε αυτή  και το υπόλοιπο θα το διέθεταν  στους τουρίστες που ήταν κονομημένοι.  Ο Λιβανέζος όλη την ώρα μιλούσε στο καταραμένο τηλέφωνο του κλείνοντας  θέσεις, δεν έλεγε να το βουλώσει,  όλοι είχαν αγχωθεί.  Το συνεργείο είχε πιάσει να δουλεύει τους τοίχους και τα ξεχαρβαλωμένα μπαλκόνια κι αυτός είχε ξεκινήσει   να φτιάξει τον κήπο όσο καλύτερα γινόταν,  το πρώτο που χρειαζόταν  ήταν να κλαδέψει όλα εκείνα τα δέντρα που υψώνονταν μέχρι πάνω από τη σκεπή, αυτή τη δουλειά ήθελε να την κάνει μόνος του γιατί έπρεπε να γίνει σωστά,  υπήρχαν δέντρα που θα κόβονταν  από τη ρίζα επειδή  είχαν γεράσει κι ήταν  μισοξεραμένα κι επικίνδυνα να καταρρεύσουν, αυτά έπρεπε να εξαφανιστούν μαζί μ’ όλους του αγκαθωτούς θάμνους που είχαν γιγαντωθεί.  Με τις βροχές που έριχνε  τον τελευταίο καιρό,   όλα είχαν θεριέψει  κι έπνιγαν το σπίτι, με δυσκολία μπορούσες να φτάσεις στα σκαλιά της εισόδου,  η  αυλή του παλιού αρχοντικού είχε γίνει ζούγκλα κι ένα σωρό σαβούρα χρειαζόταν να πεταχτεί,  από κει ξεκίνησε όμως υπήρχαν δέντρα  ακμαία, γεμάτα πράσινο,  μια φλαμουριά πελώρια για παράδειγμα που έπρεπε να μείνει εκεί πέρα καθώς μοσχοβολούσε  σ’ ολόκληρη την περιοχή με τα εκατομμύρια πρασινοκίτρινα άνθη της γύρω απ’  τα οποία  βούιζαν δαιμονισμένα χιλιάδες  μέλισσες, του θύμιζε το δέντρο  που είχε φυτέψει κοντά  σε μια βρύση ο πατέρας του και σκαρφάλωνε κάθε άνοιξη  να μαζέψει τα άνθη για νάχουν τσάι το χειμώνα, εκείνο το ωραίο με το βαθύ,  κόκκινο χρώμα,  η μάνα του μάζευε  σωρούς χρυσαφένιους  πάνω σε σεντόνια,  στο ανώγι κι όλες οι κάμαρες μοσχοβολούσαν…

Ψηλά  σκαρφαλωμένος παρακολουθούσε όλη τη βαβούρα και τον πανικό που επικρατούσε, όλοι είχαν πέσει με τα μούτρα κι η δουλειά προχωρούσε καλά, οι τοίχοι είχαν βαφτεί, βουνά από μπάζα πετάχτηκαν , το μέρος καθαρίστηκε  και δεν είχε καμιά σχέση με τον αγριότοπο που είχανε βρει εκεί πέρα όταν πήγαν,  το πράγμα κυλούσε ομαλά κι όλοι βιάζονταν να προλάβουν προτού πλακώσουν οι τρομερές ζέστες κι οι ξένοι με τις γεμάτες τσέπες. Οι τεχνίτες  τα είχαν δώσει όλα δουλεύοντας υπερωρίες ατελείωτες,  ο Λιβανέζος με το μουστάκι  πρώτη φορά δεν γκρίνιαζε αν και πάντα είχε  να βρει μια έλλειψη και κάτι στραβό,   σε όλους  έριχνε μπινελίκια στην γλώσσα του κι ήθελαν να του χώσουν μπουνιά όμως για κάποιο λόγο στον κηπουρό δεν έλεγε τίποτα,  τον κοιτούσε μόνο  από χαμηλά όπως ήταν κοντός  με μια κοιλιά στρογγυλή,  και ρωτούσε καχύποπτα  τους ακόλουθους του να  εξηγήσουν τι σκόπευε να κάνει  σ’  εκείνη την μπερδεμένη ζούγκλα.

O κηπουρός  όμως είχε κάνει φοβερή δουλειά, είχε σακατευτεί να σκάβει, να κόβει,  να κουβαλά  κλαδιά, τα χέρια του είχαν ξεσκιστεί από τους  φοβερούς πυράγκαθους που είχαν θεριέψει σε βαθμό τερατώδη, ήταν εκεί  απ’  το πρωί μέχρι το βράδυ με τους  βοηθούς του  κι όπως δούλευε  μες το μυαλό του σκεφτόταν σιγά – σιγά  το σχέδιο που θα έπαιρνε ο κήπος ώστε να αναδεικνύει το κτίριο.  Πάντα έτσι έκανε, αυτή την αρχή ακολουθούσε  και στη ζωή του ακολουθώντας την πορεία των πραγμάτων που κάθε φορά έμοιαζαν να τον οδηγούν σε διαφορετική κατεύθυνση. Άφηνε τον χώρο να τον καθοδηγεί με την ιδιαίτερη  φυσιογνωμία του, όλο το κτίσμα πλαισιώνονταν από ψηλά δέντρα,  κυπαρίσσια,  ροδιές, μια καστανιά μ’  αγκαθωτούς αχινούς  και  φυσικά υπήρχε  η πελώρια  φλαμουριά   που δέσποζε   σ’ όλο το χώρο ,όλα αυτά έπρεπε να διατηρηθούν και να  φρεσκαριστούν,  έφτιαξε παρτέρια,  μονοπάτια ανάμεσα στους θάμνους,  σχηματισμούς  δέντρων που θύμιζαν περιβόλι, ξεπέρασε τον εαυτό του, ούτε κι ο ίδιος πίστευε ότι θα τα έφτιαχνε όλα τόσο όμορφα.

Το πιο εντυπωσιακό του δημιούργημα  ήταν μια γωνιά που θύμιζε ξέφωτο δάσους μ’ έναν ασύμμετρο μαύρο   βράχο τυλιγμένο στη βλάστηση και πλάι του μια λιμνούλα που περιβάλλονταν  από  χορτάρι κι άλλα φυτά και βότανα τα οποία  είχε σακατευτεί να  βρει παίρνοντας σβάρνα τα θερμοκήπια, ήταν  όλα διαλεγμένα προσεχτικά  ώστε να δένουν με το τοπίο.  Κι όταν φύτρωσε το γρασίδι που είχε φυτέψει και το πότισε ένα  πρωί όλα τα λουλούδια άστραψαν στην πρωινή δροσιά,  οι υδάτινες στάλες γυαλοκοπούσαν πάνω στα πέταλα τους, κι η λιμνούλα  στραφτάλιζε,  όλο το μέρος έμοιαζε πραγματικά παραμυθένιο.  Σαν ήρθε η γυναίκα του Λιβανέζου -μια ψηλή που κουβαλούσε πάντα μαζί της ένα κλουβί με κάτι πουλιά χρωματιστά-  κι αντίκρισε  το θέαμα ενθουσιάστηκε, τρελάθηκε, φώναζε τα μικρά της χοροπηδώντας και τους έδειχνε το ξέφωτο κι εκείνα πάλι   δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν  από κείνη τη γωνιά με τον βράχο,   τόσο ωραία ήτανε που απαίτησε να της φτιάξουν ένα περίπτερο για να κάθεται εκεί και να ρεμβάζει, ο Λιβανέζος που έδειχνε να την λατρεύει, ήταν πολύ όμορφη,  έδωσε διαταγή αμέσως και  τα μαστόρια τσακίστηκαν να το χτίσουν την άλλη μέρα.

Είχε μπει πια το καλοκαίρι κι οι πρώτοι τουρίστες, κάτι ξεπλυμένοι  ασπρουλιάρηδες,  άρχισαν να καταφτάνουν,  οι δουλειές στην έπαυλη είχαν σχεδόν τελειώσει κάτι συμπληρώματα έμεναν μονάχα. Ένα απόγευμα που όλοι λείπανε ο κηπουρός πήγε να ελέγξει τα αυτόματα ποτίσματα, είχε εγκαταστήσει έναν μηχανισμό  ώστε το σύστημα να συντηρείται από μόνο του χωρίς   να χρειάζεται αυτός να βρίσκεται εκεί όλη την ώρα, όπως βίδωνε κάτι σωλήνες το μάτι του έπεσε σ’ ένα ξύλο που είχε μείνει να κρέμεται σε μια καστανιά,   θα μπορούσε να πέσει σε κάποιο  παιδί σκέφτηκε κι ανέβηκε να το μαζέψει. Τοποθέτησε μια σκάλα  δίπλα στο κορμό και χάθηκε  μες τα φυλλώματα όταν είδε από κάτω την ξανθιά  γυναίκα με τα δυο παιδιά της να βγαίνουν βόλτα στον κήπο,   έμεινε εκεί πάνω και κοίταζε το υπέροχο θέαμα,  τη γυναίκα να κάθεται σε μια πολυθρόνα από μπαμπού έχοντας στα πόδια της το κλουβί με τα παραδείσια πουλιά,  κάποιο απ’  αυτά που είχε τα πιο ζωηρά χρώματα το ήξερε,  το είχε δει σε κάποιο ντοκιμαντέρ στη τηλεόραση μια νύχτα που δεν τον  έπαιρνε ο ύπνος. Η γυναίκα έδειχνε ν’ αδιαφορεί για τα πουλιά - ‘’Τότε διάβολε γιατί  τα κουβαλά  μαζί της!’’ σκέφτηκε μέσα του ο  κηπουρός,  όλη την ώρα έπαιζε με τα μικρά,  να τα χαϊδεύει, να τα μιλά,  έδειχνε ότι τα αγαπούσε κι αυτά πάλι έτρεχαν γύρω -γύρω όλη την ώρα κι ύστερα ερχόταν να  χωθούν στη αγκαλιά της μάνας  τους 


Σε κάποια στιγμή ένα απ’ απ’ αυτά όπως κινούνταν  απρόσεχτα βρέθηκε με την πλάτη στη λίμνη και χωρίς να το καταλάβει έπεσε μέσα  κι άρχισε να τσαλαβουτά,  η λιμνούλα δεν ήταν βαθιά όμως το παιδάκι έμοιαζε να βουλιάζει κάτω απ’  την επιφάνεια καθώς κουνούσε τα χεράκι του χωρίς να φωνάζει,  η γυναίκα δεν το έχε αντιληφθεί αμέσως όμως όταν άκουσε τον παφλασμό πετάχτηκε από τη θέση της,  έκανε δυο βήματα πάνω στο νερό χωρίς  να βουλιάζει,  σήκωσε το παιδάκι με μια αέρινη κίνηση κι ύστερα περπατώντας πάλι πάνω στην υδάτινη επιφάνεια σα να υπήρχε ένας αόρατος διάδρομος από κάτω,  βγήκε έξω από τη λίμνη κι έτρεξε κατά το σπίτι να περιποιηθεί το παιδάκι που έβηχε βγάζοντας νερό από το στόμα του.  

Όταν έφυγαν  ο κηπουρός κατέβηκε από το δέντρο και σκεφτόταν τι ήταν αυτό που μόλις είχε δει,  πλησίασε στη λιμνούλα κι άγγιξε με το δάχτυλο του το σημείο όπου είχε πατήσει  η γυναίκα  όμως δεν υπήρχε τίποτα, θα ορκιζόταν ότι η αλλόκοτη ξανθιά  πατούσε πάνω σ’ ένα κρύσταλλο διάφανο που δεν μπορούσες να το δεις από  μακριά,   πως διάβολο είχε περάσει σαν αέρας χωρίς  να βυθιστεί, τι κόλπο είχαν κάνει σε κείνη τη μικρή πισίνα,  όπως ετοιμαζόταν να σηκωθεί ένιωσε μια σκιά πάνω στο νερό και κάτι να κινείται  πίσω του, -γύρισε το κεφάλι και είδε δυο πόδια,  το ήξερε ότι ήταν εκείνη κι όμως τινάχτηκε μέχρι τον ουρανό από τον τρόμο του,  η γυναίκα ερχόταν κατά  απάνω του χωρίς να γελά,  χωρίς  να δείχνει αν ήταν εκεί για καλό ή για κακό,  ένα πουλί  παράξενο  πετούσε ακριβώς δίπλα από τον  ώμο της,  δεν είχε δει ποτέ του κάτι τέτοιο,  η τραχηλιά του είχε ένα βαθύ χρώμα πρασινωπό,  στο κεφάλι του σχηματίζονταν κάτι σαν κορώνα γαλαζοπράσινη,  ήταν πραγματικά  εξαίσιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...