Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

ΣΙΣΥΦΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ


Παντού στο νησί συναντούσες  κάτι πέτρες στρογγυλές, τεράστιες,  αρχαίες,  κάτι είχαν τα πετρώματα  εκεί πέρα και μπορούσαν να πελεκηθούν, πολλά από κείνα τα πελώρια λιθάρια είχαν μια τρύπα  στη μέση ήγαν σίγουρα μυλόπετρες   που γύριζαν αλέθοντας το στάρι, το κριθάρι  ή τις ελιές, τα έβρισκες  παντού,  στα χωράφια,  στους  λόφους,  στα χωριά κι  αναρωτιόσουν  πως τις είχαν κόψει τόσο συμμετρικά , πως τις είχαν κουβαλήσει, ποια δύναμη μπορούσε να τις γυρίζει και να τις χειρίζεται;

Μια τέτοια αρχαία πέτρα, στρογγυλή,  υπήρχε και στο οικόπεδο όπου δούλευε κι αυτός σκάβοντας τους τοίχους για τα υδραυλικά και τα ηλεκτρολογικά, ήταν μια δουλειά επικίνδυνη, έπρεπε να προσέχει,  άμα σε χτυπούσε κανένα καλώδιο κρυμμένο την  είχες βαμμένη,  έπρεπε να έχεις το νου σου κάθε φορά που έσκαβες   με το σφυρί και το καλέμι  τον τοίχο φτιάχνοντας αυλάκια μικρά, έπρεπε ν’ ακούς προσεχτικά για κούφια σημεία και βέβαια πρώτα απ’ όλα έπρεπε να κλείσεις το ρεύμα απ’  τη χελώνα όχι απ’ τον διακόπτη,  αν πάλι τύχαινε να τρυπήσεις  καμιά σωλήνα νερού άνοιγες μεγάλη δουλειά που ήταν σκέτη καταστροφή, χρειαζόταν να συνδέσεις ένα καινούριο κομμάτι αφού  έκοβες  το χαλασμένο,  να φτιάξεις  υποδοχές,  να το συνδέσεις ξανά, άστα να πάνε, πολύ φασαρία γι’ αυτό έπρεπε  πάντα  νάχεις  το νου σου.

Όλο το καλοκαίρι το περνούσε δουλεύοντας  στις οικοδομές,  είχε γυρίσει  όλη τη χώρα δουλεύοντας σ’ ένα σωρό μέρη τους ζεστούς μήνες, αυτή ήταν από παλιά  η εποχή για τέτοιου είδους εργασίες, οι συνθήκες είναι  ιδανικές   καθώς ο στεγνός καιρός ξεραίνει  γρήγορα τους  αρμούς και τους  σοβάδες  και το τσιμέντο δένει  και σταθεροποιείται, η καλύτερη περίπτωση βέβαια  για να δουλέψεις ήτανε  τα νησιά,  εκεί δεν καταλάβαινες τη ζέστη,  όλη την ώρα φυσούσε,  μπορούσες  να κάνεις και κανένα μπανάκι  να δροσιστείς,  να δεις τουρίστριες,  να πιεις καφέ στην ακροθαλασσιά,  να φας κανένα ψαράκι,  να καταλάβεις διακοπές άνθρωπε μου!

Όπως είχε ξεκουραστεί όλο το χειμώνα έπεσε με τα μούτρα σ’ εκείνη τη δουλειά  σ’ ένα συγκρότημα ενοικιαζόμενων  έξω από ένα χωριό παραθαλάσσιο, τα σπίτια ήταν  χτισμένα  στο εσωτερικό ενός κόλπου μ’ ένα βουναλάκι κατάφυτο στη μια μεριά του, το τοπίο ήταν τόσο όμορφο που ηρεμούσε  η ψυχή σου. Καθώς ζούσε κάπου στο βορρά  για να φτάσει ως εκεί έπρεπε  να διασχίσει με το λεωφορείο όλη τη χώρα,  από τη μια άκρη μέχρι την άλλη κι από κει κάτω να πάρει το καράβι. Παλιότερα θα πήγαινε   με το αμάξι του όμως τώρα ζορίζονταν να το συντηρήσει,  μια οι ασφάλειες,  μια τα τέλη κυκλοφορίας, οι ζημιές,  οι βενζίνες, οι επισκευές,  είχε απαυδήσει! Θα ήταν καλά να είχε το αμαξάκι του όμως τώρα έπρεπε  να αρκεστεί στο πούλμαν, αν μη τι άλλο όταν δεν οδηγείς μπορείς  να κοιτάξεις γύρω,  όπως περνούσε πεδιάδες και βουνά  με  το τοπίο να αλλάζει όλη την ώρα  σκεφτόταν ότι αυτός ο  τόπος  ήταν  όλο βουνά και πέτρα,  πολύ πέτρα  και νταμάρι ρε φίλε,  λίγοι κάμποι  κλειστοί κι ύστερα πάλι  βράχια,  πέτρες και ξερόλιθιές, ευτυχώς  που υπήρχε η θάλασσα στο τέλος  κι άνοιγε το μάτι σου βλέποντας  τον ορίζοντα μακριά με τους  όγκους να διυλίζονται μες τη θολούρα…

Το ταξίδι με το καράβι ήταν υπέροχο κι αναζωογονητικό, από παλιά είχε ακούσει ότι άμα θες να ξεφορτωθείς ένα πρόβλημα ή μια σκοτούρα έπρεπε να κάνεις μια βόλτα με το πλοίο για να σου πάρει την έγνοια η θάλασσα, με το που πάτησε το πόδι  στο σιδερένιο κατάστρωμα ένιωσε καλύτερα,  κοιτούσε τα μικρά ψαράκια που στροβιλίζονταν γύρω από την άγκυρα και το καθαρό νερό που σ’ άφηνε να δεις μέχρι την άμμο του βυθού. Στο καράβι είδε και κάτι γνωστούς ηθοποιούς  που έβλεπε στην τηλεόραση,  ήθελε να τους μιλήσει αλλά ύστερα το μετάνιωσε.  Σουρούπωνε  όταν έφτασε στο νησί, χρόνια είχε να πατήσει το πόδι του εκεί πέρα κι όλα του φαινόταν διαφορετικά εκτός  απ’  το κατάφυτο βουναλάκι που ήταν πάντα στη θέση του.  Βγήκε απ’  το χωριό περπατώντας, βρήκε το συγκρότημα  με τα ενοικιαζόμενα   και γύρισε το κλειδί της πόρτας  που του είχαν δώσει,   το δωμάτιο του μύριζε κλεισούρα αλλά δεν τον ένοιαζε, σιγά τώρα,  άφησε ανοιχτά τα παράθυρα να φρεσκαριστεί λίγο  ο χώρος κι έριξε μια ματιά να δει τι τον περίμενε,  είχε αρκετή δουλειά σίγουρα, την άλλη μέρα θα ερχόταν ένας εργολάβος να  συζητήσουν τις λεπτομέρειες, όπως ήταν ψόφιος απ’ το ταξίδι  ξάπλωσε με τα ρούχα και κοιμήθηκε βαθιά…

Στο νησί πάντα φυσούσε αεράκι δροσερό,  ξεκινούσε  νωρίς  το πρωί, ετοίμαζε τον καφέ και το παγούρι με το νερό,  έκλεινε το ρεύμα, έβλεπε  τα σχέδια του ηλεκτρολόγου και του υδραυλικού και ξεκινούσε. Παλιότερα  περνούσε ο ίδιος τους σωλήνες ή τα καλώδια αλλά τις περισσότερες φορές προτιμούσε ν’  αφήνει αυτό το κομμάτι σ’  άλλους,  αυτουνού του άρεσε να  σκάβει τους τοίχους σα να τους ψηλαφούσε  ανιχνεύοντας για το  τι έκρυβαν μέσα τους κι όσο για τη σκόνη,  ούτε  που τον ένοιαζε, σιγά το πράγμα ρε φίλε,  έκανες ένα ντουζάκι  παγωμένο εκεί πέρα  κι ένοιωθες φρεσκαδούρα.  Την προηγούμενη φορά που είχε έρθει εκεί πέρα είχε  κι ένα βοηθό που του άρεσε να βουτά στα βαθειά  με μια μάσκα  μονάχα ήταν περίπτωση  εκείνος ο τύπος, παρ’ όλη τη δροσιά ζεσταινόταν και τη νύχτα πήγαινε να κοιμηθεί πάνω σ’ έναν καταψύκτη, μιλάμε για πολύ αναίσθητο τύπο,   ήταν θαύμα πως δεν είχε πάθει τίποτα! Τώρα όμως ήταν μόνος του κι  όποτε  βαριόταν  έβγαινε  καμιά βόλτα  σ’ ένα μαγαζί με θέα ένα στάδιο αρχαίο απ’ το οποίο είχε μείνει μόνο ο στίβος και μερικές πέτρες που θα ήταν σίγουρα οι κερκίδες, μια φορά όπως έπινε τον καφέ του είχε ακούσει μια κουβέντα και για κάτι ναυάγια παλιά  στα ανοιχτά,  σκεφτόταν ότι άμα είχε μαζί του τον άλλο τον παλαβό που βουτούσε με τη μάσκα   θα μπορούσαν να ρίξουν καμιά ματιά στο βυθό … 

Μια μέρα εκεί που έσκαβε πνιγμένος στη σκόνη ήρθε ένας τύπος με ανοιχτό πουκάμισο, φουριόζος, και του είπε ότι υπήρχε πρόβλημα, είχε βγει μια ζημιά κι έπρεπε οπωσδήποτε να φτιαχτεί,  μια διαρροή νερού στην πίσω μεριά του συγκροτήματος είχε ξεχειλίσει κι  έπρεπε επειγόντως να διορθωθεί, αυτός βέβαια δεν ήταν υδραυλικός αλλά όσο κι αν είχαν ψάξει  δε μπορούσαν να βρουν κανέναν,  εκείνη την περίοδο όλοι  είχαν χαθεί από δω κι από κει, θα πληρωνόταν καλά. Δεν είχε θέμα, εκτός απ’ τα σκαψίματα πάντα του άρεσε να δουλεύει και μες τα νερά το καλοκαίρι, κάποτε έπλενε πιάτα σ’ ένα  εστιατόριο  και δεν είχε βαρεθεί καθόλου μη σου πω ότι το είχε ευχαριστηθεί κιόλας.   Άφησε το καλέμι και το σφυρί του, πήρε τον κασμά κι άρχισε να σκάβει τσαλαβουτώντας στην λασπωμένη άμμο,  ήταν ευχάριστο να δουλεύεις εκεί πέρα σα να έβρισκες μια πηγή που ανάβλυζε μέσα απ’  το χώμα και σε δρόσιζε, δεν ήταν δύσκολο ν’  ανακαλύψει τον σωλήνα σε βάθος ενός  μέτρου περίπου, ζήτησε να κλείσουν και να σφραγίσουν τη βάνα και βάλθηκε να ξεσκεπάσει εντελώς τον  αγωγό για να δει πως θα μπορούσε να τον διορθώσει, θα χρειαζόταν σίγουρα ένα κομμάτι σ’ αυτό το μέγεθος κι έναν τόρνο  για να φτιάξει τα κατάλληλα πάσα, δεν είχε ιδέα αν θα μπορούσε να βρει στο νησί κάποιον τεχνίτη ή αν θα χρειαζόταν να περάσει απέναντι με το καράβι, αν χρειαζόταν κάτι τέτοιο  μια βολτίτσα ήταν ότι έπρεπε.      

Συνέχισε να σκάβει γύρω απ’ τον σκουριασμένο σωλήνα,  ήθελε ν’ ανοίξει καλά το χώρο ώστε να είναι άνετος και να μπορεί να κινηθεί,  τραβούσε τα χώματα βγάζοντας λάσπη, είχε σχεδόν τελειώσει κι ετοιμαζόταν να  κόψει τον σωλήνα μ’ ένα σιδεροπρίονο, δεν μπορούσε να σταθεί καλά μέσα στον λάκκο κι έσκαψε λίγο ακόμα όταν η αξίνα χτύπησε κάτι μεταλλικό, καθώς η περιοχή ήταν γεμάτη άμμο,  όπως συμβαίνει στα περισσότερα νησιά,  του έκανε  εντύπωση, τι θα μπορούσε να είναι εκείνο το πράγμα,  ευτυχώς που δεν ήταν καμιά από κείνες τις μυλόπετρες,  αν υπήρχε ένα τέτοιο  λιθάρι  εκεί κάτω την είχε πατήσει, θα χρειαζόταν γερανός για να βγει. Συνέχισε να σκάβει  και είδε ότι ήταν ένα  μπρούτζινο αντικείμενο, όσο το καθάριζε γύρω- γύρω για να το βγάλε τόσο διαπίστωνε  ότι ήταν κάτι ογκώδες τι στο διάβολο είναι τούτο δω σκέφτηκε, δε μπορούσε να καταλάβει  μέχρι που διέκρινε ένα χέρι να ξεπροβάλει απ’  την άμμο,  τότε μόνο αντιλήφθηκε  ότι είχε ξεθάψει κάποιο άγαλμα .

Ασυναίσθητα έριξε μια ματιά  γύρω  σα να έκανε κάτι κακό και φοβόταν μήπως τον δούνε,  κανείς δεν υπήρχε εκείνη την ώρα, ερημιά επικρατούσε μονάχα τα τζιτζίκια από κάτι γειτονικές καλαμιές χαλούσαν τον κόσμο.  Κανονικά έπρεπε να σταματήσει εκεί που ήτανε και να ειδοποιήσει τους αρμόδιους όμως τον έπιασε μια τέτοια περιέργεια που θα έσκαγε αν δεν το έβλεπε ολόκληρο, είχε εξαφθεί εντελώς σα να είχε πυρετό πυρετό και μια ανυπομονησία ασυγκράτητη, έσκαβε με μανία όσο πιο προσεχτικά μπορούσε κι όσο πιο μακριά γινόταν από τον κορμό που είχε αρχίσει να φανερώνεται, ούτε κατάλαβε πως περνούσε η ώρα κι ούτε ένιωθε καμιά κούραση, ύστερα από λίγο βγάζοντας ένα βουναλάκι άμμου το έσυρε έξω βάζοντας όλη του τη δύναμη,  ήταν πεθαμένος απ’  την κούραση.

Τώρα μπορούσε να το δει ολόκληρο, έριξε  νερό με το παγούρι του απομακρύνοντας την άμμο που είχε κολλήσει  κι αμέσως κατάλαβε, αυτός ρε φίλε ήταν ένας αθλητής, ένας πυγμάχος γιατί είχε τυλιγμένο το χέρι του μ’  έναν επίδεσμο σα γάντι κι έδειχνε φοβερά  κουρασμένος σα να είχε μόλις παλέψει με κάποιον αντίπαλο πολύ δύσκολο που του είχε βγάλει τη πίστη,  τα μάγουλα του έμοιαζαν σκληρά και τραχιά σαν είχε φάει πολύ ξύλο, καλά αυτός ή αυτοί που τον είχαν φτιάξει πρέπει να ήταν τεχνίτες απίστευτοι, πως είχαν κάνει ρε φίλε τέτοια ψιλοδουλειά στα χείλη, σ’ ένα τραύμα ανεπαίσθητο κάτω απ’ το φρύδι,  αυτά ήθελαν μεγάλη υπομονή και μαστοριά ‘’Οι άνθρωποι τότε δε παίζονταν!’’ σκέφτηκε,   το πιο εντυπωσιακό ήταν  δυο  χάντρες πράσινες που είχε για μάτια  τόσο γυαλιστερές που ήταν σαν να σε κοιτούσαν  ύστερα από χιλιάδες χρόνια, έμοιαζε πολύ ζωντανό !

Όπως ήταν ξαπλωμένο το άγαλμα  στη βάση του διέκρινε  κάτι λοξά γράμματα που ήταν χαραγμένα εκεί πέρα,  δεν μπορούσε να το πιστέψει αλλά καταλάβαινε τι έγραφαν, ‘’ΣΙΣΥΦΟΣ !’’  ώστε  ο πυγμάχος είχε το όνομα  εκείνου  του αρχαίου ήρωα που γλύτωσε απ’  την οργή του Δία αιχμαλωτίζοντας κι αλυσοδένοντας τον δαίμονα του θανάτου, καλά  αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα!  Αφού το χάζεψε πήρε τηλέφωνο την αστυνομία και την άλλη μέρα πλάκωσε εκεί πέρα ένα κάρο κόσμος,  κάτι αρχαιολόγοι του έβαλαν τις φωνές που δεν τους φώναξε αμέσως όμως φαινόταν κι ευχαριστημένοι που τους είχε απαλλάξει από το χαμαλίκι,  όλο το νησί μιλούσε για τον πυγμάχο που είχε βρεθεί,  το φόρτωσαν σ’ ένα αγροτικό,  το μετέφεραν στην αυλή του σχολείου κι ο δήμαρχος  ορκίζονταν ότι κανείς  δεν θα το έπαιρνε από  κει πέρα ότι και να γινόταν η υπόθεση γινόταν κωμωδία. Αυτός πάλι συνέχισε να σκάβει για τα καλώδια ανοίγοντας αυλάκια στους  τοίχους, κάτι τον έπιασε μετά από κείνο το συμβάν κι αγόρασε ένα  βιβλίο ακριβό με φύλλα γυαλιστερά που έδειχνε όλο αγάλματα κι άλλα πολύτιμα αρχαία, κύπελλα χρυσά κι ασημένια, αμφορείς γεμάτους ζωγραφιές, νομίσματα με χαραγμένους βασιλιάδες και Κύκλωπες,  καθόταν στην ακροθαλασσιά  και διάβαζε για όλα εκείνα βλέποντας τα κύματα να σκάνε στην ακτή σαν καβαλάρηδες  του νερού  που ίππευαν τον αφρό .



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...