Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

SUPERNATURAL


Οι νοσοκόμοι έπρεπε να σπάσουν  την πόρτα  για να μπουν στο διαμέρισμα, δεν μπορούσε να σηκωθεί για να τους ανοίξει, μόνο τον κωδικό της εισόδου για το κτήριο τους είχε πει στο τηλέφωνο,   με το που ξύπνησε διπλώθηκε στα δύο, πήρε τηλέφωνο στο ΕΚΑΒ,  ‘’Ελάτε δεν είμαι καλά, πονάει η κοιλιά μου !’’  όμως  δεν μπορούσε να  ανοίξει την δική του πόρτα, είχε παραλύσει εντελώς,  τελικά  αφού την γκρέμισαν τον πρόλαβαν την τελευταία στιγμή.

Επόμενο ήταν να πάθει τέτοια ζημιά,  όλο το προηγούμενο   διάστημα  έπινε πολύ, έτρωγε ότι νάναι -ιδίως καυτερά και πικάντικα, ξενυχτούσε,   είχε χάσει τη μπάλα, στο τέλος  έπαθε ζημιά, γαστρορραγία. Όλα είχαν ξεκινήσει από τότε που πέθανε ο πατέρας του,  τον είχε πάρει από κάτω,  τα έχασε,  ο κόσμος του γκρεμίστηκε,  δεν ήξερε τι να κάνει, η  μάνα του είχε φύγει από χρόνια και τους είχε αφήσει παίρνοντας μαζί τον μικρότερο γιο της , καμιά φορά της τηλεφωνούσε αλλά  εκείνη δεν έδειχνε μεγάλη θέρμη, μια φορά  είχε δει και τον αδερφό του όμως  εκείνος του φάνηκε ψυχρός, απόμακρος,  δεν τόψαξε παραπέρα. Άρχισε να δουλεύει  στα ξενυχτάδικα σε ωράρια άσχημα,  όπως ήταν θολωμένος έμπλεξε με  κάτι μαφιόζους που τον έχωσαν σ’  ένα μαγαζί  με φρουτάκια, τον έκαναν συνεταίρο  και του φόρτωσαν όλο το χρέος τους.  Ούτε κατάλαβε τι είχε συμβεί, δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα κι ούτε είχε κάποιον να τον βοηθήσει,  η εφορία τον κυνηγούσε,  το χρέος  με τους τόκους  είχε ξεφύγει, τελικά η αστυνομία τον βρήκε,  έκανε και φυλακή σχεδόν ένα χρόνο κάπου στην  Χαλκιδική.  Δεν του φάνηκαν  και τόσο τρομερά τα πράγματα εκεί μέσα,  ήταν καλοκαίρι  και κοιμόταν κάθε βράδυ  δίπλα σ’ ένα τεράστιο ψυγείο,  ο βόμβος του τον ηρεμούσε,  ακουμπούσε το κεφάλι του στη βάση του μηχανήματος και σε λίγο αποκοιμόνταν. Κάτι φουσκωτοί  τον είχαν βάλει στο μάτι  έτσι μικροκαμωμένος που ήταν,  κοντός με  γαλανά μάτια κι ένα χαμόγελο σα μάσκα  κολλημένη στο πρόσωπό του,  έμοιαζε  με φιγούρα από καρτούν, σαν μεγάλη κούκλα που θα μπορούσες να την κουβαλήσεις και να τη βάλεις σε κάποια βιτρίνα. Έμαθε τα κόλπα και το πράγμα κύλησε ήρεμα, όταν βγήκε του είπαν ότι είχε τελειώσει με το  ποινικό μέρος,  το χρέος θα έμενε πάνω του.

Όταν βγήκε αναζήτησε έναν τύπο  που είχε γνωρίσει  μέσα κι εκείνος   τον  πήρε μαζί του σε μια δουλειά όπου έβγαζε κανένα χαρτζιλίκι, κανένα ξεροκόμματο, οι εποχές ήταν δύσκολες, δεν μπορούσες ν’ αφήσεις τίποτα να πέσει χάμω.  Καμιά φορά  του δάνειζε και λίγα χρήματα , τον λυπόταν  κι όποτε  πήγαινε να τον πειράξει ένα   βδελυρό υποκείμενο που έκανε τον επιστάτη,  ο πρώην τρόφιμος των φυλακών   πάντα του φώναζε  ν’ αφήσει το παιδί ήσυχο γιατί θα τον έπαιρνε ο διάβολος.

Για κάμποσο καιρό   κοιμόταν  στα παγκάκια,  το πρωί σηκωνόταν με τη μέση του πιασμένη  να πιει κανένα καφέ στο κοντινά φαγάδικα και να ετοιμαστεί όπως μπορούσε για δουλειά. Έβλεπε τους ξενύχτηδες να γυρνάνε στα σπίτια τους, τους φουρνάρηδες που ξεκουράζονταν  αφού είχαν βγάλει τα νυχτερινά ψωμιά,  τα καράβια  που είχαν αράξει στη μέση της θάλασσας να στέκονται αμέριμνα,  σκύλους  πίσω από τζάμια που περίμεναν  κάποιον να τους  να ξεκλειδώσει, γάτες χοντρές που προσπαθούσαν  να περάσουν  μέσα από κάτι κάγκελα, σουσουράδες  με ουρές κίτρινες να  σέρνονται ανάμεσα στα χορτάρια του πάρκου,  κάτι τέτοια τον έκαναν να γελά και να ξεχνιέται.

Ευτυχώς έκανε ζέστη εκείνο το διάστημα  κι ούτε  είχαν πιάσει εκείνες οι ζέστες οι καταραμένες που σε σακατεύουν, ήταν ο καιρός  που έπιαναν στην πόλη κάτι μπόρες δυνατές σέρνοντας ότι αντικείμενο έβρισκαν στο δρόμο τους κατά την προβλήτα. Έβλεπες εκεί πέρα κουβάδες, γλάστρες,  κάδους, ακόμα και καναπέδες να κυλάνε στο ρέμα που  είχε δημιουργηθεί ξαφνικά, το άφθονο νερό είχε ξαναζωντανέψει τα πεθαμένα λουλούδια και το γρασίδι των πάρκων, τα φύλλα των θάμνων είχαν  ξαναγίνει στιλπνά σα να τα είχε γυαλίσει κάποιος κι έλαμπαν στο δυνατό φως, τα λουλούδια έδειχναν  πιο φρέσκα,  τα χρώματα τους είχαν γίνει  πιο ζωηρά σα βελούδινα. Μια φορά  όπως κοιμόταν ξεθεωμένος ξύπνησε απότομα από αστραπές και βροντές,  αμέσως ξεκίνησε ένας  κατακλυσμός  που έριχνε καρέκλες και κομοδίνα απ’  τον ουρανό, έτρεξε να προφυλαχτεί κάτω από ένα υπόστεγο. Εκτός από νερό  έριχνε και κάτι κομματάκια παγωμένα σα καραμέλες, χαλάζι άσπρο,  που σκορπούσε σα χαλί στην άσφαλτο,  οι δρόμοι είχαν γίνει ποτάμι κι όλοι  τσαλαβουτούσαν μες τα λασπόνερα καθώς γύρω  άστραφτε και βροντούσε, καθόταν εκεί κάτω απ’ το υπόστεγο και χάζευε τους χείμαρρους που κυλούσαν προς  τη θάλασσα και τα κορίτσια με τα φορέματα γεμάτα φραμπαλάδες που προσπαθούσαν να φυλαχτούν απ’  την τρομερή  νεροποντή.

Ένα πρωί  όπως καθόταν στο παγκάκι πίνοντας τον καφέ του πρόσεξε  ένα αμαξάκι να κυλά αργά- αργά πάνω στις πλάκες σα να έφευγε ανεξέλεγκτο,  στην αρχή νόμιζε ότι κάποιος αστειεύονταν αλλά  μετά είδε το αμαξάκι να φεύγει καρφί για τη θάλασσα,  έτρεξε όπως ήτανε μήπως το προλάβει όμως  εκείνο σε λίγο αφού αιωρήθηκε μια στιγμή στον αέρα βούτηξε στο νερό κι άρχισε να βουλιάζει μέσα σε παφλασμούς. Έβγαλε γρήγορα τα παπούτσια του,  άφησε το κινητό στα πλακάκια  και βούτηξε  χωρίς να το σκεφτεί, από το τζάμι του αμαξιού που δεν είχε βυθιστεί ακόμα πρόσεξε ένα ξανθό κορίτσι να κάνει χειρονομίες απελπισμένες, ‘’Μα τι βλαμμένο!’’ είπε μέσα του,  δοκίμασε ν ανοίξει την πόρτα όμως εκείνη είχε φρακάρει,  πέρασε από την άλλη μεριά,  ούτε από κει μπορούσε να μπει,  τότε πήγε στην πίσω μεριά,  άνοιξε το πορτ μπαγκάζ  κι από κει μπήκε στο θάλαμο του οχήματος,  έπιασε το κορίτσι  απ’  τις μασχάλες και μέσα σ’ εκείνο τον απίστευτα στενάχωρο χώρο το τράβηξε προς το άνοιγμα και το έσυρε μέχρι κάτι σκαλοπάτια που είχανε χτιστεί στο τσιμέντο του λιμανιού.  Κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα, όλα έιχαν συμβεί πολύ γρήγορα,   ήταν τέτοια η ώρα που γύρω επικρατούσε νέκρα,  μονάχα ένας γέρος μ’ αθλητική φόρμα και καπελάκι έτρεχε ιδρωμένος χωρίς  να νιώσει τίποτα  για το δράμα που εξελίσσονταν δίπλα του.  

Ένιωθε πτώμα,  δεν είχε κοιμηθεί καθόλου όλη νύχτα,  αναρωτιόταν πως θα πήγαινε στο μαγαζί και πως θα έβγαζε τη βάρδια του.  Το κορίτσι είχε γίνει μούσκεμα κι έτρεμε,  το πήρε εκεί σε μια άκρη να το στεγνώσει όπως- όπως  με μια πετσέτα που κουβαλούσε στο τσαντάκι του, ‘’Μα είσαι ηλίθιο,  τι πας να κάνεις!’’ του φώναξε,  εκείνο πάλι τον κοίταζε σα χαμένο και τότε  πρόσεξε ότι ήταν μια κοπέλα  πολύ όμορφη, ξανθιά, λεπτή,  μ’ ένα βλέμμα κάπως ντροπαλό. Σταμάτησαν ένα ταξί,  ο οδηγός  τους κοίταζε περίεργα αλλά δεν είπε τίποτα ‘’Ποιος ξέρει τι χαμένα είναι τούτα!’’ σκεφτόταν και προσπαθούσε να καταλάβει γιατί ήταν βρεγμένοι και οι δύο . Στο σπίτι του κοριτσιού που  οι γονείς του λείπανε στο εξοχικό,   του έδειξε ένα μπάνιο ν αλλάξει  κι αυτή πήγε σ’ ένα άλλο δωμάτιο να βγάλει τα ρούχα της. Έκανε ντους, φόρεσε ένα τζιν που του έδωσε η κοπέλα κι ένα φανελάκι άσπρο,  κι έπειτα ξάπλωσε σ’ ένα μεγάλο κρεβάτι που υπήρχε  εκεί χαλαρώνοντας ύστερα από πολλή  ώρα. Δεν είχε καμιά όρεξη να πάει στη δουλειά και τηλεφώνησε στο αφεντικό ότι δεν ήταν καλά κι ότι θα πήγαινε στο γιατρό για κάτι εξετάσεις.

Ξαπλωμένος εκεί πέρα  ένιωσε εκείνο για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια  το είδος της άνεσης που αισθάνεσαι ζώντας με μια γυναίκα,  το είχε ξεχάσει αυτό το συναίσθημα, αυτή την γαλήνη που είχε τότε που ζούσε με τη μητέρα του. Το κορίτσι δε μιλούσε  πολύ, προσπαθούσε με κάθε τρόπο  να του δείξει την ευγνωμοσύνη της που την έσωσε, τις επόμενες μέρες έβγαιναν μαζί, συνήθως πήγαιναν σ’ ένα σημείο ψηλά πάνω απ’  την πόλη,  από κει μπορούσαν να δουν όλο τον ορίζοντα μέχρι πέρα μακριά,  από κει πάνω  μπορούσες  να  δεις  πολύ περισσότερα απ’  ότι κάτω στο λιμάνι όπου ξυπνούσε το πρωί βλέποντας το περίκλειστο  λιμάνι. Η  καρδιά του χτυπούσε  δυνατά όποτε την έβλεπε, αρχίσε να ελπίζει και να κάνει όνειρα παλαβά  όταν ένα βράδυ το κορίτσι του είπε πως έπρεπε να φύγει στο εξωτερικό όπου είχε ξεκινήσει κάτι σπουδές όμως θα ερχόταν σε κάνα μήνα μόλις τέλειωνε η εξεταστική, με το που το άκουσε έπεσε  σε βαθιά  μελαγχολία.

Θα περίμενε όσο χρειαζόταν, δεν είχε κι άλλη επιλογή, το κορίτσι πριν φύγει του είχε  βρει ένα σπίτι σε μια πολυκατοικία καινούρια της οποίας η εξώπορτα άνοιγε μ’ έναν συνδυασμό . Σαν μπήκε το καλοκαίρι μ’  εκείνες τις καταραμένες ζέστες άρχισε να τα παίζει,  έπρεπε να πάει και στην εφορία όπου τον καλούσαν ‘’Τι στο δαίμονα θέλουν πάλι!’’ σκεφτόταν καθώς έμπαινε στο κτίριο με τους βαρεμένους υπαλλήλους,  στο γραφείο του διευθυντή που τον φώναζε  κοροϊδευτικά ‘’Ωνάση’’ με τόσα χρέη που είχε μαζέψει κάθισε αποκαμωμένος σε μια καρέκλα  όμως αυτή τη φορά ο τύπος με τα γυαλιά πίσω από το γραφείο του είπε ότι όλα τα χρέη του είχαν πληρωθεί με κάποιο τρόπο  ‘’Ωνάση είσαι ελεύθερος!’’ του φώναξε, αυτό   κι αν ήταν κουφό,  τι στην οργή είχε συμβεί  !  

Προσπαθούσε να εξηγήσει τι ήταν όλα αυτά που γινόταν  ξαφνικά στη ζωή του, δεν μπορούσε να τα καταλάβει, ήταν πάρα πολλά για το φτωχό μυαλό του,  η κοπέλα είχε μέρες να του τηλεφωνήσει κι αυτός δεν μπορούσε να πάρει στο εξωτερικό, δεν την έβρισκε, ήθελε να τη ρωτήσει ένα εκατομμύριο πράγματα, παρ’  όλο που είχε ξεχρεώσει απ’  το πουθενά  και είχε φύγει από το στήθος του εκείνος ο βραχνάς ο αφόρητος δεν ένιωθε χαρούμενος,  δεν μπορούσε ν’ αντέξει διαφορετικά, είχε πέσει σε μελαγχολία κι ήθελε να φύγει κάπου μακριά, να ταξιδέψει πέρα από βουνά, χωράφια και θάλασσες, να ξεθολώσει με κάποιο τρόπο, είχε αφεθεί ξανά κι έπινε και τότε ήταν που  έπαθε τη ζημιά με το στομάχι του.

Όταν τον μάζεψαν οι τραυματιοφορείς και τον πήγαν στο νοσοκομείο τα είχε χαμένα,  η εγχείρηση του κράτησε ώρες,  πάνω του είχαν μαζευτεί ένα κάρο ειδικοί κα πάλευαν να τον κρατήσουν,  κάποια στιγμή ένοιωσαν ότι  τον χάνουν,  αργότερα  που τον ρωτούσαν είπε ότι ένιωθε όλη την  ώρα να ίπταται  στην οροφή του θαλάμου και να βλέπει από κει πάνω  όλα όσα γίνονταν  σα να μην είχε καμιά σχέση, ήταν μια εμπειρία εντελώς μεταφυσική.  Σε κάποια φάση είδε μες στο όραμα του το θάλαμο να μεγαλώνει και να γίνεται ένας χώρος τεράστιος σαν παλάτι με κάτι κουρτίνες πανύψηλες, κόκκινες που κρέμονταν από ένα τοίχο μαρμάρινο, το φως του ήλιου έμπαινε από χρωματιστά τζαμάκια κι  έπεφτε πάνω στο κορίτσι που είχε βγάλει από τη θάλασσα, στεκόταν σε μια μεριά και  του χαμογελούσε ενώ  τα ξανθά του μαλλιά έλαμπαν μαγικά κι ήταν μια οπτασία, μια μουσική  έπαιζε από κάπου, ο γιατρός του είπε  ότι όση ώρα τον έραβαν αυτός  χαμογελούσε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...