Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Κάθε νύχτα  έπαιρνε το τουφέκι   και πήγαινε να κοιμηθεί στο μπαλκόνι,  το  έβαζε  κάτω από το  παλιό ντιβάνι που είχε κουβαλήσει εκεί πέρα και μετά ξάπλωνε, τις περισσότερες  βραδιές   είχε τόση ζέστη που δεν άντεχε μέσα στο σπίτι,   αν και  ήταν χτισμένο ψηλά σ’ έναν  λόφο εκεί που τέλειωνε το χωριό,   η ζέστη ήταν αφόρητη μέσα στις  κάμαρες  κι έβγαινε στη βεράντα  ψάχνοντας   την παραμικρή πνοή του αέρα  να τον δροσίσει λίγο.

Ένα μεσημέρι  είχε ακούσει στο καφενείο  να μιλούν για μια σπείρα που έκλεβε ότι μπορείς να  φανταστείς,   πρόβατα, γελάδια, κότες,  καλαμπόκι,  σταφύλια,   ακόμα  και το λάδι απ’  τα καντήλια στα νεκροταφεία,  από τότε κουβαλούσε πάντα  τη καραμπίνα του. Βέβαια αντί για το μπαλκόνι μπορούσε να κοιμάται  στον πύργο,  μια εντυπωσιακή κατασκευή γύρω από την οποία ήταν χτισμένο το σπίτι  τόσο γερή που θα άντεχε και πόλεμο! Ο πύργος φτιαγμένος από πέτρα  σκληρή  ήταν ο λόγος που ο πατέρας του  χρόνια πριν είχε αγοράσει εκείνο το συγκρότημα, ο παλιός ιδιοκτήτης τον  είχε κληρονομήσει απ’  τους παππούδες του που σκοτώνονταν  μεταξύ τους κι έφτιαχναν τέτοια κτίσματα  για να φυλάνε εκεί μέσα τις οικογένειες και τις σοδειές τους.  Οι τοίχοι του ήταν τόσο χοντροί που  ολόκληρο το καλοκαίρι  είχε δροσιά εκεί μέσα, η ζέστη  δεν περνούσε με τίποτα , βέβαια ήταν λίγο κλειστοφοβικά γι’  αυτό  προτιμούσε το μπαλκόνι. Όπως υψώνονταν πάνω από τα σπίτια ο πύργος   έδινε μια  αίσθηση φοβερή σ’ όλο το χώρο θυμίζοντας  άλλες εποχές, κάστρα,  μάχες,  σπαθιά,   κανόνια κι άμα ανέβαινες στο ψηλότερο σημείο του έβλεπες μακριά πέρα στη θάλασσα τα κύματα ν’  αρμενίζουν και κανένα καράβι ξέμπαρκο  σαν ακινητοποιημένο να στέκεται  στη μέση του κόλπου...   

Στην αυλή του σπιτιού  περιφέρονταν όλη νύχτα  ένα μαύρο  ροντβάιλερ  που   στα σκοτεινά έμοιαζε με δαίμονα  και  χαλούσε τον  κόσμο μόλις αντιλαμβάνονταν  καμιά κίνηση. Με το σκυλί  είχε το κεφάλι του ήσυχο  αλλά επειδή δε ξέρεις ποτέ τι  μπορεί να συμβεί κι επειδή οι καιροί είναι πονηροί, κουβαλούσε  μαζί του και το ντουφέκι για κάθε ενδεχόμενο. Πιο πολύ φοβόταν τώρα το φθινόπωρο για το αμπέλι στο οικόπεδο δίπλα στο σπίτι,  τα τσαμπιά είχαν κιτρινίσει κι  είχαν πάρει ένα χρώμα χρυσαφένιο,  ήταν ο καιρός να  τα μαζέψει. Όλο το χρόνο το περιποιούνταν το χωραφάκι του,  στο τέλος του χειμώνα το κλάδευε, την άνοιξη  το ράντιζε με γαλαζόπετρα για τον περονόσπορο,  το καθάριζε,  το κορφολογούσε,  το πότιζε  και τώρα πού ήταν  να μαζέψει τον καρπό δε θ’  άφηνε κανένα βλάκα  να του το χαλάσει,  θα τον έπαιρνε ο διάβολος όποιον τολμούσε να το σκεφτεί καν! Ο πατέρας  του το  είχε φυτέψει  το αμπέλι και κάθε χρόνο έβγαζε ένα κρασί  πολύ ωραίο  ενώ αργότερα πήγαινε σ’ ένα καζάνι τα υπολείμματα για να φτιάξει  τσίπουρο εκλεκτής ποιότητας, α,  ο πατέρας του ήταν πολύ μερακλής !  Όταν πέθανε ο γέρος το είχαν παρατήσει,κανείς δε νοιάζονταν για δαύτο,  χελώνες και  σκαντζόχοιροι απ’  το γειτονικό δάσος έρχονταν και τρώγανε τις ρώγες που έπεφταν στο χώμα. Αυτός είχε φύγει  στη πόλη από  χρόνια,  καμιά φορά που τύχαινε να περάσει από κει πέρα  να δει τι γίνεται το πατρικό, έριχνε  μια ματιά  και δοκίμαζε κανένα σταφυλάκι που είχε καταφέρει να επιβιώσει μοναχό του και είχε αγριέψει,  κάθε φορά  οι ρόγες είχαν  εκείνη τη γεύση τη γλυκιά που θυμόταν από τότε που ήταν  μικρός κι ο πατέρας του κουβαλούσε στο σπίτι  τα τσαμπιά τα μεγάλα στο χρώμα του ήλιου  για να  τα τοποθετήσει  στο τραπέζι, σε μια φρουτιέρα,   όλη η οικογένεια  καθόταν  τότε  και  τα χάζευε,  τα άφηναν εκεί πέρα  για μέρες,  δεν  ήθελαν να τα πειράξουν  τόσο όμορφα  ήτανε!

Όταν τον είχαν απολύσει από τη δουλειά και δεν ήξερε τι να κάνει τον είχε πιάσει απελπισία,  είχε χωρίσει πια με τη γυναίκα του,  τα παιδιά του είχαν μεγαλώσει και τραβούσαν το δρόμο τους κι αυτός  είχε απομείνει μοναχός να μη ξέρει τι του γίνεται. Αφού γύρισε από δω κι από κει αποφάσισε να γυρίσει στο πατρικό του και να το φτιάξει,  να το συμμαζέψει. Ξεκίνησε από τον πύργο που είχε αρχίσει να καταρρέει,  αρμολόγησε τις πέτρες,  συμπλήρωσε μερικά κομμάτια που είχαν πέσει,  έκλεισε τις τρύπες που είχαν δημιουργηθεί, άνοιξε  ένα παράθυρο να μπει περισσότερο φως, έφτιαξε και  μπάνιο ενσωματώνοντας ένα βράχο που όσο βρέχονταν τόσο περισσότερο γυάλιζε και διακρίνονταν οι ραβδώσεις και τα νερά  του.  Όλες τις δουλειές μόνος του τις έφτιαχνε,  το χέρι του έπιανε πολύ,  τα υδραυλικά,  τα χτισίματα,  τα ηλεκτρολογικά,  τα ξυλουργικά,  ότι θες,   είχε βρει τη χαρά του εκεί πέρα,  αληθινά περνούσε καλά,  του άρεσε η ησυχία μακριά από τη πόλη,  του είχε λείψει,  άσε που γλύτωνες ένα σωρό λεφτά μένοντας στον δικό σου  χώρο.

Στην  αρχή έτσι για πλάκα  άρχισε να ασχολείται με το μπαξέ και  το αμπέλι όμως όσο δούλευε εκεί πέρα τόσο περισσότερο του άρεσε,   ήταν και γυμναστική πρώτης τάξης  καθόλου βαρετή μάλιστα,  έμοιαζε σα να  ανακάλυπτε έναν άλλο κόσμο που ήξεραν οι παλιοί  γιατί  η ενασχόληση με τη γη  είναι φαίνεται μέσα στο αίμα του ανθρώπου από τότε που οι αρχαίοι είχαν εξημερώσει τα πρώτα  άγρια φυτά. Έπεσε με τα μούτρα στα κλήματα  και  δούλευε πολλές ώρες  στο ύπαιθρο,  διάβασε  βιβλία,  ρώτησε ειδικούς,  έψαξε στο ίντερνετ κι έμαθε  ένα κάρο πράγματα, του φαινόταν πολύ ενδιαφέρον όλο  αυτό το πράγμα,  τον γέμιζε,  τον χαλάρωνε,  ήταν μια μορφή ψυχοθεραπείας, τα ξεχνούσε όλα,   κάθε μεσημέρι επιστρέφοντας στο σπίτι να ξεκουραστεί λιγάκι ένιωθε ήρεμος,  ισορροπημένος κι  απορούσε πως δεν το είχε ξεκινήσει νωρίτερα . Τα βράδια προτού κοιμηθεί στη βεράντα  σήκωνε το κεφάλι στο ουρανό να δει  τα άστρα που  έμοιαζαν με διαμάντια κρεμασμένα στο στερέωμα και σκορπούσαν τη λάμψη τους  σα λαμπροί  καταρράχτες που κυλούν στον ουράνιο θόλο…

Αυτή τη χρόνια τα σταφύλια είχαν γίνει ακόμα πιο γλυκά,  το καλοκαίρι είχε πάει πάρα πολύ ζεστό  κι αυτό φαίνεται βοηθούσε τα σάκχαρα των καρπών  ν’ αυξηθούν  πολύ.  Είχε μαζέψει ένα σωρό  κι είχε ευχαριστηθεί να τρώει, έδωσε ένα κάρο τσάντες  στους φίλους του,  τα υπόλοιπα ήθελε να τα κάνει κρασί.  Σκάβοντας το πάτωμα του πύργου ανακάλυψε  ένα υπόγειο με υποδοχές λαξευμένες στους τοίχους όπου είχαν τοποθετηθεί βαρέλια,  σίγουρα ο παλιός ιδιοκτήτης θα το είχε για κελάρι, εκεί μέσα  υπήρχαν ιδανικές θερμοκρασίες για να παλιώσεις κρασί. Το κελάρι του έχει βάλει στο μυαλό ένα σωρό ιδέες,  θα μπορούσε να φτιάξει ένα κανονικό οινοποιείο,  να μπει σε κανένα πρόγραμμα επιδοτούμενο,  να  νοικιάσει μερικά αμπέλια που υπήρχαν ακαλλιέργητα  εκεί γύρω,  να κάνει ακόμα και εξαγωγή,  το είχε συζητήσει με κάτι φίλους του κι αυτοί είχαν ενδιαφερθεί, η δουλειά φαινόταν να έχει ψωμί. Όλο το καλοκαίρι μαζί με το αμπέλι δούλευε εκείνο το κελάρι και το είχε κάνει αγνώριστο,  τοποθέτησε δοχεία  ανοξείδωτα  στη θέση των παλιών  βαρελιών  που είχαν σαπίσει, αγόρασε  μπουκάλια για συσκευασία,  δοχεία για τις προσμείξεις, νταμιτζάνες, έσκαψε ένα φωταγωγό,  σκεφτόταν να εγκαταστήσει   κι ένα μικρό ασανσέρ για να ανεβοκατεβαίνει. 

Καθώς τελείωνε το καλοκαίρι ένιωθε όλο και καλύτερα,  οι γυναίκες στο χωριό  φορούσαν τις ζακετούλες τους, το βράδυ δε χρειαζόταν  πια να κοιμάται στο μπαλκόνι έτσι  κουβάλησε το παλιό ντιβάνι στον πύργο, εκεί μέσα ένιωθε πιο ασφαλής. Μετά από τις κάψες που είχαν λιώσει τα πάντα και είχαν σακατέψει τον κόσμο  όλοι περίμεναν να δροσίσει λίγο να φρεσκαριστεί η ατμόσφαιρα.  Τα βράδια  όπως κοιμόταν άκουγε τις πρώτες βροχές  να πέφτουν   πάνω στις πέτρες του πύργου, οι καλοκαιρινοί  καύσωνες   είχαν αγριέψει την ατμόσφαιρα και χρειαζόταν οι βροχές   να ξεθυμάνουν  τον αέρα και να  ισορροπήσουν   το κλίμα.  Η γη διψασμένη περίμενε  το νερό να δροσιστεί, είχε ήδη πέσει μια νεροποντή δυνατή   που προκάλεσε κατολίσθηση στο γειτονικό βουνό  καταπλακώνοντας ένα νταμάρι παλιό,  αυτό σήμαινε ότι  έπρεπε να βιαστεί, μια δεύτερη βροχή μπορούσε να καταστρέψει τον τρύγο μουλιάζοντας τα τσαμπιά, έπρεπε να κινηθεί γρήγορα.

Ένα βράδυ που είχε πέσει κατάκοπος από τις δουλειές της μέρας  ξύπνησε   κοντά στα μεσάνυχτα από κάποιο θόρυβο.  Η βροχή είχε σταματήσει,  μόνο καμιά ψιχάλα έπεφτε αλλά η ασυνήθιστη ησυχία τον έβαλε σε υποψία. Φώναξε το σκύλο όμως  αυτός δεν εμφανίστηκε  γεγονός που του φάνηκε παράξενο, πήρε το όπλο και κατέβηκε τις  σκάλες  του πύργου να δει τι γίνεται. Με το που βγήκε στην αυλή είδε μερικά φωτάκια περίεργα στη μεριά του δάσους και σκέφτηκε ότι  κανονικά το ροντβάιλερ θα έπρεπε  να είχε ξεσηκώσει όλο το χωριό,  τι στο διάβολο συνέβαινε; Προχωρώντας προς το κτήμα διέκρινε το σκυλί να αγκομαχά μέσα σ’ ένα αυλάκι και πιο πέρα μερικές  σκιές να  τριγυρνούν στο αμπέλι,  σήκωσε το ντουφέκι στο αέρα και πυροβόλησε.

Με το που αντήχησε η ντουφεκιά  φωνές πανικού ακούστηκαν, στο φως του φεγγαριού που έβγαινε πίσω απ’  τα σύννεφα  είδε ένα φορτηγό  γεμάτο μεγάλες καλαθούνες  ν’  ανάβει  τα φώτα του  και να φεύγει   στα σκοτεινά ακολουθούμενο από ένα αυτοκίνητο . Έτρεξε στο αγροτικό  του και ρίχτηκε πίσω τους καθώς   έστριβαν κατά τα το δάσος και τραβούσαν  προς το παλιό λατομείο, συνέχισε να τα ακολουθεί μέχρι που είδε τα οχήματα να σταματούν ξαφνικά στο νταμάρι  σα να τον περίμεναν .

Φοβήθηκε πραγματικά, σκέφτηκε  να καλέσει την αστυνομία αλλά μέχρι να  ρθει  όλα θα είχαν τελειώσει,  ήταν και το σκοτάδι που δε βοηθούσε,  δεν είχε και το σκυλί μαζί του,  ήταν σε δύσκολη θέση.  Σκέφτηκε να φύγει όμως  από την άλλη αδυνατούσε να παραδεχτεί  ότι τον είχαν κλέψει, τα κοφίνια σίγουρα περιείχαν όλη τη σοδειά για την οποία είχε φτύσει αίμα όλο το χρόνο,  τον  είχαν ληστέψει,  δε μπορούσε να το χωνέψει, ποιος τους είχε δώσει το δικαίωμα,  το θράσος τους  ήταν  εξωφρενικό!

Δίστασε λίγο και τελικά αποφάσισε να προχωρήσει πεζός κι ότι ήθελε ας γίνονταν,   είχε πλησιάσει το πρώτο φορτηγό όταν άκουσε μια φωνή  ‘’  Φίλε φύγε όπως είσαι άμα θες τη ζωή σου!’’ Πάγωσε, την είχε πατήσει,   τόσος κόπος,  τόση δουλειά πήγαιναν  χαμένα,  δε μπορούσε να το πιστέψει,  δε μπορούσε να το δεχτεί,  τα πόδια του σχεδόν μηχανικά υποχωρούσαν  ενώ αυτός ήθελε να  ορμήσει σ’  εκείνα τα τρωκτικά που τον είχαν ρημάξει και να τα λιώσει ποδοπατώντας τα όμως το πιο πιθανό ήταν να τον τελείωναν  εκεί στην ερημιά δίχως  να το αντιληφθεί κανένας.  Γύρισε τα νώτα  για να φύγει  ενώ μέσα του έβραζε, μια μελαγχολία πήρε  να τον κυριεύει,  τι είχε κάνει λάθος κι όλα πήγαν στραβά,  γιατί να μην τους  ακούσει λίγο νωρίτερα προτού προλάβουν να τα πάρουν όλα, αισθάνονταν εντελώς παραδομένος.  

Σήκωσε το βλέμμα,  από μακριά φαίνονταν μέσα στη νύχτα  η σιλουέτα του πύργου που ξεχώριζε  πάνω απ’  τα σπίτια και ψηλά στον ουρανό που είχε άνοιξε εντελώς,  τα αστέρια εξακολουθούσαν να κατρακυλούν αέναα   στους αδιόρατους ουράνιους καταρράχτες που είχαν φτιαχτεί στη διάρκεια εκατομμυρίων ετών.  Όλα εκεί πάνω υπάκουαν στους νόμους του σύμπαντος  και λειτουργούσαν αρμονικά, όμως   οι άνθρωποι  είχαν φτιάξει του δικούς τους κανόνες  διαλύοντας κάθε έννοια τάξης.  Οι σκέψεις αυτές ήταν  λογικές αλλά δεν τον βοηθούσαν,  απελπισία είχε αρχίσει να τον πιάνει και δοκίμασε ν’ ανάψει τσιγάρο να διώξει την  αγωνία του , έβαλε το χέρι στη τσέπη ψάχνοντας   το κουτί με τα σπίρτα   όταν άκουσε έναν τρομερό θόρυβο,  γύρισε και είδε στο σκοτάδι  ένα  κομμάτι του βουνού τεράστιο  να ξεκολλά και να πέφτει  σα ποτάμι χωμάτινο σκεπάζοντας ολόκληρο  το αυτοκίνητο.

Για μερικά λεπτά ακούγονταν  ο κρότος από τις πέτρες που κατρακυλούσαν στην πλαγιά κι έπεφταν  με  δύναμη στο τσιμέντο του δρόμου σκορπώντας σε μικρότερα κομματάκια.  Όλα είχαν γίνει πολύ απότομα και γρήγορα,  ύστερα επικράτησε  ησυχία καταλυτική  και το τοπίο επανήλθε στην αρχική του κατάσταση,  το φορτηγό με τα καλάθια στέκονταν ανέπαφο σε μια μεριά του λατομείου, η σελήνη   συνέχισε να σεργιανά  ψηλά ατάραχη  σα να μην είχε συμβεί τίποτα ενώ  τ’  αστέρια εξακολουθούσαν  να κυλούν σα διαμάντια φωτεινά στο ουράνιο στερέωμα διαγράφοντας τις προκαθορισμένες ουράνιες τροχιές τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...