Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

ΤΑ ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ ΑΥΛΑΚΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Ένα βουνό χιονισμένο είχα δει στον ύπνο μου, χαράδρες, γκρεμοί άσπροι, πέτρες, βράχια, τα είχα απέναντι μου όπως βλέπεις τον Όλυμπο όταν είσαι στην παραλία αλλά αυτά έμοιαζαν να βρίσκονται πολύ κοντά, φαινόταν πολύ καθαρά, έλεγες ότι αν περπατούσες λίγο θα μπορούσες να τ’ αγγίξεις, ξύπνησα με μια διάθεση πολύ ωραία, καιρό είχα να δω τόσο όμορφο όνειρο.

Αιτία ήταν βέβαια ότι μετά από καιρό δεν είχαμε πολύ δουλειά εκείνο το Σάββατο και το αφεντικό μας έδιωξε νωρίς, πόσον καιρό είχα θε μου να καθίσω ένα απόγευμα στο σπίτι, δεν ήθελα να πάω πουθενά έκανα, ένα μπάνιο και ξάπλωσα στον καναπέ ώρες πολλές, ξεκουράστηκα πραγματικά.

Στη δουλειά είχαμε πεθάνει, σου μιλάω για μεγάλη φούρια, παραλαβές καινούριες ερχότανε όλη την ώρα, μας είχαν σακατέψει, στην αποθήκη επικρατούσε ένα χάος, παντού υπήρχαν φακελάκια και σκευάσματα διάφορα, σακουλάκια, κουτάκια, συσκευασίες όλων των μεγεθών, σκόνες, τρόφιμα, ότι μπορείς να φανταστείς, όλα πεταμένα τριγύρω. Δε μπορούσες να λειτουργήσεις μέσα σ εκείνο τον πανικό, σ’ έπιανε ζαλάδα, και σα να μην έφταναν όλα αυτά είχαν βάλει κι εκεί στη μέση του χώρου ένα ψυγείο τεράστιο που μου είχε σπάσει τα νεύρα, , δε μπορούσα να κουνηθώ, με είχε στριμώξει άσχημα!

Και το ήξερα ότι εκείνος ο ηλίθιος ο Α το είχε βάλει το ψυγείο στη μέση επίτηδες γιατί τον είχα πάρει παραμάζωμα κάνα δυο φορές και δεν ήξερε που να κρυφτεί. Στο τέλος με απέφευγε συστηματικά, δε πατούσε το πόδι του όσο ήμουν εκεί, έλεγε ότι θα φύγει αλλά σιγά . Και δεν ήταν μόνο αυτός, ήταν κι η άλλη η βλαμμένη η Δ που τον υποστήριζε ‘’Έχει δίκιο ο Α, το ψυγείο πρέπει να είναι εδώ, βολεύει καλύτερα, γιατί το μετακινείς όλη την ώρα ; ‘’ – ‘’ Bρε δε πας στο διάβολο!’’ ήθελα να της πω. Την πρώτη μέρα δεν το άντεξα, κίνησα γη και ουρανό, έβγαλα έξω ένα σωρό αντικείμενα, καρέκλες τραπέζια ότι υπήρχε γύρω και τόβαλα στη θέση του. Το μεσημέρι το αφεντικό ζητούσε τα ρέστα για τις μετακινήσεις, μα τι πρήχτης, ‘’Δε μπορώ ρε φίλε, δεν αντέχω, πάρτε το από μπροστά μου, ελάτε εσείς να δουλέψετε εδώ πέρα!’’ του πέταξα, αλλά στου κουφού τη πόρτα ... Με την αλλαγή της βάρδιας ήρθε ο Α να δει τι γίνεται, δεν είπε τίποτα, αυτή ήταν η τακτική του, τόπαιζε αδιάφορος, το βράδυ στη βάρδια του μαζί με την άλλη τη χαζή άλλαζαν τη θέση και ξανάφερναν στη μέση το καταραμένο το ψυγείο, ήμουν σίγουρος ότι στο τέλος θα το κάρφωναν στο πάτωμα με κάποιο τρόπο μόνο και μόνο για να μου τη σπάνε, ήμουν μες τα νεύρα, είχα σκάσει, δεν ήξερα τι να κάνω, όμως τελικά σκέφτηκα ‘’Δεν τους αφήνεις να πάνε στον διάβολο!’’

Βέβαια αφού μου την είχαν σπάσει ένα κάρο φορές είχα βρει την άκρη με τον Α και τους βλάκες τους άλλους, είχα ταχτοποιηθεί σε μια δεύτερη δουλειά τα απογεύματα και δε πα να χτυπιόταν, εγώ είχα την εναλλακτική μου κι άμα μου την έδινε θα την κοπανούσα κι ας με ψάχνανε. Πολλές φορές πάλι για να μη τους βλέπω πήγαινα στα διαλείμματα και καθόμουν με τον φίλο μου τον Παναγιώτη, στο γραφειάκι του εκεί στον έβδομο όροφο, αυτός έψαχνε όλη την ώρα δεν ξέρω και εγώ τι στον υπολογιστή κι εγώ χάζευα τα διαμερίσματα απέναντι άλλος έτρωγε άλλος διάβαζε άλλος κάπου μιλούσε, ήταν σαν βλέπεις τέσσερις πέντε ιστορίες να διαδραματίζονται ξεχωριστά . Αυτό ήταν για μένα μια όαση απ’ το τρελάδικο που επικρατούσε στη δουλειά με όλους εκείνους τους παλαβούς και τα ψυγεία τους και τις παραλαβές τους. Ξεχνιόμουν εκεί όπερα κοιτάζοντας μια τους απέναντι και μια τον ακάλυπτο χώρος που ήταν σκεπασμένος από έναν κισσό τεράστιο σκαρφαλωμένο στην πολυκατοικία, όλο το καλοκαίρι εκείνο το θέαμα των πράσινων γυαλιστερών φύλλων που κυριαρχούσε πάνω στο γκρι με ηρεμούσε, μιλάμε τα ξεχνούσα όλα σ’ εκείνο το μέρος , είχε και ησυχία απεριόριστη γιατί όλοι οι δικηγόροι κι οι μηχανικοί που σύχναζαν εκεί πέρα έλειπαν στις καλοκαιρινές τους διακοπές, ...


Αυτό το σκηνικό ήταν μια ανάπαυλα σωτήρια ρε φίλε, αν δεν είχα και την Β στο σπίτι να γκρινιάζει θα ήταν όλα, καλά όμως τελευταία με είχε ταράξει, όλη την ώρα μου φώναζε ότι ψώνιζα συνέχεια τα λάθος πράγματα, ‘’Γιατί μου έφερες αυτό το απορρυπαντικό ενώ εγώ σου είχα πει το άλλο, γιατί δε πήρες την προσφορά που είχανε, που είχες τα μάτια σου, μα τις στραβός άνθρωπος, τι βλάκας που είσαι, δεν ξέρεις να κάνεις οικονομία, θα μας βάλεις μέσα!’’ Ύστερα συνέχιζε ‘’Γιατί δε βγάζεις τα παπούτσια σου όταν μπαίνεις στο σπίτι, που πετάς τα ρούχα σου, γιατί δεν πλένεις τα χέρια σου, γιατί έφαγες από το δικό μου το πιάτο που το είχα χωρίσει στην άκρη και ήταν όπως το ήθελα ενώ το δικό σου το είχα παραγεμίσει με όλες τις βλακείες όπως το θες, μα τι χαμένος που είσαι!’’ καλά άμα την έπιανε εκείνη η μανία και η λύσσα δε γλύτωνες με τίποτα, ήσουν χαμένος από χέρι.


Τα βράδια όταν σχολούσα τα φώτα των δρόμων ανάβανε νωρίτερα, είχε αρχίσει να φθινοπωριάζει, μες τη θολούρα του δειλινού οι φιγούρες των ανθρώπων και των οχημάτων διαλύονταν, μουσικές έπαιζαν από κάποιους πλανόδιους κι όταν έπιανε να βρέχει σιγανά ήταν ένα όνειρο. Στα τυροπιτάδικα νευρικά κορίτσια πήγαιναν κι ερχόντουσαν πίσω απ’ τους πάγκους, πελάτες σπαστικοί γκρίνιαζαν όλη την ώρα ζητώντας τον ουρανό με τ’ άστρα, στα φαγάδικα πιάτα με χορταρικά, ψάρια κι άλλα πλάσματα μυστήρια. Όπου και να γυρνούσες το βλέμμα δεν έβλεπες τίποτα άλλο από μετανάστες μελαχρινούς που είχαν κατακλύσει την πόλη και δεν ήξερες αν είχαν καλές ή κακές προθέσεις, μετανάστες παντού, πρεζόνια, ζητιάνοι και σκυλιά αδέσποτα, μα πόσα σκυλιά υπάρχουν σ’ αυτή την πόλη, ένα κοπάδι από δαύτα τριγυρνούσε έξω από κει που δουλεύαμε, τη νύχτα μετατρέπονταν σε αγέλη κι αγρίευαν μια φορά είχαν επιτεθεί στην βλάκα τον Α - ποιος ξέρει πως τα είχε ερεθίσει- και τρέχαμε να τα διώξουμε…


Η βδομάδα ήταν γεμάτη ως συνήθως αλλά η σαββατιάτικη ξεκούραση και το όνειρο με το βουνό το χιονισμένο με είχαν φρεσκάρει, δεν είχε ακόμα χαράξει όταν ξυπνήσαμε με την Β και μιλούσαμε σιγανά, ήταν στα καλά της και τότε την αγαπούσα πραγματικά, μου έλεγε για τότε που ήταν μικρή και καθόταν το φθινόπωρο στην αυλή του σπιτιού της να διαβάσει ανάμεσα σε λουλούδια κίτρινα φθινοπωρινά, τα είχε φυτέψει ο πατέρας της κι έβγαιναν μέσα από βολβούς που φύτρωναν παντού τριγύρω, η μάνα της κεντούσε ήσυχη κι εκείνη διάβαζε τα βιβλιαράκια της για το σχολείο, αυτή η εικόνα στον κήπο ήταν από τις καλύτερες αναμνήσεις που είχε. Καθόμασταν εκεί ξαπλωμένοι και τα λέγαμε κοιτάζοντας το ταβάνι, σχεδιάζαμε καμιά εκδρομή που θα μπορούσαμε να πάμε το χειμώνα και για μια δουλεία που μου είχε προτείνει εκείνο το λαμόγιο ο Τ αλλά δεν του είχαμε και πολύ εμπιστοσύνη, μετά με φίλησε στο στόμα, γύρισε πλευρό κι αποκοιμήθηκε, δεν έλεγε να χορτάσει ύπνο όλη τη βδομάδα στη δουλειά σκοτώνονταν, ειδικά τα απογεύματα τους είχαν σαπίσει, είχε χάσει πέντε κιλά, κι εγώ απορούσα τι είχε αλλάξει πάνω της …


Την Κυριακή το πρωί ένιωθα πολύ ωραία, Σηκώθηκα νωρίς και βγήκα μια βόλτα να ξεμουδιάσω, κείνη την ώρα το φεγγάρι σεργιανούσε ξεχασμένο στον ουρανό, οι ανθοπώλες έβαζαν μπροστά στα μαγαζιά τους χρυσάνθεμα κοκκινωπά κι ορχιδέες άσπρες, μια γυναίκα είχε βγάλει βόλτα τα δυο τεράστια σκυλιά της, τα κρατούσε δεξιά κι αριστερά της σα να ήταν άλογα, ένας ζητιάνος έξω από κάποιο περίπτερο μου ζήτησε κανένα ψιλό, ο περιπτεράς τον παραμάζεψε ‘’Μην ενοχλείς τους πελάτες !’’ του φώναξε. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, κάτι παιδιά πίσω από μια βιτρίνα ετοίμαζαν φρούτα για χυμούς κι εγώ για πρώτη φορά μετά από καιρό ένιωθα ότι μπορούσα να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά και να ηρεμήσω, όλα ΄’έδειχναν σιγά- σιγά να μπαίνουν στη θέση τους μετά από πολύ καιρό, αν έβρισκα ένα τρόπο να ξεφορτωθώ και τον Α με κείνη την χαμένη τη φιλενάδα του θα ήμουν ευτυχισμένος...

Με το που μπήκα στην αποθήκη το απόγευμα της τη Δευτέρας βρήκα το ψυγείο καρφωμένο στο πάτωμα με κάτι σανίδια, έπρεπε να το περιμένω, ήθελα να εξαφανιστώ από κει όπως ήμουνα, μα πόσο βλάκας είχα φανεί που δεν έφυγα το καλοκαίρι, τότε που μπορούσα, αλλά βλέπεις είχα ακούσει το αφεντικό που έλεγε ότι με χρειαζόταν οπωσδήποτε, ότι ήμουν απαραίτητος στη επιχείρηση ότι χωρίς εμένα δε μπορούσε κι εγώ τον είχα πιστέψει μα πόσο ηλίθιος στάθηκα! Αποφάσισα να τα καταπιώ όλα και να κάνω υπομονή, την άλλη μέρα θα έβλεπα τι θα έκανα, μια μέρα ακόμα θα το άντεχα, το πιο δύσκολο απ’ όλα ήταν ότι έπρεπε να υποστώ εκτός των άλλων και τη γιορτή που είχαν ετοιμάσει για τα γενέθλια της Δ, είχαν καλέσει αν έχεις το θεό σου, όλους που δε χώνευα, εκείνον με τη φάτσα του τοτέμ, τον άλλον που του άρεσε να τραγουδάει καραόκε, εκείνη τη ξεβαμμένη που δεν τη χώνεψα ποτέ μου, τον άλλον που κάτι μου είχε πει μια φορά κι είχαμε σκοτωθεί, και τον Α που μου είχε κάνει εκείνο το χουνέρι με το ψυγείο γυρίζοντας τα μυαλά μου ανάποδα.

Περίμενα να περάσει η ώρα όπως όπως και προς τη λήξη της βάρδιας αποφασίσανε επιτέλους να κόψουν τη τούρτα, μαζεύτηκαν όλοι, ο Α που φαίνονταν ενθουσιασμένος με το πανηγύρι έβγαλε απ’ την τσέπη του κάτι κόκκινα δυναμιτάκια κι άρχισε να τα σκάει στο πεζοδρόμιο έξω απ’ το μαγαζί, κείνη την ώρα περνούσε και το κοπάδι με τα σκυλιά κι όλοι γέλασαν καθώς ο Α πέταξε μια στοίβα από τα εκρηκτικά κατά πάνω τους, τα ζώα κατατρόμαξαν κι έφυγαν γαυγίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις ενώ όλοι γελούσαν .

Δεν είχα καμιά όρεξη πια να μείνω εκεί πέρα, έφυγα όπως ήμουνα, όσο απομακρυνόμουν ένιωθα ανακούφιση, δεν υπήρχε περίπτωση να συνεχίσω σ εκείνη τη δουλειά, χτύπησε το τηλέφωνο ‘’Που είσαι αγάπη μου; ‘’ ευτυχώς θε μου η Β ήταν στα καλά της. Τάχυνα το βήμα κι όπως έστριβα σε μια γωνιά σκοτεινή είδα ένα μηχανάκι να γκαζώνει, ήταν ο Α που πήγαινε να φέρει ποτά από μια κάβα, στην άκρη του δρόμου το κοπάδι με τα σκυλιά είχε μαζευτεί γύρω από έναν κάδο ψάχνοντας τα σκουπίδια, με το που άκουσαν το μηχανάκι κάτι τα έπιασε και χίμηξαν όλα κατά πάνω του σα να γνώρισαν τον οδηγό, ένα απ’ αυτά βρέθηκε μπροστά στη μηχανή που έκανε έναν ελιγμό απότομο, ντεραπάρισε και τελικά έπεσε στο δρόμο με τον αναβάτη να σέρνεται για κάμποσα μέτρα. Έτρεξα να δω τι στο δαίμονα γινότανε, τον είδα ξαπλωμένο και τον τράβηξα στην άκρη μακριά από τα σκυλιά, έμοιαζε χλωμός, δε φαίνονταν καλά, βαριανάσαινε,  έσκυψα κοντά του και τον  άκουσα να ψιθυρίζει μια φράση που δεν κατάλαβα ποτέ : ‘’Στο ξέφωτο πίσω απ’  τον καταρράκτη πρόσεχε τα χρυσαφένια  αυλάκια του νερού !’’,  κείνη τη στιγμή ακριβώς άναψαν  όλα τα φώτα του δρόμου σα είχε δοθεί κάποιο σύνθημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...