Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΑ ΚΥΠΕΛΑ ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ

‘’Δώσε μου νερό, χάνομαι, έχω στεγνώσει από τη δίψα, παιδί της γης είμαι και του έναστρου ουρανού!’’, Αυτά ήταν τα λόγια που έπρεπε να πεις όταν θα σ’ έπιανε δίψα τρομερή κάτω στον Άδη και θα κοράκιαζε η γλώσσα σου καθώς θα περιπλανιόσουν ανάμεσα σε σπηλιές και μονοπάτια σκοτεινά. Ήταν γραμμένα πάνω σε μια πλάκα χρυσή που είχε βρεθεί λέει σ’ έναν τάφο κάπου στην Κρήτη μαζί με οδηγίες πλοήγησης, κάτι σαν JPS για τους νεκρούς, γιατί ήταν πολύ σημαντικό λέει να ξέρεις τι θα πεις και τι απαντήσεις ακριβώς θα δώσεις. Νερό μπορούσες να πιεις μόνο από ένα συγκεκριμένο μέρος, από μια πηγή παγωμένη που κυλούσε δίπλα σ’ ένα κυπαρίσσι και τη φρουρούσε ένας φύλακας τρομαχτικός σα δράκος. Αυτός έκανε πάντα μια ερώτηση παράξενη κι αν δεν απαντούσες σωστά ήσουν καταδικασμένος στο μαύρο σκοτάδι.
 

Στο πάτωμα ήταν απλωμένα ένα σωρό χαρτιά, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο έμοιαζε αποπνικτική, γι άλλη δουλειά είχα έρθει εκεί πέρα, έψαχνα τα παλιά μου μπλοκάκια, τις αποδείξεις που έκοβα στους πελάτες μου, αναζητούσα διευθύνσεις για τις συστάσεις που μου είχαν ζητήσει για να με προσλάβουν κάπου, αυτός ήταν ο λόγος που ανακάτευα μια κούτα με πράγματα που είχα ετοιμάσει να κουβαλήσω και δεν είχα αξιωθεί ακόμα να το κάνω. Αντί γι’ αυτό είχα καταλήξει να διαβάζω ένα βιβλιαράκι με κείμενα αρχαίων ορφικών που πίστευαν σε θρησκείες αλλόκοτες και θεωρούσαν ότι η ζωή αρχίζει μετά το θάνατο, δε μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση παλιά και γι’ αυτό το είχα αφήσει παραπεταμένο όμως τώρα μου είχε τραβήξει την προσοχή χωρίς να ξέρω γιατί.
 

Ο λόγος που είχα έρθει εκεί πέρα ήταν να βρω υλικό για ένα βιογραφικό, όλο το καλοκαίρι το σκεφτόμουν και με είχε στοιχειώσει, δεν ήξερα πώς να το κάνω, από πού ν’ αρχίσω, με είχε αγχώσει. Το άφηνα όλο πίσω γι’ αργότερα κι όταν μου τηλεφώνησαν να δουν αν τόχω έτοιμο μ’ έπιασε πανικός, έπρεπε να κινηθώ γρήγορα άλλα που να βρεις άκρη, είχα αλλάξει σπίτι, είχε διαλυθεί και το παλιό μου τηλέφωνο πρόσφατα κι ούτε που προνόησα να σώσω ένα σωρό νούμερα, μα τι άχρηστος ! Όπως τα είχα καταφέρει ένα κάρο συστάσεις είχαν χαθεί, φοβόμουν ότι είχα πετάξει όλα τα χαρτιά μου στη μετακόμιση κι άντε να βρεις άκρη μετά, δεν υπήρχε περίπτωση ούτε με σφαίρες να φτιάξω ένα αρχείο της προκοπής. Ευτυχώς το παλιό μου σπίτι δεν είχε νοικιαστεί ακόμα και κρατούσα το κλειδί, πήγα και βρήκα το χαρτοκιβώτιο εκείνο όπου ήλπιζα ότι θα έβρισκα κάτι χρήσιμο…
 

Όπως ήταν σφραγισμένος ο χώρος για καιρό δεν ένιωθες και πολύ ευχάριστα, άνοιξα τις μπαλκονόπορτες κι άρχισα να ψάχνω ανάμεσα σε τετράδια και βιβλία που είχα στοιβάξει στο κιβώτιο, τελικά βρήκα έναν φάκελο, από τύχη είχε γλυτώσει γιατί μια εποχή με είχε πιάσει μια μανία και τα εξαφάνιζα όλα. Στον φάκελο είχα κρατήσει τα αποκόμματα απ’ τα μπλοκάκια αποδείξεων που έκοβα, τώρα πλέον είχα αυτό που γύρευα, μπορούσα να πατήσω κάπου, είχα μια ελπίδα. Συνηδειτοποίησα ότι είχα δουλέψει μ’ ένα σωρό ανθρώπους που δε μου έλεγαν τίποτα, τι σήμαιναν εκείνα τα ονόματα, που τους ήξερα, τι διευθύνσεις άκυρες ήταν αυτές που έβλεπα, δε μπορούσα να καταλάβω, ζόριζα το μυαλό μου να θυμηθεί όμως δε γίνονταν τίποτα, με πολύ κόπο κατάφερνα να επαναφέρω στη μνήμη κάποιους, οι άλλοι μου φαίνονταν άγνωστοι παντελώς. Έπρεπε όμως ν’ αποδείξω την προϋπηρεσία μου με κάποιο τρόπο, έπρεπε να βρω όλους τους πελάτες με τους οποίους είχα συνεργαστεί και να φτιάξω έναν κατάλογο όσο μεγαλύτερο γίνονταν, πως δεν το είχα σκεφτεί τόσον καιρό, και να φανταστείς ότι όλους αυτούς τους έβλεπα κατά καιρούς στο δρόμο, μιλούσαμε, συζητούσαμε κι ούτε που μ’ έκοβε να τους ζητήσω ένα τηλέφωνο, μα τι ηλίθιος που ήμουν!

Αυτό το βιογραφικό με είχε στοιχειώσει αλλά έπρεπε με κάποιο τρόπο να το τελειώσω, να προχωρήσω παρακάτω κι ότι ήθελε ας γίνονταν. Είχα φτιάξει με πολύ κόπο μια μορφή πρόχειρη που ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήταν ότι καλύτερο αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό μπορούσα να κάνω, θα τους το πήγαινα κι ας έλεγαν ότι θέλανε. Γιατί αν άφηνα το πράγμα να κυλάει έτσι θα μου έτρωγε όλο το φθινόπωρο που είναι η αγαπημένη μου εποχή αλλά μέχρι να στρώσουν τα πράγματα σε σαπίζει στη πίεση. Ένα σωρό δουλειές πρέπει να γίνουν όλες μαζί, ένα σωρό λογαριασμοί έχουν να πληρωθούν, δε προλαβαίνεις με τίποτα, τρέχεις σαν ιλίθιος και το αποτέλεσμα μηδέν. Κάθε χρόνο Σεπτέμβριος μου είναι ένα τρελοκομείο σκέτο κι αυτός δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, δε κοιμόμουν καλά, έτρωγα ότι να ναι, δε πρόσεχα καθόλου τον εαυτό μου, κυκλοφορούσα με μάτια κόκκινα απ’ την αϋπνία, ένιωθα να ιδρώνω στα καλά καθούμενα, ήταν σίγουρο ότι στο τέλος θ’ αρρώσταινα.

Αυτό που με τρέλαινε πιο πολύ ήταν ότι θα μπορούσα να δουλέψω μαζί μ’ έναν φίλο που τον ήξερα από παλιά, απ’ το πανεπιστήμιο, κάναμε πολύ παρέα τότε και τώρα μου είχε προτείνει να με πάρει εκεί που δούλευε, ήταν φοβερή ευκαιρία που δεν ήθελα να χάσω γι’ αυτό είχα στρεσαριστεί. Ο φίλος ήταν από εκείνους που ξέρουν να βγάζουν χρήματα, και το είχε πετύχει, άμα σύγκρινες τη ζωή μου με τη δική του θα έλεγες ότι εγώ δεν είχα κάνει τίποτα, ήμουν ακόμα στον πάτο, με είχαν φάει τα διαβάσματα κι οι αναζητήσεις, είχα χαθεί κάπου στη πορεία και προσπαθούσα να βρω άκρη ενώ αυτουνού όλα έμοιαζαν ταχτοποιημένα, με βάση τα κυρίαρχα στάνταρ θα έλεγες ότι είχε πετύχει. .

Ταυτόχρονα ασχολούνταν μ’ ένα κάρο πράγματα, διάβαζε βιβλία, δραστηριοποιούνταν δεξιά κι αριστερά, έκανε ταξίδια και τελευταία συμμετείχε σε μια ομάδα που αναστήλωνε θέατρα αρχαία σ’ όλη τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, Σικελία, Λιβύη, Τυνησία, Ιορδανία, Αίγυπτο, άκου τώρα ρε φίλε.  Βέβαια αυτό δε μπορούσα να το καταλάβω, πως μπορεί ταυτόχρονα να είσαι υλιστής, να κυνηγάς τα λεφτά με κάθε τρόπο, να ξοδεύεις ΄τόσο πολύ χρόνο κι ενέργεια σ αυτή τη βλακεία, και να έχεις από την άλλη ανησυχίες πνευματικές, ενδιαφέροντα κοινωνικά, αυτά τα δυο πάντα τα έβρισκα ασυμβίβαστα. Βέβαια αυτά ήταν  δικές μου σκέψεις  που σιγά μη τις συμμερίζονταν,  αυτός έτσι την έβρισκε κάθε καλοκαίρι,  έχτιζε   πέτρες μες το λιοπύρι και την ερημιά, έστρωνε πλάκες, έσκαβε ορύγματα, έχτιζε τοίχους, μου είχε δείξει φωτογραφίες από μια αναστήλωση κάπου στην Περσία , το μέρος έμοιαζε πολύ κουφό. Περνούσε λέει καλά εκεί πέρα, η αποστολή του είχε σκοπό ν’  ανακαλύψει τον τάφο του Δαρείου, του περίφημου βασιλιά, είχαν διαβάσει κάπου ότι ο  θρυλικός μονάρχης είχε θάψει μαζί του  του όλο  το μυθικό του οπλοστάσιο και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε,  τα πιο εντυπωσιακά  κατά πως λέγανε τα αρχαία  βιβλία ήταν τα κύπελα του,  λέγανε ότι δεν υπήρχαν σαν αυτά,  τόσο  όμορφα ήταν,  όλο χρυσάφι  κι ασήμι και σμάλτα περίτεχνα με σκηνές από κυνήγια και πολέμους, καλά   αν έκαναν  μια τέτοια ανακάλυψη θα ήταν φοβερό!

Όπως και να είχε έκανε καλή παρέα, καθόταν εκεί πέρα και σου αράδιαζε ένα σωρό ιστορίες για τα ταξίδια του και τους αρχαίους, είχε ψώνιο με δαύτους, ότι έκαναν το έβρισκε σωστό, δεν παραδέχονταν κανέναν άλλο, ούτε χριστιανούς ούτε τίποτα, πίστευε σε κάτι θεωρίες για τη μετεμψύχωση, ότι με τα το θάνατο περνάς σ’ άλλη φάση, κάτι τέτοιο λέει είχε κάνει ο Πυθαγόρας που ήταν ψαράς στην άλλη ζωή του κι έπειτα ήλθε με τη μορφή που τον ξέρουμε, εγώ πάλι δεν τα πολυπίστευα κάτι τέτοια, είχα διαβάσει κατά καιρούς τέτοια σχετικά ούτε που θυμόμουν που, ακούγονταν ωραία πάντως, αυτή η πλευρά τυυ φίλου μου μπορώ να σου πω ήταν ο βασικός λόγος που ήθελα να δουλέψω μαζί του.

‘’Δώσε μου νερό, χάνομαι, έχω στεγνώσει από τη δίψα, παιδί της γης είμαι και του έναστρου ουρανού!’’, Αυτά ήταν τα λόγια που έπρεπε να πεις όταν θα σ’ έπιανε δίψα τρομερή κάτω στον Άδη και θα κοράκιαζε η γλώσσα σου καθώς θα περιπλανιόσουν ανάμεσα σε σπηλιές και μονοπάτια σκοτεινά. Ήταν γραμμένα πάνω σε μια πλάκα χρυσή που είχε βρεθεί λέει σ’ έναν τάφο κάπου στην Κρήτη μαζί με οδηγίες πλοήγησης, κάτι σαν JPS για τους νεκρούς, γιατί ήταν πολύ σημαντικό λέει να ξέρεις τι θα πεις και τι απαντήσεις ακριβώς θα δώσεις. Νερό μπορούσες να πιεις μόνο από ένα συγκεκριμένο μέρος, από μια πηγή παγωμένη που κυλούσε δίπλα σ’ ένα κυπαρίσσι και τη φρουρούσε ένας φύλακας τρομαχτικός σα δράκος. Αυτός έκανε πάντα μια ερώτηση παράξενη κι αν δεν απαντούσες σωστά ήσουν καταδικασμένος στο μαύρο σκοτάδι.
 

Στο πάτωμα ήταν απλωμένα ένα σωρό χαρτιά, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο έμοιαζε αποπνικτική, γι άλλη δουλειά είχα έρθει εκεί πέρα, έψαχνα τα παλιά μου μπλοκάκια, τις αποδείξεις που έκοβα στους πελάτες μου, αναζητούσα διευθύνσεις για τις συστάσεις που μου είχαν ζητήσει για να με προσλάβουν κάπου, αυτός ήταν ο λόγος που ανακάτευα μια κούτα με πράγματα που είχα ετοιμάσει να κουβαλήσω και δεν είχα αξιωθεί ακόμα να το κάνω. Αντί γι’ αυτό είχα καταλήξει να διαβάζω ένα βιβλιαράκι με κείμενα αρχαίων ορφικών που πίστευαν σε θρησκείες αλλόκοτες και θεωρούσαν ότι η ζωή αρχίζει μετά το θάνατο, δε μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση παλιά και γι’ αυτό το είχα αφήσει παραπεταμένο όμως τώρα μου είχε τραβήξει την προσοχή χωρίς να ξέρω γιατί.


Ο λόγος που είχα έρθει εκεί πέρα ήταν να βρω υλικό για ένα βιογραφικό, όλο το καλοκαίρι το σκεφτόμουν και με είχε στοιχειώσει, δεν ήξερα πώς να το κάνω, από πού ν’ αρχίσω, με είχε αγχώσει. Το άφηνα όλο πίσω γι’ αργότερα κι όταν μου τηλεφώνησαν να δουν αν τόχω έτοιμο μ’ έπιασε πανικός, έπρεπε να κινηθώ γρήγορα άλλα που να βρεις άκρη, είχα αλλάξει σπίτι, είχε διαλυθεί και το παλιό μου τηλέφωνο πρόσφατα κι ούτε που προνόησα να σώσω ένα σωρό νούμερα, μα τι άχρηστος ! Όπως τα είχα καταφέρει ένα κάρο συστάσεις είχαν χαθεί, φοβόμουν ότι είχα πετάξει όλα τα χαρτιά μου στη μετακόμιση κι άντε να βρεις άκρη μετά, δεν υπήρχε περίπτωση ούτε με σφαίρες να φτιάξω ένα αρχείο της προκοπής. Ευτυχώς το παλιό μου σπίτι δεν είχε νοικιαστεί ακόμα και κρατούσα το κλειδί, πήγα και βρήκα το χαρτοκιβώτιο εκείνο όπου ήλπιζα ότι θα έβρισκα κάτι χρήσιμο…


Όπως ήταν σφραγισμένος ο χώρος για καιρό δεν ένιωθες και πολύ ευχάριστα, άνοιξα τις μπαλκονόπορτες κι άρχισα να ψάχνω ανάμεσα σε τετράδια και βιβλία που είχα στοιβάξει στο κιβώτιο, τελικά βρήκα έναν φάκελο, από τύχη είχε γλυτώσει γιατί μια εποχή με είχε πιάσει μια μανία και τα εξαφάνιζα όλα. Στον φάκελο είχα κρατήσει τα αποκόμματα απ’ τα μπλοκάκια αποδείξεων που έκοβα, τώρα πλέον είχα αυτό που γύρευα, μπορούσα να πατήσω κάπου, είχα μια ελπίδα. Συνηδειτοποίησα ότι είχα δουλέψει μ’ ένα σωρό ανθρώπους που δε μου έλεγαν τίποτα, τι σήμαιναν εκείνα τα ονόματα, που τους ήξερα, τι διευθύνσεις άκυρες ήταν αυτές που έβλεπα, δε μπορούσα να καταλάβω, ζόριζα το μυαλό μου να θυμηθεί όμως δε γίνονταν τίποτα, με πολύ κόπο κατάφερνα να επαναφέρω στη μνήμη κάποιους, οι άλλοι μου φαίνονταν άγνωστοι παντελώς. Έπρεπε όμως ν’ αποδείξω την προϋπηρεσία μου με κάποιο τρόπο, έπρεπε να βρω όλους τους πελάτες με τους οποίους είχα συνεργαστεί και να φτιάξω έναν κατάλογο όσο μεγαλύτερο γίνονταν, πως δεν το είχα σκεφτεί τόσον καιρό, και να φανταστείς ότι όλους αυτούς τους έβλεπα κατά καιρούς στο δρόμο, μιλούσαμε, συζητούσαμε κι ούτε που μ’ έκοβε να τους ζητήσω ένα τηλέφωνο, μα τι ηλίθιος που ήμουν!

Αυτό το βιογραφικό με είχε στοιχειώσει αλλά έπρεπε με κάποιο τρόπο να το τελειώσω, να προχωρήσω παρακάτω κι ότι ήθελε ας γίνονταν. Είχα φτιάξει με πολύ κόπο μια μορφή πρόχειρη που ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήταν ότι καλύτερο αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό μπορούσα να κάνω, θα τους το πήγαινα κι ας έλεγαν ότι θέλανε. Γιατί αν άφηνα το πράγμα να κυλάει έτσι θα μου έτρωγε όλο το φθινόπωρο που είναι η αγαπημένη μου εποχή αλλά μέχρι να στρώσουν τα πράγματα σε σαπίζει στη πίεση. Ένα σωρό δουλειές πρέπει να γίνουν όλες μαζί, ένα σωρό λογαριασμοί έχουν να πληρωθούν, δε προλαβαίνεις με τίποτα, τρέχεις σαν ιλίθιος και το αποτέλεσμα μηδέν. Κάθε χρόνο Σεπτέμβριος μου είναι ένα τρελοκομείο σκέτο κι αυτός δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, δε κοιμόμουν καλά, έτρωγα ότι να ναι, δε πρόσεχα καθόλου τον εαυτό μου, κυκλοφορούσα με μάτια κόκκινα απ’ την αϋπνία, ένιωθα να ιδρώνω στα καλά καθούμενα, ήταν σίγουρο ότι στο τέλος θ’ αρρώσταινα.

Αυτό που με τρέλαινε πιο πολύ ήταν ότι θα μπορούσα να δουλέψω μαζί μ’ έναν φίλο που τον ήξερα από παλιά, απ’ το πανεπιστήμιο, κάναμε πολύ παρέα τότε και τώρα μου είχε προτείνει να με πάρει εκεί που δούλευε, ήταν φοβερή ευκαιρία που δεν ήθελα να χάσω γι’ αυτό είχα στρεσαριστεί. Ο φίλος ήταν από εκείνους που ξέρουν να βγάζουν χρήματα, και το είχε πετύχει, άμα σύγκρινες τη ζωή μου με τη δική του θα έλεγες ότι εγώ δεν είχα κάνει τίποτα, ήμουν ακόμα στον πάτο, με είχαν φάει τα διαβάσματα κι οι αναζητήσεις, είχα χαθεί κάπου στη πορεία και προσπαθούσα να βρω άκρη ενώ αυτουνού όλα έμοιαζαν ταχτοποιημένα, με βάση τα κυρίαρχα στάνταρ θα έλεγες ότι είχε πετύχει. .

Ταυτόχρονα ασχολούνταν μ’ ένα κάρο πράγματα, διάβαζε βιβλία, δραστηριοποιούνταν δεξιά κι αριστερά, έκανε ταξίδια και τελευταία συμμετείχε σε μια ομάδα που αναστήλωνε θέατρα αρχαία σ’ όλη τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, Σικελία, Λιβύη, Τυνησία, Ιορδανία, Αίγυπτο, άκου τώρα ρε φίλε.  Βέβαια αυτό δε μπορούσα να το καταλάβω, πως μπορεί ταυτόχρονα να είσαι υλιστής, να κυνηγάς τα λεφτά με κάθε τρόπο, να ξοδεύεις ΄τόσο πολύ χρόνο κι ενέργεια σ αυτή τη βλακεία, και να έχεις από την άλλη ανησυχίες πνευματικές, ενδιαφέροντα κοινωνικά, αυτά τα δυο πάντα τα έβρισκα ασυμβίβαστα. Βέβαια αυτά ήταν  δικές μου σκέψεις  που σιγά μη τις συμμερίζονταν,  αυτός έτσι την έβρισκε κάθε καλοκαίρι,  έχτιζε   πέτρες μες το λιοπύρι και την ερημιά, έστρωνε πλάκες, έσκαβε ορύγματα, έχτιζε τοίχους, μου είχε δείξει φωτογραφίες από μια αναστήλωση κάπου στην Περσία , το μέρος έμοιαζε πολύ κουφό. Περνούσε λέει καλά εκεί πέρα, η αποστολή του είχε σκοπό ν’  ανακαλύψει τον τάφο του Δαρείου, του περίφημου βασιλιά, είχαν διαβάσει κάπου ότι ο  θρυλικός μονάρχης είχε θάψει μαζί του  του όλο  το μυθικό του οπλοστάσιο και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε,  τα πιο εντυπωσιακά  κατά πως λέγανε τα αρχαία  βιβλία ήταν τα κύπελα του,  λέγανε ότι δεν υπήρχαν σαν αυτά,  τόσο  όμορφα ήταν,  όλο χρυσάφι  κι ασήμι και σμάλτα περίτεχνα με σκηνές από κυνήγια και πολέμους, καλά   αν έκαναν  μια τέτοια ανακάλυψη θα ήταν φοβερό!

Όπως και να είχε έκανε καλή παρέα, καθόταν εκεί πέρα και σου αράδιαζε ένα σωρό ιστορίες για τα ταξίδια του και τους αρχαίους, είχε ψώνιο με δαύτους, ότι έκαναν το έβρισκε σωστό, δεν παραδέχονταν κανέναν άλλο, ούτε χριστιανούς ούτε τίποτα, πίστευε σε κάτι θεωρίες για τη μετεμψύχωση, ότι με τα το θάνατο περνάς σ’ άλλη φάση, κάτι τέτοιο λέει είχε κάνει ο Πυθαγόρας που ήταν ψαράς στην άλλη ζωή του κι έπειτα ήλθε με τη μορφή που τον ξέρουμε, εγώ πάλι δεν τα πολυπίστευα κάτι τέτοια, είχα διαβάσει κατά καιρούς τέτοια σχετικά ούτε που θυμόμουν που, ακούγονταν ωραία πάντως, αυτή η πλευρά τυυ φίλου μου μπορώ να σου πω ήταν ο βασικός λόγος που ήθελα να δουλέψω μαζί του.

Κατ’ αρχάς όμως έπρεπε να του παρουσιάσω ένα καλό βιογραφικό κι εκεί είχα κολλήσει και δεν έλεγα να ξεμπλέξω, τα νεύρα μου είχαν σπάσει, νάμαι λοιπόν στο δωμάτιο του παλιού μου σπιτιού να ξεδιαλέγω μπλοκάκια κι αποκόμματα, γύρω μου κυλούσε η αγαπημένη μου εποχή κι εγώ όπως τα είχα κάνει δε μπορούσα να τη χαρώ. Στις λαϊκές πουλούσαν κυκλάμινα σε χρώματα φουξ και κόκκινα, οι γυναίκες επέστρεφαν από τις παραλίες με τα σώματά τους μαυρισμένα από τα μπάνια, κατά περίεργο τρόπο μερικές γίνονται πιο όμορφες μετά το καλοκαίρι, το μαύρισμα αναδεικνύει κάτι που δε μπορούσες να δεις πριν, σου δίνουν μια αίσθηση αλλιώτικη, πιο φρέσκια, άλλες πάλι μοιάζουν σα να χάνονται, σα να μαζεύουν, δεν τους πάει, ίσως είναι θέμα χαρακτήρα, ιδιοσυγκρασίας. Το πρωί που ξεκινούσα για τη δουλειά οι αχτίνες του ήλιου σκόνταφταν στα τζάμια των πολυκατοικιών κι εξακοντίζονταν σ’ όλες τις κατευθύνσεις, έξω απ’ το σπίτι έβλεπα πάντα μια μοτοσικλέτα ξαπλωμένη πλαγιαστά στο πεζοδρόμιο κι έναν παλιατζή να στοιβάζει χαρτόνια στο σαραβαλιασμένο τρίκυκλο του, τα πρωινά είχε πάντα δροσιά ωραία όμως όσο προχωρούσε η μέρα η ζέστη γίνονταν αφόρητη όπως τον Αύγουστο, ήταν σαν να αρνούνταν το καλοκαίρι να βγει, να δροσίσει λίγο επιτέλους!

Ήξερα ότι είχα στο παλιό μου το σπίτι για άλλο λόγο, καταλάβαινα ότι έχανα το καιρό μου διαβάζοντας ιστορίες για περιπλανήσεις πεθαμένων στον άλλο κόσμο, όπως το πήγαινα δεν θα συμπλήρωνα τις συστάσεις στον αιώνα τον άπαντα, κατάλαβες φίλε μου,  γιατί δε μπορείς να τα κάνεις όλα σ αυτή τη ζωή, διαλέγεις και παίρνεις, άμα θες τα λεφτουδάκια σου, την άνεση σου,  το αμαξάκι σου,  το σπιτάκι σου,  τη συνταξούλα σου,  τον γιατρουδάκο σου, πρέπει ν’ αφοσιωθείς εκεί πέρα,  να στραγγίξεις στο γραφείο και στο μαγαζί ώρες ατελείωτες,  να τα ξεχάσεις  όλα, ε δε μου πήγαινε ποτέ αυτό το πράγμα!

Γύρισα μια άλλη σελίδα στην τύχη όπου έλεγε για κάποιον γέρο βοσκό που κρυμμένος πίσω από ένα βράχο είδε τη γη ν’ ανοίγει για να βγει από κει μέσα το κάθαρμα ο Πλούτωνας που κουβαλούσε στο άρμα του την Περσεφόνη γιατί του γυάλισε το κοριτσάκι, άρπαξε την κοπέλα, βυθίστηκε στα τάρταρα κι άντε να τον βρεις, ο βοσκός έτυχε να είναι ο μοναδικός μάρτυρας και του είχαν πεταχτεί τα μάτια, φαντάσου ρε φίλε τι έβλεπαν τότε οι άνθρωποι. Εκείνες οι διηγήσεις μ’  εξιτάριζαν όλο και περισσότερο κι ήθελα να διαβάσω, να ψάξω λεπτομέρειες στη βιβλιοθήκη ή όπου αλλού υπήρχαν  πληροφορίες για κείνα τα πράγματα και τις ιστορίες των ανθρώπων, το βιογραφικό μπορούσε λίγο ακόμα να περιμένει, δε θα χαλούσε ο κόσμος.

Καμιά φορά τυχαίνει να νιώσεις ότι διαβάζοντας  κάτι που γράφτηκε  πριν από χιλιάδες χρόνια επικοινωνείς με κάτι άπιαστο και μακρινό κι αξεπέραστο,  πλησιάζεις κόσμους  που δεν τους είχες φανταστεί, νιώθεις  εποχές  που  οι άνθρωποι μπορούσαν να μιλήσουν απευθείας με το θεό και να πουν  ιστορίες σαν εκείνη του Τυφώνα του Τιτάνα που κατάφερε - άκου να δεις τώρα ρε φίλε- κι έφτασε μέχρι τα παλάτι του Δία, είχε μπει ήδη μέσα,  είχε περάσει τις πύλες και κατευθύνονταν προς τα δώματα όπου ο θεός κοιμόταν καλή του ώρα, μέχρι να ξυπνήσει θα τον είχε πάρει ο τυφώνας παραμάζωμα,  ευτυχώς την τελευταία στιγμή τον πήρε χαμπάρι και τον κεραυνοβόλησε λέει μ’ ένα αστροπελέκι, θα με καταλάβαινε σίγουρα ο φίλος μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...