Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ

Η νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων ήταν σπουδαία έλεγε ο πατέρας μου κι εγώ κοιτούσα το βράδυ κατά τον ουρανό μήπως δω κανένα άστρο να γκρεμίζεται και να κατρακυλά στο κενό. Με το που χτυπούσαν οι καμπάνες μέσα μες τ’ άγρια χαράματα η μάνα μου ερχόταν στην κρύα κάμαρα όπου κοιμόμουν και με ξυπνούσε για να πάω στην εκκλησία και να βοηθήσω τον παπά και τον ψάλτη διαβάζοντας καμιά προφητεία, κανέναν Απόστολο ή ψάλλοντας κανένα κανόνα απ’ τον όρθρο. Θυμάμαι μια χρονιά που χιόνιζε και περπατούσαμε με τη μάνα μου να με σκεπάζει μ’ ένα παλτό ενώ εγώ παρατηρούσα τις πατημασιές των ανθρώπων που είχαν προηγηθεί πάνω στο χιόνι.
Την προηγούμενη μέρα βγαίναμε με τον μικρό αδερφό μου για να πούμε τα κάλαντα παίρνοντας σβάρνα τα σπίτια του χωριού για να γεμίσουμε τις τσέπες με κέρματα περιμένοντας καμιά γλυκιά γυναίκα να μας δώσει κάτι περισσότερο, ύστερα γυρνούσαμε σπίτι για να τα σκορπίσουμε στο πάτωμα και να τα μετρήσουμε. Η αδερφή μου που ήταν πιο περπατημένη, τη χρονιά που μετακομίσαμε στο άλλο χωριό, το μικρό, το ξεμπέρδεψε νωρίς και καθώς ήταν μαθημένη από το άλλο χωριό το μεγάλο με τα ατέλειωτα σπίτια της κακοφάνηκε, έτσι την επόμενη φορά κοιμήθηκε στη γιαγιά μου σ’ εκείνο το παλιό σπίτι με τα μεγάλα περβάζια και το αρχαίο τζάκι κι έβγαλε το άχτι της.

Όταν γυρνούσαμε στο σπίτι μετά την λειτουργία των Χριστουγέννων κι όπως η μάνα μου μας είχε ταράξει στη νηστεία για σαράντα μέρες, πέφταμε σαν λυσσασμένοι στο λάχανο με το χοιρινό απ’ το ζώο που είχαμε σφάξει και το είχαμε κρεμασμένο στην αποθήκη για να σιτέψει. Η Πρωτοχρονιά δεν ήταν και τόσο σπουδαία. Η Πρωτοχρονιά για μας δεν ήταν και τόσο σημαντική, είχαμε πια χορτάσει και μας είχε φύγει η μανία για φαγητό, μαζευόμασταν όλοι στο κουζινάκι μας αποβραδίς, ο πατέρας μου έκοβε μια αυτοσχέδια πίτα με το χέρι του, μας την μοίραζε, ύστερα περνούσε από μπροστά μας ένα θυμιατό κι εμείς έπρεπε να κουνήσουμε κυκλικά το χέρι πάνω απ’ τους καπνούς και να πούμε «Καλώς ήρθε ο Άγιος Βασίλης και του χρόνου με υγεία». Έπειτα πήγαινε να θυμιάσει τα ζώα στο στάβλο ο οποίος ανέδυε ζέστη απ’ τους ατμούς που έβγαζαν οι αγελάδες απ’ τα ρουθούνια τους. Εμείς τρώγαμε το κανταΐφι που έφτιαχνε η μάνα μου με κάτι άσπρες λεπτές ίνες ζύμης που έψηνε στο φούρνο κι από πάνω έριχνε σιρόπι και καρύδια απ’ την καρυδιά μας που τα φυλάγαμε στο ταβάνι. Το κανταΐφι θύμιζε λίγο σούπα αλλά χρόνια αργότερα μια γυναίκα μου έδωσε να δοκιμάσω κάτι παρόμοιο και κατάλαβα ότι είχα υποτιμήσει το δικό μας. Αφού θυμιαζόμασταν ο πατέρας μου έφευγε για να πάει να παίξει χαρτιά ή ακορντεόν στις παρέες όπου τον καλούσαν. Δεν τον είχα δει ποτέ να παίζει ακορντεόν, μια φορά μόνο πολύ παλιά, αλλά τον έβλεπα στις φωτογραφίες με κάτι μουστακοφόρους να χαμογελούν και να γλεντούν σε πανηγύρια και γάμους, εκεί που οι γυναίκες ετοίμαζαν μεζέδες και σαρμαδάκια και κεφτεδάκια και κομμάτια κοτόπουλου και μεις τα μικρά κοιτούσαμε και μας τρέχαν τα σάλια…

Μια Πρωτοχρονιά ο πατέρας μου ήταν μες τα νεύρα, δεν μπορούσε να παει να χαρτοπαίξει γιατί έπρεπε να φυλάξει όλη τη νύχτα έξω απ’ το μέρος όπου είχαμε τα γουρούνια, οι θηλυκοί χοίροι έχουν τη φήμη ότι τρώνε τα μικρά τους. Κάπνιζε όλο το βράδυ και το πρωινό είχε αρρωστήσει και πονούσε το στομάχι του τόσο πολύ ώστε δεν ξανακάπνισε. Τα γουρούνια κανείς δεν πήγαινε να τα καθαρίσει εκτός από μένα κι όποτε έμπαινα μες το σπιτάκι τους με κοιτούσαν παραξενευμένα κάτω απ’ τα μεγάλα αυτιά τους γρυλίζοντας. Με το που τέλειωνε η νηστεία πάντα είχαμε ένα απόθεμα χοιρινού και κάθε φορά που πεινούσαμε μ’ έστελνε η μάνα μου στην αποθήκη να κόψουμε ένα κομμάτι κρέας που το τηγανίζαμε και χορταίναμε τρώγοντας το με λίγο ψωμί, ήταν πολύ νόστιμο. Τρελαινόμασταν ακόμα για το γεμιστό έντερο του γουρουνιού με ρύζι και μπαχαρικά που το κάνει ακόμα η μάνα μου. Τρελαινόμασταν επίσης για πίτες με παπαρούνες χειμωνιάτικες πριν βγάλουν κοτσάνι και λουλούδι. Με τον αδερφό μου ψάχναμε για παπαρούνες κι άλλα χόρτα κρατώντας ένα μαχαιράκι και μια σακούλα στα χωράφια που είχαν οργωθεί, και κουβαλούσαμε τα χόρτα στο σπίτι. Η μάνα μου έπειτα άνοιγε φύλλο με τον πλάστη πάνω στο τραπέζι ρίχνοντας αλεύρι μπόλικο και στη συνέχεια έψηνε την πίτα πάνω στη σόμπα σ’ ένα ταψί μπακιρένιο αναποδογυρίζοντας την σ’ ένα καπάκι ξύλινο που είχαμε για να σκεπάζουμε τα διπλωμένα ξερά καπνόφυλλα. Ζύμωνε και ψωμί η μάνα μου σε μια μεγάλη σκάφη σαν βάρκα όπου άφηνε το ζυμάρι όλη νύχτα να φουσκώνει με τη μαγιά και κατόπι δούλευε για ώρα το μίγμα με τις γροθιές της πράγμα που πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο και χρειαζόταν δύναμη. Μετά έπαιρνε μεγάλα κομμάτια ζύμης τα τοποθετούσε μέσα σε μικρά ταψιά και τα έβαζε στο φούρνο που είχε στο μεταξύ πυρωθεί από φρύγανα που καίγαμε, είχαμε στοίβες ολάκερες από πουρνάρια ειδικά από ένα είδος που είχε μαλακά φύλλα και το προτιμούσαν οι κατσίκες. Όταν ψήνονταν τα ψωμιά, τα βγάζαμε μ’ ένα φτυάρι μακρύ και μετά τρώγαμε αυτό το ψωμί με τη σφιχτή ψίχα το οποίο είχε μια γεύση και μια αίσθηση που δεν έχω ξαναβρεί από τότε…

Για κάποιο λόγο έχω συνδυάσει τις γιορτές με τα φαγητά που τρώγαμε, αυτό μου χει μείνει περισσότερο είναι οι γεύσεις ειδικά αυτή του κρέατος. Ο πατέρας μου κρατούσε πάντα κάνα δυο γουρούνια σ’ ένα κουμάσι που βρίσκονταν σε μια γωνιά του οικοπέδου μας δίπλα σ’ ένα σάπιο αμπάρι όπου αποθήκευε τη μακρόκοκη σίκαλη. Τα ζώα γρύλιζαν και μεις τους πετούσαμε βλίτα και τραύλα, γλιστρίδες, αυτά που φύτρωναν στα σημεία όπου είχε σπάσει κάποιος σωλήνας του νερού. Εκτός από γουρούνια είχαμε πάντα και κότες κι εγώ έπρεπε κάθε πρωί να ανοίξω την πόρτα τους για να βγουν έξω σα δαιμονισμένες και ν’ αρχίσουν να κακαρίζουν, να πεταρίζουν και να τσιμπολογούν τα αποφάγια που τους ρίχναμε. Είχαμε ένα «αγγείο» όπως το λέγαμε, ένα μπακιρένιο βαθύ δοχείο με πράσινο πυθμένα απ’ όπου έπιναν νερό σηκώνοντας το κεφάλι. Το βράδυ έπρεπε να σφραγίσω την ξύλινη πόρτα του κοτετσιού τοποθετώντας κάτι πέτρες πάνω της γιατί αν τυχόν τρύπωνε καμιά νυφίτσα θα έπνιγε κάθε κοτόπουλο που έβρισκε μπροστά της με δολοφονική μανία.

Αυτό που μου έχει μείνει περισσότερο πάντως είναι μια παραμονή Χριστουγέννων που ο αδελφός μου κι ο πατέρας μου συζητούσαν κι αποφάσισαν να πάμε την επόμενη μέρα για να κόψουν στον «λάκκο», όπως λέγαμε το ρέμα που διέσχιζε το χωριό και χύνονταν στο ποτάμι. Υπολόγιζαν ότι κανείς δεν θα μας έβλεπε- γιατί απαγορεύονταν αυστηρά- χρονιάρα μέρα να κόβουν πουρνάρια με το σκληρό τους ξύλο και πλατάνια και κέδρους αγκαθωτούς με το αλυσοπρίονο που φυλάγαμε στην αποθήκη, εκεί όπου βάζαμε τον καβουρμά με το πράσο και το χοιρινό, τα σταφύλια που δεν είχαν παγώσει απ’ την κληματαριά μας και τις ντομάτες που τις κάναμε τουρσί .

Καθώς τ’ αστέρια γκρεμίζονταν και κατρακυλούσαν στο σκοτεινό στερέωμα μιλούσαν οι δυο τους ώρα πολλή κι εγώ τους άκουγα κάτω απ’ τα σκεπάσματα όπου υποτίθεται ότι κοιμόμουν. Εκείνο το δωμάτιο ήταν το πιο ζεστό σόλο το σπίτι, εκεί είχαμε και μια τηλεόραση παλιά όπου είχα δει μια σειρά κινούμενων σχεδίων με ιστορίες για θεούς και δαίμονες που πάλευαν με τους ανέμους και τα στοιχεία της φύσης, μια ιστορία τη θυμάμαι καθαρά, ο νότιος άνεμος είχε ανατρέψει το σκάφος κάποιου δαίμονα κι εκείνος για να εκδικηθεί έσπασε το φτερό του ανέμου κι έτσι για εφτά μέρες δεν φυσούσε καθόλου, όλα τα καράβια στις θάλασσες και στους ωκεανούς και στις λίμνες όλου του κόσμου είχαν ακινητοποιηθεί, μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει εκείνη η ιστορία, λέγονταν Κορόνα Μπορεάλις, Το στέμμα του Βορά!

Την μέρα των Χριστουγέννων μόλις σχόλασε η εκκλησία κινήσαμε παρά τις γκρίνιες της μάνας μου που το θεωρούσε μεγάλη αμαρτία, έκανε πολύ κρύο, ησυχία επικρατούσε παντού τριγύρω, νέκρα, ένα λεπτό στρώμα πάχνης σαν χιόνι σκέπαζε τα χορτάρια, στο ρέμα μέσα τα νερά κυλούσαν κάτω από ένα στρώμα γυαλιστερού πάγου, ο ήλιος που έβγαινε εκείνη την ώρα πίσω απ’ τα βουνά έμοιαζε κατακόκκινος κι όταν σηκώθηκε λίγο έριξε τις ακτίνες του σε μια ευθεία ακριβώς στην γραμμή του ρέματος, το θέαμα όλο ήταν θαυμάσιο, μια στιγμή σταθήκαμε όλοι να το δούμε. Ο μεγάλος μου αδερφός ήταν μες τα νεύρα που τον είχαν σηκώσει τόσο νωρίς, ποτέ δεν του άρεσε να ξυπνά το πρωί, οι δυο τους διάλεξαν ένα πλατάνι ξερό και δοκίμασαν να βάλουν μπρος το αλυσοπρίονο όμως αυτό λόγω ίσως του κρύου, της παλαιότητας, της γκαντεμιάς λόγω της μέρας, ή δεν ξέρω τι, δεν έπαιρνε μπρος με τίποτα! Ο πατέρας μου άρχισε να φωνάζει και να βρίζει κι ο αντίλαλος απ’ τις φωνές του πήγαινε κι έρχονταν μες το ρέμα ξανά και ξανά…

Με τα πολλά το μηχάνημα πήρε μπρος, κόψαμε μερικά κούτσουρα, τα κομματιάσαμε γρήγορα γρήγορα και βιαστήκαμε να τελειώσουμε μη μας πάρει χαμπάρι κανένας και μας καρφώσει στο δασαρχείο. Ο πατέρας μου πήγε στο τρακτέρ και κατέβασε τα υδραυλικά για να χαμηλώσει το μικρό πατάρι που είχαμε σαν τρέιλερ, ο αδερφός μου κουβαλούσε τα κομμένα κομμάτια του γεροπλάτανου βρίζοντας κι εγώ πιο πέρα χάζευα ένα πουλί μικρούτσικο, μαύρο με μια τραχηλιά σταχτιά που έπινε νερό από μια λακκούβα, δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Σε μια στιγμή ακούω το αδερφό μου να φωνάζει και να χτυπιέται, ‘’Τι στο διάβολο έγινε!’’ σκέφτηκα κι έτρεξα να δω τι συμβαίνει. Ο πατέρας μου αφού φόρτωσε τα ξύλα άφησε τα υδραυλικά ν’ ανεβαίνουν σιγά σιγά και γύρισε πίσω να ξεκολλήσει ένα κομμάτι λάσπης που είχε σφηνώσει ανάμεσα στα λάστιχα και στους βραχίονες των υδραυλικών, όπως δεν πρόσεχε, χωρίς να το καταλάβει, το σώμα του στριμώχτηκε στην μέγγενη που σχηματίζονταν και δεν μπορούσε ούτε να φωνάξει ούτε να κάνει τίποτα καθώς οι πανίσχυροι βραχίονες τον συνέθλιβαν αργά, την τελευταία στιγμή ο αδερφός μου πήρε χαμπάρι κι έτρεξε πανικόβλητος να κατεβάσει του μοχλούς για να τον ελευθερώσει. Ο πατέρας μου ήταν σε κακό χάλι, εντελώς μελανιασμένος, πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι, με δυσκολία ανέπνεε, τον πήγαμε σπίτι, φωνάξαμε αμέσως τον Θόδωρο τον ταξιτζή και τον τρέξαμε στο νοσοκομείο σχεδόν ετοιμοθάνατο, φτηνά τη γλύτωσε με κάτι μώλωπες που τον πονούσαν για πολύ καιρό.

Από τότε τα Χριστούγεννα ήταν για μας αυστηρή αργία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...