Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΙΕΖΕΚΙΗΛ

’’Το καλύτερο γαλακτομπούρεκο με φύλλο αφράτο, όχι θρυμματιστό τό ΄φτιαχνε ο Αργυρόπουλος!’’ είπε η Αφροδίτη ‘’ πουλούσε και μια σοκολάτα σε κομμάτια απίθανη, έλιωνε στον ουρανίσκο, μπορούσες να διαλέξεις με φουντούκι, με αμύγδαλο, με σταφίδα, και κάτι άλλα γλυκά έπαιρνα από κει σα τρούφες που δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα τους, τέλεια μιλάμε όταν δούλευα εκεί κοντά αγόραζα συνέχεια, το μαγαζί του ήταν κάπου στην αρχή της Βενιζέλου, πάντα όταν πήγαινα στην ξαδέλφη μου από κείνα τα γλυκά σαν τρούφες έπαιρνα. Μια φορά τα γλυκά μου έσωσαν τη ζωή...’’ συνέχισε ‘’Χτίζανε μια οικοδομή κι ανέβαζαν ένα φορτίο από τούβλα πάνω απ’ το δρόμο, είχαν βάλει μια κορδέλα κι εγώ πήγα να περάσω από κάτω, σιγά μην έδινα σημασία, την στιγμή όμως που την σήκωνα είδα το ζαχαροπλαστείο απέναντι και σκέφτηκα ‘’Δε πάω να πάρω κάνα γλυκό για την ξαδέρφη;’’ και γύρισα πίσω, ακριβώς εκείνη τη στιγμή οι ιμάντες του φορτίου που ανέβαινε σπάσανε και τα τούβλα γκρεμίστηκαν με πάταγο στο πεζοδρόμιο που γέμισε σκόνη, μιλάμε κατατρόμαξα, μια γυναίκα που δουλεύαμε μαζί με είχε δει να σηκώνω την κορδέλα, νόμιζε ότι καταπλακώθηκα κι έτρεξε να δει αν σώθηκα, όταν πήγα στην ξαδέλφη μου της είπα ‘’Μη μ’ ευχαριστείς, σ’ αυτά τα γλυκά οφείλω τη ζωή μου!’’

‘’Αυτόν τον Αργυρόπουλο δεν τον ξέρω, πάντως τα γλυκά μ αρέσουν πολύ…’’ μουρμούρισε ο Ηλίας, ένας Αλβανός ψηλός με ωραίο παρουσιαστικό αλλά με τα μισά δόντια χαλασμένα που ήταν μαζί μας ’’ …τρελαίνομαι γι’ αυτά τα τούρκικα, ξέρεις, καζάν ντιπί, ταούκ κι οξού, σουτζούκ λουκούμ, σεκέρ παρέ, οι Τούρκοι ξέρουν να κάνουν ωραία γλυκά, εγώ δεν παίρνω γλυκό από Τούρκο, δεν τους γουστάρω, αλλά φίλε μου είναι μάστορες!’’ - ‘’Οι ακανέδες των Σερρών είναι πολλοί καλύτεροι από τα σουτζούκ λουκούμια !’’ φώναξε η Αφροδίτη, ‘’Οι Τούρκοι μόνο ωραίες τυρόπιτες ξέρουν να φτιάχνουν !’’

Συζητούσαμε ώρα πολλή για γλυκά εκείνο το πρωί, έξω είχε κρύο, απ’ το ξημέρωμα χιόνιζε, στις στέγες των σπιτιών της Άνω Πόλης το είχε πιάσει για τα καλά, στο λιμάνι τα καράβια φωτισμένα μες την ομίχλη, ένα αεροπλάνο κατέβαινε να προσγειωθεί με τα φώτα αναμμένα δονώντας την ατμόσφαιρα. Στο μαγαζί που καθόμασταν μπήκε βγάζοντας το καπέλο του ο Πέτρος ο ψηλός που πουλούσε λαχεία, εκείνη την ώρα πάντα περνούσε αλλά ποτέ δεν τον είχαμε δει να παραγγέλνει τίποτα, δεν ξόδευε δεκάρα, πολύ γύφτος ρε φίλε, όλοι λέγανε ότι είχε πολλά λεφτά αλλά κανείς δεν τον είχε δει να βγάζει φράγκο απ’ την τσέπη και σου λέω ότι δούλευε για χρόνια μέρα νύχτα, χειμώνα μες τα κρύα, καλοκαίρι μες την κάψα γυρνούσε στα στενά σα διάβολος να πουλήσει τα καταραμένα λαχεία του...
‘’Εγώ δεν παίρνω γλυκό από Τούρκο!’’ ξανακούστηκε ο Ηλίας ο Αλβανός, ‘’ Αλλά όταν πήγα στην Τουρκία μ’ ένα γκρουπ όλοι είχαν λυσσάξει να πάρουν από σουτζούκ λουκούμ και κουραμπιέδες μέχρι ελιές και ρίγανη, άκου να δεις φίλε, λες και δεν υπάρχει εδώ πέρα ρίγανη, μια βόλτα να κάνεις έξω απ’ την πόλη τη μαζεύεις με το τσουβάλι, δεν την αγαπάτε τη χώρα σας, δεν την ξέρετε, εγώ φίλε έχω γυρίσει την μισή Ελλάδα με τα πόδια, έχω έρθει πεζός από Κορυτσά δεκατρείς φορές, το ακούς, και ξέρεις πόσο ήμουν την πρώτη φορά που ήρθα, δεκατεσσάρων χρονών, μέχρι να βγάλω άδεια παραμονής είχα ξεποδαριαστεί, ξέρω κάθε βουνό, κάθε κάμπο, κάθε πέτρα, εμείς την πονάμε την Ελλάδα, έχουμε δουλέψει εδώ πέρα όπου θες, οικοδομή, χωράφια, τσομπάνηδες, πλακατζήδες υδραυλικοί!’’

‘’Ρε Αλβανέ!’’ αρπάχτηκε ο Γιώργος που τον άκουγε τόση ώρα ’’Τι θες και μου κολλάς, σας έχουμε κάνει ανθρώπους που ψωμολυσούσατε όταν ήρθατε και τώρα πουλάτε μαγκιές, τι να μου πεις ρε Αλβανέ για δουλειά εμένα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δουλεύω, στα δεκάξι μου σήκωνα στον ώμο εξήντα κιλά κοφίνια , στην Καρδίτσα, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα κάθε καλοκαίρι ντομάτες κουβαλούσαμε με τον ξάδερφο μου στα χωράφια, αλλά ήμουν γομαράκι, διπλάσιος απ’ αυτό που βλέπεις, δεν καταλάβαινα τίποτα, το φθινόπωρο μαζεύαμε σταφύλια στην Αγχίαλο, έβγαζα πεντακόσια χιλιάρικα, εκείνη την εποχή ήταν πολλά λεφτά, έφταναν να βγάλω όλο το χειμώνα στο Μεσολόγγι όταν πήγα να σπουδάσω...’’
Ο Ηλίας δε μιλούσε, είχε πιάσει κουβέντα χαμηλόφωνη με την Αφροδίτη και κανείς δεν μπορούσε ν’ ακούσει τι λέγανε, ο Γιώργος είχε σκάσει ‘’Τι στο διάβολο συζητάτε εκεί πέρα!’’ φώναξε, ‘’Σε σένα μιλάω ρε Αλβανέ, τι να μου πεις για δουλειά !’’ συνέχισε τσατισμένος ‘’Το ξέρεις ότι έχω σκάψει μόνος μου τα θεμέλια στο σπίτι μας, το μέρος ήταν γεμάτο πέτρα, έβγαλα μοναχός σχέδιο για την οικοδομή, το καταλαβαίνεις, ήμουν δεκάξι χρονών κι έβγαζα σχέδιο μόνος μου, μετά το σιδέρωσα, ξέρεις τι σημαίνει σιδερώνω, ετοίμασα τα καλούπια με τις σιδεριές, ακούς Αλβανέ, έριξα τα μπετά, έφτιαξα τα μπαλκόνια, τις πόρτες, όλα, ο θείος μου που ήταν εργολάβος είχε πάθει πλάκα, δεν υπήρχε περίπτωση να δει σπίτι και να μη βρει κάποιο ελάττωμα αλλά όταν είδε το δικό μας δεν το πίστευε, δεν είπε τίποτα, δεν βρήκε κάτι μονάχα με ρώτησε ‘’Εσύ το έκανες αυτό; Εντάξει είστε σκυλιά αλλά ο πατέρας μου φίλε έβοσκε τα ζώα μες το χιόνι, μες τη βροχή φορώντας μόνο την κάπα του, ένα κούτσουρο έκαιγε στην καλύβα του όλο το χειμώνα, έτσι την έβγαζε, είχαμε κατσίκια, το κατσίκι δεν αντέχει στο κρύο, το ξέρεις, το πρόβατο έχει το μαλλί, μες τα ζώα έχω μεγαλώσει φίλε, τι να μου πεις, δώδεκα χρονών ήμουνα όταν αρρώστησε ο πατέρας μου και πρόσεχα τα πρόβατα μας εξήντα αρνιά είχαμε βγάλει εκείνη τη χρονιά ότι θες έκανα έβοσκα άρμεγα τάιζα έσφαζα, ξυπνούσα απ’ τα χαράματα και τον αδερφό μου κι η μάνα μου με φώναζε να τον αφήνω να κοιμάται γιατί ήταν πολύ μικρός. Κι αν δεν έχω φάει κρύο, κι αν δεν έχω ξεγεννήσει μες το χειμώνα, μια φορά παραμονή Χριστούγεννα, είχα χάσει ένα νεαρό, το έχει σκάσει απ’ το κοπάδι κι όλο τον χειμώνα ξεχειμώνιασε στο βουνό, σε μια σπηλιά, έτρωγε βρύα κι ότι έβρισκε, τα κατσίκια δεν χρειάζονται νερό, παίρνουν υγρασία απ’ το χορτάρι κι απ’ τα φύλλα, ξεχειμώνιασε εκεί απάνω, και να φανταστείς το μέρος είναι γεμάτο λύκους, πως τη γλύτωσε κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει, όταν κατέβηκε την άνοιξη είχε γίνει βετούλι, ξέρεις τι είναι βετούλι, τραγί κανονικό, ο πατέρας μου γελούσε όταν το είδε...’

Ο Ηλίας κοιτούσε έξω απ’ το τζάμι σ’ ένα σημείο σα να έβλεπε κι αυτός μπροστά του εκείνο το κατσίκι που είχε ξεχειμωνιάσει πάνω στα βουνά, κατά διαστήματα σήκωνε το ποτήρι με το ρακί που έπινε, φαίνονταν κάπως βαρύς, την άλλη μέρα θα ταξίδευε για Γερμανία, είχε βρει μια δουλειά μάγειρα σ ένα εστιατόριο ελληνικό, σε μια στιγμή έβγαλε μια φωτογραφία απ το πορτοφόλι του, ‘’Ποιο είναι το παιδί;’’ ρώτησε η Αφροδίτη σφίγγοντας πάνω της ένα χοντρό μαύρο παλτό με κόκκινη φόδρα ‘’Ο γιος μου!’’ είπε ο Αλβανός και της έδωσε τη φωτογραφία’’’ Τον βλέπεις, έτσι έμοιαζα όταν είχα έρθει πρώτη φορά στην Ελλάδα απ’ την Κορυτσά, ήμουν δεκαέξι χρονών, δεν ήξερα τι μου γίνονταν μ’ έβαζαν να δουλέψω και δεν καταλάβαινα τι μου γίνονταν, δούλευα σερβιτόρος και δεν μπορούσα να καταλάβω μια παραγγελία, μέχρι να μάθω να διαβάζω μου βγήκε η πίστη! Κάθε καλοκαίρι με τον ξάδερφο μου περνούσαμε νύχτα τα σύνορα από την Κρυσταλοπηγή κατεβαίναμε Καστοριά, παρακάμπταμε την Κοζάνη γιατί μας περίμεναν τα μπλόκα, βγαίναμε στην Πτολεμαΐδα και μετά καβαλούσαμε τα Πιέρια, τη νύχτα κοιμόμασταν σε καλύβες βοσκών, σε χωριά εγκαταλειμμένα, ανοίγαμε τις πόρτες απ’ τις καλύβες και μπαίναμε μέσα να ζεσταθούμε λίγο, σ ένα χωριό που το λένε Φτέρη και το χειμώνα δεν ζει κανένας μας έπιασε ένα χιόνι που μας σκέπασε, δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε, μείναμε μια βδομάδα εκεί πάνω, είχαμε γίνει άγριοι, σπάζαμε τις κλειδαριές να βρούμε κάτι φαγώσιμο.

Σταμάτησε για λίγο να μιλά και χάιδεψε με το παπούτσι του μια γάτα που είχε κουλουριαστεί στα πόδια του κι αρνούνταν πεισματικά να βγει στο κρύο παρά τη φασαρία, ‘’Είμαστε που λες μια βδομάδα εκεί πάνω και το χιόνι δε λέει να λιώσει, έχουμε τρελαθεί, έχουμε ανοίξει δυο σπίτια και δε βρίσκουμε τίποτα, απελπιστήκαμε, και πως γίνεται στο τρίτο που μπήκαμε ανοίγω ένα ντουλάπι και βρίσκω ένα κουτί με μέλι, τρελάθηκα, είχα να φάω γλυκό ένα μήνα, καθίσαμε εκεί και το φάγαμε όπως ήτανε! Ο ξάδερφος μου κοιμήθηκε εγώ κοίταζα το χιόνι έξω πως κάνω να δω γύρω, βλέπω ένα βιβλίο σαν ευαγγέλιο σ’ ένα ράφι και το ανοίγω. Στην αρχή δεν έβγαζα νόημα, τι στο καλό γλώσσα ήτανε, μετά άρχισα να καταλαβαίνω, μιλούσε για μια εκκλησία σαν παλάτι όπου κάποιος άρχοντας έμπαινε από μια στοά ανατολική και καθόταν σ’ ένα θρόνο στολισμένο, δεν καταλάβαινα και πολλά αλλά ήταν ωραία εκείνη η ιστορία, έλεγε για μια πύλη λαμπερή, κλειδωμένη, σφραγισμένη, απ’ όπου κανένας δεν μπορούσε να περάσει μέχρι να γεννηθεί μετά από χρόνια ο εκλεκτός, αυτός μόνο θα άνοιγε εκείνη την πύλη, μόνο εκείνος είχε το δικαίωμα! Μ’ εκείνες τις ιστορίες και το μέλι που είχα φάει μου φάνηκε σ ότι ήμουν σε άλλον κόσμο, όπως ήταν όλα άσπρα και δεν ακούγονταν τίποτα ήταν πολύ περίεργα, δεν ξέρω πως ήταν η φάτσα μου αλλά όταν ξύπνησε ο ξάδερφος μου και με είδε τρόμαξε ‘’Τι έπαθες εσύ;’’ με ρώτησε ...


Έξω απ’ τα τζάμια η καταχνιά σκέπαζε την πόλη και της έδινε ένα χρώμα γλυκό, κόσμος κυκλοφορούσε στα μαγαζιά που είχαν μπει σε κλίμα γιορταστικό ‘’Άντε γεια μας!’’ είπε ο Ηλίας τείνοντας το ποτήρι ‘’ Το βράδυ πετάω για Μόναχο, έχει ένα μέτρο χιόνι εκεί, θα σας δω το καλοκαίρι τώρα !’’ - ‘’Σιγά μη φύγεις!’’ πέταξε ο Γιώργος που έμοιαζε ερεθισμένος με τον ξένο, ‘’Στοίχημα ότι θες πως κι αύριο θα είσαι εδώ και θα πίνεις μαζί μας !’’ - ‘’Θα το δούμε!’’ απάντησε ο άλλος ‘’ Ότι στοίχημα θες , κι αύριο εδώ θα είσαι και θα πίνεις μαζί μας!’’ επανέλαβε ο Γιώργος.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...