Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

ΥΠΕΡ ΤΑΧΥΣΤΡΟΦΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΚΑΥΣΗΣ

‘’Είσαι πολύ ηλίθιος !’’ του πέταξα και πέρασα δίπλα του σπρώχνοντας τον, ήθελα να βγω έξω να πάρω λίγο αέρα, σ' εκείνο το στενό το μαγαζί ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον, έπρεπε να περάσω από μπροστά του κι αυτός δε μετακινούνταν ρε φίλε, στέκονταν αμετακίνητος σα μπάστακας, μα τι βλάκας !



Βγαίνοντας τον είδα φευγαλέα, τα μάτια του ήταν γεμάτα μανία, μα τι εγωιστής ρε φίλε, τι ψώνιο, τι καλάμι καβαλημένο! Ήθελε να φαίνεται ο πιο έξυπνος εκεί μέσα ρίχνοντας σχόλια υποτιμητικά για τους άλλους, εκεί που έκανε πλάκα μπορούσε να αγριέψει και να σου ριχτεί χωρίς να το καταλάβεις, μπορούσε να γίνει επιθετικός απειλώντας ακόμα και να σε χτυπήσει, πόσες φορές δε μου το είχε κάνει, πόσες φορές δεν είχε δοκιμάσει να με προσβάλει, και να φανταστείς ότι τον είχα συστήσει στη καλύτερη μου φίλη, την Α, και τα είχανε φτιάξει, καλά ήμουν πολύ ηλίθιος αλλά τότε δεν είχα καταλάβει ακόμα τι σόι ήτανε, μου φαίνονταν εντάξει τύπος, είχε μια γοητεία, όλοι έμοιαζαν να τον αγαπούν…



Σ’ εκείνο το στενό το μέρος , ένα χάος επικρατούσε, όλοι φώναζαν, ξελαρυγγιάζονταν, τα έδιναν όλα, ποτήρια γέμιζαν κι άδειαζαν, ο γνωστός ύποπτος βέβαια ως συνήθως δεν άφηνε κανέναν να μιλήσει, τους διέκοπτε άγαρμπα όλους, μα τι βλάκας! Και τι δε λέγαμε εκεί μέσα στριμωγμένοι καθώς έξω έριχνε καρεκλοπόδαρα, ο συνήθης ύποπτος ανέπτυσσε με πάθος κάτι κουφές θεωρίες για τα UFO που κατέβηκαν λέει κάποτε απ το διάστημα κι έφτιαξαν τον πολιτισμό, έλεγε για τις πυραμίδες που βρήκανε στην Αμερική, στη Κίνα, στη Γιουγκοσλαβία κι ήταν κατασκευές των εξωγήινων, κάπου τα είχε διαβάσει, κάτι είχε δει σε τίποτα βιβλία της κακιάς ώρας, ότι βρουν το παίρνουν για αληθινό όσο βλακεία κι αν είναι! Εγώ τις ήξερα τις παλαβές θεωρίες του, πόσες φορές δεν είχαμε σκοτωθεί πιο παλιά σ’ εκείνο το μέρος το στριμωγμένο όπου η θερμοκρασία όσο περνούσε η ώρα κι ανέβαινε και τα πνεύματα άναβαν όλο και περισσότερο. Άλλες φορές βαριόμουν απίστευτα αλλά εκείνη τη βραδιά άκουγα μ' ενδιαφέρον ούτε που ξέρω γιατί, πράγματα σκόρπια που πετούσε ο καθένας, λέγανε τώρα για τον Καρλομάγνο που διέδωσε λέει τον χριστιανισμό στη Δυτική Ευρώπη, λέγανε και για τους βασιλιάδες του μεσαίωνα, η Δώρα ενδιαφερόταν να μάθει για τη Θεοδώρα, τη γυναίκα του Ιουστινιανού, της άρεσε που η συνονόματη της είχε σώσει το βασιλιά στα ζόρικα, ήθελε να μάθει και για την σφαγή στον ιππόδρομο τότε που ο Θεοδόσιος ματοκύλισε τη πόλη, καθώς ρωτούσε χειρονομούσε με τα ταλαιπωρημένα της χέρια, ποιος ξέρει που δούλευε, ο μιχανικός ο Αντρέας, ένας μελαχρινός τύπος μ' ωραίο παράστημα δοκίμασε να συμπληρώσει κάτι στη συζήτηση αλλά η φωνή του παραήταν αδύναμη, ο παθιασμένος που δεν άφηνε κανέναν να μιλήσει πετάχτηκε και τον σκέπασε μ’ ένα ύφος σα να του έλεγε ‘’Δε ξέρεις εσύ, είσαι άσχετος!’’



Κι ύστερα η κουβέντα συνεχίζονταν, άλλοτε έπεφτε κι άλλοτε ανέβαινε, κάποιοι ήταν εκεί για ώρες, ο Αντρέας ο μηχανικός που είχε συνεργείο έμοιαζε να είναι ο μόνος άσχετος σ' όλα αυτά, μιλούσε χαμηλόφωνα με τον διπλανό του, έναν μουσάτο που δεν τον είχαμε ξαναδεί, μονάχα ο Αντρέας ακούγονταν να μιλά σιγανά με τον διπλανό του έναν τύπο με μούσια που κανείς μας δεν τον ήξερε κι ούτε τον είχε ξαναδεί, μάλλον μαζί δουλεύανε. Οι δυο τους ξεφύλλιζαν ένα βιβλιαράκι χρωματιστό σαν εγχειρίδιο και ψιθίριζαν όλη την ώρα κάτι ακαταλαβίστικα για τους θαλάμους καύσης όπου παράγεται ενέργεια και κινεί το αυτοκίνητο, για μηχανές πολύστροφες και υπέρ ταχύστροφες, αερόψυκτες και υδρόψυκτες, αναστρέψιμες και μη αναστρέψιμες, δίχρονες και τετράχρονες, δικύλινδρες και τετρακύλινδρες, εμβολοφόρες και παλινδρομικές.



Τους είχα βαρεθεί, σκεφτόμουν τι θα έκανα το επόμενο τριήμερο, την άλλη μέρα ήταν Ψυχοσάββατο, το πρωί στην εκκλησία μια σειρά ατέλειωτη από πιατέλες με κόλλυβα, ένας παπάς είχε βγει σα φάντασμα απ’ την ωραία πύλη με τα κόκκινα ράσα του να κυματίζουν κι άρχισε να διαβάζει ονόματα πεθαμένων. Μια αίσθηση παράξενη με είχε κυριέψει , σ ένα φαστφουντάδικο είχα κανονίσει να δω τη φίλη μου την Α, πόσο καιρό είχαμε να βρεθούμε! Και της τα είπα όλα ρε φίλε, τα είχα τόσο καιρό μέσα μου μαζεμένα, δε γίνονταν, όλο το ανέβαλα κι όλο το πήγαινα πίσω, προτιμούσα να μη της μιλώ πάρα να τη στενοχωρώ όμως έτσι που πηγαίναμε τελικά θα χανόμασταν, δεν υπήρχε περίπτωση, κι είχε κάνει τόσα για μένα ! Και της τα είπα όλα’’ ‘’Δική σου δουλειά είναι να είσαι μαζί του, εγώ σας σύστησα αλλά ρε Α αλλά δεν τον αντέχω, και πώς να σου το πω αλλά πέφτεις στα μάτια μου όταν συνεχίζεις μαζί του, δε μπορώ να σε δω όπως πριν, δε σου αξίζει, είναι βλάκας , δε το βλέπεις, κάνε ότι νομίζεις αλλά εγώ πρέπει να σου το πω!’’ Την είδα που στενοχωρήθηκε, είχε πραγματικά τόσα κάνει τόσα για μένα όταν δεν είχα κανέναν, κι όταν είχα χωρίσει μου είχε σταθεί μόνη αυτή, αλλά δε γίνονταν αλλιώς, έπρεπε να της τα πω να φύγουν από μέσα μου, καμιά φορά γίνεσαι δυσάρεστος σ αυτούς που αγαπάς περισσότερο...



Μια βροχή είχε πιάσει, μα ποσό νερό έριχνε, οι δρόμοι κατέβαζαν ποτάμια, η Α σηκώθηκε, τα μάτια της ήταν υγρά, άνοιξε την ομπρελίτσα της και χώθηκε στο γαλάζιο αμαξάκι της που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς έξω απ’ τη πόρτα. Έμεινα μόνος στο φαστφουντάδικο χαζεύοντας κάτι φυτά της ζούγκλας με περικοκλάδες πρασινωπές που είχαν βάλει για διακόσμηση, μια τηλεόραση που υπήρχε εκεί ένα ντοκιμαντέρ έδειχνε για κάτι πουλιά τους γεωυδροκόρακες που κρώζουν υπόκωφα μες τη νύχτα βγάζοντας βρυχηθμούς αλλόκοτους κι ακούγονται λέει μέχρι χιλιόμετρα μακριά. Καθόμουν εκεί πέρα κι έβλεπα μια τη βροχή μια τα πουλιά και τα ζώα που ξυπνούν το πρωί, τις πέρδικες και τους φασιανούς με τα πλουμιστά φτερά που πάνε στους νερόλακκους να δροσιστούν, και τους αδηφάγους που γυρνούν στα λαγούμια τους ύστερα απ' το βραδινό κυνήγι καθώς ο ήλιος ανατέλλει βάφοντας πορφυρά τα κλαδιά των θάμνων της σαβάνας...



Όπως σταματούσε η βροχή κι οι ουρανοί άνοιγαν ξανά, απ' τη τζαμαρία του μαγαζιού μπορούσες να δεις στο πάρκο απέναντι δαμασκηνιές με εκατομμύρια ροζ ανθάκια αραδιασμένες, καρακάξες περπατούσαν πάνω στα ξερά φύλλα, πεύκα πανύψηλα υψωνόταν κι ανάμεσα από τα κλαδιά τους μπορούσες να δεις την κοιλιά των αεροπλάνων που κατέβαιναν για να προσγειωθούν πέρα στο αεροδρόμιο. Μια μηχανή σαραβαλιασμένη κείτονταν στο πεζοδρόμιο, γάτες με φρύδια σμιχτά πετάγονταν μέσα από κάδους καθώς μια γριά προσπαθούσε να βγάλει κουρέλια κι αντικείμενα σκαλίζοντας μ' ένα σίδερο, κοπέλες περνούσαν κρατώντας ανθοδέσμες από τριαντάφυλλα κόκκινα τυλιγμένα σε ζελατίνη . Στα μπαλκόνια γλάστρες με βιόλες κι αλόες, ρούχα απλωμένα σε χρώματα πορτοκαλιά και πράσινα, μια γυναίκα λίγο χοντρή κοντοστέκονταν να πάρει ανάσα, είχε ιδρώσει όπως περπατούσε, σε μια στιγμή ακούμπησε σ έναν τοίχο ασθμαίνοντας και σήκωσε το κεφάλι της να δει τριγύρω...



Με το που άνοιξέ ο καιρός κάτω στη παραλία φάνηκαν καθαρά οι προσχώσεις του Αξιού που έφταναν μέχρι βαθιά στη θάλασσα κατά το Καλοχώρι, χιόνι είχε πέσει στον Όλυμπο ομίχλη έβλεπες κατά κει . Σε μια στάση όπου περίμενα το αστικό εφημερίδες ήταν κρεμασμένες στη πλαϊνή μεριά ενός περίπτερου, σταμάτησα να δω λίγο και δίχως να το καταλάβω κόλλησα σε μια είδηση, καρφώθηκα, σαν εκείνη η είδηση να καθόριζε τη ζωή μου κι έπρεπε να τη διαβάσω οπωσδήποτε, δε μπορούσα να μην ανοίξω τη σελίδα , όπως ήμουν χαμένος εμφανίστηκε απ το πουθενά ένα χέρι γυναικείο και μου έκλεισε απότομα τη σελίδα, ''Κύριε δεν μπορείτε να διαβάζετε έτσι την εφημερίδα !'



Και μετά βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω ξανά σ' εκείνο το μέρος το στριμωγμένο όπου όλοι φώναζαν και ξελαρυγγίζονταν, είχα ορκιστεί να μη ξαναπάω μετά από ότι είχε γίνει όμως σιγά μη κρατούσα τον όρκο μου! Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει, τα ίδια πρόσωπα τα ίδια λόγια, η ίδια οχλοβοή μόνο ο συνήθης ύποπτος έμοιαζε νηφάλιος για κάποιον λόγο, κάτι τον είχε στενοχωρήσει, κάτι του είχε συμβεί, ‘’Ωχ !’’ σκέφτηκα ‘’Τώρα θα τα ακούσεις !’’, βέβαια δεν υπήρχε περίπτωση η Α να του είχε πει τίποτα, δε θα μ’ έδινε , έκοβα τις φλέβες μου γι αυτό, κάτι είχε συμβεί όμως, ξαφνικά ήρθε κοντά μου κι εγώ πήρα αμυντική στάση, αυτός όμως τράβηξε μια ρουφηξιά απ το τσιγάρο του και μου είπε ‘’Να σου πω κάτι…’’ έσκυψε στο αυτί μου’’ Σ αγαπώ ρε, είσαι αδερφός ότι και να γίνει !’’ και μετά έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο.



Και τότε σ ολόκληρο το μαγαζί έγινε ησυχία σα να είχαν όλοι συνεννοηθεί ότι έπρεπε να σωπάσουν, σταμάτησαν όλοι ενώ ο άλλος κάπνιζε βαρύθυμος με το κεφάλι σκυμμένο τραβώντας βαθιές ρουφηξιές, και μέσα σ’ κείνη τη βουβαμάρα ο μόνος που ακούγονταν πάλι ήταν ο Αντρέας που κουβέντιαζε χαμηλόφωνα μ εκείνον τον μουσάτο που δεν είχαμε ξαναδεί, κάτι του έλεγε τώρα για τη Ρόδο όπου είχε πάει με το γιο του να δουν τα σμήνη από πεταλούδες που βγαίνουν εκεί πέρα σε μια κοιλάδα κι έχουν χρώμα πορτοκαλί με βούλες μαύρες, πολλές απ αυτές φτάνουν λέει μέχρι τα παράθυρα των σπιτιών, άλλες κολλούν στα ρούχα σου κι όταν πετούν όλες μαζί είναι ένα θέαμα χάρμα οφθαλμών να το βλέπεις...



Βγήκα θολωμένος από κει και βρέθηκα στη μεγάλη πλατεία που δέσποζε στο κέντρο της πόλης, το κεφάλι μου βούιζε τι ήταν αυτό πάλι, υποτίθεται ότι είχα κάνει το σωστό, τα είχα πει όλα στην Α κι εκείνη δε με είχε δώσει, έλεγα στον εαυτό μου ‘’Μη τον πιστεύεις, σε λίγο θα είναι πάλι ο παλιός του εαυτός, ο σκοτεινός κι απαίσιος!’’ όμως μ’ έτρωγε ότι μπορεί να είχα κάνει κάτι λάθος, τι δουλειά είχα εγώ ν’ ανακατευτώ και τι μ’ ένοιαζε τι κάνει η Α που δεν ήταν και κανένα μωρό, τα είχα κάνει μαντάρα πάλι!



Στη μεγάλη πλατεία με τις αψίδες που δέσποζε στο κέντρο της πόλης μια αχλαδιά ολάνθιστη έξω από κάτι αρχαία λουτρά, τα φανάρια της πλατείας όπως ήταν όλα μαζί αναμμένα κι αντανακλούσαν στα νερά της βροχής έφτιαχναν ένα φωτεινό μαγικό πλαίσιο μες το οποίο περιφέρονταν άνθρωποι λουσμένοι σε φως κίτρινο, δυο σκιές μου φάνηκαν γνωστές, ήταν ο Αντρέας με τον άλλον το τύπο το μουσάτο, περπατούσαν κουβεντιάζοντας ζωηρά, λέγανε πάλι για τις τουρμπίνες αξονικής ροής, για φυγοκεντρικές δυνάμεις , για συστήματα παλμών, για στροβιλοσυμπιεστές...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...