Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

TO BOYNO TOY ΧΛΩΜΟΥ ΣΜΑΡΑΓΔΙΟΥ

Θα είσαι το μάτι μου εδώ μέσα,  γι αυτό σε πληρώνω,  κατάλαβες, θα παρακολουθείς τι γίνεται και θα μου τα αναφέρεις όλα !’’ μου είπε κι αυτό βέβαια σήμαινε ότι θα γινόμουν απλά το καρφί του, θα του έλεγα χαρτί και καλαμάρι ότι έκανε ο γέρος που δούλευε εκεί μέσα μια ζωή περιμένοντας κάνα δυο χρόνια ώσπου να βγει στη σύνταξη.

Τον είχα δει πολλές φορές να προσβάλει το γέρο μπροστά στο κόσμο, να τον ταπεινώνει, να τον πατά, με απλά λόγια αυτό λέγεται σαδισμός, τον διασκέδαζε, απολάμβανε να σε δαγκώνει όταν ήσουν χαλαρός, του άρεσε να σε πονά τέτοιες στιγμές ανύποπτες, μου το είχε πει άλλωστε μια φορά όταν ήμασταν οι δυο μας ‘’ Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή απ’ αυτή!,  ’’ήταν ένα συναίσθημα σκληρό, κάπως σιχαμερό βέβαια και βρώμικο, αλλά αυτό ακριβώς του άρεσε.

Δε μπορούσες να βρεις άκρη μαζί του, ήταν εντελώς αλλοπρόσαλλος, εμένα πάντως για κάποιο λόγο με κρατούσε παρ όλο που είχαμε σκοτωθεί άπειρες φορές, πάντα βέβαια αναρωτιόμουν τί με ήθελε  εκεί πέρα, ίσως χρειαζόταν κάποιον να του τα λέει, να του τα χώνει, να του υπενθυμίζει ποιος ήταν και τι έκανε, ίσως φοβόταν κι ο ίδιος τον εαυτό του. Του άρεσε να μου αναθέτει δουλειές ασήμαντες, κάπως υποτιμητικές,  πίστευε ότι έτσι δε θα έπαιρνα αέρα όμως εμένα ούτε που μ ένοιαζε, το διασκέδαζα όλο αυτό,'' Άστον το βλάκα να κάνει ότι θέλει!'' σκεφτόμουν.  Δε ξέρω γιατί αλλά σε όλους εκεί μέσα είχε σχηματιστεί η εντύπωση ότι ήμουν το τσιράκι του, όλοι νόμιζαν ότι είχα κάποια σχέση ιδιαίτερη με τον τύπο κι εγώ δεν έκανα τίποτα να τους αλλάξω γνώμη, ‘’Άστους να πιστεύουν ότι θέλουνε!'' έλεγα μέσα μου και προσπαθούσα να περνώ απαρατήρητος όσο γίνονταν. 

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι είχα επιβιώσει σε μια δύσκολη συγκυρία χάρη σ αυτόν, να τα λέμε όλα, απ’ την άλλη βέβαια ήταν πολύ επικίνδυνο όλο αυτό κι έπρεπε να φυλάγεσαι, δεν ήξερες από που θα σού ρθει. Κάθε φορά που ήμασταν μόνοι μαζί ένα άγχος φοβερό μ έπιανε, τα νεύρα μου τεντώνονταν όσο δε πήγαινε, έπρεπε να είμαι έτοιμος για όλα. Χρειαζόταν υπομονή αυτό όμως δεν αρκούσε, κάποιες φορές έπρεπε να του τα χώνεις στα ίσια με κίνδυνο να σε σουτάρει, ποτέ δε μπορούσες να είσαι σίγουρος. Η βασική προϋπόθεση επιβίωσης μαζί του ήταν το χοντρό πετσί, για ν’ αντέξεις έπρεπε να μη σε διαπερνούν τα συναισθήματα, να μην είσαι λεπτεπίλεπτος, μ άλλα λόγια να είσαι λίγο αναίσθητος, έτσι συμβαίνει σ αυτή τη ζωή φίλε μου!

Εκείνη τη μέρα ήταν αργία όμως δεν είχε πρόβλημα να μ’ αγγαρέψει, είχε αρρωστήσει το στομάχι του πονούσε για μέρες και μ’ είχε στείλει ν’ αγοράσω ρόδια που κάνουν λέει καλό σ αυτές τις περιπτώσεις επειδή έχουν ιδιότητες αντιοξειδωτικές, ξινά μου παρήγγειλε ότι έπρεπε να είναι γιατί αυτά λέει έχουν περισσότερες ουσίες,  ''Υπάρχει ένας ρωσοπόντιος που φέρνει τέτοια πράγματα και δε κλείνει ποτέ, ‘’Θα τον βρεις εσύ!’’ μου παρήγγειλε. Ξεκίνησα κι εγώ να τον βρω, βροχή έπεφτε με το τουλούμι, έψαχνα μαγαζιά ανοιχτά στο κέντρο,  στο Βαρδάρη,  στις Συκιές,  στα Κάστρα, εκεί ψηλά,  ανάμεσα στα κατηφορικά σοκάκια, νερό κυλούσε φτιάχνοντας μικρά ποτάμια που έτρεχαν  δίπλα από σπίτια  παλιά, γύρω χαλάσματα, κεραίες δορυφορικές, φυτά αναρριχώμενα γεμάτα λουλούδια κίτρινα, έβρεχε ασταμάτητα, η κουκούλα μου είχε γίνει μούσκεμα, τα πόδια μου είχαν αρχίσει να μουλιάζουν, ομίχλη πολλή…

Γύρω ένιωθες την άνοιξη που έμπαινε καλπάζοντας, τα δέντρα πρασίνιζαν και φύλλωναν μέρα με τη μέρα, στις αλέες τα μηχανάκια κούρευαν το χορτάρι που ψήλωνε ολοένα απ’ τις βροχές που πέφτουν φέτος ασταμάτητα, κερασιές άνθιζαν στα κράσπεδα των δρόμων γεμίζοντας άσπρα λουλούδια τα πλακάκια, μπουκέτα πουλούσαν στις γωνίες και στα σταυροδρόμια, γαρύφαλλα κόκκινα και μαβιά φύτευαν στα μπαλκόνια, τα κορίτσια φορούσαν μπλούζες βυσσινιές, τιράντες γαλάζιες μπορούσες να διακρίνεις πάνω στο γυμνό τους δέρμα,  οι πασχαλιές είχαν αρχίσει να μπουμπουκιάζουν αν και το Πάσχα αργεί φέτος. Ο δρόμος μ’ έβγαλε σ ένα πύργο στρογγυλό κι από κει έπρεπε να κατέβω κάτι σκαλοπάτια απότομα, ένα τσούρμο από τουρίστες έβγαζε φωτογραφίες της πόλης που απλώνονταν κάτω μες την ομίχλη και τη θολούρα...

Βιαζόμουν, ήθελα να τελειώνω και να πάω σπιτάκι μου, εκείνη η βροχή μ’ είχε σαπίσει, είχε αρχίσει να μου τη δίνει που έτρεχα μια τέτοια μέρα όταν οι άλλοι ήταν αραχτοί, μα τι βλάκας που ήμουνα! Κι όσο δεν ήθελα να τον σκέφτομαι τόσο περισσότερο ξαναγυρνούσε στο μυαλό μου, μα πόσο εγωιστής ήτανε, πόσο φιλοτομαριστής,  πόσο υποκριτής απύθμενος, πόσο νάρκισσος τρομάρα του!Είχε φτιάξει γύρω του ένα είδος αυλής που τον έγλειφε έχοντας μάθει ενστικτωδώς το παιχνιδάκι, δε χρειάζεται πολύ μυαλό γι αυτό, το οσμίζεσαι στον αέρα από που έχεις όφελος! Η αλήθεια βέβαια είναι ότι όλοι δεν ήταν το ίδιο χαμερπείς, υπήρχαν διαβαθμίσεις, μερικοί  είχαν βρεθεί εκεί από τύχη κακιά και δεν έφταιγαν σε τίποτα, άλλοι  τον ακολουθούσαν επειδή δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν απ το να βουλιάζουν μες τη καθημερινή λάσπη της ρουτίνας και της συνάφειας,  άλλοι ήθελαν κάτι περισσότερο,  πιο χειροπιαστό, όλοι πάντως με κάποιο τρόπο συμμετείχαν στο παιχνίδι, του έλεγαν πόσο έξυπνος, πόσο γατόνι, πόσο σούπερ τύπος ήτανε, κι αυτός το απολάμβανε, ήταν το άλας της ζωής του, οι άνθρωποι γεμίζουν την ύπαρξη τους με διάφορους τρόπους περίεργους, στη πραγματικότητα γι αυτό μόνο υπήρχε, αυτό μοναχά τον γέμιζε, είχα αρχίσει πια να το καταλαβαίνω!

Η βροχή έμοιαζε να κοπάζει, ήλιος έβγαινε σε μια γωνιά του ουρανού όπως συμβαίνει συχνά το Μάρτη, είχα αρχίσει να κουράζομαι. Σε μια φάση νόμιζα ότι χάθηκα όμως ύστερα κατάλαβα ότι είχα βρεθεί έξω από κείνη τη τράπεζα όπου είχαμε πάει με το παππού μου, ήθελε να βάλει ένα ακόμα όνομα στους λογαριασμούς του, μπορούσα να του τα φάω όλα τότε όπως ήταν ανυπεράσπιστος να τελείωνα, να μη βασανίζομαι,  αλλά δε γίνονταν ρε φίλε, δε μπορούσα! 'Ομως πόσο σκοτεινό μου φαίνονταν εκείνη την εποχή το μέλλον, πόσο αβέβαιο, τρομαχτικό,  αν μη τι άλλο κάτι είχα κάνει στη ζωή μου από τότε, είχα ξεκαθαρίσει το τοπίο, ήξερα τι ήθελα, ήταν κάτι κι αυτό...

Καθώς κατηφόριζα τα καλντερίμια βρέθηκα σ ένα ένα μοναστήρι με παγόνια βαριεστημένα στον κήπο του και κάτι πιθάρια αρχαία, σ ένα παρτέρι ο αέρας στέγνωνε τις δροσοσταλίδες που κυλούσαν ανάμεσα στα φύλλα,  σαλιγκάρια γλιστρούσαν στη χλόη, στο βάθος πέρα μακριά ένα βουνό διέκρινα να ξεπροβάλει ανάμεσα στα κτίρια τα χτισμένα δίπλα σ ένα γκρεμό, στην αρχή νόμιζα ότι με γελούσαν τα μάτια μου έτσι όπως το είδα να ξεπροβάλει μες απ την ομίχλη όμως όσο συνέχιζα να κοιτάζω  τόσο εκεί μπροστά μου σχηματίζονταν καθαρά,  που στο δαίμονα είχε βρεθεί αυτός ο όγκος, πως δεν τον είχα προσέξει, από που είχε φυτρώσει,  που τον είχα ξαναδεί, τι μου θύμιζε;

Θα έσκαγα  πραγματικά,  είχα κολλήσει εκεί πέρα,  και μετά  θυμήθηκα, ναι ρε φίλε, στον ύπνο μου το είχα δει εκείνο το βουνό, βέβαια,  ήταν λέει κάπου κοντά στα σύνορα, κάστρα ήταν χτισμένα σ όλο το μήκος του, καβαλάρηδες πολεμιστές έρχονταν από μακριά  σηκώνοντας σύννεφα σκόνης καθώς περνούσαν  μέσα από πύλες τεράστιες φτιαγμένες από νεφρίτη πράσινο, άνθρωποι κάθονταν σταυροπόδι εκεί πάνω στο βουνό πίνοντας ποτά από κούπες ασημένιες, κάτω στο χορτάρι είχαν αποθέσει τα τόξα και τις φαρέτρες τους, ίσως ήταν οι υπερασπιστές εκείνων των κάστρων,  μπορούσες να δεις καθαρά τα βέλη τους πάνω στα οποία είχα στερεώσει φύλλα φτέρης για να τα κάνουν πιο ευθύβολα..

Τι ωραίο που ήταν εκείνο το όνειρο,  θυμόμουν ότι κάπου ανάμεσα  σ αυτούς τους πολεμιστές  ήμουν κι εγώ, δε μπορούσα να θυμηθώ όμως τι ακριβώς έκανα και τι συνέβαινε στο τέλος του ονείρου. Πιο πεζές σκέψεις με βασάνιζαν εκείνη τη στιγμή, αναρωτιόμουν πως τα είχα καταφέρει να τρέχω τις Κυριακές και τις αργίες για κείνον το βλάκα που ταπείνωνε το γέρο κι ήθελε να βλέπει τους κόλακες που σέρνονταν γύρω απ’ τα πόδια του.  Κι ήταν και κείνη η γκόμενα με την οποία σαλιάριζε έτσι που σ’ έπιανε αηδία, καλά με τις γυναίκες αν ήταν και λίγο εμφανίσιμες , ήταν πολύ γλοιώδης, αυτές βέβαια τη δουλειά τους κάνανε όπως συνήθως συμβαίνει. Κι όταν έχεις μια τέτοια αυλή από τύπους  διάφορους  πρέπει να την ταΐζεις συνεχώς, να τις ρίχνεις κάνα ξεροκόμματο κι αυτή  ξέρει από ποια μεριά είναι βουτυρωμένο το ψωμί της! Κι όταν ξοδεύεις τόσα για την αυλή σου παίζοντας αυτό το κάλπικο παιχνίδι τότε κάπου πρέπει να ξεσπάσεις δείχνοντας τον αληθινό του εαυτό και τούτο συνήθως συμβαίνει μ αυτούς που έχεις  κοντά, τους υφισταμένους και τους εξαρτώμενους από σένα, έτσι είναι φίλε μου !
 

Είχα βαρεθεί, δεν υπήρχε περίπτωση να βρω ρόδια, ούτε μήλα, ούτε δαμάσκηνα ούτε τίποτα, δε πήγαινε στον αγύριστο, θα έψαχνα ακόμα λίγο και θα τού λεγα να πάει να πνιγεί αυτός και τα ρόδια του! Όπως έβριζα τη τύχη μου  έπεσα πάνω στο καταραμένο το μαγαζί  δίπλα σε μια μονοκατοικία μ'  ένα κήπο πνιγμένο στη βλάστηση σα ζούγκλα μικρή,  ''Δεν έχουμε ξινά ρόδια, όλα γλυκά είναι !'' μου είπε ένα κορίτσι ξανθό και  μου έβαλε σε μια σακούλα πέντε έξι φρούτα κάπως κοκκινωπά…

Τα είχα βρει επιτέλους,  ίσως κάτι ήξερε ο άλλος που μου ανέθετε όλο δουλειές περίεργες, δε ξέρω πως γίνονταν όμως πάντα τις τελείωνα, ήμουν σε κάτι καλός, ένιωσα όμορφα μετά από κείνη τη ταλαιπωρία, μια ευφορία με πλημμύρισε, όλα μου φαίνονταν  ωραία  και τότε ρε φίλε, ορκίζομαι ότι έτσι έγινε, θυμήθηκα το υπόλοιπο όνειρο!

Ήμουν κι εγώ, ναι μάλιστα, κι εγώ ήμουνα μαζί μ' εκείνους τους  πολεμιστές που είχαν στερεώσει τα φύλλα φτέρης στα βέλη τους κι έπιναν απ τις κούπες τις ασημένιες, πρωί πρωί είχαμε κινήσει απ' την όχθη με τις ορχιδέες και τα κανελόδεντρα για να προλάβουμε να φτάσουμε στο Βουνό του Χλωμού Σμαραγδιού προτού νυχτώσει.  Έναν γέρο ρωτήσαμε στο δρόμο να μας πει κατά που να πάμε κι εκείνος μας έδειξε με το δάχτυλο του μια κατεύθυνση, ένα πέρασμα ψηλά στην οροσειρά που εκτεινόταν μπροστά μας, σήκωσε αργά το κεφάλι του, η μακριά άσπρη γενειάδα του ανέμιζε, η άσπρη φορεσιά του κυμάτιζε  ''Κατά κει πρέπει να πάτε, μέχρι να πέσει ο ήλιος θα χετε φτάσει,  εσύ όμως....'' κι έδειξε εμένα '' ...εσύ σαν θα περάσεις τον αυχένα εκείνου του βουνού, φίλους πια δε θά χεις!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...