Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΩΝ ΚΕΔΡΩΝ

Στη κηδεία δε πήγε, ας λέγανε ότι θέλανε, αυτός ήθελε να θυμάται το παιδί όπως ήταν, όμορφο, ζωντανό, τα μνήματα όμως δε τα ξεχνούσε, πήγαινε πάντα με τη γυναίκα και τη κόρη του όμως ήθελε να είναι μόνος, τον άφηναν κι αυτός στέκονταν πάνω στο μάρμαρο, άφηνε ένα αυγουλάκι κίντερ σοκολατένιο που άρεσε στο μικρο κι ύστερα έκλαιγε βουβά ώρα πολύ μέχρι να ξαλαφρώσει...

Είχε δεθεί πολύ με το παιδί, με το που διαγνώσθηκε η ασθένεια κι ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά, πολύ σοβαρά, το είχε υιοθετήσει κυριολεκτικά, δε τ άφηνε απ τα μάτια του, ήθελε το παιδί να δει όσα περισσότερα πράγματα γίνονταν όσο θα ζούσε ακόμα, κοιμόταν αγκαλιά μαζί, ξυπνούσαν νωρίς να δουν την ανατολή, πήγαιναν παντού, όταν έβρεχε βλέπανε το νερό που κυλούσε μπροστά στα τζάμια και στους υαλοκαθαριστήρες, μετά έβγαινε πάλι ο ήλιος αντανακλώντας τις ακτίνες του στη βρεγμένη άσφαλτο...

Το καλύτερό ήταν τότε που το πήγε σ ένα μοναστήρι χτισμένο σ ένα γκρεμό με θέα κάποιο ποτάμι, στην αυλή υπήρχε κάτι σα πισίνα και στον πάτο της είχαν φτιάξει ένα ψηφιδωτό με δελφίνια, ψάρια, κύματα, πουλιά, βάρκες, ένα πράγμα τέλειο, λέγανε ότι ο τεχνίτης που το φιλοτέχνησε είχε έρθει απ τα Ιεροσόλυμα κι ήταν ξακουστός. Το μικρό κάθε φορά που το έβλεπε έλαμπε ολόκληρο, όταν ήταν άδεια η γούρνα κατέβαινε μερικά σκαλάκια στο πλάι, ξάπλωνε μπρούμυτα στο μάρμαρο κι έσερνε τα δαχτυλάκια του πάνω στις ψηφίδες σα να καταλάβαινε με την αφή τα χρώματα , όλα ήθελε να τ αγγίζει, να τα νιώθει στα χέρια του, κοίταζε μια μια τις κουκκίδες και μετά το σύνολο, μετά σήκωνε τα μάτια κατά τον παππού που βούρκωνε σα να έλεγε ''Τι θαύμα!

Οι γιατροί ήταν απόλυτοι, στην ουσία είχαν πει ότι υπήρχε ημερομηνία λήξης σύντομη μάλιστα, με το που το άκουσε ο παππούς το πήρε υπό τη προστασία του, αυτή ήταν δική του υπόθεση, δε θα το άφηνε έτσι, δε μπορούσε να το διανοηθεί ότι τα παιδιά χωρίζονταν σε καλά και κακά, όμορφα κι άσχημα, υγιή κι άρρωστα, ορφανά και κανονικά, όλα άξιζαν προσοχής, όλα τα παιδιά έχουν τα ίδια δικαιώματα εφόσον γεννήθηκαν κάτω απ τον ίδιο ήλιο, έτσι το βλεπε αυτός. Το παιρνε λοιπόν και βολτάριζαν, το πήγαινε σ εκκλησιές κι εκκλησάκια που αγαπούσε, το είχε μελετήσει το θέμα, παρκάριζε έξω στο προαύλιο και μετά έμπαινε μέσα να χαζέψουν τοιχογραφίες, αγιογραφίες μωσαϊκά, πολλές φόρες καθόταν ο παππούς στο στασίδι αφήνοντας το μικρό να τρέχει στους διαδρόμους και να σταματά στο φως που έμπαινε απ τα παράθυρα τα χρωματιστά, το μικρό έμοιαζε να χει ψύχωση μ' ότι είχε σχέση με το φως, τρελαίνονταν, εστίαζε εκεί πέρα, ώρες ολόκληρες κοιτάζοντας τις λαμπρές δεσμίδες ν΄ αναλύονται σε ακτίνες που τρυπούσαν σα σπαθιά το τζάμι για να καρφωθούν τελικά στο πάτωμα!

Ήταν μαγικό αλλά είχαν ανακαλύψει ότι κάτι δε πήγαινε καλά, το στόμα του παιδιού έδειχνε να στραβώνει προς τα κάτω μέρα με τη μέρα , δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, δεν άκουγε τι του λέγανε, χανόταν, απομονώνονταν, αποσύρονταν όλο και περισσότερο στο δικό του κόσμο, η μάνα του το είχε καταλάβει πρώτη, δασκάλα ήταν άλλωστε....

Στην αρχή δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε, ύστερα άρχισε το ζόρι, έπρεπε να οργώσουν όλα τα νοσοκομεία, να κάνουν εξετάσεις άπειρες, η κόρη του έτρεχε στη δουλειά όλη μέρα και κατόπι γυρνούσε στο παιδί το άρρωστο έχοντας ακόμα ένα μωρό μωρό στην αγκαλιά. Και μες σ όλα αυτά ο άντρας της είπε ότι δεν άντεχε, δε γίνονταν, χρειαζόταν λίγο χρόνο για τον εαυτό του λέει. Ναι ρε φίλε, σε καταλαβαίνω, αν μπλέξεις με μια γυναίκα που θέλει να τα δώσει όλα για το παιδί της δε θα μένει τίποτα για σένα αλλά αυτό είναι δικό σου πρόβλημα, ας πρόσεχες, ποιος σου είπε ότι ο γάμος θα σου δινε μόνο χαρές, πως μπορείς να είσαι τόσο εγωιστής, κι αν δεν αντέχεις και τα παίζεις τόσο εύκολα τι να σε κάνω, μείνε μόνος, μη κάνεις παιδιά, κάτσε στ΄ αυγά σου, έτσι είναι, έτσι ήταν πάντοτε. Τέλος πάντων την άφησε μόνη της, του φαίνονταν πολύ βαρύ όλο αυτό,αργότερα είχε τύψεις, τι να το κάνεις, πάλι καλά θα μου πεις, δεν του το συγχώρεσε, βέβαια αν ήξερε τι επρόκειτο να της κάνει στο μέλλον θα τον είχε σουτάρει από τότε αλλά που χρόνος να σκεφτείς λογικά όταν σε κυνηγούν θεοί και δαίμονες...
Αυτή δε μπορούσε να σκεφτεί έτσι αλλά ο πατέρας της καταλάβαινε πολύ καλά που πήγαινε το πράγμα, και να σκεφτείς ότι εκείνος τον είχε κάνει άνθρωπο το γαμπρό του, πόσο δεν τον είχε βοηθήσει με χίλιους δυο τρόπους, μη πούμε λεπτομέρειες τώρα, δε κάνει, δεν είναι το θέμα μας ...

Τι δεν είχαν τραβήξει το χειρότερο ήταν μ εκείνο τον ταξιτζή καθώς αργούσαν να επιβιβαστούν κι από πίσω κορνάριζαν όλοι σα δαιμονισμένοι, έπρεπε να κατεβάσουν το παιδί στο κέντρο για μια απ τις τακτικές του εξετάσεις κι ήταν μες το άγχος,''Κουνήσου εσύ και το βλαμμένο σου!'' είχε γρυλίσει ο ταξιτζής, η μάνα του ταράχτηκε αλλά αυτουνού του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, είχε λυσσάξει, ήθελε να τον σφάξει επί τόπου, αν ήταν κοντά στο αμάξι όπου φύλαγε ένα μαχαίρι στο ντουλαπάκι μπορεί και να το είχε κάνει!

Ευτυχώς υπήρχαν και μερικές καλές στιγμές, ειδικά στο μοναστήρι με το ψηφιδωτό, πήγαιναν εκεί συχνά, όταν φεύγανε σταματούσαν πάντα στην ακροποταμιά σε μια καντίνα να πιει δυο τρία ποτήρια τσίπουρο με νερό που το έκανε άσπρο.

Σταματούσε από παλιά σε κείνη τη καντίνα, του άρεσαν τα μπριζολάκι που έφτιαχνε ο τύπος εκεί πέρα, ένας στιβαρός, νευρικός γέρος. Κόσμος πολύς μαζεύονταν πάντα εκεί πέρα να φάνε τα περίφημα μπριζολάκια του γέρου, τα συνόδευε με μια φοβερή σάλτσα δικιάς του έμπνευσης τόσο νόστιμη που σου τρέχανε τα σάλια προτού τη βάλεις στο στόμα, έδινε και καμιά καυτερή πιπεριά σ όσους το ζητούσαν. Όλοι θέλανε να μάθουν το μυστικό της σάλτσας και του κρέατος, πως το κανε τόσο νόστιμο ο άτιμος ο γέρος, κάποιοι λέγανε ότι ήταν το κρέας, άλλοι το πουρνάρι με το οποίο έφτιαχνε τα κάρβουνα, άλλοι μιλούσαν για ένα συστατικό που ήξερε απ τον παππού του και το χρησιμοποιούσε στο μαρινάρισμα. Πριν πολλά χρόνια τον είχε ρωτήσει ΄΄Πως τα φτιάχνεις ρε μπαγλαμά τόσο νόστιμα τα μπριζολάκια;''- - ''Α, δεν είναι τίποτα!'' είπε ο άλλος χαμογελώντας ''Κοίτα να μαθαίνεις!΄΄ συνέχισε παίρνοντας ένα κομμάτι κρέας, το απέθεσε προσεχτικά πάνω στη σχάρα, ανακάτεψε λίγο τα κάρβουνα, περίμενε, μετά το γύρισε απ την άλλη με μια τσιμπίδα, το τσέκαρε καλά κι απ τις δυο μεριές σα να το ζύγιζε, ήταν εντάξει, αυτός είχε πάθει πλάκα, αυτό ήταν όλο λοιπόν!

Τον πήγαινε το γέρο με τα μπριζολάκια, γνωρίζονταν χρόνια, είχαν γίνει φιλαράκια, μιλούσαν, ανακάλυψαν ότι σκέφτονταν με τον ίδιο τρόπο, κάνα δυο φορές του είχε δώσει και κάτι συμβουλές, '' Πως αφήνεις αυτούς τους τύπους να σου μιλούν έτσι μες το μαγαζί σου !'' του είχε πει κάποτε όταν ένας ψηλός με κόκκινα μάγουλα έκανε μια σκηνή γιατί είχε καθυστερήσει να πληρωθεί. Ο γέρος, που δεν ήταν τόσο γέρος τότε, τον περίμενε στη γωνία και την επόμενη φορά που ο ψηλός με τα κοκκινα μάγουλα πήγε να κάνει τα ίδια του έβαλε κάτι φωνές, τον πήρε τόσο παραμάζωμα τον διέλυσε, τον ισοπέδωσε, τον έστειλε στα θυμαράκια, τον αποτελείωσε, ήταν μια βιβλική σκηνή, ο δικός μας ήταν ευχαριστημένος!

Το παιδί καρφώνονταν στο άδειο διάφανο ποτήρι του ούζου που λειτουργούσε σα πρίσμα αναλύοντας το φως, το κοίταζε απ όλες τις μεριές, ποιος ξέρει τι σκέφτονταν μες το μυαλουδάκι του....

Ανασήκωνε λίγο τα χοντρά γυαλιά του να δει το μικρο που έπαιζε αμέριμνο, μπορούσε να κάθεται βλέποντας το παιδί εκεί όλη μέρα κι όλη νύχτα, τόσο πολύ του άρεσε! Δυο κύκνοι κολυμπούσαν κουνώντας δεξιά αριστερά τους κυρτούς τους λαιμούς, μια γραμμή άφηναν πίσω τους στην επιφάνειά του νερού όπως απομακρύνονταν, ο μικρός χαμογελούσε ευτυχισμένος, χαρούμενος όπως όλα τα παιδιά του κόσμου όταν παίζουν ...

Στην ακροποταμιά είχε ησυχία, ο μικρός έπαιζε μ ένα κλαδί, το βύθιζε στο νερό κοιτάζοντας σα μαγεμένος τους κύκλους που σχηματίζονταν, σύννεφα στον ουρανό έμοιαζαν να τρέχουν, φύλλα σκόρπια υπήρχαν στο χώμα σ όλα τα χρώματα, καφετιά, κίτρινα, κόκκινα κι άλλα εντελώς ξερά στο χρώμα του εδάφους ....

Δυο γυφτάκια ήρθαν να ζητήσουν ένα σάντουιτς κραδαίνοντας μερικά κέρματα, το ένα ζήτησε λίγο λεμόνι στο κρέας του, το άλλο μια κουταλιά τζατζίκι, ένα κορίτσι με άσπρο φόρεμα γεμάτο λουλούδια τριγυρνούσε, ένα μαργαριτάρι σα δάκρυ, σα στάλα ιδρώτα έμοιαζε να τρέχει στο στήθος του, ο αέρας φυσούσε στα κλαδιά των δέντρων, μια σουσουράδα έτρεχε ανάμεσα στους θάμνους κουνώντας την ουρά της, πήρε το παιδί να περπατήσουν λίγο, σ ένα μονοπάτι που διχάζονταν έφτασαν, άφησε το μικρό ν αποφασίσει κατά που θα πήγαιναν.

O παππούς απομάκρυνε κάτι θάμνους που έφραζαν το δρομάκι και βρέθηκε σ' ένα ξέφωτο σκεπασμένο με χορτάρι τόσο πράσινο σα να ήταν άνοιξη, βρέθηκαν μπροστά σ έναν άντρα που έκανε κάμψεις στο χώμα βαριανασαίνοντας, το παιδί κι ο γερός στάθηκαν, ο άντρας σήκωσε το κορμί του από χάμω.

Ο παππούς τον ήξερε, ήταν ο φύλακας του δάσους των κέδρων, χρόνια πολλά πριν κάποιος είχε φυτέψει εκεί ένα δάσος από κέδρους του Λιβάνου σαν αυτούς που είχε διαλέξει ο βασιλιάς Σολομώντας για να χτίσει τον ξακουστό ναό του, κανείς δεν ήξερε γιατί το είχε κάνει και πως είχαν πιάσει εκείνα τα δέντρα, πάντως το δάσος ήταν υπέροχο, οι κορμοί άμα τους σκάλιζες ανέδυαν ένα άρωμα υπέροχο, τα βαθυπράσινα κλαδιά τους έριχναν έναν ίσκιο βαρύ, το καλοκαίρι ήταν ο ιδανικός τόπος για τους οδοιπόρους, το είχαν ανακηρύξει εθνικό πάρκο εκείνο το μέρος κι ο φύλακας, ένας ξερακιανός τύπος με ρυτίδες σα μαχαιριές κοιμόταν σε μια ξύλινη καλύβα εκεί κοντά.

'' Ετοιμάζομαι να πάρω μέρος σ έναν αγώνα...'' είπε χωρίς να τον ρωτήσουν ο φύλακας'' Γι αυτό γυμνάζομαι, θ ανεβούμε εκείνο το βουνό που βλέπεις....'' συνέχισε δείχνοντας έναν βράχο χιονισμένο στο βάθος ψηλά ''... μετά πρέπει να κατηφορίσουμε μέχρι τη θάλασσα, ο αγώνας γίνεται νύχτα, λίγοι αντέχουν, η διαδρομή θα είναι φωτισμένη, θα έρθουν γιατροί ειδικοί, εθελοντές, διαιτολόγοι, η τηλεόραση, ελπίζω να τερματίσω, πέρσι τα είχα παρατήσει λίγο πριν το τέρμα, είχα σκάσει, λίγο ακόμα ήθελα, πονούσα πολύ, η καρδιά μου χτυπούσε σα τύμπανο, νόμιζα ότι δε θα ζήσω, ένα ελικόπτερο είχαν φέρει να με μαζέψει, ήμουν σα πεθαμένος, πάντως η θέα απ το ελικόπτερο ήταν απίθανη!''

Το μικρό κοίταζε αφηρημένο κατά την άσπρη κορφή που τους είπε ο φύλακας , δε καταλάβαινε πολλά αλλά του φαίνονταν κάτι πολύ μεγάλο αυτό που ήθελε να κάνει ο άντρας , θα θελε κι αυτό να σκαρφαλώσει κάποτε μέχρι εκείνη την άσπρη κορφή και να δει τον κόσμο από κει πάνω, πρέπει να ήταν πολύ ωραίο! Ο παππούς ζήτησε απ το φύλακα να του γράψει ένα τηλέφωνο, του είχε φανεί παράξενο αυτό το άθλημα που γίνονταν νύχτα κι ήθελε να μάθει πιο πολλά, ο μυώδης ξερακιανός με τις μαχαιριές στο πρόσωπο έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί κι άρχισε να γράφει, ''Αριστερόχειρας!'' είπε από μέσα του ο παππούς....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...