Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

ΣΙΡΟΠΙΑΣΤΟ ΙΝΔΟΚΑΡΥΔΟ

Ο φίλος του πρότεινε  να δουλέψει   εκεί πέρα  άμα ήθελε  κι  αυτός  είχε  σκεφτεί '' Γιατί όχι!'',  καλοκαίρι ήτανε,  δε θα τον  χαλούσε, από φαΐ  τουλάχιστον θα ήταν εντάξει!

Κάθε μέρα  γίνονταν χαμός,  κόσμος έρχονταν  κατά κύματα,  η κουζίνα  ήταν γεμάτη  καπνούς απ  τα κάρβουνα που έκαιγαν, πόσα πιάτα δεν είχε πλύνει,  πόσες πατάτες  έριξε σ εκείνο το δοχείο με το  λάδι  που κόχλαζε σα κολασμένο,  πόσες ντομάτες δεν είχε   κόψει σε φέτες λεπτές, μια φορά  είχε  κοπεί από ένα  μαχαιράκι με δόντια κοφτερά,  αίμα έτρεχε συνέχεια, σ ένα φαρμακείο πήγε,  μια γυναίκα συμπονετική  το τύλιξε μ ένα τσιρότο.

Τα μάτια του έτρεχαν  όλη την ώρα όπως  καθάριζε μεγάλα  άσπρα  κρεμμύδια, έπρεπε  να μαζεύει τραπέζια,  να καθαρίζει,  να  σφουγγαρίζει, να κατεβάζει τις τέντες όταν χτυπούσε ο ήλιος. Δεν ήταν και τόσο δύσκολα όλα  αυτά, απλά έπρεπε  να είσαι γρήγορος, κι ακόμα έπρεπε να είσαι έτοιμος να φύγεις ανά  πάσα στιγμή από κείνο το τρελάδικο! Και πραγματικά ήταν έτοιμος να τη κοπανήσει όταν ένας βλαμμένος που τον είχε ακουμπήσει για να  περάσει είχε τιναχτεί ''Μη με πιάνεις με τα βρωμόχερα σου !'' Τον έστελναν   ν αγοράσει κρασί ή  απορρυπαντικά,  ''Όσο πιο φτηνά  γίνεται !'' του  παράγγελλαν, του ζητούσαν  να χαλάσει χαρτονομίσματα, δε μπορούσε  να βρει  ψιλά, η πιάτσα είχε στεγνώσει  για κάποιο  λόγο,  όλοι τον έδιωχναν, τον αγνοούσαν, τον διαολόστελναν.

Μια φορά  τον είχαν στείλει  σ ένα κατάστημα  να ψωνίσει  μυρωδικά και μπαχαρικά, η ώρα ήταν περασμένη,  έκλειναν,  τον είχαν αφήσει να περιμένει  σ ένα μέρος γεμάτο φιστίκια,  αμύγδαλα,  φουντούκια, δαμάσκηνα ξερά κι ανανάδες αποξηραμένους, μπανάνες τηγανητές  κι  ότι μπορείς να φανταστείς από τέτοια πράγματα.  Περίμενε  εκεί πέρα μοναχός του,  κανείς δεν εμφανίζονταν,   σ ένα  φωτάκι  μπροστά  από κάποιο  θάλαμο   έβλεπε  το ασανσέρ ν ανεβοκατεβαίνει,  ένα κάρο χουρμάδες   κι ινδοκάρυδα είχε  φάει να περάσει η ώρα.  Ομιλίες από κάπου έρχονταν, κάποιοι υπήρχαν εκεί   μεσα μα δε μπορούσε να τους δει,   δε μπορούσε  να καταλάβει  τι γίνονταν, τελικά από κάπου  είχε  βγει ένα παιδάκι ανάπηρο  και τον ρώτησε τι ήθελε πολύ ευγενικά, όμορφο πρόσωπο είχε….

Πηγαίνοντας  σε τόσα μαγαζιά κάθε μέρα σιγά σιγά κατάλαβε πως δούλευε,  κάπως  μπακαλίστικα, στο πόδι, με τεφτέρια και γραψίματα σε χαρτάκια από δω κι από κει,  με κόλπα και δανεικά κι όπου μπορούσες να κλέψεις  και κάτι,  δε τον έπειθε και πολύ.

Πάντως δεν είχε παράπονο,  έτρωγε τ άντερα του  του εκεί πέρα  κι όταν βαριόταν τα φαγητά είχε ανακαλύψει μια  κρυψώνα σ ένα ψυγείο όπου ο δικός του έβαζε κάτι γλυκά φοβερά, σπιτικά.   Μιλάμε τα είχε σκίσει,  ειδικά εκείνο με το σιροπιαστό   ινδοκαρυδο το είχε τσακίσει,  δεν είχε αφήσει  τίποτα,  σα να  τον είχε πιάσει η πιο καταραμένη υπογλυκαιμία,  ο άλλος το ψαχνε,  χαλούσε το κόσμο,  ήταν σίγουρος ότι το τρωγε ένας  πιτσιρικάς που δούλευε  εκεί πέρα.     

Τα μεσημέρια  πηγαίνοντας  για  δουλειά  έπαιρνε μάτι τις  γυναίκες που  έριχναν πίσω το  κεφάλι  και ξαπλώνονταν στις πολυθρόνες των κομμωτηρίων.  Άνθρωποι  νευρικοί περπατούσαν  πάνω στην άσφαλτο που έκαιγε  περνώντας  ανάμεσα από   αυτοκίνητα μποτιλιαρισμένα,  ακολουθούσε το πλήθος  ασυναίσθητα  περνώντας  κι αυτός δίχως να κοιτάξει τα  φανάρια,  μια φορά  ένα μηχανάκι  είχε δει να έρχεται με φόρα κατά πάνω του, έτρεξε γρήγορα  απέναντι,  μια ξανθιά   τον παρατηρούσε,  μετά  είχε πετάξει  κάτω ένα  τσιγάρο, το σβησε με το τακούνι της... 

Ο δικός του που είχε το μαγαζί   ήταν  κάποτε πρώτη μούρη στη πιάτσα κατά πως λέγανε.  Κανονικά  δε μιλούσε για τα παλιά   όμως του είπε κάποτε  ότι τις καλές εποχές  έπιανε  μέχρι κι εκατό χιλιάδες δραχμές τη βραδιά,  τόσα είχε  πάρει σε μια ρεβεγιόν ενός  πολιτικού,  σ ένα  μαγαζί ακριβό,  τα είχε ξοδέψει όλα τότε αγοράζοντας  δυο κουστούμια πανάκριβα με κάτι χρυσά σειρήτια  που κούμπωναν σταυρωτά  ''Σα το Πανταζή  έμοιαζα!'' του χε πει, ούτε μια φορά δε τα φόρεσε !Ήξερε  όλους τους παλιούς,  γυναίκες που ήταν  όμορφες έναν καιρό  και τώρα δε βλέπονταν, φίρμες της νύχτας, μπράβους,  τραγουδιστές,  τραγουδίστριες .  Απ το μαγαζί περνούσαν  ένα σωρό φάτσες γνωστές,  βουλευτές,  πολιτικοί,  ηθοποιοί τελειωμένοι με ρολόγια και δαχτυλίδια χρυσά,  ότι μπορείς να φανταστείς, ο δικός του φαίνονταν να έχει άκρες φοβερές ! 

Ξένοι περνούσαν  κάθε μέρα  κι έπρεπε να τους φωνάζουν να δοκιμάσουν τα φαγιά τους,  ο κόσμος είναι πολλές φορές σα τα πρόβατα,  άμα  τους βάλεις σε μια κατεύθυνση όλοι ακολουθούν,  δεν είναι τόσο δύσκολο,  λίγο θράσος κι αναίδεια χρειάζεται. Αυτός  πάντως  δε μπορούσε  να το κάνει,  τουλάχιστον όχι  για πολύ, υπέφερε, το μισούσε. Οι τουρίστες  κατέβαιναν απ τα  λεωφορεία κατά κοπάδια, φωτογραφίζονταν κάτω από   κολόνες  αρχαίες, μαρμάρινες, ύστερα σταματούσαν στο μαγαζί να τσιμπήσουν τίποτα,   σε μια φάση  κάποιος είχε ξεχάσει τη τσάντα του,  τον φώναζαν καθώς έφευγε, ο τύπος,  ένας θεόχοντρος  κουρεμένος , είχε γυρίσει αλαφιασμένος,  τους ευχαριστούσε ώρα πολύ σε μια γλώσσα ακαταλαβίστικη...

Στο ταμείο γίνονταν χαμός, ένα σύστημα  χαοτικό επικρατούσε, παντού έβλεπες  ψιλά πεταμένα, ο δικός του εφάρμοζε  μια μέθοδο δική του  στο τέλος  κάθε μέρας για  να κάνει  καταμέτρηση,   αλλά πάντα  κάτι έλειπε, όλο έξω  έπεφτε.   Φώναζε, χαλούσε το κόσμο,  όμως συνέχεια το ίδιο συνέβαινε, όποιος ήθελε  έπαιρνε ότι ήθελε  και φυσικά ο πιτσιρικάς ήταν ο χειρότερος   απ όλους, το  είχε παρακάνει τόσο πολύ που μια φορά τον κυνηγούσαν  γύρω απ τους πάγκους,  οι θαμωνες  γελούσαν....

Ο φίλος του μιλούσε συνέχεια σ έναν  ασύρματο  που κουβαλούσε πάντοτε μαζί  του, έπιανε τη συχνότητα της αστυνομίας, άκουγε οδηγίες,  έδινε εντολές κι απ τον ασύρματο του απαντούσαν, του έχε φανεί κουφό αυτό,  δε μπορούσε  να καταλάβει πως γίνονταν κάποιος να επικοινωνεί με   τους αστυνομικούς τόσο εύκολα! Ήταν και θρήσκος, όλο το σταυρό του έκανε,  όλο νήστευε, ποτέ δεν έτρωγε το φαγητό του μαγαζιού , όλο κάτι δικά του κουβαλούσε, κάτι σαλάτες περίεργες,  κάτι καυτερά, κάτι άλλα  μυστήρια  μαγειρεμένα  μ ένα  τόνο μπαχαρικά να σου διαλύσουν το στομάχι!  Μαζί πήγαιναν  στην εκκλησιά που ήταν εκεί κοντά,  σ ένα μνημόσυνο κάποτε ένας παπάς μουρμούριζε κάτι λόγια μοναχός του, κάποιος παλαβός  σταυροκοπιούνταν αδιάκοπα, μια γυναίκα  γονάτιζε   όλο χάρη  στο  πάτωμα,  ένα μαντήλι άσπρο είχε στο κεφάλι της, ήταν πολύ όμορφη, δε μπορούσε  να  μη τη  κοιτάξει.  Μετά είχαν   πάει  για καφέ  σε μια αίθουσα υπόγεια , όλοι τους ρωτούσαν αν ήταν αδέρφια, δεν το είχε καταλάβει αλλά  έμοιαζαν  φοβερά.  Τους είχαν φέρει έναν καφέ πικρό και κάτι κουλουράκια  που θρυμματίζονταν αμέσως,  μια μεσόκοπη με μακριά μαλλιά σερβίριζε  λέγοντας  ότι  είχε βγάλει εξανθήματα  γιατί δε μπορούσε να βγάλει λεφτά απ τη τράπεζα, έβλεπες  τα σημάδια απλωμένα στα μπράτσα της. Η γυναίκα  εκείνη  έλεγε  ότι απ'  το άγιο όρος οι γέροντες μηνούσαν πως η καταστροφή πλησιάζει   με δρασκελιές κι όλοι  έπρεπε  να είναι έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο, κακό  εννοείται…

Το καλοκαίρι πήγαινε  δροσερό, έβρεχε συνέχεια,  οι μέρες περνούσαν καλπάζοντας. Τα πρωινά πήγαινε στη βιβλιοθήκη  ησυχία κι ερημιά  επικρατούσε εκεί,  οι φοιτητές  είχανε φύγει  για τα χωριά  και  τις πολιτείες τους, αφίσες κρεμασμένες στους τοίχους, καρέκλες αδειανές, μηχανήματα αυτόματα με πορτοκαλάδες και χυμούς βούιζαν μοναχικά.

Ένα πρωί είχε πετύχει έξω απ τη βιβλιοθήκη μια γνωστή  του που  προσπαθούσε να παρκάρει,  δε του μίλησε,  ένα γεια μονάχα του  πέταξε.  Είχε βρέξει αποβραδίς κι οι πικροδάφνες ανέδυαν  ένα άρωμα ελαφρύ στον αέρα, μια γριά που τον  είδε στο δρόμο του είπε  ''Μπράβο,  περπατάς λεβέντικα!''   Ένας σκύλος με τρία πόδια περνούσε εκείνη την ώρα τρεκλίζοντας σα μεθυσμένος,   ζητιάνοι κοιμόταν στο  γρασίδι των πάρκων  κι άλλοι στο  κατώφλι  μιας εκκλησιάς, μπουκάλια μπύρας σπασμένα παντού  υπήρχαν, μια μαμά  πέρασε  με το κοριτσάκι της, μια γρανίτα ροζ έπινε  το μικρό μ ένα καλαμάκι...

Ένα ζευγαράκι   είχε καθίσει  σ ένα κράσπεδο κοιτάζοντας  κατά τη θάλασσα,  το κορίτσι  άπλωνε  τα ποδαράκια  του όμορφα  στο πλάι.  Μια ρίγα γαλάζια   είχε βαψει  στα μαλλιά  της, ένα μπλουζάκι  γυαλιστερό φορούσε, σανδάλια αρχαία,  ακουστικά  είχε στα αυτιά της,  άκουγε μουσική από ένα ραδιοφωνάκι κόκκινο. Ένα σημάδι στο λαιμό σα να ξέβαψε το δέρμα της, κάτω από τη τζιν φούστα της  διακρίνονταν ένα  εσώρουχο,  ένα γέλιο κελαρυστό είχε,  θύμιζε νερό που τρέχει σε ρυάκι,  του φάνηκε στενοχωρημένο, όπως  περνούσε δίπλα  μια κουβέντα  άκουσε να  επαναλαμβάνει  ΄΄ Δε με πίστεψες!’

Τα βράδια σχολούσε νωρίς,  η Ρίτα  μια κοπέλα που περνούσε κάθε μέρα από κει,  του έλεγε πάντα  ''Μη φεύγεις ρε, σε παρακαλώ,  κάτσε λίγο ακόμα!’’ κι αυτός καθόταν για χάρη της.  Μαζί τους ήταν κι ο Τζιοβάνι,   ένας Ιταλός   απ τη Φλωρεντία,  αυτός όλο  έλεγε  για ένα σκάφος που ήθελε ν αγοράσει ώστε  να ταξιδεύει συνέχεια,   ήθελε  να  φτάσει  ως  την Ινδία  '' Είναι πολύ φτηνά  εκεί!''  έλεγε '' Με μερικά ευρώ είσαι βασιλιάς κι έχεις όποια πιτσιρίκα  θες ! ''. Καθόταν  εκεί πέρα  και μιλούσαν με τη Ρίτα ώρες πολλές, κάπου κάπου έρχονταν παραδίπλα τους καθισμένος σ ένα  ψηλό σκαμπό σα να κατόπτευε το χώρο  κι ένας  άλλος  μυστήριος, ένας ψηλός  δύσθυμος με μαύρα μαλλιά  και μούσι που έμοιαζε με κόρακα !

Όλο εικόνες του ρχονταν στο μυαλό,  καλοκαιρινά  τοπία ιδίως, ένας ήλιος πελώριος κατακόκκινος να βγαίνει  μέσα απ το νερό σκαρφαλώνοντας στο στερέωμα,  χωράφια θερισμένα, ζέστη, ένας   σαραβαλιασμένος θερμοστάτης στο  πίσω μέρος  κάποιου  σπιτιού.  Τηλεοράσεις ασπρόμαυρες  θυμόταν  να  δείχνουν ποδόσφαιρο, μια κηδεία,  σ  ένα μπαλκόνι κόσμος μαζεμένος, γυναίκες έπαιρναν φλιτζανάκια από   ένα  έπιπλο παλιό γεμάτο ποτήρια και κρύσταλλα,  ένα λουλούδι κόκκινο σ ένα  μπουκάλι  μέσα…

Θυμόταν  μέρη όπου είχε  ζήσει  σε καλοκαίρια περασμένα,  μια μονοκατοικία  πιο πολύ που  νοίκιαζε κάποτε   δίπλα στην εθνική οδό,  κοντά   σε κάτι Αρμένιους,  ανοιχτωσιά  υπήρχε, μπορούσες να  δεις μέχρι πέρα μακριά.  Το χορτάρι ξεραίνονταν  το χειμώνα, πρασίνιζε   την άνοιξη,  σκουπίδια παντού,  φορτηγά σέρνονταν στον περιφερειακό δρόμο,  αμάξια έφευγαν κατά  την επαρχία, ροδιές φύτρωναν  έξω απ τα σπίτια, νερό κυλούσε σ ένα  ρέμα, γατιά  μικρούτσικα στις αυλές γκρίνιαζαν, πολυκατοικίες υψώνονταν στο γαλάζιο  ουρανό…

Ο φίλος  του είχε μανία  με τις λέξεις  και τη καταγωγή τους, τρελαίνονταν για κάτι τέτοια.  Μια μέρα  είχαν  βάλει  στοίχημα  για τη λέξη ''Αλέξανδρος'' ,  ήταν κι άλλοι μπροστά,  τους άρεσε η φάση,  όλοι   έλεγαν  ότι σήμαινε αυτόν   που απωθεί τους άνδρες,   ο  φίλος   δε συμφωνούσε, είχε τις δικές του - άστα να πάνε -  θεωρίες για τη καταγωγή των λέξεων και δεν τις άλλαζε με τίποτα! Επέμενε  χτυπιόταν,  κάτι χαζά έλεγε όλη την ώρα,  είχε γίνει φασαρία,  κάλεσαν   ένα  σωρό κόσμο που ήξερε  κάτι παραπάνω,  δικηγόρους, καθηγητές,  όλοι υποστήριζαν την άποψη ότι Αλέξανδρος είναι αυτός που  απωθεί όπως το αλεξίσφαιρο ή το αλεξικέραυνο !  Ο άλλος  δε το δέχονταν, φώναζε, δε το πίστευαν  ότι συμπεριφέρονταν έτσι, είχε βγει εκτός εαυτού,  να πεις  ότι ήταν και  τίποτα σημαντικό, μίλησε άσχημα  και στη Ρίτα που ήταν  ευγενέστατη!

Το πιο παράξενο πάντως  που του είχε τύχει  έγινε  κάποιο  βράδυ Σαββάτου . Είχαν πάει   σ  έναν  τύπο με κοστούμι κι όλοι μαζί πήγαν και ξεκλείδωσαν από μια πόρτα μυστική την είσοδο μιας τράπεζας. Δεν είχε ιδέα γιατί  τον είχαν πάρει εκεί πέρα,  δε καταλάβαινε  τι γινόταν,  πάντως έβγαζαν χρήματα από  κάποιους λογαριασμούς   σημειώνοντας  κάτι χαρτιά γιατί λογικά ότι έκαναν  ήταν εκπρόθεσμο. Δε πίστευε τα μάτια του βλέποντας να βγάζουν απ το ταμείο όλα εκείνα  τα χαρτονομίσματα,  δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του τόσα πολλά λεφτά  μαζεμένα,  τα πιο πολλά κίτρινα διακοσαρικα,  φοβόταν κιόλας!  Είχαν πει σε κάτι διαδρόμους    μπερδεμένους,  περπατούσαν στο ημίφως,  κάτι ντουλαπάκια είχαν ανοίξει σε μια αίθουσα και τα έχωσαν εκεί μέσα τα  δικοσάρικα, πήραν κι ένα σωρό  δεσμίδες σε σακούλες μαύρες,  μετά  έφυγαν κλειδώνοντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...