Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

ΚΑΤΑΜΑΡΑΝ

Με το που άνοιξαν τη σιδερένια κάνουλα της φριτέζας το λάδι ξεχύθηκε καυτό αφρίζοντας, έκαιγε αφόρητα, δε μπορούσαν να κρατήσουν την κάνουλα με τίποτα, έπεσε στο πλαστικό δοχείο που είχαν τοποθετήσει από κάτω. Ο νεροχύτης κόχλαζε ολόκληρος, το λάδι γρήγορα τρύπησε το πλαστικό που συστέλλονταν και συρρικνώνονταν απ τη φοβερή θερμοκρασία, ήταν πολύ επικίνδυνο, το λάδι ξεχύνονταν άγρια, μερικές σταγόνες πετάχτηκαν κι έκαψαν το Θωμά στο μπράτσο, φοβήθηκε, φάνηκε στο βλέμμα του, έτρεξε στο φαρμακείο παραδίπλα να τον πασαλείψουν με κρέμες κι αλοιφές, ευτυχώς δεν ήταν τίποτα. Εν τω μεταξύ ο νεροχύτης έβραζε, αυτός άνοιξε τη βρύση, σχηματίστηκε μια δίνη που τη βοηθούσε να στριφογυρίσει χρησιμοποιώντας μια πένσα, τελικά ο νεροχύτης άδειασε και μ ένα μαχαίρι έσκισε το πλαστικό δοχείο για να πάρει τη κάνουλα.

Κανονικά άλλαζαν το πρωί το λάδι της φριτέζας αλλά με τόση ζέστη που μυαλό. Όλο τέτοια έκανε ο Θωμάς ''Βάλε το παλάμη σου στη σχάρα πάνω όπως εγώ να δεις αν αντέχεις !'' του είχε πει μια μέρα κρατώντας το χέρι του πάνω στο καυτό σίδερο για ένα λεπτό περίπου, δοκίμασε κι αυτός, αντέχονταν όμως έκαιγε πολύ, ο Θωμάς γέλασε ''Δε περίμενα ότι θα το κανες !'' είπε κοιτάζοντας στο κενό σα να δούλευε μια σκέψη στο μυαλό του...

Στη παραλιακή λεωφόρο τα γκαρσόνια μοίραζαν σταχτοδοχεία στα τραπέζια, δεν είχε ακόμα κίνηση, δροσιά υπήρχε στις σάλες των μαγαζιών με τους καφέδες, στις οροφές τους είχαν κρεμάσει ποτήρια κρυστάλλινα, καρέκλες αδειανές, παρκέ γυαλισμένο, αστραφτερό, ορτανσίες γαλάζιες και ροζ στις γωνίες, λουλούδια πλαστικά στους πάγκους. Στα φρουτάδικα τα πεπόνια μοσχοβολούσαν, ροδάκινα και καρπουζιά αράδιαζαν οι μανάβηδες , στα ψιλικατζίδικα πουλούσαν πορτοκαλάδες και χυμούς, στα λεωφορεία κανείς δεν ήθελε να τον ακουμπούν, όλοι ζεσταίνονταν, όλοι είχαν νεύρα, οι ελεγκτές είχαν πάψει να μπαίνουν, κανείς δεν έκοβε εισιτήριο, μια γυναίκα κοιμόταν στο κάθισμα της γέρνοντας το κεφάλι μπροστά σα να ήταν άψυχο, οι άσπροι βολβοί των ματιών της φαίνονταν καθώς τα βλέφαρα της κατέρρεαν, ένα μαβί πουκάμισο φορούσε, ένα παντελόνι μαύρο. Στη πόλη όλα έμοιαζαν να έχουν καταρρεύσει, οι τράπεζες κλειστές, ερημιά παντού, μόνο στ' αδειανά προποτζίδικα κάτι τελειωμένοι συμπλήρωναν δελτία και στα στενά κάνα δυο τρελοί κυκλοφορούσαν σα φαντάσματα. Στις εισόδους των πολυκατοικιών σκαλοπάτια άσπρα, σκυλιά ταλαιπωρημένα είχαν μπει τη νύχτα να βρουν δροσιά στο μαρμάρινο κατώφλι, καθρέφτες αδειανοί, γλάστρες απότιστες. Τα ξημερώματα λίγο προτού χαράξει περιστέρια γουργούριζαν στα σκοτεινά, στον ουρανό ένα μπαλόνι παρασέρνονταν απ τα ρεύματα όλο και πιο μακριά, στο λιμάνι ένα εμπορικό φορτωμένο έκανε μανούβρες, ψηλά ένα αεροπλάνο πετούσε κι ένα άλλο πιο πέρα στέκονταν μετέωρο σα να είχε κολλήσει εκεί πάνω ...

Ο Θωμάς, ένας γενειοφόρος πενηνταπεντάρης, γεροδεμένος, γεμάτος ενέργεια, ήταν ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Παλιά έπαιρνε εργολαβίες στη Κροατία, στη Σερβία, στη Βουλγαρία σ όλα τα Βαλκάνια, έργα δημόσια, σ ένα κάρο κόσμο έδινε δουλειά, πάντα τους είχε καλοπληρωμένους τους εργάτες του! Από παιδί στα χωράφια δούλευε, στο κάμπο της Θεσσαλίας, λάστιχα κουβαλούσε μες το λιοπύρι να ποτίσουν τα καταραμένα τα μπαμπάκια! Ο πατέρας του ήταν πολύ σκληρός, ώρες ατελείωτες δούλευαν στα χωράφια κι ύστερα όταν ήταν φοιτητής – προτού δουλέψει στη νύχτα - τον είχε βάλει να δουλεύει σε μονώσεις, έπρεπε ν απλώνουν πίσσα μαύρη σε κάτι τάπητες ασήκωτους κι ύστερα τους πατούσαν μ ένα μεταλλικό πατητήρι, έκανε ζέστη ανυπόφορη, κολασμένη, στις ταράτσες ψήνονταν ζωντανοί, μέχρι και πενήντα βαθμούς είχε γράψει μια φορά το θερμόμετρο τους!

Έτσι είναι πάντα τα ελληνικά καλοκαίρια, καυτά, αγχωτικά, ατελείωτα, φωτιές πιάνουν στα λιγοστά δάση που απόμειναν μετατρέποντας το τόπο σε στάχτη και κάρβουνα! Στους χωματόδρομους σκόνη ατελείωτη, όπως ο ήλιος μπαίνει στον αστερισμό του Κυνός κι ετοιμάζεται να ανατείλει το πιο λαμπρό αστέρι του ουρανού, ο Σείριος, αρχίζουν τα κυνικά καύματα που φέρνουν πυρετό και κακοτυχία, η ζέστη ρημάζει τα σπαρτά και τους ανθρώπους, ανακατατάξεις πολιτικές, φασαρίες, εντάσεις, συγκρούσεις, επιβουλές αλλοφύλων, πόλεμοι, επιστρατεύσεις, κόσμος φεύγει αλαφιασμένος με τρένα και με φορτηγά να υπερασπιστεί τα σύνορα..

Κάθε μέρα στο μαγαζί γίνονταν παλαβά πράγματα όπως αυτό με τη φριτέζα, μια φορά ο Θωμάς του είχε ρίξει ένα βλέμμα τόσο άγριο που ήθελε να βάλει τα κλάματα, ήταν σα να τον είχε χτυπήσει κατακούτελα! Ένα μεσημέρι πάλι του φώναξε μπροστά σ όλους επειδή καθυστερούσε, τον είχε κάνει ρεζίλι και σα να μην έφτανε αυτό του πέταξε κι ένα κουτάκι μπύρας που έσκασε μπροστά του ακριβώς! Κανονικά έπρεπε να θυμώσει, να σηκωθεί να φύγει επί τόπου αλλά κρατήθηκε, ήξερε ότι όλα αυτά ήταν ένα θέατρο για να ικανοποιηθούν πελάτες που άργησαν να εξυπηρετηθούν, δεν είπε τίποτα, μοναχά χαμογέλασε κι οι άλλοι το είδαν, γέλασαν κι εκείνοι.

Από νωρίς το πρωί ξεκινούσε το προσκύνημα, τύποι μυστήριοι, νταλικέρηδες καραφλοί, λαχαναγορίτες κι εργάτες απ το λιμάνι μαζεύονταν εκεί πέρα, δε ξέρω τι έβρισκαν σ εκείνο το μέρος, τι τους άρεσε, περίμεναν πάντως ώρα πολύ, μερικοί φεύγανε γκρινιάζοντας και βρίζοντας, δεκάρα δε δίνανε για δαύτους! ''Ξύπνα!!'' του φώναζε όλη την ώρα ''Κοιμάσαι!'' αυτός δε μπορούσε να συγκεντρωθεί, δε το είχε ρε φίλε, ήταν αλλού, το μυαλό του ταξίδευε. Μερικές φορές το πράγμα γίνονταν επικίνδυνο όπως τότε που είχε σκύψει να πάρει κάτι κι όπως σηκώθηκε χτύπησε με δύναμη στη γωνιά ενός συρταριού μεταλλικού που είχε ανοίξει ο Θωμάς, το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που είχε καθίσει λίγο να συνέλθει, ύστερα συνέχισε τη δουλειά. Πάντως ο μουσάτος πρέπει να τον πήγαινε, τον θεωρούσε κάπως μορφωμένο και τον σέβονταν γι αυτή του την ιδιότητα, μάλιστα έχε προσέξει ότι συγκρατούσε λόγια που του έχε πει κατά καιρούς και τα χρησιμοποιούσε κι αυτός, μια φορά κιόλας είχε βγάλει ένα χαρτάκι κι είχε γράψει μια φράση που του είχε κάνει εντύπωση...

Τον εμπιστεύονταν αλλιώτικα δε θα δούλευε ποτέ σ ένα τέτοιο μέρος, όποτε περνούσε δίπλα από μια εικόνα που είχε κρεμασμένη τη φιλούσε κάνοντας το σταυρό του, ήταν καχύποπτος και δε τον είχε δει ποτέ να ιδρώνει ακόμα κι όταν όλοι ψήνονταν ! Σπάνια μιλούσε για το παρελθόν, έπρεπε να τον πετύχεις στη κατάλληλη φάση, κανέναν δεν εμπιστεύονταν, ήταν και καταφερτζής απίστευτος! Μια φορά είχε πάει στο Όρος, δεν είχε διαμονητήριο, σ ένα μοναστήρι έφτασε το σούρουπο, οι καλόγεροι είχαν κλείσει τη βαριά πύλη, βγήκε ένας γηραλέος ασκητής: ''Έχουμε κλείσει, στρώσαμε και τη τράπεζα, που ήσουν όλη μέρα!'' ο Θωμάς άρχισε τάχα να ψάχνει το διαμονητήριο, άνοιγε τσάντες, σακούλες, βαλίτσες, φώναζε, χειρονομούσε, άδειαζε τις τσέπες του, ο καλόγερος είχε απηυδήσει, τελικά του φώναξε '' Άντε αναθεματισμένε, πέρασε επιτέλους να πάω να πλαγιάσω!''

Το πιο δύσκολο ήταν το βράδυ, έπρεπε να καθαρίσουν τις σχάρες που ήταν πνιγμένες στο κάρβουνο, γέμιζε μαυρίλα ο τόπος, έπρεπε να τρίβουν όλη την ώρα με μια σπάτουλα και λεμόνι άφθονο, χαμαλίκι σκέτο, δε του άρεσε καθόλου, σκεφτόταν ότι αν ήταν να περνά ώρες κάνοντας αυτό το πράγμα ήταν χαμένος !

Όταν έφευγαν κι οι τελευταίοι μεθυσμένοι έβγαιναν καμιά βόλτα, μερικές φορές μες το κατακαλόκαιρο ο αέρας μάζευε τα σύννεφα κι έπιαναν μπόρες , όλοι έτρεχαν να κρυφτούν, κεραυνοί έσκαγαν ξαφνικά, οι συναγερμοί άρχιζαν να ουρλιάζουν ταυτόχρονα, σε μια κόγχη, σε κάτι αρχαία χαλάσματα, τα περιστέρια κούρνιαζαν περιμένοντας να κοπάσει το κακό και να κλείσουν οι καταρράχτες του ουρανού. Σαν σταματούσε και δρόσιζε πια καθόντουσαν σ ένα παγκάκι μιας πλατείας κι ο γενειοφόρος άντρας μιλούσε για ιστιοπλοϊκά, είχε πάρει κάποτε κι ένα δικό του αλλά τον ξέσκισε η εφορία και τσακίστηκε να το ξεφορτωθεί! Τώρα ήταν εκπαιδευτής στα καταμαράν, είχε πάρει την άδεια κι όργωνε το Αιγαίο ολόκληρο όποτε μπορούσε, ο Άι Στράτης ήταν το αγαπημένο του μέρος, εκεί έπιαναν κάτι αέρηδες τρομεροί που τον τρέλαιναν, ήθελε πολύ δύναμη και μαστοριά μεγάλη να κάνεις το σκάφος εκείνο να γλιστρά απαλά στο κύμα …

Με μια παρέα είχαν σταματήσει σε μια ακτή του Άι Στράτη, τα νερά ήταν παγωμένα εντελώς μιλάμε, απ το βυθό αναδύονταν κατά ομάδες άσπρες μέδουσες σα μικρά αλεξίπτωτα διάφανα, ο ήλιος έδυε, ένα ψάρι πετάχτηκε απ το νερό δείχνοντας την ράχη του που γυάλιζε. Οι γυναίκες που είχαν μαζί κρατούσαν τις φούστες τους καθώς φυσούσε αέρας, τα βρεγμένα μαλλιά τους ανέμιζαν, λευκά μαγιό, εφαρμοστά φορούσαν από κάτω, μια απ αυτές είχε στο χέρι ένα ρολόι γαλάζιο στο χρώμα της θάλασσας, μια άλλη ένα κολιέ μαργαριταρένιο που στραφτάλιζε. Στην αμμουδιά ένας τύπος με δόντια χαλασμένα έβγαζε όστρακα απ το βυθό, τα έσπαγε αφαιρώντας το εσωτερικό τους που το χρησιμοποιούσε για δόλωμα, όλα τα χαλίκια της παραλίας είχαν γίνει πορφυρένια απ τη χρωστική...

Παλιά είχε λεφτά όμως τα είχε χάσει όλα πια, έκανε κάτι επενδύσεις άστοχες, οι φίλοι του έφαγαν τα περισσότερα, ανοίχτηκε, τον έπιασε η κρίση, τη πάτησε, τον είχε αφήσει κι η γυναικά του, δε θέλει και πολύ να πάρεις τη κάτω βόλτα! Μονάχα το μαγαζί εκείνο του είχε απομείνει, του τα είχαν πάρει όλα, το μαγαζί κι ένα μαύρο BMW του είχε απομείνει να γυρίζει τα βράδια, φοβόταν μη του το πάρουν, '' Όχι αυτό!'' έλεγε.

''Πάνε πάνω να δώσεις φαΐ το Δημήτρη!'' του είπε μια μέρα,έχω ένα τάπερ στο ψυγείο, αν δε τον βρεις στο πατάρι κατέβα στο υπόγειο !''

Ο Δημήτρης ήταν αυτός με τα χαλασμένα δόντια που πήγαινε βόλτες με το καταμαράν κι έσπαγε τα όστρακα στον Άι Στράτη. Μιλάμε του είχε φάει ένα κάρο λεφτά δανεικά κι αγύριστα, ήταν ένα ρεμάλι και μισό, κατά καιρούς τον φιλοξενούσε, άλλοτε τον έδιωχνε κακήν κακώς, όμως όλο κάτι γίνονταν κι εμφανίζονταν πάλι αν δε τον είχαν μπουζουριάσει βέβαια οι αστυνομικοί! Κανείς δεν ήξερε κι ούτε μπορούσαν να καταλάβουν γιατί του είχε τέτοια αδυναμία, κάποιοι λέγανε ότι είχαν μεγαλώσει μαζί, άλλοι ότι μπορεί και να ήταν ο αδερφός του, έμοιαζαν κάπως άλλωστε...

Έπρεπε να πάει στο πατάρι, φοβόταν, ποτέ δεν είχε ανέβει εκεί πάνω κι ούτε που είχε όρεξη να βρεθεί μόνος του με κείνον το φυλακόβιο! Είχε ακούσει διάφορα για το πατάρι αλλά ποτέ δεν είχε τύχει ν ανεβεί, από ένα διάδρομο βγήκε σε μια αυλή κι από κει μπήκε στο ασανσέρ το τρομαχτικό που κινούνταν με τηλεχειριστήριο. Το μέρος ήταν πολύ στενό, ίσα ίσα χωρούσαν τα πόδια σου να πατήσεις σε μια βάση μεταλλική ενώ από κάτω έχασκε το κενό. Πίεσε το κίτρινο κουμπί, το συρματόσκοινο σφίχτηκε, ρολάρισε κι άρχισε να ανεβαίνει, το έβλεπε που τυλίγονταν, περίμενε λίγο προτού το κεφάλι του στουκάρει στην οροφή κι ύστερα τράβηξε το δάχτυλο απ το κουμπί.

Στη σοφίτα υπήρχε ακαταστασία απίστευτη, βιβλία παλιά τσαλακωμένα παντού, αγιογραφίες και βίοι αγίων, τρεις ανεμιστήρες δούλευαν στο φουλ μήπως δροσίσουν το στενό χώρο, κάτι μηχανήματα αρχαία ένα θεός ήξερε από που ήταν και σε τι χρησίμευαν, ένας πάγκος ξεχαρβαλωμένος όπου ο Θωμάς κοιμόταν, τώρα πως ησύχαζε μέσα σ εκείνο το χάος ήταν μυστήριο! Προσευχητάρια δίχως εξώφυλλο έβλεπες, ένα καντηλάκι έκαιγε σε μια γωνία, στο τοίχο υπήρχε μια φράση γραμμένη με μαρκαδόρο ''Περίζωσαι την ρομφαία σου επί τον μηρόν σου δυνατέ!'', ο άλλος δε φαίνονταν πουθενά, βιάστηκε να φύγει πατώντας το κόκκινο κουμπί για την κάθοδο.

Τώρα ακολουθούσε αντίστροφη πορεία, το συρματόσκοινο ξετυλίγονταν αργά, ένιωθε ζαλισμένος απ τη ζέστη κι απ όλα όσα είχε δει στη σοφίτα, η βάση όπου πατούσε δε του φαίνονταν και πολύ στέρεα, ήθελε να δοκιμάσει την αντοχή της αλλά φοβόταν ότι αν έκανε πως παραπατούσε μπορεί κανένα πόδι του να κατρακυλούσε στον αγύριστο, το σιδερένιο σκοινί όλο και ξετυλίγονταν, όλο και πιο χαμηλά κατέβαινε, μα που στο διάβολο ήταν εκείνο το υπόγειο, γιατί δεν του είχαν πει πότε να σταματήσει, δεν έβλεπε και καλά, τελικά ένιωσε να χτυπά κάπου με δύναμη ταρακουνήθηκε, σταμάτησε τη συσκευή, αισθάνονταν εγκλωβισμένος, παγιδευμένος, ήθελε να σηκωθεί να φύγει κι ότι ήθελε ας γίνονταν, ετοιμάζονταν να ξανανέβει όταν άκουσε μια φωνή ''Κατά δω!'' και τινάχτηκε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...