Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΦΤΑ ΣΑΜΟΥΡΑΙ

Όλα τα λεφτά μου τα έβγαλα στη Νιγηρία!'' είπε, ''Έχω συνεργασία με κάτι μαύρους εκεί κάτω!'' - ''Δε φοβάσαι;'' ρώτησα ‘’Καθόλου! Τους ξέρω, το μόνο τρομαχτικό είναι τα βουντού που κάνουν, στις κηδείες έχει τύχει να δω φέρετρα που απογειώνονται κι εξαφανίζονται, έχει κάτι μάγους εκεί κάτω που έχουν μέσα τους το διάβολο, υπνωτίζουν ανάπηρους, τους βάζουν να περπατήσουν και ν ανέβουν σκαλιά, σπάνε πέτρες μόνο με τη δύναμη της σκέψης τους! ‘’

Αράζαμε στο μπαλκόνι του και τα λέγαμε φωνάζοντας και πίνοντας τσάι κρύο σε γεύσεις διάφορες, Σαμουράι, Άνθος της πέτρας, Κόκκινη πλατεία, Άνθος του Δυτικού Νείλου, Μήλο της Έριδας! Στο δρόμο που περνούσε μπροστά μας λεωφορεία σαραβαλιασμένα διάβαιναν κάθε μεσημέρι χοροπηδώντας σα παλαβά στις ατέλειωτες λακκούβες, οι μπροστινές τους πόρτες έχασκαν ορθάνοιχτες, αμάξια έφευγαν μαρσάροντας, κάποιος είχε αφήσει ένα ποδήλατο σε μια στροφή κι ένα αυτοκίνητο που περνούσε αμέριμνο πάτησε μ όλο του το βάρος τη ρόδα του δίκυκλου, το λάστιχο του αμαξιού έσκασε, ο οδηγός κατέβηκε βρίζοντας, αν έβρισκε τον ιδιοκτήτη ήταν σίγουρο ότι θα τον σκότωνε, κανείς όμως δεν ήξερε ποιος είχε αφήσει το ποδήλατο του εκεί πέρα…

Πόσο καθαρό ήταν εκείνο το σπίτι, πόσο αστραφτερά τα πατώματα, πόσο άσπρες οι κουρτίνες, ντρεπόσουν να πατήσεις στο δάπεδο! Τα συρτάρια γεμάτα ρούχα φρεσκοσιδερωμένα, ταχτοποιημένα, μοσχομυριστά, απαλά, παπλωματοθηκες, σεντόνια, μπλουζάκια κι εσώρουχα. Το βράδυ κοιμόμαστε στο υπόγειο που είχε δροσιά, ένας σκύλος έρχονταν και πλάγιαζε στη πλάτη μου, ήθελε ν μ ακουμπάει πάντοτε, ένας μπουφές υπήρχε εκεί γεμάτο με ποτήρια όλων των ειδών, στρογγυλά, εξάγωνα, χαμηλά, ψηλά, σε σχήματα σωλήνων και κολόνας, διάφανα, κρυστάλλινα, πάνω στο έπιπλο μια φωτογραφία παλιά ασπρόμαυρη μιας νύφης που χαμογελούσε ξέγνοιαστη, πόσο όμορφη ήτανε!

Όλο για μυστήρια συζητούσε, είχε πάει στους Αγίους Τόπους, στο Σινά, ταξίδεψε στη Κίνα, στην Ινδία, από κει είχε φέρει κι ένα πετράδι μια φεγγαρόπετρα, οι Ινδοί λέγανε ότι μέσα σε κάθε τέτοια πέτρα ένα πνεύμα κατοικούσε, οι γυναίκες τους τις έραβαν στα ρούχα τους για ν αποκτήσουν γρήγορα παιδί. Στο Νεπάλ πάλι πολύ πονηροί λέει οι καλόγεροι εκεί πέρα, δε τους πήγαινε με τίποτα, έκαναν γιόγκα, ταοϊσμό, τέτοια κόλπα, είναι λέει ιδιοτελείς όλοι τους , πανούργοι, το βλέπεις στο μάτι τους που γυαλίζει! Ένας απ αυτούς είχε έρθει και στο Άγιο Όρος να γνωρίσει κάποιον δικό μας διάσημο, ήταν ταλέντο, έκανε κουφά ο γκουρού, τρελά, είχε ανέβει και τους δώδεκα βαθμούς της ιεροσύνης τους κι ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών! Εκείνος πάντως ο πιτσιρικάς ο καραφλός, ο γκουρού, ήταν λέει καλός, Γιώργο τον λέγανε, είχε καταγωγή ελληνική, απ τη μάνα του, για κείνο το παιδί λέει ο διάσημος μοναχός θα δέχονταν να βγει απ το Όρος, μόνο για κείνον!

Δε πίστευα τίποτα απ όσα έλεγε, έδειχνε κουρασμένος, πεθαμένος, το πρωί είχε πάει να δώσει αιμοπετάλια για το πεθερό του, τον είχαν κρατήσει για δυο ώρες, του έπαιρναν αίμα, του το ξανάδιναν πίσω αφού το φιλτράριζαν, τον είχαν γεμίσει σωληνάκια! Μετά απ αυτά ένα βάρος στο κεφάλι ένιωθε, έναν πόνο στο δεξιό κρόταφο, τη νύχτα ζεσταίνονταν υπερβολικά, δε μπορούσε να περπατήσει όπως έκανε κάθε μέρα το χάραμα που σηκώνονταν νωρίς κι έκανε χιλιόμετρα ολόκληρα στην αμμουδιά της παραλίας του νησιού ξυπόλητος!

Είχε τραυματιστεί και το παιδί του στο μάτι από ένα όστρακο όπως έπαιζε στη παραλία, ένας θεός ξέρει πως το είχε καταφέρει το μικρό! Πάλι στα νοσοκομεία έτρεχε με τον πιτσιρικά να οδύρεται, εκεί γίνονταν χαμός, νοσοκόμες επιδέξιες, γιατροί πανούργοι, παντού κλέφτες νόμιζε ότι υπήρχαν, ήταν σίγουρος ότι έβγαζαν γάζες, φάρμακα, σύριγγες, θα τα σήκωναν όλα αυτοί!

''Δε τα πιστεύεις;’’ φώναζε '' Θες να σου πω ονόματα, μη με προκαλείς, στο λέω,όχι πες μου θες;‘’

''Ε ναι ρε φίλε, δε τα πιστεύω!'' απαντούσα εγώ ‘’ Δε πιστεύω τίποτα απ αυτές τις θεωρίες για τη λέσχη Μπίλντερμπεργκ , τους μασόνους, τους τέκτονες, τους αρχιτέκτονες και τους εξωγήινους που θα κατέβουν να μας πάρουν δε δίνω δυάρα όλα αυτά ! ’’ είχε ανάψει, ‘’Λοιπόν θα σε πάω σ ένα τένις κλαμπ έξω απ τη πόλη να δεις τ αμάξια που μαζεύονται εκεί τη νύχτα και τα όργια που γίνονται !’’ - ‘’Τα χεις δει με τα μάτια σου ;’’ - ‘’ Έχω δει τα αυτοκίνητα!’’ - ‘’ Άσε μας ρε φίλε!’’ τον έκοψα απότομα όμως αυτός επέμενε να χτυπιέται ότι όλα είναι στημένα, όλα είναι προαποφασισμένα σε μια συνωμοσία υπέρτατη.

Πίστευε ότι παντού υπήρχαν προδότες που ήθελαν να ξεπουλήσουν τη χώρα, τον είχε πιάσει παραλήρημα, όπως μιλούσε μου έδειχνε το χέρι του όπου οι πόροι είχαν πεταχτεί, ήταν συγκινημένος. Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί καθόμουν και τον άκουγα, ίσως γιατί φαίνονταν ειλικρινής σε όσα έλεγε, τα πίστευε πραγματικά. Διηγούνταν ότι κάποιος είχε φάει απ την οικογένεια του ένα δισεκατομμύριο δραχμές παρακαλώ, είχαν πολλά χρήματα τότε, έπαιρναν ένα κάρο δουλειές, προμήθειες, εργολαβίες, εξαγωγές, ότι μπορείς να φανταστείς! Μ εκείνον τον πελάτη που τους έφαγε το δισεκατομμύριο είχαν ανοιχτεί πάρα πολύ, δε το περίμεναν, τους είχε αιφνιδιάσει, τον πήγαν στα δικαστήρια, στα εφετεία, στον Άρειο Πάγο, οι δικαστές τους είχαν πει ''Παιδιά η υπόθεση είναι τελειωμένη, μ αυτούς δε μπορούμε να τα βάλουμε πέρα, αυτοί ελέγχουν όλο τον κόσμο, τη Τράπεζα της Ελλάδας, τη κυβέρνηση, το χρηματιστήριο, διοργανώνουν συνέδρια, όποιος έχει υψηλό δείκτη νοημοσύνης τον εντοπίζουν και τον παίρνουν αμέσως, βάζουν δυο σωματοφύλακες να τον φυλάνε, δεν αφήνουν τίποτα να πέσει κάτω, τους κάνουν όλους του χεριού τους!''

Μελαχρινός τύπος ήταν, μαλλιά κατάμαυρα, χαρακτηριστικά όμορφα, μια βέρα στο δάχτυλο, ένα κομποσκοίνι στο καρπό. Το σπίτι του ήταν χτισμένο κοντά σε μια ρεματιά του νησιού, αγριοσυκιές, καλαμιές και περικοκλάδες πρασίνιζαν μέσα στο ρέμα, λεύκες φύτρωναν στις όχθες με τα φύλλα τους να σείονται στον άνεμο, ένας φράχτης από πεύκα προστάτευε το κτίσμα, μια δαμασκηνιά που έκανε φρούτα μεγάλα, πολύ γλυκά είχαν φυτέψει στην είσοδο. Απ το μπαλκόνι έβλεπες ένα βενζινάδικο πνιγμένο στη σκόνη, μια κοιλάδα με χαρακιές οριζόντιες στους βράχους υπήρχε στο βάθος, πέρα μακριά μια ομάδα ποδηλάτες έτρεχε ανάμεσα σε ηλιοτρόπια ανθισμένα, ένα κοπάδι από πουλιά ε περνούσε τσιρίζοντας αλλόκοτα, όταν φυσούσε ένιωθες στο πρόσωπο σου ν ανακατεύονταν ρεύματα κρύα και ζεστά. Τη νύχτα αεροπλάνα υψώνονταν με τα φώτα τους αναμμένα, αστέρια ξεκολλούσαν απ το στερέωμα και γκρεμοτσακίζονταν την εποχή που ο ήλιος έμπαινε στον αστερισμό του Μεγάλου Σκύλου κι ανέτειλε ο Σείριος το λαμπρότερο αστέρι σ ολόκληρο τον ουρανό!

Ο σκύλος που κοιμόταν στη πλάτη μου ήταν λεπτός θύμιζε κογιότ της αμερικάνικης ερήμου, όταν άνοιγε το στόμα του έμοιαζε να χαμογελά σκιάζονταν, τρόμαζε όποτε τον έβγαζα βόλτα σα να ένιωθε κάτι αδιόρατο με το που πήγαινε να διαβεί ένα χαντάκι ή όταν ο αέρας σήκωνε απότομα κάποιο φύλλο πεσμένο στο χώμα. Κι εγώ είχα αρχίσει να φοβάμαι με το παραμικρό, όποτε πήγαινα ν ανοίξω ένα κάδο για να πετάξω σκουπίδια τη νύχτα νόμιζα ότι ένα χέρι θα πετάγονταν από κει μέσα να μ αρπάξει και να με τραβήξει μαζί του!

Τ' απογεύματα κατεβαίναμε για ψώνια στο χωριό, σ ένα κατάστημα μια κοπέλα κοιτούσα, και το δικό της βλέμμα σταματούσε πάνω μου, μόνη της ήταν τις περισσότερες φορές, μια αλυσιδίτσα πολύ ψιλή φορούσε στο λαιμό, το σώμα της γεμάτο από κάτι στίγματα διάφανα σα σημαδάκια που νόμιζες ότι μπορούσες να τα σκουπίσεις να τα καθαρίσεις με μια κίνηση. Μια φωνή χαμηλή, βραχνή, τα δάχτυλα της δούλευαν γρήγορα σ ένα μαύρο πληκτρολόγιο, πολύ ευγενική όταν μου έβαζε κάτι στη τσάντα έσκυβε πολύ κοντά, σχεδόν μ άγγιζε κι όταν μου έδινε τα ρέστα έπιανε ελαφρά τη παλάμη μου. Μου άρεσε σίγουρα, δε με φοβόταν, είχε γερούς ώμους, καλοφτιαγμένους, αλλά κι οι γάμπες της ήταν ωραίες, την είχα ξαναδεί, την είχε προσέξει κι οι δικός μου και της πέταξε μια βλακεία που μπορεί να της κακοφάνηκε, μα τι ηλίθιος ρε φίλε, απ την άλλη βέβαια αν ήταν τόσο μυγιάγγιχτη ίσως και να μην άξιζε …

Μια μέρα πέτυχα το κορίτσι με τις φακίδες σ ένα στενό , ένα φουστάνι άσπρο φορούσε, μπροστά την είσοδο ενός πάρκινγκ καθόταν οι δίπλες του φορέματος της κάλυπταν τις γάμπες της όπως βλέπεις να γίνεται στα έργα τα παλιά, όπως καθόταν τ α πέλματα της έδειχναν προς τα μέσα ‘’Που πας;’’ μ είχε ρωτήσει.

Σ ένα σεμινάριο πήγαινα ούτε που θυμάμαι γιατί είχα δεχτεί να το παρακολουθήσω κάποιος μου το είχε ζητήσει και δεν ήθελα ν του πω όχι. Έκανε τόση ζέστη, παιδεύτηκα να βρω το μέρος που θα γίνονταν, μπέρδεψα τους ορόφους, ανέβαινα, κατέβαινα, δε μπορούσα να τηλεφωνήσω, δεν υπήρχε σήμα εκεί μέσα, τελικά το ανακάλυψα, επιτέλους! Μπροστά σ ένα προτζέκτορα φωτεινό κάποιος μιλούσε δείχνοντας φωτογραφίες και καταλόγους, προσπαθούσα να παρακολουθήσω μα δε μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε, κάτι τύπο νυσταγμένοι με φόρμες κάθονταν σε καρέκλες, μια κουζίνα στο βάθος, ένα ψυγείο, ένα κλιματιστικό...

Είχα αρχίσει να θολώνω μ όλα όσα λέγονταν και γίνονταν στο νησί όπου τα κεφάλια των κολυμβητών έβγαιναν στην επιφάνεια, τα στάχυα έφταναν μέχρι τη θάλασσα κι ένα μοναστήρι μεσαιωνικό έμοιαζε ν ακουμπά τα πόδια του στο πέλαγος. Μια ανασκαφή είχε αποκαλύψει έναν τοίχο θαμμένο στο χώμα κι ένα πλακόστρωτο αρχαίο, χορτάρι ξερό, κιτρινισμένο, καμένο απ τη ζέστη, ένα κοπάδι πρόβατα παρδαλά, μια ποτίστρα τσιμεντένια, σε μια πλαγιά ένα τρακτέρ ανάμεσα σ αμπέλια που απλώνονταν με τα σταφύλια τους να κιτρινίζουν γλυκά απ τη ζέστη του καυτού καλοκαιριού.

Εμείς στο μπαλκόνι συνεχίζαμε τα δικά μας πίνοντας τσάι παγωμένο, ο μελαχρινός τύπος κρατώντας το ποτήρι του μιλούσε τώρα για τις πλάκες του μαύρου τσαγιού που κουβαλούσαν στα μοναστήρια του Θιβέτ και το αντάλλασσαν με είδη πολύτιμα, αλάτι κόκκινο Ιμαλαϊων, μεταξωτά, κεραμικά, ιατρικά βότανα και κυλίνδρους βαμμένος για να γράφουν τα μυστήρια τους γράμματα, αντικείμενα μεταλλικά, ντόπια άλογα και βόδια γιακ, πολύ γερά, πολύ ανθεκτικά. Είχε ταξιδέψει κι εκεί πέρα ατενίζοντας μονοπάτια που περνούσαν μέσα από οροπέδια και φυτείες απέραντες, από φαράγγια και τοποθεσίες με ονόματα παράξενα όπως το ''Πήδημα της Τίγρης!'', σε υψόμετρα και δρόμους σκοτώστρες που μπορούσαν να σε γκρεμοτσακίσουν ότι ώρα να ναι, είδε διαβάσεις ποταμών πάνω από γέφυρες σιδερένιες και σχοινένιες στον άνω ρου των ποταμών, μονοπάτια φτιαγμένα στη διάρκεια των αρχαίων δυναστειών, ύστερα έλεγε για τους Γιαπωνέζους και των Θρύλο των Σαράντα Εφτά Σαμουράι, πάνω απ το βουνό που στέκονταν πίσω μας ένα σύννεφο ανέβαινε σα μανιτάρι από κάποια κοσμογονική έκρηξη ηφαιστείου, ένα ποτιστικό σύστημα αμολούσε νερό στον αέρα, η μέρα έμοιαζε να πνίγεται στο φως που σκορπίζονταν ασυγκράτητο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...