Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

ΔΡΑΚΟΛΙΜΝΕΣ

Για ένα  εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου  ένιωσε το χρόνο να παγώνει και προτού  το καταλάβει είχε καρφωθεί με ταχύτητα απίστευτη πάνω σ εκείνο το  δέντρο  που είχε φυτρώσει ακριβώς στη στροφή, δεν είχε καταλάβει πόσο γρήγορα πήγαινε  μέχρι  το τρομερό χτύπημα που κόντεψε να τον διαλύσει !

Απείχε λίγο απ το σπίτι  του όταν πήγε να πάρει τη  στροφή, πρέπει να οδηγούσε πιο γρήγορα  απ όσο έπρεπε και το αμάξι  δεν τον υπάκουσε, δοκίμασε να το γυρίσει, να φρενάρει αλλά δε γίνονταν !

Όλη νύχτα  γύριζε μαζί της, είχε  πιει, την είχε αφήσει  κάποια στιγμή κι επέστρεφε σπίτι μοναχό του, για κάποιο  λόγο αποφάσισε να πάρει  ένα δρόμο απ όπου δε πήγαινε ποτέ  ξημέρωνε, ένας  ήλιος  κόκκινος έβγαινε πίσω απ τα βουνά  , δε φορούσε ζώνη, το αμάξι που είχε αγοράσει  έμοιαζε διαστημικό  μ εκείνες τις διαστημικές αεροτομές του,  είχε ξοδέψει τ άντερα του γι αυτό, ήταν τόσο δυνατό τόσο όμορφο  που σου  έδινε την εντύπωση ότι ήταν άτρωτο, ότι μπορούσες   να κάνεις  ότι ήθελες,  να τρέξεις όσο γρήγορα σου έκανε κέφι,  να το αφήσεις  να πάει μόνο του!

Μιλούσε στο κινητό, το μέρος απ όπου περνούσε του φαίνονταν  ότι δεν το  είχε  ξαναδεί, γέφυρες μισογκρεμισμένες, στρατόπεδα εγκαταλειμμένα, ποτάμια γεμάτα βούρκο, καντίνες σμπαραλιασμένες,  στάσεις  λεωφορείων τρακαρισμένες, μια χαλαρότητα και μια  ζαλάδα ένιωθε, είχε την αίσθηση ότι  βρίσκονταν σ έναν άλλον κόσμο! Ο δρόμος είχε τόσες λακκούβες σ εκείνο το σημείο που δεν υπήρχε περίπτωση να μην κομματιάσει τις  αναρτήσεις  του,  μιλάμε δεν είχε  ξανανιώσει  τέτοιο ταρακούνημα! Στις άκρες των δρόμων  κεράσια γαλανά  πουλούσαν οι πλανόδιοι πρωί πρωί, μόνο γαλανά  δεν ήταν  βέβαια, προς το  διάφανο κιτρινοκόκκινο  έτειναν, ένα μπουκάλι  με νερό σήκωσε να πιει, πρόσεχε τις φυσαλίδες που σχηματίζονταν καθώς  αισθάνονταν  το λαρύγγι του ν’  ανεβοκατεβαίνει .  

Και τότε στουκάρισε πάνω στο δέντρο, το διαστημικό αμάξι τσαλακώθηκε σαν ήταν χάρτινο,  όταν τον έβγαλαν από κει μέσα κανείς δε περίμενε ότι θα ζούσε,  τη φωτογραφία την είχαν δημοσιεύσει κι οι εφημερίδες στο πρωτοσέλιδο τους, τις έχω κρατήσει!

 Γιατί δεν ήταν τυχαίος,  είχε  κέρδισε το λαχείο, κι όχι μια φορά ρε φίλε  αλλά  δυο, τη μια  φορά  είχε κερδίσει ένα εκατομμύριο ευρώ, την άλλη εξακόσια χιλιάρικα! Δεν το κυνηγούσε-   τη δεύτερη φορά τουλάχιστον-  απλά έγινε, υποτίθεται ότι αυτό είναι που θέλει  καθένας έτσι δεν είναι,  όλοι αυτό δεν ονειρεύονται,  ε λοιπόν αυτός το πέτυχε!

 Άλλαξε όλη η ζωή του, πήρε ένα κάρο δώρα σ όλους γύρω του,  τον είχαν φάει,  οι γκόμενες τον περιτριγύριζαν από παντού,  του την έπεφταν σα παλαβές,  κόντεψε να την ψωνίσει, απ το πουθενά  εμφανίστηκε κι εκείνη η βλαμμένη,  καλά πόσο τη κυνηγούσε  κάποτε,  πόσο την ήθελε,  τι παιχνίδι του είχε  παίξει,  πόσο ερωτευμένος  ήταν μαζί της, όλοι τον δούλευαν, κι όταν τον είχε  απορρίψει του είχε σαλέψει, ένα διάστημα έπαιρνε χάπια,  ένα φεγγάρι τον είχαν κλείσει και  στο ψυχιατρείο…

 Έκτοτε την είχε χάσει, τη ζητούσε και δε μπορούσε να τη βρει πουθενά- ευτυχώς!- και τώρα να την πάλι ρε φίλε  κουνιστή και λυγιστή σαν μην είχε συμβεί τίποτα, πως είχε το θράσος να εμφανίζεται  μπροστά του,   μα πόσο άτιμη ήταν μ εκείνη τη φωνή τη συρτή σα να βαριόταν, μια  αρμαθιά  από βραχιόλια  τυλιγμένα γύρω απ τον καρπό της, με  την αλοιφή που έβαζε  πάνω απ τα χείλη όπου είχε  ένα σημαδάκι,  την πλάτη της που την άφηνε ακάλυπτη,  τα μαύρα γυαλιά  κάτω απ τα οποία  δε μπορούσες να καταλάβεις   τι στο δαίμονα κοίταζε και τι σκέφτονταν,  το απαλό χνούδι που απλώνονταν στις παρειές της,  και πως φιλούσε ρε φίλε μ έναν τρόπο   κολλώντας στο στόμα τα χείλη της σα ρουφήχτρα έτοιμη να σε  καταπιεί!

Νόμιζε ότι την είχε ξεπεράσει  όμως  του φαίνονταν  κομψή και υπέροχη πάλι ακόμα  κι όταν φορούσε παντόφλες  καλοκαιρινές,  ότι  κι αν έβαζε πάνω της φαίνονταν  όμορφο και φυσικά ενέδωσε στο τέλος και γυρνούσε πάλι μαζί της κάθε βράδυ  μέχρι το χτύπημα… 

Έμεινε στο νοσοκομείο πολύ καιρό, έτσι όπως είχε γίνει έπρεπε να τον συναρμολογήσουν απ την αρχή,  είχε ξεχάσει πια πως είναι έξω κι εκείνη τη βλαμμένη  ούτε που τη σκέφτονταν πια,  πήγαινα  να τον δω μερικές φορές στη κλινική που του  είχαν,  καθόμασταν και  βλέπαμε  αμερικάνικο μπάσκετ στην καλωδιακή τηλεόραση που είχε εγκαταστήσει, όσο μιλούσε έστρεφε το βλέμμα στο πλάι  σα να κοίταζε όλη την ώρα  κάτι που εγώ  δε  μπορούσα  να δω…

Σαν βγήκε επιτέλους είχε αλλάξει, έγινε  πιο κλειστός, δεν του είχαν συμβεί και λίγα πράγματα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα,   τα είχε όλα και θα τα έχανε όλα, τόσο απλό ! Από κείνο  το πρωινό που είχε τρακάρει τον είχαν πιάσει τα μεταφυσικά,  ψάχνονταν, με κάτι παρέες περίεργες είχε μπλέξει, με κάτι τύπους που έψαχναν   για   χρυσό  όχι ότι  είχε ανάγκη  απλά τον  τραβούσαν τέτοια πράγματα, γυρνούσε  μαζί τους στα βουνά,  στα λαγκάδια και στις δρακολίμνες ψάχνοντας κασελάκια  με λίρες και τάφους ασύλητους  με κάτι μηχανήματα που τρελαίνονταν και χτυπούσαν παλαβά  γιατί  έβρισκαν παντού μέταλλα  ριγμένα  απ τον εμφύλιο!  Φωτογραφίες από κείνα  τα ταξίδια του πάνω σε βουνοκορφές  είχε τραβήξει, τον έδειχναν να περπατά  ανάμεσα σε χιόνια  και παγετώνες,  ένα  διάστημα  τους  φιλοξενούσε  μια οικογένεια βοσκών που έβγαζαν όλο το χειμώνα εκεί πάνω ποτίζοντας τα κοπάδια τους στη δρακολίμνη που υπήρχε γεμάτη με νερό κρυστάλλινο απ’  το χιόνια που  έλιωναν,  δίπλα σε μια κορφή που λέγανε ότι ισοπεδώθηκε με τους βομβαρδισμούς τόσο  τρομερούς που  το ύψος του βουνού είχε μειωθεί δυο  μέτρα !

Και τελικά εκεί που κανείς δε το περίμενε τα παράτησε όλα κι έγινε  καλόγερος, όλοι πάθανε πλάκα προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν μα  δεν άκουγε τίποτα, βρήκε έναν πύργο αρχαίο σε μια ερημιά  κι αποφάσισε ότι εκεί θα  έμενε πια για πάντα, αυτός ήταν ο προορισμός του!   

Λέγανε  ότι πρώτος είχε έρθει εκεί πέρα ένας αναχωρητής περίφημος με γένια μακριά σα σκοινιά,  κατόπι έφερε κι άλλους μαζί του για να χτίσουν  τον πύργο κι  άλλα οικήματα τριγύρω  και ξενώνες. Του άρεσε του αναχωρητή η τοποθεσία, φαίνονταν  τραχιά,  άβατη όμως  υπήρχε ένα ρέμα που κατέβαζε νερό γλυκό απ το βουνό  ψηλά, οι γκρεμοί γύρω  το προφύλαγαν  απ'  όλες τις  μεριές, η θάλασσα απλώνονταν μπροστά …

Όταν  πήγε αυτός στον πύργο  ένα σωρός μπάζα  ήτανε, δυο μοναχοί ερημίτες κατοικούσαν  εκεί πέρα  πριν απ αυτόν μα  δεν έκαναν τίποτα, δε σήκωναν ούτε πετραδάκι  από κάτω, το είχαν αφήσει να  ρημάξει  το μέρος εντελώς μιλάμε, τεμπέληδες, άχρηστοι, αχαΐρευτοι!  Με το που είδε εκείνο το χάλι τον έπιασε  μια  μανία  να τα φτιάξει όλα,  δούλεψε σα σκύλος, του άρεσε όμως, μπορούσε να περάσει  ώρες ατελείωτες δουλεύοντας  το καλοκαίρι ειδικά, δε βαριόταν ποτέ εκεί πέρα!
Πρώτα έφτιαξε τον  πύργο που ήταν ετοιμόρροπος και το πιο σημαντικό  κτίσμα,  μέσα του έτρεχαν να κρυφτούν  παλιά οι καλόγεροι  σαν  πλάκωναν τα πειρατικά   σκαρφαλώνοντας μέχρι ψηλά στις πολεμίστρες  αφού αμπάρωναν μ έναν  σύρτη πελώριο  τη χοντρή πόρτα του. Όταν  συμμάζεψε   κάπως τον πύργο  έπιασε το  παλιό ελαιοτριβείο   που είχε τα  μαύρα του τα χάλια, μοναχά τα τεράστια  άσπρα στρογγυλά   λιθάρια  που συνέθλιβαν τις ελιές είχαν απομείνει.  Έβγαλε σαβούρα άφθονη, δούλεψε μέρα νύχτα, καθάρισε,  έχτισε,  γκρέμισε, φώναξε ένα σωρό  μαστόρους,  το σουλούπωσε, τόκανε ωραίο! Κατόπι έπιασε να διορθώνει  τους ξενώνες, να μπορεί να δεχτεί  κάναν  άνθρωπο, έφτιαξε και μια ταράτσα  για να κάθεται και να κοιτά τη θάλασσα. Ύστερα στράφηκε  κατά την  πλαγιά που απλώνονταν πιο πέρα σε μια μεριά,  φύτεψε κλίματα, έψαξε ποικιλίες χαμένες,  έσκαψε, ξεχορτάριασε, σβάρνισε, φρεζάρισε, διάβασε βιβλία που έλεγαν για τον εμπλουτισμό του χώματος με κάτι κόλπα, σακατεύτηκε αλλά τελικά  έφτιαξε ολόκληρο αμπελώνα που απλώνονταν σ ολόκληρη τη πλαγιά ! 

Τ απογεύματα καθόταν στη μικρή ταράτσα που είχε κατασκευάσει κι αγνάντευε τη θάλασσα, κάποιο  βράδυ  ήθελε  να πάει σ ένα  κελί γειτονικό να δει έναν φίλο του,  χιόνιζε δε μπορούσε να βρει το μονοπάτι,  κόντεψε να τσακιστεί στο κακοτράχαλο στρατί,  δεν έβλεπε  τη τύφλα του δε  μπορούσε να γυρίσει πίσω τελικά  την είχε βγάλει σ ένα  εκκλησάκι όλη νύχτα τουρτουρίζοντας μ ε μόνη συντροφιά το φως από ένα καντηλάκι ενώ ο αέρας  χαλούσε το κόσμο έξω. τις Κυριακές   πήγαινε σ ένα  μοναστήρι κοντινό να εκκλησιαστεί και να μιλήσει με κάναν  άνθρωπο, χάζευε εκεί κάτι παιδιά  άγουρα με γένια λιγοστά που  έπλεναν  το πρόσωπο τους σε μια κρήνη  κάτω από   θεόρατες κολώνες,  μαρμάρινες που θύμιζαν εκείνες  που γκρέμισε ο Σαμψών, γέροντες με φρύδια σμιχτά,  συνοφρυωμένοι κι αγριωποί   τον  κοίταζαν, δε τον πήγαιναν,  τι ήθελε τούτος σκέφτονταν,  όπως τον παρατηρούσαν η όψη τους ήταν τέτοια ώστε  έλεγες  πως αν  άνοιγαν  το στόμα θα του έριχναν  μια τέτοια  κατάρα  που  δε θα μπορούσε  να συνέλθει σ ολόκληρη  τη ζωή του! 

Στις αρχές του καλοκαιριού επισκέπτονταν μια  σπηλιά περίφημη που υπήρχε εκεί κοντά, ήταν  πολύ βαθιά,  χιλιόμετρα ολόκληρα μέσα στα βράχια  και στο χώμα, στους τοίχους της  είχαν ανακαλύψει  σχέδια,  ζωγραφιές, μια φλογέρα από κόκαλο ζώου. Έψαξε και βρήκε  βιβλία για κείνη την εποχή των μεταναστεύσεων όταν οι πληθυσμοί  έρχονταν απ όλα τα μήκη και τα πλάτη  προ τα κει όπου βέβαια  θα υπήρχε κυνήγι μπόλικο να σκοτώσουν, το τοπίο πρέπει να ήτανε αλλιώτικο τότε, οι  εκτάσεις γεμάτες χορτάρι που σείονταν στον άνεμο, βίσονες κι άλογα  άγρια θα έβοσκαν αμέριμνα  έχοντας  κατέβει απ το βορρά  κυνηγημένα από λιοντάρια κι άλλους θηρευτές τρομαχτικούς. 

Του είχε φανεί σπουδαίο που διάλεξε εκείνο το μέρος όπου  είχαν βρει τόσα πράγματα κι όπου είχαν  γίνει  μάχες σπουδαίες  στον ανταρτοπόλεμο, μπορούσες ακόμα να δεις τα αμπριά  και τα καταφύγια που είχαν σκάψει στο χώμα, υπήρχε , οι αντάρτες  είχαν κάνει νοσοκομείο  την περίφημη σπηλιά, εκεί μέσα έβαζαν τους τραυματίες τους  ώσπου την ανακάλυψαν  οι άλλοι κι  έβαλαν φωτιά ρίχνοντας  βόμβες εμπρηστικές, Ναπάλμ, πρώτη  φορά λέει  εκεί πέρα  τις είχαν  χρησιμοποιήσει πριν απ την Κορέα  και το Βιετνάμ, φαντάσου τώρα να είσαι τραυματίας  σ εκείνο το μέρος  κι οι φλόγες να τρέχουν μες τις στοές! Μερικές βραδιές του φαίνονταν  ότι άκουγε τις  φωνές  αυτών που είχαν  θαφτεί  εκεί μέσα κάποτε,  ξυπνούσε   κι ήθελε να τρέξει  κατά κει μήπως  προλάβει να σώσει κάποιον!  

Ένα μεσημέρι κίνησε κατά κει, είχε δροσιά για καλοκαίρι,  ο  ήλιος  έβγαινε άλλοτε κρύβονταν κι άλλοτε  έβγαινε  πίσω απ  τα σύννεφα οργώνοντας τον ουρανό με το πύρινο πέρασμα του ενώ  οι  αχτίνες του πυροβολούσαν  με δεσμίδες φωτεινές το στερέωμα.  Δεκοχτούρες με μαύρα δαχτυλίδια γύρω απ τον αυχένα  έσκυβαν να πιουν νερό από κάτι  λακκούβες,   χελιδόνια φτερούγιζαν μαζεύοντας λάσπη με το ράμφος τους κι άλλα  πετούσαν οριζόντια με  τη γη  σαν την  εξερευνούσαν. Στη σπηλιά μέσα  ησυχία τέλεια επικρατούσε, οι  σκιές έπαιζαν παιχνίδια πάνω στις πέτρες, όπως στέκονταν στο κέντρο μιας ψηλής γαλαρίας  μπορούσε να φανταστεί   ανθρώπους  καθισμένους  γύρω απ  τη φωτιά να  μιλούν στην παράξενη  γλώσσα τους  λέγοντας  ιστορίες  για το κυνήγι της μέρας που πέρασε,  κάποιος έπαιζε έναν σκοπό  μυστήριο σα σφύριγμα  που αντιλαλούσε  καθώς οι  σταγόνες του νερού έπεφταν απ τα τοιχώματα της οροφής.

Του ήρθε έτσι στα κουτουρού να προχωρήσει πιο βαθιά, πολλές φορές το είχε σκεφτεί, ένα φακό είχε μαζί του όλο κι όλο,''Θα κινήσω κι όπου με βγάλει!''  είπε.  Περπάτησε μέσα από περάσματα στενά, σύρθηκε  πάνω από χαλίκια και πέτρες ψάχνοντας διέξοδο, κάποιες στιγμές  ήταν σίγουρος ότι εκεί μέσα θ άφηνε  τα κοκαλάκια  του! Θα πρέπει να του πήρε ώρες πολλές, δεν ήταν σίγουρος προς πιο κατεύθυνση πήγαινε, η ανάσα του κόβονταν όμως δε μπορούσε να τα παρατήσει πλέον, κάποτε ένιωσε ένα δροσερό αεράκι φρέσκο να τον χτυπά στο πρόσωπο,  σύρθηκε για μια φορά τελευταία φορά φτύνοντας  χώμα απ το στόμα του, το σώμα του είχε  γεμίσει πληγές και γρατζουνίσματα και τελικά βγήκε που  νομίζεις ρε φίλε ;  

Βγήκε  στη κορφή του βουνού, το τοπίο ήταν εκπληκτικό,  ένα χαλί καταπράσινο από χορτάρι μαλακό απλώνονταν,  μπαλώματα χιονιού υπήρχαν παντού,  αγριολούλουδα ανάμεσα σ'  αγκάθια φύτρωναν,  ένα κορμός ξεραμένος χτυπημένος από κάποιο  κεραυνό και πιο πέρα αν έχεις το θεό σου μια λίμνη με νερό κρυστάλλινο όπου αντικατοπτρίζονταν ο ουρανός και τα χιόνια και τ αγκάθια και τα λουλούδια  κι ότι υπήρχε γύρω. 



   





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...