Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

ΑΔΑΜΑΝΤΟΦΟΡΕΣ ΦΛΕΒΕΣ

Ήταν το καλύτερο μέρος της διαδρομής, λίγο χιόνι υπήρχε ψηλά στα βουνά ανάμεσα στα δέντρα  που ντυμένα σε χρώματα χειμωνιάτικα σχημάτιζαν ένα είδος χαλιού στις κορφές,  συστάδες  από λεύκες   έριχναν  τη σκιά τους στην επιφάνεια μιας λίμνης,  πουλιά πετούσαν χαμηλά  στο νερό σα να ήθελαν να το αγγίξουν,  παντού γύρω το κλασικό ελληνικό τοπίο ξέρεις τώρα,  πέτρες απ τη μια,  θάλασσα απ την άλλη,  σταροχώραφα  να πρασινίζουν  μες τις ξερολιθιές…

Καπνός έβγαινε απ τις καμινάδες των σπιτιών με τα κόκκινα κεραμίδια,   νταλίκες με πινακίδες πολωνικές και τούρκικες  σέρνονταν  αργά στην άσφαλτο,  πάνω από γέφυρες τρέχαμε,  αμάξια περνούσαν από κάτω μας,  ένα  σύννεφο  από μαυροπούλια περνούσε πάνω μας,   μερικά κείτονταν σκοτωμένα στο δρόμο. Δίπλα μου  κάποιοι κοιμόταν με το στόμα  ανοιχτό,  μια  γυναίκα  έφτιαχνε τα μαλλιά της στο καθρέφτη του κινητού, η τιράντα απ το φανελάκι που φορούσε κάτω απ τη ζακέτα της φαίνονταν,   δε μπορούσα  να καταλάβω την ηλικία  της,  έψαχνα τα χέρια της ,  από κει καταλαβαίνεις καλύτερα.  Μια λωρίδα χρυσαφένια  έφτιαχνε ο ήλιος  μακριά κατά το πέλαγος,  οι ακτίνες του αντανακλούσαν στους ηλιακούς  πάνω στις στέγες των σπιτιών με τα κόκκινα κεραμίδια,  έκλεισα τα μάτια ν αποφύγω την αντηλιά,   ένας   γηραλέος  με μαλλιά σκληρά σα σύρμα   καθόταν δίπλα στον οδηγό, ελεγκτής παλιός  ήτανε,  στο ξεκίνημα  μου είχε βάλει χέρι γιατί καθόμουν στη πρώτη θέση όμως  εγώ δεν είχα σκοπό να σηκωθώ από κει ούτε με σφαίρες, λογοφέραμε λίγο,  τελικά τα βρήκαμε,  με κέρασε και ραντεβουδάκι από ένα κουτάκι μεταλλικό, χρωματιστό, εκείνες τις μέντες με τη δυνατή γεύση που έκαιγε το στόμα, τις  αγοράζαμε μικροί,  χρόνια είχα να δοκιμάσω εκείνη τη γεύση….

Ο γέρος  με τα μαλλιά σα σύρμα  έλεγε για την εποχή που ήτανε νέος και δούλευε κάπου στην Αφρική, σ ένα ορυχείο  παλιό σβησμένο ηφαίστειο μια τρύπα πελώρια  όπου έβγαζαν διαμάντια, αργότερα είχε δουλέψει  στην  επεξεργασία τους,  τα τρίβανε με τη σκόνη του ίδιου του διαμαντιού για ν αποκτήσουν λαμπρότητα και  να  αντανακλούν το φως σ όλες τις κατευθύνσεις,  μερικά μπορούσαν να φωσφορίζουν και μέσα  το  σκοτάδι  κι αυτό ήταν μαγικό, η  δουλειά  σε σακάτευε αλλά του άρεσε,  τον τρέλαινε να βλέπει εκείνα τα πετραδάκια τα λαμπερά που χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια να σχηματιστούν στον πάτο της γης  αφού δέχτηκαν   πιέσεις απίστευτες  μέσα σε  συνθήκες τρομερές κι άλλα τόσα χρόνια  χρειάστηκαν μέχρι να βγουν στην επιφάνεια από εκρήξεις  η νερά υπόγεια  που πέρασαν από φλέβες αδαμαντοφόρες  και  τα παρέσυραν προς τα έξω,  τον εξιτάριζε όλο αυτό ''Το ξέρεις ότι η ιδανική κοπή ενός  διαμαντιού πρέπει  να το κάνει να έχει εξήντα τέσσερις πλευρές!'' μου είπε....

Ένιωθα κουρασμένος,  απ τα χαράματα είχα ξυπνήσει,  σ  ένα ίντερνετ καφέ ήμουν το ξημέρωμα,   με τον  Δημήτρη  που δούλευε εκεί μέσα ,  όλο  νεύρα  ήτανε,   μια πτώχευση ευχόταν να συμβεί,  να καταστραφεί το σύμπαν, να τρέχουν όλοι  σα παλαβοί , όλα του φταίγανε, έμοιαζε να  μην αντέχει  αυτή τη κατάσταση που σέρνεται  συνέχεια και δε ξέρεις που θα σε βγάλει, είχε βγει μια βόλτα μετά τα μεσάνυχτα σε κάτι μπαρ κι είδε όλο πιτσιρικάδες δεκαπεντάχρονα και δεκατριάχρονα να κουνιούνται σα παλαβά  ''Μα τι γίνεται  εδώ;'' αναρωτιόταν, με βοηθούσε να κατεβάσουμε μια φωτογραφία, το τηλέφωνο του  χτύπησε,  κάτι του είπανε,  έμοιαζε σκυθρωπός '' Μόλις  πέθανε η μάνα μου, πρέπει να φύγω''  είπε.

Είχαμε βγει μαζί στο δρόμο, ο Δημήτρης δε μιλούσε, σε κάποιο πάρκο  ένα στρώμα πάχνης πάνω στο πράσινο χορτάρι είχε απλωθεί, τα φανάρια έμοιαζαν ν'  αλλάζουν χρώμα όλα μαζί, πορτοκαλί,  κόκκινο,  πράσινο,  σάντουιτς κρύα και φρουτοσαλάτες τοποθετούσαν στις βιτρίνες  των φαστφουνταδικων, λεωφορεία  εκδρομικά   έξω από  ξενοδοχεία, γλάροι  γκρίζοι κι άσπροι αραδιασμένοι πάνω στις σκαλωσιές των γερανών του μετρό, ο ήλιος έβγαινε μέσα από ένα δάσος κεραιών. Σε μια λαϊκή  περγαμόντο για  γλυκά πουλούσαν,  πίσω απ' τους πάγκους καφέ πίνανε  από ποτήρια πλαστικά,  τραγούδια λαϊκά ακούγονταν απ τα  ραδιόφωνα των αυτοκινήτων  που άφηναν ανοιχτές τις πόρτες τους , ο Δημήτρης τράβηξε κατά   το νοσοκομείο, πήρα το λεωφορείο...

Στο αστικό με πιάσανε ξανά  δίχως τη κάρτα μου, συνέχεια τη ξεχνώ, άντε πάλι τρέχα να σβήνεις πρόστιμα,  μια αφηρημάδα με  κυνηγά όπως μπαίνει η άνοιξη κι  οι  μέρες μεγαλώνουν συνέχεια,        ένα άγχος μ  έχει  πιάσει,   θέλω  όλα μαζί να τα κάνω και θα κάνω  καμιά βλακεία  πάλι, όμως δε γίνεται,  πρέπει  να το συνηθίσεις και να κάνεις όσα πιο πολλά σωστά μπορείς  τρέχοντας από δω κι από κει σα κοτόπουλο ζαλισμένο!  Μια  αγωνία σα να μ έχει πιάσει, τα   απογεύματα στα καφενεία πανηγυρίζουν  τα γκολ που  μπαίνουν  στο ποδόσφαιρο,  τα βράδια στους βροχερούς δρόμους μπορείς να δεις τα φανάρια των αυτοκινήτων που  γυαλίζουν, μασκοφόροι καβάλα  σε  μοτοσυκλέτες,  κόσμος περιμένει  στην απέναντι μεριά των διαβάσεων, αυτοκίνητα φρενάρουν μπροστά σου  τη τελευταία  στιγμή,   πρόσωπα διακρίνονται αμυδρά κάτω από ομπρέλες ανοιγμένες, στα μαγαζιά με τις μεγάλες τηλεοράσεις καταρράχτες αμολούν τα νερά τους πάνω από βράχια γλιστερά,  κωπηλάτες   λάμνουν  σε ποτάμια κάτω από δάση με δέντρα τεράστια, καταπράσινα, στα κοσμηματοπωλεία πολυέλαιοι  στριφογυρίζουν  χιλιάδες κρυσταλλάκια...

Δε μπορώ να σκεφτώ  σωστά τελευταία,  με πιάνει πανικός , απογοητεύομαι   εύκολα, μπορεί να  τα χεις κάνει σωστά  όλα αλλά  το αποτέλεσμα δεν έρχεται με τίποτα, καθυστερεί πολύ, κι είναι τόσο πολλές οι επιρροές εκεί έξω που μπορούν να σε τρελάνουν, όλοι τρέχουν να προλάβουν, όλοι βιάζονται, σπαταλούν τόσο πολλή ενέργεια δεξιά κι αριστερά που  δεν έχουν αποθέματα στο τέλος όταν τα χρειάζονται,  όταν βγαίνει κάτι  πραγματικά ζόρικο!  Βλέπεις κάποιους που ξεκίνησαν  κι έφυγαν μπροστά πολύ γρήγορα πόσο εύκολα  κάηκαν, έσβησαν,  εξαφανίστηκαν,  πόσο εύκολα πέρασαν στο περιθώριο και φαίνονταν τόσο ορμητικοί, κάτι δεν έκαναν σωστά, άντε  βρες ευκαιρία δεύτερη!   Όμως δε γίνεται αν δε περιμένεις,  δε  μπορείς να κάνεις τίποτα σωστό,   κι έχεις και τους φίλους που σε μπλοκάρουν από παντού, καθένας έχει τα δικά του,  άλλος δε σηκώνει τίποτα για τα πολιτικά,  κομμένη  η συζήτηση γι αυτά,  άλλος δεν αντέχει το παραμικρό στα θεολογικά,  έναν  τοίχο πελώριο έχει σηκώσει,  πάει κι αυτό,  άλλος έχει κόλλημα με τα ερωτικά, δε μπορείς να του πεις  τίποτα, θα σε στείλει από κει που ήρθες,  δεν αλλάζει γνώμη που να χτυπιέσαι!  Όμως τους χρειάζεσαι όλους, μόνος  σου  δε μπορείς να κάνεις  και πολλά, πρέπει  να βάλεις   νερό στο κρασί σου , να προσαρμοστείς,  να δεχτείς πράγματα, πρέπει να είσαι ευχαριστημένος με τα λίγα,  να  μη ζητάς πολλά,  είναι κι αυτό ένα χάρισμα. Πρέπει να το δουλέψεις,  να  βρεις άλλους δρόμους,  άλλα μονοπάτια,  να το διαχειριστείς σωστά,  να μη  φθαρείς, να  μη φθείρεις,  να μη στεναχωριέσαι για πράγματα που δε διορθώνονται,  που δεν αλλάζουν,  ότι έγινε  έγινε, να   κοιτάς μπροστά όλη την ώρα. Πρέπει να παίρνεις   αποφάσεις σωστές κάθε φορά , να ορίζεις  προτεραιότητες, να ξεχωρίζεις  το σημαντικό  απ  το ασήμαντο  και  το δευτερεύον, δε μπορείς να τα πετύχεις  όλα,  κάτι θα θυσιάσεις, άμα τα θες όλα  υπάρχει  κίνδυνος να  χάσεις τα καλύτερα...

Στο κάμπο μπροστά  χωράφια πλημμυρισμένα,  η  γη δε μπορούσε ακόμα  να τραβήξει όλη τη ποσότητα της βροχής που έπεσε,  μα πόσο έβρεξε φέτος,  όλες οι δεξαμενές οι υπόγειες πρέπει να χουν φουλάρει, νερά άφθονα  θα χουμε τώρα  με την άνοιξη.    Αντικρίζοντας ένα σωρό εικόνες το μυαλό στροφάριζε σ άλλες κατευθύνσεις,   φλασιές μου  ρχονταν από  μεριές διάφορες,  σα να ξεκαθάριζαν πράγματα   μέσα μου,  θα μπορούσα  να τα βρω μαζί της,  γίνονται κι αυτά καμιά φορά,  το φαντάζεσαι,  καλά  είναι   τέλειο  όταν συγχρονίζεσαι ,  όταν βρίσκεις ακριβώς τον  τόνο που εκπέμπουν και μπορείς να συμβαδίσεις,  μπορεί να σου πάρει καιρό,  είναι μια διαδικασία πολύ λεπτή  μέχρι να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους,  πρέπει ν αλλάζεις ταχύτητες όλη την ώρα,  να πέφτεις και να σηκώνεσαι,να περιμένεις σαν ηλίθιος πότε θα στρώσουνε,  άστα να πάνε αλλά  είναι τέλειο όταν το καταφέρεις, ακόμα και τότε βέβαια  δε μπορείς να επαναπαυτείς, μην ελπίζεις στα όνειρα  οι γυναίκες όσο καλές κι αν είναι δε μπορούν  σου λύσουν όλα  σου τα προβλήματα...

Μ αυτή ναι θα μπορούσε να προχωρήσει κάτι,  φαίνονταν ότι είχε προοπτική το πράγμα, είχε χαρεί που με  είδε, μα πόσο  ωραία δάχτυλα είχε, πόσο  άσπρα  ήταν τα χέρια της,  πόσο μαλακά είναι τα χέρια των γυναικών,  πόσο καθαρό  το  πρόσωπο δίχως καθόλου μακιγιάζ,  ένα ρολόι κουάρτζ  φορούσε με διαμαντάκια που γυάλιζαν,  τα μαλλιά της κυμάτιζαν στη πλάτη,  όλο παρατηρήσεις μου έκανε ''Τώρα μιλάς σωστά,  μη τους  στέλνεις όλους στο διάβολο,  δεν είναι καλό,  μην αναφέρεις    καθόλου  αυτή τη λέξη!'' - ''Τι είναι πιο σημαντικό…’’ την είχα ρωτήσει‘’… η  οικογένεια  ή οι φίλοι;’’ - ‘’ Οι φίλοι φυσικά!''  φώναξε  απόλυτα  σίγουρη ’’… οι φίλοι  δε το συζητώ !''

Μου έλεγε για τη παρέα της  που ψηφίσαν ότι να ναι στις εκλογές,  κάτι αριστεριστές, κάτι   τροτσκιστές,  κάτι αναρχικοί, κάτι  πυροβολημένοι,  μα που τους βρήκε όλους  αυτούς!  Μου έλεγε και  για το νησί της,   υπάρχουν  λέει εκεί ακόμα  ζαχαροπλαστεία όπου πας  για να φας την πάστα ή  το προφιτερόλ με την ησυχία σου βλέποντας  γύρω τη Τήνο, τη Νάξο που είναι  μεγάλο νησί και πλούσιο,  τη Χίο  πιο μακριά ακόμα και τις ακτές της Τουρκίας στο βάθος!  Όπως   δάγκωνα  ένα  κομμάτι κέικ που μας είχανε φέρει ένας τύπος με φάτσα στραπατσαρισμένη  σα να είχε φάει   μπουνιά απίστευτα δυνατή  μπήκε στο μαγαζί  φορτωμένος με μια αγκαλιά βιβλία, κοιτάξαμε τα  τρελά εξώφυλλα  όλο τέρατα και δράκους,   βιβλία  φαντασίας κουφά, τρελαμένα ήτανε,  τον ξέραμε τον τύπο,  τ αγόραζε για τα εγγόνια του  για τα οποία τρελαίνεται και ζουν στην Ελβετία η στην Αυστρία θα σε γελάσω,   κάπου κατά κει τέλος πάντων,  μόνο βιβλία  κουβαλά όποτε πηγαίνει κατά κει,  στα τελωνεία  τον ξέρουν δεν τον ψάχνουν και πολύ,  με το που έφυγε ο  στραπατσαρισμένος το μέρος  γέμισε γυναίκες  όλες ωραίες μιλάμε  κι όλες φορούσαν γυαλιά μαύρα σα να είχαν συνεννοηθεί,  ''Τι στο δαίμονα συμβαίνει!''  σκεφτόμουν...

Η πρώιμη άνοιξη  ήταν η αγαπημένη της εποχή,  η πρώιμη άνοιξη με τους  χαιρετισμούς που αρχίζουν όπου να ναι, πάντα πήγαινε   στην εκκλησία να τους ακούσει,  ειδικά σε μια παλιά  όπου τα φώτα ήταν χαμηλά και υποβλητικά,  το Πάσχα  ήταν το αγαπούσε κι αυτό ,  το βράδυ της  ανάστασης πάντα την έπαιρναν τα κλάματα  και πάντα  της την έσπαγαν οι ηλίθιοι με τα πυροτεχνήματα και τους πυροβολισμούς που χαλούσαν την ατμόσφαιρα,  μα πόσο βλάκες ήταν να φωνάζουν και να πυροβολούν  μες τη  γαλήνη  της νύχτας!

Μ αυτή κάτι μπορούσε να γίνει αν και ποτέ μη λες μεγάλα λόγια,  πάντως ήταν ένα ενδεχόμενο όπως το βλεπα  τη στιγμή εκείνη,  το μυαλό καθάριζε σιγά σιγά, οι σκέψεις έμοιαζαν να μπαίνουν σε τάξη,  στις πλαγιές  πρόβατα ξαπλωμένα σε κίτρινα άχυρα, πλάκες  ξεκολλούσαν απ τους σχιστόλιθους  και γλιστρούσαν στις κατηφόρες,  πλέγματα σιδερένια  προσπαθούσαν να συγκρατήσουν χώματα και πέτρες  που διαβρώνονται εδώ και χιλιετίες,  ομίχλη υπήρχε κατά μήκος μιας κοιλάδας...

Φτάσαμε στο πρακτορείο  με το που βράδιασε, δεν υπήρχαν  λεωφορεία για το χωριό,  μαζί  με το γέρο ελεγκτή πήραμε ταξί, ο  γέρος καταριόταν τη μάνα του που τον είχε φέρει πίσω στο χωριό  ''Αν δεν ήταν αυτό το σπίτι το πατρικό που είχε χτίσει ο παππούς  μου δε θα γυρνούσα απ την Αφρική και τα διαμάντια ότι και να έλεγε η μάνα μου, μιλάμε για γερό χτίσμα,  όλο πέτρα,   έχει και μια λίμνη μπροστά,   θα δείτε!''  Όσο ανηφορίζαμε κατά τα ορεινά  τα άστρα έμοιαζαν να  κατεβαίνουν χαμηλότερα κι έλαμπαν στο σκοτάδι, ένα ασημένιο στεφάνι  που είχε απομείνει στην άκρη του δίσκου  του φεγγαριού φαίνονταν.  Ο γέρος θα σταματούσε σ ένα χωριό γειτονικό, το σπίτι του ήταν  απ τα τελευταία,  μας πήγε μέσα από κάτι χωματόδρομους, το αυτοκίνητο τραντάζονταν  όπως περνούσε πάνω από  πέτρες, βούλιαζε μέσα σε  λακκούβες βαθιές,  σε κάποιο  σημείο μια στροφή απότομη, σ ένα φως πλησιάσαμε ''Εδώ είμαστε!''φώναξε ο γέρο - εισπράκτορας.

 Οι προβολείς άναψαν στο φουλ κι  ένα τοπίο εκπληκτικό αποκαλύφθηκε,  μια λίμνη μικρή  και γύρω δέντρα  ολάνθιστα που έριχναν τ'  άσπρα πέταλα τους πάνω στην επιφάνεια  σα να  είχε χιονίσει, όπως φωτίζονταν  τα νερά χιλιάδες σχέδια  σχηματίζονταν,  άπειρες  εναλλαγές χρωμάτων κι αντικατοπτρισμών ανάμεσα στο άσπρο και στο κόκκινο , έμοιαζε σαν να ήθελε εκείνη η λιμνούλα να πάρει φωτιά,  σα να είχαν ρίξει μέσα της χιλιάδες κεριά που έφεγγαν τρεμουλιαστά,   καθόμασταν εκεί με τον ταξιτζή και χαζεύαμε,  ο γέρος που  είχε ξαναδεί το θέαμα χαμογελούσε.... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...