Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

ΑΣΜΠΕΡΓΚΕΡ

''Σ έχει καβαλήσει για τα καλά ο μικρός!'' πέταξε ο  τύπος με τη γενειάδα  κι  ο Αργύρης  έγινε  έξαλλος,  έπιασε τον άλλον   απ το λαιμό, έπεσαν χάμω,   κυλίστηκαν,  γκρεμίστηκαν στα σκαλιά, σύρθηκαν  άγαρμπα  στο πεζοδρόμιο,  κόντεψαν να  σπάσουν τα κεφάλια τους!

Δε σήκωνε κουβέντα για το  γιο του, είχε τρέλα με το  μικρό σου λέω,  μια φορά κόντεψε να  του ρθει κόλπος όταν τον φώναξαν στο σχολείο και τον είχε βρει μισολιπόθυμο, ο πιτσιρικάς   είχε πατήσει κατά λάθος τη μπάλα εκεί που παίζανε  κι είχε στουκάρει   κατευθείαν στο τσιμέντο, με το χτύπημα είχε μείνει αναίσθητος, έγινε άσπρος,  χλόμιασε,  οι καθηγητές τρέχανε από παντού,  του διναν σφαλιάρες,  του έριχναν νερό, φώναξαν τον πατέρα του που ήρθε  πανικόβλητος,    είχε πάρει σβάρνα όλα   τα  νοσοκομεία  με τον  πιτσιρικά  στο πίσω κάθισμα  να βαστά  το λαιμό του που είχε μουδιάσει,  κάθε φορά που περνούσαν πάνω από  λακκούβα και τραντάζονταν πέθαινε στον πόνο,  έβριζε, ο Αργύρης τα είχε δει όλα,  ίδρωνε και ξεΐδρωνε,  τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν μονάχα ένα νευροκαβαλίκεμα!

Όλη η ζωή του έμοιαζε να είναι εκείνο το  αγόρι, το είχε κάνει κάπως μεγάλος κι ένιωθε ότι έπρεπε να   μη χάσει τίποτα,  σου μιλάω δεν είχα δει ξανά τέτοιο πράγμα,  το είχε παραχαϊδέψει,  το αγόρι έμοιαζε κακομαθημένο, ήταν λίγο μυστήριο, έμοιαζε σαν μην επικοινωνεί με τους γύρω του,  λέγανε ότι είχε ένα πράγμα σαν αυτισμό,  ίσως αυτό εξηγούσε τη συμπεριφορά του,  νομίζω Σύνδρομο Άσμπεργκερ λέγεται,  κάπως έτσι τέλος  πάντων.   Είχε βάλει σκουλαρίκι στο αυτί,  μετά είχε τρυπήσει  και το σημείο κάτω απ το χείλος του σε μια  εκδρομή,  η μάνα του όταν το είδε  τρυπημένο τραβούσε τα μαλλιά της,  ο Αργύρης το χαβά του,  δεν έλεγε όχι  ποτέ! Μερικές φορές ήταν ανυπόφορο,  ήθελα  να  του πως ''Μη τον έχεις έτσι ρε!'' αλλά σιγά μη καταλάβαινε,  τον  έπαιρνε   μαζί του   παντού,  ακόμα και στις αγρυπνίες που πήγαινε και τελείωναν μετά τα μεσάνυχτα,  του έκανε  όλα  τα χατίρια,   ήταν απ τους άντρες  που   γεννήθηκαν  για να γίνουν πατεράδες!  Τον είχα δει τον πιτσιρικά  μια φορά     έπαιζε   μπάλα σ ένα γήπεδο με  χορτάρι πλαστικό δίπλα σ ένα  εργοστάσιο παλιό, εγκαταλειμμένο, ο μπαμπάς του καθόταν σ ένα πάγκο και  καμάρωνε, μια μέρα  ηλιόλουστη ήτανε....

Αυτός ο  ανεγκέφαλος  με τη γενειάδα σα του δεσπότη έφταιγε,  κι εμείς δεν τον πηγαίναμε τον μικρό αλλά  δε λέγαμε τίποτα όμως  ο  άλλος  δεν   ήξερε  να μαζέψει το στόμα του, αυτός πάντα τα κανε μαντάρα,  όταν  άρχιζε να πίνει όλο βλακείες έλεγε!   Δε μπορούσε  να σταυρώσει  σοβαρή κουβέντα,  μονάχα  να χαλάει  τη συζήτηση ήξερε, λέγανε ότι κατάγονταν από ένα μέρος   όλο  βουνά   κι είχε δοκιμάσει κάθε κατάχρηση που υπήρχε, τώρα πως είχε βρεθεί μαζί μας μη το ψάχνεις!  Μας είχε σπάσει τα νεύρα,   μα πόσο βλάκας ήτανε,  δέκα φορές μας είχε ρωτήσει την ώρα σα να ήθελε με το ζόρι να περάσει χρόνος πολύς μέσα σ ένα λεπτό, κι ύστερα άρχισε να φωνάζει και να λέει ότι ο μικρός  έτσι όπως πήγαινε θα γίνονταν αλήτης,  πήγαινε γυρεύοντας, μα πόσο  ηλίθιος  ήτανε!

 Όλοι καταλαβαίναμε ότι  το πράγμα δε θα τέλειωνε καλά,  λόγο στο λόγο σηκώθηκαν όρθιοι,    αρπάχτηκαν,  ορμήσαμε   να τους χωρίσουμε,    δε συγκρατούνταν με τίποτα,  είχαν πάρει φόρα, δε μπορούσαν να σταματήσουν,  πιάστηκαν απ τους γιακάδες, ο κόσμος μας κοίταζε έντρομος.

Με τα χίλια ζόρια τους μαζέψαμε από χάμω,ξεσκονίστηκαν, ο μεθυσμένος  μας έκανε  τη χάρη,  ξεκουμπίστηκε, καλά τι στέκι ήταν εκείνο, που το χα βρει, όλα τα κουφά εκεί πέρα γίνονταν! Πάντως δε  βαριόσουνα ποτέ,  οι κουβέντες ήταν πάντα  παθιασμένες,  συζητούσαμε σε σχήμα  χιαστί,  καθένας  με τον αντικρινό του  στην άλλη γωνία,  ξέρεις τώρα πως γίνεται στις παρέες , καθένας συγκεντρώνεται σε κάποιον,  γύρω γίνεται χαμός,  φασαρία,  θόρυβοι,  φωνές, όμως   κανείς δεν  ενοχλείται !

 Μ'  άρεσε πολύ εκεί πέρα,   όλο με κερνούσαν,  τι σοκολάτες, τι καφέδες, τι κρασιά,   πόσους  δεν είχα γνωρίσει εκεί πέρα, εκεί γνώρισα και τον Αργύρη,  του  είχα δώσει  το βιβλίο μου, του  έκανε εντύπωση, έψαχνε  τη φωτογραφία μου,   με ρώτησε πως ένιωσα  όταν το βγαλα  και το είδα  τυπωμένο   ''Μια αγωνία,  ένα άγχος, και τώρα τι κάνουμε,  που πάμε, τι έχει κατόπιν, είχα αδειάσει,  δε μπορούσα να ησυχάσω,  έπρεπε να βρω τον επόμενο στόχο γρήγορα!’’

Γίναμε φίλοι,  όποτε πήγαινα στο σπίτι του μια μυρουδιά επαρχίας που τη ξέρω καλά υπήρχε,  μήλα και κυδώνια παντού  στο μπαλκόνι,μια αίσθηση χώματος παντού.    Όδηγός στα ΚΤΕΛ  ήτανε ο πατέρας του,  κάθε πρωί είχε δρομολόγιο για Ιερισσό και Ουρανούπολη, οι  προσκυνητές  για το Όρος   τον περίμεναν αξύριστοι μες τη νύχτα με τα ραβδιά και τα κομποσκοίνια τους, καλόγεροι χασμουριόταν  σταυρώνοντας το στόμα τους,  τα καλοκαίρια    βάζανε  πεπόνια στην Επανομή   για να τον στέλνουν   στο πανεπιστήμιο,  κάπου μες τη δεκαετία του εβδομήντα.

Πανικός  γίνονταν τότε στις σχολές, ξύλο άγριο  ανάμεσα στις παρατάξεις  κνίτισες τρελαμένες με χακί μπουφάν, αριστεριστές άπλυτοι, δαπίτες με κουστουμάκια,  ξέρεις τώρα,  εγώ δε τα πρόλαβα καλά  λίγο τον απόηχο τους μονάχα,  οΑργύρης όταν τελείωσε από δω   έφυγε  για την Αμερική,  είχε κάνει δυο μεταπτυχιακά οικονομικών  στην Αμερική,   με το που  γύρισε  του είχαν προτείνει μια δουλειά με τρία εκατομμύρια δραχμές  το μήνα σ ένα συνεταιρισμό αγροτικό,  τις καλές εποχές  αυτά, τότε που όλοι κλέβανε  τ άντερα τους,  το διανοείσαι,  τρία εκατομμύρια  κι αυτός δεν  δέχτηκε, προτίμησε ν αρχίσει από χαμηλά,  καλά  πολύ βλάκας !

Έκανε παράπονα, η γυναίκα  του  δεν τον στήριζε όταν έμεινε χωρίς δουλειά τώρα με την κρίση,  όλο μούτρα ήτανε ''Έτσι είναι οι γυναίκες!'' έλεγε ''Άμα είχα το πορτοφόλι γεμάτο όλο γλύκες θα ήτανε!''    -   ‘’Η  γυναίκα ή  το παιδί είναι πιο σημαντικό; ‘’ τον είχα ρωτήσει ‘’Το παιδί φυσικά! Οι γυναίκες πάνε κι έρχονται  το παιδί  μένει !''  Το πίστευε πραγματικά,   του άρεσαν τα παιδιά, τ αγαπούσε,  για το  γιο του  χαλούσε τον κόσμο,   κι ούτε τον πείραζε η ταλαιπωρία όταν έπρεπε να το ταΐζει   δέκα φορές τη μέρα  σαν ήταν βρέφος,    σηκώνονταν ακόμα  και τη νύχτα,   αυτός  ήθελα αν το ταΐζει   ακόμα κι όταν το μωρό κοιμόταν κι άνοιγε μηχανικά το στοματάκι του,  καλά  τι ιστορία κι αυτή με τα μωρά! Του άρεσε  να τον   βλέπει  να μεγαλώνει,  κάθε πρωινό τον  πήγαινε σ ένα σχολείο ειδικό, τον χαιρετούσε κοιτάζοντας  το  λεωφορείο που τον έπαιρνε ν'   απομακρύνεται.  Αργότερα  του άρεσε  να του δείχνει   τα στέκια όπου πήγαινε  αυτός,  ήθελε να του μάθει   ένα σωρό  πράγματα, από πού  κι από ποιους να  φυλάγεται, πως να παίζει ξύλο με τίποτα τσογλάνια,   ξαναζούσε τα δικά του καλά χρόνια τότε που ήταν έφηβος...

Μπορούσα να τον καταλάβω αλλά δεν ένιωθα το ίδιο.   Εμένα  οι γυναίκες μου δίνανε  πάντοτε έμπνευση, πάντα ήμουν της γνώμης ότι ο άντρας είναι για τη γυναίκα  κι η γυναίκα για τα παιδιά.  Τις αγαπούσα όλες κι αυτές που θέλανε  ένα σπίτι καθαρό,  ταχτοποιημένο,  στρωματά μαλακά κουζίνες αστραφτερές, ένα μέρος για  ν'   αράζουν και να το χαίρονται! Μ'  άρεσαν Κι οι  άλλες που θέλανε   να τρώνε το μεσημέρι σολομό ή  μπακαλιαρακια, μανιτάρια αλλά κρεμ,  σαλάτες χωριάτικες, όλες καλές ήτανε, θα μπορούσα να ζήσω με όλες τους  αν και  δεν είμαι απ αυτούς  που τους αρέσει ν αράζουν, δε μπορώ να δένομαι  μ ένα μέρος, δε ξέρεις τι σου ξημερώνει αύριο, το μόνο που θέλω είναι το παράθυρο μου να χει ανοιχτό ορίζοντα μέχρι πέρα  μακριά (άμα είσαι από χωριό)  αυτό μόνο, τίποτα  άλλο!

 Κι  η τελευταία που είχα γνωρίσει   κάπως έτσι ήτανε και πράγμα περίεργο είχε  κρατήσει  περισσότερο!  Συνήθως μ άφηναν  κι εξαφανίζονταν όμως όχι αυτή,   ίσως γιατί  ήταν από κείνες που ζητούν πάρα πολλά και δίνουν  πολύ λίγα,  ότι ακριβώς θέλω δηλαδή από μια γυναίκα,  απλά να είναι  δίπλα μου, να τη νιώθω εκεί πέρα,  να δίνει χρώμα στη ζωή  στα σαββατοκύριακα  πιο πολύ και στις αργίες.... Α και δεν τις αντέχω όταν τεμπελιάζουν,  με τρελαίνουν  όταν δε κάνουν  τίποτα,  αρρωσταίνω όταν μένουν στάσιμες, δε τις μπορώ καθόλου,  θέλω  να εξελίσσονται,  να προχωρούν,  να δουλεύουν τον εαυτό τους σ οποιαδήποτε κατεύθυνση,  δε με νοιάζει,  απλά θέλω  να δουλεύουν ! Αυτή λοιπόν έδειχνε να τραβά, ήθελε να πάμε εκείνο τα ταξίδι  που δεν είχε  κάνει ποτέ,  δε μπορούσα  να το χωνέψω,  δεν ήταν δα και τίποτα σπουδαίο,  εγώ είχα  επιβιώσει μέχρι τότε χάρη  σ αυτό το ταξίδι που το κανα κάθε ενάμιση μήνα,  όπως της περιέγραφα τη διαδρομή έδειχνε να ονειρεύεται  και να θέλει τόσο πολύ να δει τη θάλασσα με τις πράσινες  λωρίδες που την τεμαχίζουν ως πέρα  μακριά....

 Καθόμουν και  χάζευα τις φλέβες της να τεντώνονται στο μέτωπο όταν ζορίζονταν,  άλλοτε   καρφωνόμουν  στο πορτοκαλί πετράδι  που φορούσε  στο δάχτυλο της κι άστραφτε απ όλες τις μεριές! Την είχα μάθει,   μπορούσα   πλέον να δω  το χαρακτήρα της καθαρά σα να κοίταζα  ακτινογραφία, μπορούσα  να διακρίνω  λίγο και την απεικόνιση της στο μέλλον,  πως θα εξελίσσονταν,  προς τα που θα μπορούσε να πάει...

Μου άρεσε ξανά,  ξέρεις πως είναι,  όταν φύγει ο πρώτος ενθουσιασμός μπορείς να τη μελετήσεις λίγο περισσότερο,   αρχίζεις να  βρίσκεις ελαττώματα ένα σωρό, πρέπει να τα παραβλέψεις και να συνεχίσεις μαζί της,  δε γίνεται να την αφήσεις τώρα  που σου πέρασε,  δεν είναι σωστό,  δε της αξίζει όσο  τουλάχιστον είναι εντάξει μαζί σου,  κι αν είναι και λίγο ναρκισσίστρια και θέλει όλο φωτογραφίες της ν ανεβάζει σε οχτακόσιες  χιλιάδες πόζες σα να μην έχει άλλη δουλειά  δε βαριέσαι,  όλες οι γυναίκες το χουν λίγο πολύ...

 Ένα χιονάκι ψιλό άρχισε να πέφτει , υπάλληλοι του δήμου άδειαζαν κάδους με χαρτιά και σκουπίδια,  ένας σκύλος έτρεχε μοναχός του, κι ένας άλλος ούρλιαζε  σιγανά όπως κοιμόταν σα να έβλεπε  φαντάσματα στον ύπνο του.  Μια γάτα άσπρη με ουρά κομμένη από κάποιο δυστύχημα έξυνε τα νύχια της σ ένα δέντρο, δυο  αστυνομικοί με μπότες μέχρι το γόνατο και γιλέκα αλεξίσφαιρα άνοιγαν το  πορτ μπαγκάζ   ενός  αυτοκινήτου,   ο οδηγός ενός  μικρού φορτηγού με μια στραβοτιμονιά   πέρασε πάνω από ένα πεζοδρόμιο,  οι αστυνομικοί παράτησαν το φορτηγάκι  κι άρχισαν να τον βρίζουν. Γλάροι και περιστέρια  πετούσαν κοπαδιαστά γύρω από κάποιον που σκόρπιζε ψίχουλα στο δρόμο,   κορίτσια με   φόρμες μαλακές, παπούτσια αθλητικά,   μια γριά με μορφή τοτέμ πέρασε,  σε μια πολυκατοικία   κισσός  σκαρφάλωνε ανάμεσα σε τούβλα κόκκινα, σ ένα πάρκο   μια ομάδα παιδιών κινούνταν  ανάμεσα στα   δέντρα, τα φώτα άναβαν  στα μαγαζιά, βράδιαζε, 

Λίγο κρασί   είχε απομείνει  στα ποτήρια μας '' Ξέρεις πως γνώρισα   τη γυναίκα μου...''  άρχισε ο  Αργύρης που έδειχνε ήρεμος πάλι  '' Μετά την Αμερική είχα  πιάσει δουλειά   στο κότερο  ενός  εφοπλιστή απ  την Αίγινα, λαδώναμε  τις  μηχανές,  μαγειρεύαμε, καθαρίζαμε  το καράβι,γυαλίζαμε το ξύλινο πάτωμα του καταστρώματος, ύστερα αρχίζαμε   κάναμε  περιοδείες σ όλο το Αιγαίο,  σταματούσαμε σε  νησάκια  με σχήματα αλλόκοτα,  μερικά  ήταν βράχια σκέτα, δε τα  έβρισκες σε  κανέναν χάρτη  ‘’ Μα πόσες βραχονησίδες  υπάρχουν στο Αιγαίο!’’ αναρωτιόμουνα! Ζευγαράκια   φιλοξενούνταν όλη την ώρα  στο κότερο, μια φορά  ένας  Σαουδάραβας είχε έρθει  επίσκεψη με το πλοίο του ,  καλά  μπροστά  σ εκείνο το τέρας  το δικό μας  έμοιαζε με βαρκούλα!  Αράζαμε κατω στη καμπίνα, ερχόταν  να μας δει  η γυναίκα του  Σαουδάραβα ,   μια ελβετίδα  ξανθιά κουκλάρα,   ζητούσε κάνα φαγητό ελληνικό,  μουσακά, αγκινάρες,  καμιά σαλάτα,  γνωριστήκαμε. Όταν τη παράτησε ο εφοπλιστής για κάποια βραζιλιάνα  της τηλεφώνησα,μ άρεσε απ τη πρώτη στιγμή,  είχα μανία να  γυρίσω μαζί της  όλα  εκείνα τα βράχια και τις πέτρες που τις έδερνε  το κύμα όλο το χρόνο,  δε μπορείς να φανταστείς  πως ήτανε,  ήμασταν ερωτευμένοι,  μοναχοί,  εμείς,  η θάλασσα, αμπέλια φυτεμένα σε πλαγιές στη κατεύθυνση του ανέμου, αρχαία θέατρα, τη πήγαινα στα   μουσεία,  αγάλματα άσπρα, πλάκες μαρμάρινες με επιγραφές,  ένας αρχαιολόγος μας είχε μεταφράσει μια  που  ήταν ένα τάμα κάποιου που είχε αρρωστήσει απ την πολυφαγία  και το πιοτό,  είχε πιει κρασί αρωματικό'' ....και μέθης ευώδεος!'' έγραφε  στην   πλάκα,  ο τύπος  ήταν καλοφαγάς είχε κατεβάσει γλυκίσματα,  μελόπιτες,  πεπόνια,  γάλα φρέσκο,   ότι  είχε βρει μπροστά του, όλα ήταν καταγραμμένα,  το πιστεύεις,  άκου τι  έκανε,   γελούσαμε, ήμασταν ευτυχισμένοι,  το βράδυ μια λωρίδα χρυσαφένια απλώνονταν στα νερά   κατά τη δύση  όπως έπεφτε ο ήλιος,  κάναμε έρωτα  στις σπηλιές,  στην άμμο,  στα βράχια,  εκεί πιάσαμε το παιδί μας, τον αγαπώ πολύ  ρε,  καταλαβαίνεις, νομίζεις δε βλέπω αυτά που κάνει,  δεν είναι βλαμμένο, θα στρώσει... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...