Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ ΠΑΘΟΣ


Το Νικάνορος πάθος,  οπότε ες ποτόν ώρμητο,  φόβος της αυλητρίδος,  ότε αρχομένης αυλείν ακούσειεν εν τω ξυμποσίω,  υπό δειμάτων όχλοι,  μόγις υπομένειν έφη,   ότε νυξ είη,  ημέρης δε ακούων,  ουδέν διετρέπετο,  καί ταύτα παρείπετο χρόνον συχνόν.  

ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ '' ΕΠΙΔΗΜΙΩΝ ΤΟ ΕΒΔΟΜΟΝ  86''


Πήρε  ένα   βάζο που βρέθηκε μπροστά του   και το πέταξε με τέτοια  μανία στον απέναντι στο τοίχο που το κανε κομματάκια,   γύρισε κατά την άλλη μεριά και  χτύπησε μ όλη τη δύναμη  που είχε   τον πάγκο  σκορπίζοντας γύρω ένα σωρό αντικείμενα, τρομάξαμε  όλοι κι εγώ πιο πολύ βέβαια που επέμενα να ρωτώ και τον είχα  βγάλει απ τα ρούχα του.

 Όλο  σε φασαρίες  έμπλεκα  και να πεις ότι δε  με είχε  προειδοποιήσει  ‘’Μη τυχόν  ανοίξεις καμιά κουβέντα μ αυτόν τον παλαβό  ψυχίατρο!’’ μου   είχε πει   δείχνοντας έναν τύπο με γυαλιά και μια  φωνή λεπτή,  έλεγαν ότι είχε σπουδάσει  στη Γερμανία  κι ήταν   για χρόνια   διευθυντής  σε μια κλινική ψυχιατρική,  όλοι οι τρελοί τον αγαπούσαν   γιατί  δε τους πλάκωνε στα χάπια,  όταν έφυγε   είχαν φέρει μια Ρωσίδα που τους άρχισε ξανά τα Λαργκακτίλ και τα Αλοπεριτίν,  τους τσάκισε, τους ισοπέδωσε,  όλοι έμοιαζαν με ζόμπι!

 Μ'  είχαν προειδοποιήσει όμως  θα έσκαγα άμα δε ρωτούσα, είχα ακούσει ότι συνάντησε κάποτε εκείνον τον καλόγερο για τον οποίον λέγανε σημεία και τέρατα.  Ο ψυχίατρος  μου  διηγήθηκε πως όταν τον βρήκε στο κελί του πρόσεξε αμέσως ότι  ο  μοναχός  δεν έβγαζε καμιά αύρα ιδιαίτερη όπως λέγανε.  Πολλοί που είχαν πάει στο κελί του αφηγούνταν ότι ο μοναχός  διάβαζε όλο το παρελθόν στο πρόσωπο σου, μπορούσε να προβλέψει  το μέλλον,  να ησυχάσει τα στοιχεία της  φύσης  κι άλλα θαυμαστά, είχε μεγάλη φήμη,  μπορούσες να πεις πως ήταν διάσημος, ένα είδος αυθεντίας,   κόσμος έρχονταν από  παντού να τον συναντήσει, κάποτε θα πηγαίναμε  κι εμείς να τον δούμε  όταν είχε τύχει να περάσουμε από κείνα τα μέρη με τα δάση, τα μοναστήρια και τα μονοπάτια  τα πέτρινα   όπου οι    άσπρες και γκριζωπές κροκάλες  κυλούσαν κάτω απ τα πόδια μας κι έφταναν μέχρι  τη θάλασσα, θα πηγαίναμε να τον δούμε  αλλά  τελικά  είχαμε βαρεθεί το αφήσαμε ...

 Ο γιατρός όμως ήταν της γνώμης  ότι ο γέροντας  δεν ήξερε ένα κάρο πράγματα,  ούτε φιλοσοφία,   ούτε ιστορία,  του είχε πετάξει κάτι για τον Αριστοτέλη και τον  Καλβίνο κι  ο καλόγερος φάνηκε να μην έχει  ιδέα,  του φαίνονταν αστρονομικά  όλα αυτά κι ούτε τον ενδιέφερε να μάθει , γιατί τον σκοτίζανε, τον παρατηρούσε όλη την ώρα, κάτι δε του πήγαινε καλά, σκέφτηκε ότι  ήθελε να ελέγχει κάθε φορά τον άλλον,  να έχει το πάνω χέρι,  ν αναδεικνύεται ο ίδιος κι η σοφία του, ίσως  ένιωθε ότι περιβάλλεται  από κάποια αύρα απόκοσμη κι αυτός ο επισκέπτης ο παρείσακτος  του τη χαλούσε, φαίνονταν ενοχλημένος, νευρικός,   άρχισε να σκαλίζει κάτι χαρτιά που είχε σ ένα τραπέζι,  βγήκε στο προαύλιο, τελικά  είπε απότομα   στο γιατρό να  φύγει γιατί ένιωθε αδιάθετος,  τον ευχαρίστησε και πήγε ν αποτραβηχτεί στο ησυχαστήριο του σε μια ρεματιά…

Μου   άρεσαν όσα είπε ο ψυχίατρος  κι εγώ κάπως έτσι θα το βλεπα πιστεύω,  όμως  οι άλλοι που άκουγαν από δίπλα  δυσανασχετούσαν,  στριφογυρνούσαν στις καρέκλες τους,  δεν έπρεπε να ρωτήσω τόσα πολλά, όλοι τον θαύμαζαν τον μοναχό,  τον είχαν για κάτι ιερό,  ήταν κομμάτι απ   τα θεμέλια της πίστης τους,  δε μπορούσαν  να το δεχτούν,  τα είχαν πάρει μαζί μου που είχα ανοίξει τη συζήτηση  αλλά δε μπορούσα ν αντισταθώ,  έπρεπε να ρωτήσω!

Πάντα πίστευα ότι  δε μπορείς να βάζεις περιορισμούς και  φράχτες στη σκέψη, κι ούτε μπορείς να εμποδίσεις το μυαλό ν αναρωτιέται για καθετί που υπάρχει γύρω, κάποιοι  θέλουν να πιστέψουν σε θεωρίες ακλόνητες, σιδερένιες, απαραχάραχτες στο πέρασμα των αιώνων  όμως τι μπορεί ν αντέξει  τη φθορά  του χρόνου, κάθε φορά πρέπει να τοποθετηθείς απέναντι σε κάθε  πίστη,  σε κάθε δόγμα,  σε καθετί  που έχει φτιάξει ο άνθρωπος είτε υλικό είτε αφηρημένο,  τίποτα δε μένει  σταθερό για πάντα.

Ξέχνα το κι αυτό το στέκι,   θα σε διώξουν κι από δω!’’ είπα μέσα μου ‘’ Ότι  χάρηκες χάρηκες!’’  και να σκεφτείς ότι όλοι έμοιαζαν να μ αγαπούν  εκεί πέρα,   αυτός που πέταξε το βάζο και γκρέμισε τον πάγκο  μ εμπιστεύονταν ούτε που ξέρω γιατί,   μ έβαζε να προσέχω το ταμείο,   να βάζω κρασί σε κάτι ψιλομεθυσμενους,  έπρεπε να είχα  αράξει  όμως εγώ είχα λυσσάξει να ρωτώ τον ψυχίατρο μέχρι που ο άλλος εξερράγη  ‘’Μέχρι εδώ ήταν κι αυτό μεγάλε!’’ έλεγα μέσα μου.

Αυτός που είχε πετάξει το βάζο έδειχνε να έχει μετανιώσει που δε συγκράτησε το θυμό του, μου έριξε ένα βλέμμα σα να έλεγε ''Είσαι μεγάλος βλάκας!''  ο   ψυχίατρος με πλησίασε ‘’Βλέπω ότι συμφωνούμε σε όλα!’’  είπε χαμηλόφωνα μη  μας ακούσουν εκεί μέσα ‘’Πάμε να φύγουμε από δω !’’. Φύγαμε άρον άρον προτού μας λιντσάρουν εκεί πέρα, πάντως είχα μερικές απορίες ακόμα.

Σκεφτόμουν ότι είχα κάνει μεγάλη  χαζομάρα   που τον είχα προκαλέσει,  έφταιγε ίσως που τελευταία δεν αισθανόμουν και πολύ καλά, μια ζαλάδα, τα γόνατα κόβονταν, το στομάχι  ανακατεύονταν,  το κεφάλι  πονούσε,  με δυσκολία ξυπνούσα τα πρωινά,   σ ένα υπόγειο σκοτεινό  είχα δει αγόρια και κορίτσια να παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια με μαχαίρια  και πιστόλια, ένας παχύς πληκτρολογούσε μανιασμένα με τα χοντρά του δάχτυλα,   φοιτητές τελειωμένοι γυρνούσαν από μπαράκια και πήγαιναν για  ύπνο .  Στα σούπερ μάρκετ κοπέλες με κυπελλάκια  του καφέ  στέκονταν έξω απ τις κλειστές πόρτες, φώτα έπεφταν πάνω στους πάγκους με τα φρούτα, την αυγή  τα τζάμια των γυάλινων κτηρίων αντανακλούσαν τις ακτίνες του ήλιου, στον ουρανό που είχε πάρει ένα χρώμα μαβί  ένα κοπάδι μαύρα πουλιά σε σχήμα V πετούσε,  στις βιτρίνες  των κοσμηματοπωλείων κοπέλες τοποθετούσαν  δαχτυλίδια ρολόγια και μπρασελέ χρυσαφένια,  γάτες με ουρές κολοβές περνούσαν. Στην εκκλησία  μνημόσυνα για όλους αυτούς που πέθαναν  στα ξένα και στα μακρινά, στα όρη, στις θάλασσες και κανένας  δε δεήθηκε ποτέ για την ψυχή τους  που περιφέρεται από δω κι από κει δίχως ανάπαψη. Κηροπήγια ασημένια, γλάστρες με ορχιδέες,  μαργαρίτες λευκές,  τριαντάφυλλα, γυναίκες όμορφες που έρχονται να τιμήσουν κάποιον πεθαμένο ,  ένα φάκελο κάτω απ τη μασχάλη της κρατούσε μια απ αυτές, μια χούφτα κλειδιά κρατούσε σφιχτά..

 Όλο το χειμώνα δε χαλάρωσα καθόλου, ήταν καιρός πια  ν αρρωστήσω, στη βιβλιοθήκη   μια κοπέλα με  μαύρα ρούχα  είχα δει, ένα σακίδιο  σε σχήμα  φέρετρου κουβαλούσε στη πλάτη της,  φοιτήτριες   διάβαζαν ανατομία,  ιστολογία,  σημάδια   ακμής  στο πρόσωπο, κοίταζα  όπως πάντα τα δάχτυλα τους να δω αν έδεναν αρμονικά με το σώμα,   το στήθος τους φούσκωνε  και ξεφούσκωνε,  παπούτσια αθλητικά, χρωματιστά φορούσαν και  φόρμες έριχναν  τα μαλλιά στη μια μεριά και μπορούσες να δεις  το γυμνό λαιμό τους.  Τα βράδια τα φώτα έτρεμαν κυματιστά  στα νερά που πλημμύριζαν τους δρόμους,  ψιλόβροχο  με χτυπούσε στο πρόσωπο,  κάποιος κείτονταν σ ένα πεζοδρόμιο κι έμοιαζε να κοιμάται, σ ένα  κομμωτήριο  μια όμορφη ξανθιά  με  καφετί παντελόνι   είχε απλώσει τα πόδια της κι έφτιαχνε πεντικιούρ,  κάποιες άπλωναν  τα δάχτυλα να τους να τους  κολλήσουν στρασάκια  στα νύχια,  άλλες έφτιαχναν τα μαλλιά τους…

Στο μυαλό  έρχονταν φωτογραφίες παλιές, σκισμένες, τσαλακωμένες,  ξέθωρες,  ο πατέρας μου μας  κρατούσε έτσι ανάμεσα στα πόδια του μπροστά σ έναν  τοίχο, χαμογελούσε,   μπορούσες να δεις τα δόντια  του που άσπριζαν  στο μαυριδερό του πρόσωπο, όλοι μαυριδεροί έμοιαζαν  σ εκείνες τις παλιές φωτογραφίες, στο νοσοκομείο πρέπει να είχαμε πάει να δούμε τη μάνα μου, το θυμάμαι εκείνο το μέρος,  ένας διάδρομος,  κάτι παρτέρια,  ένας κήπος,  λουλούδια, θύσανοι από  ζουμπούλια  γαλάζια,  άνοιξη πρέπει να ήτανε...

Ο Μπόμπιρας σ εκείνο το ιδιαίτερο πρέπει να έφταιγε που ξαναγυρνούσα πίσω  σ όλα αυτά,   τον  είχα πάρει ανάμεσα στα  πόδια μου,  όπως έκανε ο πατέρας μου σε μας,  η μάνα του  μας κοίταζε  ο μπόμπιρας είχε πάρει  φόρα ’’ Ξέρω τι κάνετε με τα κορίτσια  που  έχεις  μάθημα   όταν μένετε μόνοι στο δωμάτιο, τις φιλάς στο στόμα,  βγάζετε τα ρούχα και  μετά  κάνετε έρωτα χα, χα, χα!’’  –  ‘’ Ρε ξέρεις τι είναι  έρωτας;’’ ‘’ Ξέρω,  το έχω δει στη τηλεόραση,  εγώ βλέπω και ειδήσεις  με το μπαμπά μου,  βλέπω και κάτι μάγκες με τατουάζ από μια χώρα στην Αφρική  που χορεύουν, βλέπω και τη Φουρέιρα με το Σαμαρά!’’


Στη παραλία βουτηχτάρια έχωναν το λαιμό τους στο νερό κι εμείς   περιμέναμε να δούμε κατά που θα βγουν,  κάποιος είχε ψαρέψει ένα κοπάδι κεφαλόπουλα που σπαρταρούσαν σ’  ένα κουβά, ο ψυχίατρος δε μιλούσε,   ήθελα να  ρωτήσω κι άλλα για τον καλόγερο, όπως περνούσαμε από ένα πάρκο    ένα πουλί με τραχηλιά στο χρώμα του λεμονιού  είχαμε δει,  εγώ έλεγα ότι είναι σουσουράδα αυτός   επέμενε ότι ήταν ένα άλλο  πουλί μ ένα όνομα περίεργο.

''Από τότε που χώρισα  έφυγε  από πάνω μου η μυρουδιά του τσιγάρου!’’  είπε   ο  γιατρός  ‘’ Η γυναίκα μου   κάπνιζε συνέχεια,   πρέπει να κέρδισα μερικά χρόνια ζωής απ αυτό,  την είχα συνηθίσει όμως,   έπρεπε πάντα να τρέχω για να έχει ένα πακέτο εύκαιρο,   ήμουν συνέχεια στα φαρμακεία,  όλο αρρώσταινε,  έπρεπε  να της φέρνω σταγόνες για το αυτί που πονούσε,  για το μάτι που έβγαζε κριθαράκια,  γαρυφαλέλαιο  για το δόντι,   αντιβιώσεις,  ότι  μπορείς να φανταστείς! Ήταν  ετερόφωτη,  καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό,  υπάρχουν  άνθρωποι που χρειάζονται κάποιον να τους δώσει  κατεύθυνση,  να τους σπρώξει,  να  τους πει τι να κάνουν,  να δώσει ένα νόημα στη ζωή τους,  χρειάζονται κάποιον ν ακολουθούν,  την είχα μάθει,  την είχα συνηθίσει ήξερα  πως λειτουργούσε.... 

Η γυναίκα του τον είχε αφήσει με κάποιο γκόμενο όταν ήταν φρεσκοπαντρεμένοι, αυτή κι ο γκόμενος της  σκοτώθηκαν τελικά σε κάποιο  δυστύχημα κατρακυλώντας  σε μια χαράδρα,  ένα κορίτσι του είχε αφήσει που το μεγάλωσε μοναχός του, τα Χριστούγεννα είχαν  ανοίξει το σπίτι του, μόνο αυτός  ήταν  στη πολυκατοικία εκείνο το βράδυ,  μια κοπέλα κι ένας άντρας Έλληνας  ήταν  οι διαρρήκτες, τον είχαν βαρέσει στο κεφάλι μ ένα λοστό,  ένας υμένας στο μάτι του είχε διαλυθεί, από τη  μια μεριά δεν έβλεπε καθόλου, έπαιρνε Λεξοτανίλ που δεν του έκανε  τίποτα,  το είχε γυρίσει  σε ποιο  βαριά,  σήκωσε το κεφάλι σε μια στιγμή   και μισοκλείνοντας τα μάτια προσπάθησε να δει κάποιο  αεροπλάνο που χαμήλωνε,  έμοιαζε να λαχανιάζει απ το περπάτημα και τη συνεχή ομιλία. 

'' Μη πάρεις ποτέ χάπια  ότι και να γίνει!''  σταμάτησε  να πάρει  μια ανάσα ''Όταν ήμουν στη κλινική μου είχαν φέρει ένα παιδί μελαχρινό  που είχε μια περίεργη πάθηση,  φοβόταν ν'  ακούσει ράδιο   τη νύχτα,   όταν άκουγε καμιά μουσική θλιβερή τον έπιανε τέτοια  φοβία που δεν άντεχε! Λέγανε  ότι   μια πρωτοχρονιά  σ  ένα κανάλι δορυφορικό  έπαιζε ένα τραγούδι  καθώς   οι  πολιτείες   όλου του κόσμου χαιρέτιζαν   τη καινούρια χρονιά  με  βεγγαλικά  που ανατινάζονταν    πάνω απ τη γέφυρα του Σίδνεϊ,  ανάμεσα  στους ουρανοξύστες του Τόκιο,  κατά  μήκος των λεωφόρων   της νέας Υόρκης δίπλα στα γεφύρια  του Παρισιού! Είχε κολλήσει μ εκείνο το κομμάτι,   το  ψαχνε  για χρόνια,  δε μπορούσε να βρει  ποιο ήτανε,  ποιος το είχε γράψει,  τι έλεγε,  το ξανάκουσε  σ’  ένα ασανσέρ,   από  κάπου έρχονταν,  σ ένα ιατρείο πήγαινε ,   το στομάχι του  πονούσε από κάτι,  έπρεπε  να  είναι  διπλωμένος στα δυο  όλη την ώρα, στο διάδρομο που είχε βγει   κάτι  παιδιά ακούρευτα μοίραζαν  διαφημιστικά,   δε μπορούσε να καταλάβει από που έρχονταν! Κάποιο καλοκαίρι  το είχε ακούσει να  το παίζει ένα  αμάξι ανοιχτό,  ήθελε να τρέξει να ρωτήσει τι στο διάβολο ήταν εκείνο το πράγμα,   τελικά το βρήκε με κάποιο τρόπο  αλλά όποτε το άκουγε μια μελαγχολία   τον έπιανε ιδίως  κατά το τέλος την άνοιξης,    τότε που  ο καιρός  αλλάζει,   τότε ήταν το χειρότερο του,  ήθελε να  φύγει,  να πηδήξει απ το παράθυρο,  ένα διάστημα τον είχαμε δεμένο με ιμάντες!

 Όταν έφυγα τον άρχισαν  κι αυτόν στα χάπια,   πήγα να τον  ξαναδώ,  φαίνονταν  ήσυχος,   ούτε ιμάντες ούτε τίποτα,  ένα  χαμόγελο μυστήριο απλώνονταν στο στόμα του  όταν σε κοίταζε,  σ ένα κινητό πάνω στο τραπέζι μια μουσική έπαιζε....   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...