Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

TA ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙΟΥ



Στο τζάμι  μιας καφετέριας  κάπου στη Τσιμισκή είχα  κολλήσει το πρόσωπο  την ώρα που έσμιγε η μέρα με τη νύχτα, ένα άστρο  ασυνήθιστα λαμπρό  σε μια γωνιά τ’  ουρανού πάνω απ τα κτίρια, η Αφροδίτη μάλλον ή ο Έσπερος,  το άστρο που φέρνει την ανάπαυση της νύχτας μετά τον κάματο της μέρας καθώς τ άλογα του Ήλιου πάνε να ξαποστάσουν και να λουστούν στα νερά του Ωκεανού κι όλη πλάση οι άνθρωποι και τα ζώα και τα νερά κι οι θάλασσες  αναπαύονται κατά πως  λέγαν οι αρχαίοι.
  
  Σερβιτόροι, φώτα, ποτήρια, άνθρωποι, αμάξια, γυναίκες έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους κρατώντας ραβδιά, ζητιάνοι ξάπλωναν στο  πεζοδρόμιο να βγάλουν τη νύχτα όπως, όπως,  μια μουσική ακούγονταν από κάπου,ένα σαξόφωνο βραχνό,  ένα ζευγάρι απέναντι μου,  νιόπαντροι, πήγαν στις Σεϋχέλλες για το μήνα του μέλιτος, ωραία  ήτανε  αλλά το βράδυ πολύ νέκρα, στη Λυών πήγαν κατόπι,  στη Γαλλία,  κάστρα πελώρια  κι εκκλησιές απ το μεσαίωνα  με σκαλιστές μορφές από τον άλλο κόσμο κι αγγέλους κι αγίους , ποτάμια κι υγρασία άφθονη  κατά κει .

 Πολύ μ αρέσουν αυτά τα παιδιά, το κορίτσι λέει ότι με θυμάται, είχαμε βγει στη Καμάρα το  καλοκαίρι ,εγώ πάλι    δε θυμάμαι τη τύφλα μου κι  όμως  είναι όμορφη , ένα ρολόι φορά γυαλιστερό από ασήμι κι ατσάλι καμωμένο,  ακριβό, δώρο για το γάμο της, ένα δαχτυλίδι τριγωνικό στο δάχτυλο της, ΄΄…καλά ούτε ένα καφέ δε θα πίνεις πια μαζί μας;΄΄  μου λέει μια κοπέλλα από απέναντι , ΄΄ Δε σου  το εγγυώμαι,  πάλεψε το!΄΄ της  λέω  ΄΄ Τώρα της έριξες πόρτα;΄΄μου λέει το κορίτσι απ το ζευγάρι, ΄΄… δε ξέρω!’’

 Το προηγούμενο βράδυ  είχε πει κάτι   αυτή η κοπέλα που δε μ άρεσε ,  ούτε που θυμάμαι  τι, το σκεφτόμουνα πάντως όλη νύχτα,  είχα νεύρα,   ένα όνειρο  έβλεπα, τάχα  ότι φιλούσα ένα κορίτσι σ ένα αυτοκίνητο μέσα, έπειτα  προσπαθούσα ν αλλάξω σταθμούς  στα σκοτεινά όπως κάνω όλο το βράδυ  όταν με χτύπησε το ρεύμα από ένα καλώδιο που είχε μείνει γυμνό στο ραδιόφωνο,  αυτά παθαίνεις όταν   δεν ανάβεις ποτέ  το  φως στο δωμάτιο σου.

Μια περίεργη μέρα ήταν εκείνη, σ ένα σπίτι    είχαν απλώσει ένα πανί στο τοίχο να δουν μια ταινία  ΄΄Ο γιος του Γουίλ Σμιθ ε ; ΄΄ - ΄΄Που   στο διάβολο το ξέρεις  ;΄΄,   σ ένα άλλο ρώτησα τον Aγγελο αν θα πάει στην ομιλία του Καραμπελιά,΄΄ Που στο δάιμονα έμαθες  ότι έχει ομιλία;΄΄,   σ ένα τρίτο  ένα ντοκιμαντέρ για τη Σπυριδούλα,   το κοριτσάκι που σιδέρωσε μια βλαμμένη κάποτε ΄΄ Που το θυμάσαι!΄΄

Κάπου αλλού κάτι Ρώσοι, σπίτια χτισμένα κοντά  σ ένα χέρσο με χόρτα ξεραμένα, κάτι σκύλοι μικροκαμωμένοι τριγυρνούσαν στην ερημιά,  ο πατέρας με πόδι σακατεμένο, το σέρνει, μια αξονική τομογραφία έβγαλε, θα μπει για εγχείριση,  πολύ σκληροί, το παιδί δεν έχει κλάψει ποτέ,  ούτε κι όταν του σπάσαν το πόδι στο ποδόσφαιρο, μονάχα ένα ρώσικο   έργο σαν είδε κάποτε δάκρυσε, ένα σκύλο όλο το χειμώνα τον είχαν στο κρύο πέρσι, δεν άντεξε, ΄΄Άμα θες φασαρία …΄΄μου λέει μικρός  ΄΄…πες μου, μπουνιά στο σαγόνι  πρέπει να ρίχνεις κατευθείαν προτού καταλάβει ο άλλος τι γίνεται,  έτσι ξάπλωσα έναν μισό μέτρο πιο ψηλό,   έπαθε πλάκα, κομπλάρισε, με κοιτούσε σοκαρισμένος, πρώτος χτυπάς, στη μύτη , στο πλάι, να τη σπάσεις, όχι ευθεία, θα τον σκοτώσεις, το κόκκαλο θα καρφωθεί στο μυαλό του΄΄.   

Στη καφετέρια κοιτάζω  το δρόμο έξω , λεωφορεία φρενάρουν μπροστά  στις διαβάσεις , ταξιτζήδες νυσταγμένοι, ξαγρυπνισμένοι,  γυναίκες χαλαρές μες τα ζεστά αμαξάκια τους, ξενοδοχεία στολισμένα με  φωτάκια γαλαζωπά και κόκκινα, ένας σκύλος κλεισμένος πίσω από μια βιτρίνα  κοιτάζει τους διαβάτες που περνούν, τι κάνει εκεί μέσα μοναχός του,  δυο γάτες απλώνουν τα πόδια τους στο τζάμι της εξώπορτας, τεντώνονται, σηκώνονται όρθιες, μια τιγρέ  και  μια άσπρη ωραία με τρίχωμα απαλό , λίγη ζέστη θέλουν, ζητιάνοι ξαπλώνουν στο πεζοδρόμιο, αλήτες και πλάνητες και περιπλανώμενοι και πλανημένοι κι αποπλανημένοι και καταπονημένοι   υποφέρουν απ τη παγωνιά.

Κάποια κάθεται  απέναντι μου,  σε μια στιγμή σκύβει και μπορώ να δω τη ράχη και τη δαντέλα  απ το εσώρουχο της, προσέχω ότι αλλάζει θέση όποτε αλλάζω κι  εγώ,   το παιδί απ το ζευγάρι  δίπλα μου  ένα κολάρο φορά που το φέρνει στο πρόσωπο του όταν καβαλά τη μηχανή  και μοιάζει με ληστή ,  τον φυλάει  απ τον αέρα,  έχει έρθει από κάτω, απ το Αίγιο, μου λέει για τις μαύρες σταφίδες που βγάζουν κατά κει,  αυτές που είναι πιο γλυκές απ τις ξανθές που βγάζουν στη νότια  Πελοπόννησο, για το χωριό  του μιλά που είναι χτισμένο  σε κάτι λόφους κοντά στη θάλασσα…

Στο Όρος ήταν τις προάλλες, τον έφαγε ο ποδαρόδρομος,  κατέβηκε  απ το καραβάκι σε λάθος σημείο κι έπρεπε να βγει μέχρι την Κερασιά στους πρόποδες του Άθωνα,  μια παρέα  που κατέβαινε απ τη κορφή του βουνού συνάντησε ,  όλο το Αιγαίο απλωμένο στα πόδια τους  είχανε αντικρύσει από κει πάνω, τη Λήμνο τη Θάσο,  κι άλλα νησιά  πιο πέρα μακριά  στο πέλαγος αχνοφαίνονταν,  μαζί τους  βγήκε σε μια σκήτη,  μ ένα καλόγερο έμεινε καμιά δεκαπενταριά μέρες, κάθε πρωί  στις τεσσεράμισι  ξυπνούσανε να κάνουν τον όρθρο, μια μέρα τους ήρθε ένας τύπος φυγόδικος, ένα μούτρο περίεργο, αξύριστος, αγριεμένος, τρομαχτικός,  έλεγε ότι τον κυνηγούσαν να τον σκοτώσουν γιατί κάρφωσε μια σπείρα που έκλεψε  κάτι λείψανα  από έναν ναό,    έψαχνε μέρος  να κρυφτεί,  τους είχε κατατρομάξει,  είδαν κι έπαθαν να τον ξαποστείλουν .



Με το Θανάση  είχαμε έρθει από νωρίς στη καφετέρια, περπατούσαμε μαζί  στη παραλία το απόγευμα , μια εξέδρα έχουν στήσει  απ όπου ψαρεύουν κάτι ψάρια που τα λένε σκαθάρια, τα νερά παγωμένα, κρύα,καθαρά,  ο Θανάσης μούλεγε για το καιρό που δούλευε στην οικοδομή ετοιμάζοντας σιδερόβεργες για το  οπλισμένο σκυρόδεμα, τα χέρια  ήτανε σαν ξύλα  δε μπορούσε να τα κουμαντάρει απ το κρύο, τούπεφτε απ’ τα χέρια η πένσα, τα  σύρματα τον πλήγωναν,   ούτε σκούφο φορούσε τότε, ήτανε νέος και γερός !

Σε μια γυναίκα απάνω είχαμε πέσει, όλο απάνω της πέφτω τώρα  τελευταία,  δε ξέρω τι  γίνεται, από δίπλα μου ακριβώς πέρασε μιλάμε, μπορούσα ν’  ακούσω καθαρά τι έλεγε, είπα να της μιλήσω,  έπειτα σκέφτηκα άστο καλύτερα!

 Απ το Καπάνι  είχαμε περάσει, ένα μαγαζί είχε ο πατέρας του Θανάση  κάποτε εκεί μέσα, χασάπικο, δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσει νάρθουν  προς  τα κει σαν ήτανε παιδιά ,  όλο μούτρα  ύποπτα κυκλοφορούσαν, εφιάλτες έχει μου λέει, τη νύχτα τον επισκέπτεται ο  πεθαμένος πατέρας του πολύ άγριος όπως πάντα και κάτι τον διατάζει να κάνει όπως παλιά, έχει προβλήματα αναπνευστικά,  ξυπνά απότομα σα να πνίγεται, τον επισκέπτονται αυτόν  ο Μορφέας ένας απ τους χίλιους γιους της νύχτας,  κι ο όνειρος, οι δαίμονες  που βγαίνουν απ τα υπόγεια σκοτάδια     για να  πάρουν  τις μορφές των ανθρώπων, κι η  Έμπουσα κατόπι έρχεται, αυτό το τέρας  που αυξάνεται και πληθύνεται τις νύχτες του τρόμου .

Πίσω στη καφετέρια ένας δίπλα μου λέει ότι δεν μπορεί να ξεχάσει μια γυναίκα, να τη σβήσει απ το μυαλό του, εγώ ευτυχώς δεν έχω τέτοιο πρόβλημα,  πάλι καλά,    μια αφίσα στο τοίχο δείχνει ένα μοτοσικλετιστή να ίπταται στον αέρα  καβάλα στη μηχανή του καθώς περνά  πάνω από κάποια εμπόδια,   σε μια άλλη ένας άλτης απογειώνεται από ένα βατήρα χαοτικό φορώντας χιονοπέδιλα, η σιλουέτα του κορμιού του φαίνεται  να αιωρείται ανάμεσα στα κλαδιά των ελάτων ενός δάσους χιονισμένου, το παιδί απ το Αίγιο μιλά με το κορίτσι, φαίνεται ότι ταιριάζουν, το νιώθεις στον αέρα,  λένε τα δικά τους, μπορώ να κάθομαι και να τα χαζεύω ώρα έτσι όπως δείχνουν ευτυχισμένα , το παιδί    λέει ότι  κάτω στο χωριό του τέτοια εποχή που  ο ήλιος ετοιμάζεται να μπει στον   Αιγόκερο, πανηγύρια  ετοιμάζονται με φωτιές δίπλα στα νερά, πιοτά και κρασιά  κι όργανα και κορφές βουνών γεμάτες χιόνια.
  
Έχει νυχτώσει στο μεταξύ , το φεγγάρι η προσωποποίηση της Αρτέμιδος  κατά πως λέγανε οι αρχαίοι βγήκε αργά -αργά ,    σε μια γωνιά τουρανού μπορείς να δεις τον γαλαξία, αυτό τ ασημένιο ποτάμι, το ρεύμα των σκιών που άλλοι λένε ότι είναι τ άχυρα που έκλεψε η Αφροδίτη από μια θημωνιά και χυθήκανε στην άβυσσο  όταν το τυφλό άλογο που οδηγούσε  έπεσε   πάνω στο κάρο ενός μεθυσμένου που βρέθηκε εκεί πάνω φτιάχνοντας το ουράνιο άσπρο μονοπάτι…
  
Κάποιος λέει στο ζευγάρι ότι γράφω, μου ζητούν κάτι, τους δίνω ένα απ τα κόκκινα βιβλιαράκια μου, μια αφιέρωση θέλουν, γράφω να ζήσουν ευτυχισμένοι μαζί σαν εκείνον   το μυθικό ,  τον υπέροχο,  τον πανέμορφο βοσκό   που ζήτησε απ τον Δία να κοιμάται για πάντα με τα μάτια ανοιχτά για να βλέπει την αγαπημένη του αιώνια , αυτό μου ήρθε, το κορίτσι το διαβάζει, συγκινείται,  δακρύζει, μια σταγόνα τρέχει  σε μια μικρή ρυτίδα  που έχει σχηματιστεί  εκεί στο μάγουλο, σακατεύτηκε όλο το διάστημα να φτιάξει  το καινούριο σπίτι τους, να το στολίσει  λιγάκι να το κάνει  όμορφο.

Νύχτωσε για τα καλά πια, δυο γεράκια πετούν ψηλά κάνοντας φιγούρες , ένα μικρό κι ένα μεγαλύτερο,  αρσενικό και θηλυκό σίγουρα,ο ήλιος αποκοιμήθηκε εκεί ψηλά,  τ΄ άλογα του ξεκουράζονται για την επόμενη μέρα, τα άλογα που γκρέμισαν  στο ποταμό Ηριδανό   τον Φαέθωνα, αυτόν  που παραλίγο να κάψει τη γη όπως πλησίαζε πολύ κοντά της καθώς τον παρασέρνανε τα άτια του ουρανού ,   τ άλογα που λένε ότι αναπαύονται τη νύχτα σ εκείνα τα νησιά τις  ΄΄Ηλεκτρίδες Νήσους΄΄, τα Νησιά του Κεχριμπαριού, που να είναι τούτα, ίσως κάπου στις Σεϋχέλλες στον Ινδικό Ωκεανό  όπου πήγε το ζευγάρι  το καλοκαίρι, ίσως κάπου αλλού εκεί όπου  η ακτή ξεβράζει βότσαλα σε χρώμα κίτρινο λαμπερό, του ήλιου  χρώμα, μ ένα έντομο μέσα  τους σα ζωντανό έτοιμο να σαλέψει …..


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...