Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

ΜΟΛΟΤΟΦ

Ούτε κατάλαβαν πως έγινε, είχαν αποκοιμηθεί παρκαρισμένοι πάνω στη νησίδα όταν ένα σίδερο έσπασε το παρμπρίζ του περιπολικού, όλο το αμάξι γέμισε από χιλιάδες γυαλάκια, και τότε κάποιος πέταξε από την τρύπα που είχε σχηματιστεί μια μολότοφ, ένα μπουκάλι μ ένα στουπί αναμμένο που έσκασε ανάμεσα τους, όλα πήραν φωτιά, η βενζίνη σκόρπισε αστραπιαία πάνω στα καθίσματα, μερικά γυαλάκια τον είχαν χτυπήσει στο πρόσωπο, δεν έβλεπε τίποτα, έψαξε στα τυφλά το πόμολο της πόρτας, κοίταξε τον άλλο που φλέγονταν ολόκληρος, δε μπορούσε να κάνει τίποτα, έπρεπε να βγει από κει μέσα, άνοιξε τη πόρτα και βούτηξε στην άσφαλτο να βγει από κείνη τη κόλαση.

Σίγουρα το είχαν κάνει κάποιοι που βγήκαν από την κατάληψη, είχε προλάβει να δει τα μάτι αυτού που έριχνε το μπουκάλι της μπύρας, του φάνηκε ότι γυάλιζε διαβολικά γεμάτο μίσος. Έπρεπε να είναι πιο προσεχτικοί, αλλά εκείνη η ομιλία στην αίθουσα του αστυνομικού μεγάρου τους είχε σακατέψει, ήταν ανάγκη να τους βάλουν να ακούσουν εκείνο το γέρο που μιλούσε για ψυχολογικούς πολέμους κι ασύμμετρες απειλές σέρνοντας τα λόγια του, νύσταζε τόσο πολύ που παραλίγο να γκρεμιστεί από τη καρέκλα του.

Τώρα ξαπλωμένος στο οδόστρωμα προσπαθούσε να σκεφτεί τι είχε συμβεί, το πόδι του τον πέθαινε απ τον πόνο, θα πρέπει να το είχε χτυπήσει βγαίνοντας άγαρμπα από το αμάξι ,ένιωθε παγιδευμένος εκεί πέρα, του φάνηκε ότι όλο το μέρος έμοιαζε μα μια κοιλάδα σκοτεινή, μια χαράδρα θανατηφόρα που τη διέσχιζε ο δρόμος σαν ποτάμι ξερό, δέντρα υδροχαρή είχαν φυτρώσει, ένα πλαστικό δοχείο είχε βάλει κάποιος για να πίνουν τ αδέσποτα και τα περιστέρια, αυτός κείτονταν αβοήθητος στο έλεος του θεού, κανείς δε περνούσε εκείνη την ώρα, όλα έμοιαζαν έρημα.

Το ίδιο αίσθημα είχε νιώσει και τότε που τον είχαν πιάσει οι αναρχικοί κάπου στη καμάρα, πήγαινε να δει τη κόρη του που δούλευε εκεί κοντά σ ένα ζαχαροπλαστείο, πολιτικά φορούσε, ούτε που πέρασε απ το μυαλό του τίποτα όταν είδε μια ομάδα παιδιών με μαύρες μπλούζες να μαζεύονται, ξαφνικά είχαν ορμήσει απάνω του, παραπάτησε, σκόνταψε σ ένα πλακάκι χαλασμένο που τον γέμισε νερά, τον τραβούσαν απ το πουκάμισο, κάποιος τον κλοτσούσε, τον έβριζαν, τον έφτυναν, που να τα βάλεις μ αυτά τα ξωτικά με τα σκοινένια μαλλιά και τα παραμορφωμένα πρόσωπα που θέλουν να ξεσπάσουν κάπου το μένος τους.

Τους έβλεπε στις διαδηλώσεις να περπατάνε κατά πάνω του σα ποτάμι ανθρώπινο, σα τοίχος ζωντανός που θέλει να συνθλίψει τα πάντα στο διάβα του, φορώντας μάσκες και κουκούλες κι εκείνα τα χοντρά παπούτσια, παιδιά σκληραγωγημένα, αναίσθητα στον πόνο, ανθεκτικά, χαλκέντερα, με τα σακίδια γεμάτα πολεμοφόδια, πετούσαν πέτρες που έσκαγαν στα πόδια του, μερικές είχαν σχήματα παράξενα, που στο δαίμονα τις είχανε βρει, μια φορά είχε προσέξει κι ένα μικρό ανάμεσα τους να βρίζει και να απειλεί σα διαβολάκι.

Σ άλλες εποχές θα τους έστελναν σε πολέμους να ξεσπάσουν τα βίαια ένστικτά τους μπας και ηρεμήσουν, τώρα δεν είχαν που να εκτονωθούν, σχημάτιζαν αγέλες επιθετικές, γι αυτούς ήταν ένα είδος παιχνιδιού, άμα νιώσεις τη τρομερή καταστροφική δύναμη που έχεις μέσα σου τίποτα δε μπορεί να σε σταματήσει, έμοιαζαν φρενιασμένοι, ξήλωναν κάγκελα και κιγκλιδώματα, έσπαζαν μάρμαρα και βιτρίνες, καίγανε περίπτερα, ήθελαν όλα να τα διαλύσουν, το χάος να επικρατήσει, όλα να γίνουν στάχτη και μπούλμπερη, να αποσυντεθούν, να γίνουν κομμάτια ο νόμος της εντροπίας να επικρατήσει πανηγυρικά!

Κι έπειτα μπορεί και να είχαν λίγο δίκιο, αυτός ο αιώνιος φόβος κι η απέχθεια για κάθε λογής εξουσία είχε μια βάση και μια λογική, αυτά τα ξωτικά μπορεί και να έφερναν τίποτα καλό σ ένα κόσμο τελματωμένο κι εφησυχασμένο, να ξεβόλευαν κάποιους που κοιμόνταν μακάριοι σα να μπορούσαν να απολαμβάνουν τα πάντα στον αιώνα τον άπαντα, κάποιος πρέπει να τους χαλά τον ύπνο κάπου- κάπου, που να ξέρεις που σταματά το καλό και που αρχίζει το κακό, πως να βάλεις όριο σε τέτοια διλήμματα και σκέψεις, ποιος είναι στη σωστή μεριά και ποιος στη λάθος, που να βγάλεις άκρη.

Είχε κινδυνέψει τότε, θα μπορούσαν να τον σακατέψουν η και να τον σκοτώσουν κιόλας - ποιος θα τους εμπόδιζε, ένιωθε παραδομένος, αυτό το απαίσιο συναίσθημα του να είσαι αβοήθητος κι ανίσχυρος, εξουδετερωμένος εντελώς , ένας μαύρος αφρικανός του φαίνονταν ο πιο επικίνδυνος καθώς τον κάρφωνε με τη ματιά του, ξαφνικά μια χερούκλα απλώθηκε μέσα απ το πλήθος και τον άρπαξε, ένας τύπος με μια γενειάδα μακριά σαν αυτή του Μωυσή πετάχτηκε απ το πουθενά και τον γράπωσε, τον τράβηξε από κείνο τον μανιασμένο συρφετό, όλοι παραμέρισαν σα να σέβονταν τον ''Μωυσή'', τον πήρε παράμερα, ''Σήκω φύγε και μη κάνεις βλακείες!'' του είπε και τον έσπρωξε μακριά.

Είχε ρωτήσει κι είχε μάθει για αυτόν, λέγανε ότι ήταν αναρχικός παλιός, κάποιοι λέγανε ότι είχε πάρει μέρος και σε ληστείες τραπεζών, σε μια από αυτές παραλίγο να τον πιάσουν όταν είχε καθυστερήσει μιλώντας σε μια όμορφη κοπέλα η οποία είχε πετρώσει κρατώντας ένα μάτσο λεφτά για κατάθεση, ''Δικά σου είναι κούκλα;''- ''Ναι'' ψέλλισε αυτή''.. ε τότε κράτα τα!'' και της είχε χαμογελάσει. Φεύγοντας είχε ρίξει και μια ριπή σταυρωτή σε κάτι τζάμια για να τους παγώσει όλους.

Τελικά τον είχαν συλλάβει, είχε βαρεθεί να ζει σαν αγρίμι, να τον κυνηγούν θεοί και δαίμονες, όλο αυτό το παιχνίδι τον είχε κουράσει, ίσως να μην άντεχε και το σώμα του πια αυτό το κυνήγι της αδρεναλίνης που έμοιαζε με ναρκωτικό για το οποίο ζεις αποκλειστικά, είχε και τύψεις γιατί κάποτε είχε τραυματίσει ένα φύλακα , σ ένα αγρόκτημα που έμοιαζε μ αυτά στα γουέστερν τον είχαν εντοπίσει.

Το είχαν γράψει κι οι εφημερίδες, νύχτα τον είχαν κυκλώσει ένα κάρο αστυνομικά οχήματα, κοιμόταν αυτός, το πρωί είχε βγει να δει το μέρος, ένας βράχος κάθετος ορθώνονταν πίσω απ το ξύλινο σπιτάκι, ένα άλογο έβοσκε παραπέρα κάπως ανήσυχο, ένα ρυάκι κυλούσε ανάμεσα από κάτι πλατάνια, υπήρχε μια ένταση στην ατμόσφαιρα που την ένιωθε, αν είσαι καιρό στη παρανομία δεν χαλαρώνεις ποτέ, όμως σα να ήθελε να τελειώνει μ όλο αυτό, βγήκε με τα χέρια πίσω από το λαιμό σταυρωμένα , μια στιγμή μονάχα γύρισε να κοιτάξει τον κόκκινο ήλιο που ανέβαινε πίσω από κάτι βουνά μπορεί να μη τον ξαναέβλεπε για καιρό, παραδόθηκε αμαχητί στους αστυνόμους που ούρλιαζαν καχύποπτοι ότι ήταν κυκλωμένος από παντού.

Λέγανε ότι είχε κάνει χρόνια φυλακή, όλοι τον φοβούνταν εκεί μέσα, είχε κάτι το απρόσιτο, έκανε κουμάντο από ένα σημείο κι ύστερα, δυο Αλβανοί είχαν πάει να τον μαχαιρώσουν μ ένα μαχαιράκι αυτοσχέδιο αλλά την είχε γλυτώσει, βοηθούσε τους κακομοίρηδες εκεί μέσα που τους έκαναν τη ζωή πατίνι κάποια μούτρα, ύστερα βγήκε επιτέλους, ξαναγύρισε και στις πορείες αλλά δεν ήταν ο ίδιος.

Ξαπλωμένος στην άσφαλτο ο αστυνομικός έβλεπε το φίλο του να κυλιέται προσπαθώντας να σβήσει τη μανία της φωτιάς, το μπουφάν του είχε λιώσει, το πρόσωπο του καίγονταν, αυτός σχετικά την είχε βγάλει στον αφρό, αν η όψη του άλλου πάθαινε ζημιά θα χρειάζονταν ένα κάρο πλαστικές, η ζωή του θα καταστρέφονταν, και να φανταστείς ότι ο φίλος του ήταν ένα ανθρωπάκι ήσυχο με έξι παιδιά, θεοσεβούμενος, όπως σύρθηκε με κόπο κατά το μέρος του τον άκουγε να μουρμουρίζει ακατάπαυστα σαν μέσα σε παραλήρημα κάτι λόγια που έμοιαζαν με ψαλμούς, ''Εάν γαρ και πορευτώ εν μέσω σκιάς θανάτου ου φοβηθήσομαι ... και το έλεος σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου!''

Από κείνο το χαμηλό ύψος έβλεπε κάτι σανδάλια γυναικείων ποδιών να πλησιάζουν, νύχια ποδιών βαμμένα σε χρώμα γαλάζιο, σειρήνες ούρλιαζαν, λάστιχα αυτοκινήτων στροβιλίζονταν, γρανάζια μηχανών βογκούσαν, ένα μηχανάκι σταμάτησε σ' ένα πεζοδρόμιο, κάποιος με αρβύλες βαριές που αντηχούσαν στο τσιμέντο έτρεξε κρατώντας ένα μεγάλο αδιάβροχο, πλησίασε τον φλεγόμενο αστυνόμο, τον τύλιξε γύρω γύρω πολλές φορές ,οι φλόγες έσβησαν ακαριαία, μονάχα μερικές πρόλαβαν να καψαλίσουν τη μακριά του γενειάδα ....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...