Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΟΥ ΜΟΣΧΟΛΕΜΟΝΟΥ

''I saw her on the cover of a magazine...''

Kraftwerk ''The model''

Ήταν ανάγκη να πέσει πάνω του, τον απόφευγε εδώ και καιρό, οι φίλες της το είχαν καταλάβει και τη δούλευαν, προσπαθούσε να περνά απαρατήρητη, έκανε ότι μπορούσε αλλά κάποιος είχε βάλει μια κορδέλα κόκκινη στις σκάλες του κτηρίου εκείνου κι έπρεπε να πάρει το ασανσέρ μαζί του.

Μπήκε μέσα με το κεφάλι σκυμμένο γεμάτη αμηχανία, φορούσε ένα φουστάνι με μοβ λουλουδάκια κι ένα τζιν ξέθωρο με σκισμένα μανίκια, η κόρη της είχε φαγωθεί το πρωί ''Μαμά τα ρούχα σου μοιάζουν με τις πιτζάμες της βασίλισσας, άλλαξε λίγο!!'', της είχε βάψει και τα νύχια των ποδιών σε χρώμα διαφορετικό το καθένα, ντρέπονταν, δεν της άρεσε να νιώθει στριμωγμένη, δε μπορούσε να κρύψει την αμηχανία της, αποσυντονίζονταν εντελώς όταν τη πλησίαζε, ήταν ανάγκη να πέσει απάνω του!

Της την έσπαγε η σιγουριά , το αλαζονικά του χαμόγελο κι εκείνη η ειρωνεία του μερικές φορές, μια φίλη που τον ήξερε καιρό τον είχε φέρει στη παρέα τους, δε μιλούσε πολύ ενώ αυτές δε σταματούσαν να κακαρίζουν, έλεγε λίγες κουβέντες σα να τις είχε σκεφτεί κι ετοιμάσει από πριν, κι όλο περνούσε τα χέρια του μες τα μαλλιά του σα να τον βασάνιζε κάτι, οι φίλες της λέγανε ότι δεν υπήρχε γυναίκα στον κόσμο που θα μπορούσε να τον παρασύρει δίχως τη θέληση του .

Όλες οι χειρονομίες του έδειχναν ανυπόκριτες, της την έδινε η αυτοπεποίθηση του , αυτή ήθελε να ταλαντευτεί διακόσιες φορές προτού πάρει μιαν απόφαση, δε μπορούσε να καταλάβει πως γίνονταν, πως τόκανε αυτός κι ήταν τόσο σίγουρος, μερικές φορές τον έβλεπε ν' αμφιβάλει για λίγο αλλά να που το ξανάβρισκε αμέσως με κάποιον τρόπο, είχε τον αέρα εκείνο, σα να αντλούσε δύναμη από κάποιο πηγάδι γεμάτο ενέργεια κι αυτοπεποίθηση κι αυτό ήταν απίστευτα γοητευτικό, επανακτούσε τον έλεγχο ξανά, έδειχνε να τα παίρνει όλα σοβαρά, αυτό ακριβώς όμως της έλειπε, να μπορεί να παίρνει αποφάσεις γρήγορα, χωρίς να διστάζει τόσο, κι ύστερα δε μπορεί να ήταν τόσο τέλειος, τόσο άψογος, κάτι θα του έλειπε, κάτι θα μπορούσε να του δώσει κι αυτή, κάτι θα είχε προσέξει απάνω της, αλλιώς γιατί την κοίταζε έτσι μες το ασανσέρ, αυτό τουλάχιστον μπορείς να το καταλάβεις όσο ηλίθιος κι αν είσαι, αν ο άλλος νιώθει κάτι για σένα.


Έπειτα κάποιος την είχε προσέξει επιτέλους, είχε ξεχάσει πως είναι, ήθελε ν' ανέβει κάπως, το χρειαζόταν αυτό μετά το χωρισμό, ήξερε ότι είχε ωραία πόδια, καλοφτιαγμένα, χυτά, είχε προσέξει ότι αυτός τα κοιτούσε, κι ακόμα ήξερε κατά βάθος τι του άρεσε σ αυτήν, η φλόγα που έκαιγε μέσα της, δεν είχε τελειώσει, δεν ήθελε να τα παρατήσει ακόμα, είχε ένα κάρο απωθημένα, ο άλλος την είχε παρατήσει με τη γραμματέα του, έτσι, εν ψυχρώ, είχε παντρευτεί εκείνη την ξεπλυμένη πρόσφατα κι είχαν κάνει και παιδί, έφτασε να της ζητήσει τη κηδεμονία των παιδιών τους ώστε να φαίνεται πολύτεκνος μαζί μ' αυτό που είχε κάνει με την άλλη, όταν της το είπε δε μπόρεσε να κρατηθεί, έσπασε, τη πήραν τα κλάματα ώρα πολύ, ήταν δυνατόν να της ζητήσει κάτι τέτοιο μετά απ' όλα όσα της είχε κάνει;

Κάπου σ ένα εμπορικό κέντρο συναντήθηκαν ξανά, Σάββατο βράδυ ήτανε και για κάποιο λόγο αυτή ένιωθε πιο ελκυστική, ίσως ήταν η ώρα τέτοια, κόσμος έβγαινε από μαγαζιά, κάθισαν κάπου, πρόσεξε ότι αυτός ήπιε μονορούφι ένα χυμό, σε μια στιγμή άδειασε κατά λάθος το ποτήρι του στο φουστάνι , ''Δε πειράζει!'' είπε αυτή τραβώντας τα μαλλιά της απ το πρόσωπο,''.. δεν είναι τίποτα!''.

Σ ένα μέρος πιο πέρα πήγανε, της έπιασε το χέρι, σα να να την έσφιγγε λίγο της φάνηκε, ένα μέρος παράξενο ήταν κατά κει , ένα γηπεδάκι του τένις, κάποιοι έστελναν το μπαλάκι από δω κι από κει, μια αχλαδιά, ένα αυλάκι κυλούσε, μια μικρή γέφυρα, ένα συντριβάνι, πίδακες νερού πετούσαν ψηλά το νερό, ένα άρωμα από κάτι λουλούδια έντονο τη ζάλιζε, άνθρωποι περνούσαν από δίπλα της, μια γυναίκα που έραβε τα ρούχα της συγχωρεμέμενης μάνας της ήτανε σε μια μεριά, τι στο κόρακα γύρευε εκεί πέρα, δεν τους άρεσαν τα ρούχα που τους έφτιαχνε, αλλά είχε έρθει στη κηδεία κι ήταν συγκινητικό αυτό, ένα τακούνι στραβό φορούσε η ράφτρα, της ήρθε να βάλει τα γέλια, αυτός πλησίασε το στόμα του στο αυτί της και κάτι της είπε.

Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του, αυτός φορούσε ένα πουκάμισο σε χρώμα βαθύ μοβ χαλάρωσε, ένας σταυρός μεταλλικός απλώνονταν στο δέρμα του, τον φίλησε στα χείλη, μια γεύση αλατιού απλώθηκε στο στόμα της, είχε την αίσθηση ότι γέμιζε ενέργεια λίγο- λίγο από κείνο το πηγάδι με τρόπο μαγικό, τραβούσε από πάνω του δύναμη με μια αντλία αόρατη, σερβιτόροι γέμιζαν ποτήρια, τραπέζια υπήρχαν πάνω στα χορτάρια, έβγαλε τα παπούτσια της, πάντα της άρεσε να περπατά ξυπόλητη το καλοκαίρι.

Τα νερά τρέχανε σ έναν καταρράκτη τώρα, ένας παφλασμός ακούγονταν , ήταν λίγο τρομαγμένη αλλά της άρεσε πολύ όλο αυτό, αυτός πήγε να την πιάσει κι ήταν σα να έκαιγε το χέρι της, κάτι αστραπές ακούστηκαν απ' το πουθενά, ο ουρανός θα είχε σκοτεινιάσει μες τη νύχτα και κόβονταν κομμάτια από φωτεινές εκρήξεις, ύστερα απ' τη ξέρα του καλοκαιριού ο καιρός ήθελε να ξεσπάσει, μια σιγανή βροχή δροσιστική άρχισε να πέφτει, πήγαν μαζί σ ένα άλλο μέρος πιο πέρα με μια σκεπή πρόχειρη, ακούμπησε το μάγουλο της σ' ένα πάγκο μαρμάρινο, κάτι φώτα άναψαν από μόνα τους.

Όσο περνούσε η ώρα σαν κάτι να συνέβαινε μέσα της, σα να έμπαινε μέσα σ ένα όνειρο και να αποκόβονταν απ ότι γινότανε γύρω της, σα να μη το ζούσε αυτό το πράγμα, σα να το παρακολουθούσε από κάπου όπως όταν βλέπεις μια ταινία, ένας διάδρομος σα να ανοίγονταν μπροστά της, όλοι παραμέριζαν να περάσει, φορούσε κι εκείνο το υπέροχο φόρεμα σε χρώμα πράσινο του μοσχολέμονου , κάποιος μ ένα μηχανικό πόδι ψιθύρισε '' Ποια είναι αυτή;!''.

  Πρόσωπα αδιόρατα δεξιά κι αριστερά, ήταν όπως στις επιδείξεις μόδας, σα να υπήρχε μια νοητή πασαρέλα, σα να περπατούσε πάνω σ ένα χαλί απλωμένο υπό τους ήχους μιας μουσικής που την συναρμολογούσε σ ένα σύνολο σφιχτοδεμένο , ακολουθώντας το ρυθμό, το βήμα της ήταν όλο και πιο σίγουρο, το κεφάλι όρθιο, κοιτούσε ευθεία σα να είχε ένα στόχο, σαν τα κορίτσια στα εξώφυλλα των περιοδικών, μοίραζε χαμόγελα τριγύρω, ένα φλας έλαμψε μαζί με τις αστραπές, ένα κορίτσι με πλατινέ μαλλιά πέρασε από δίπλα, ένα φόρεμα με άσπρες δαντέλες σα νυφικό φορούσε....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...