Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

ΒΕΛΟΥΔΙΝΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ

Tο πρωί των Χριστουγέννων ένας ήλιος τεράστιος, κατακόκκινος στο ύψος της Εγνατίας μας τύφλωνε,  δε βλέπαμε τη τύφλα μας.
Με το Νίκο είχαμε πεθάνει στα γέλια,  δε μπορούσαμε να σταματήσουμε, κάποιος ήθελε να πλακώσει έναν τύπο γιατί του είχε ποδοπατήσει το σακάκι κι ύστερα τόριξε στα σκουπίδια τρέχα γύρευε για ποιο λόγο, ο δικός μας ήταν έξαλλος, εμείς τον κουρντίζαμε κι ύστερα τον συγκρατούσαμε, γύρω ερημιά και κρύο, τα καφενεία όλα κλειστά, πάχνη στα πάρκα, σκυλιά ψάχνανε στους κάδους να φάνε τίποτα, κοράκια σκούπιζαν τα ράμφη τους στα χορτάρια κι ύστερα τσιμπούσαν σ ένα μέρος με πούπουλα όπου κείτονταν κάτι,     ζητιάνοι έβγαιναν από μαγαζιά με φρουτάκια,  ένα παιδί που ήταν στην Άνδρο από το καλοκαίρι μας έλεγε για τους βοριάδες που δε σταματούν κατα κει το Χειμώνα, υσηχία παντού, στα ΚΤΕΛ ένας γέρος μιλούσε σ΄ένα σκύλο και το ζώο τον κοίταζε στα μάτια, μπήκαμε σ' ένα πούλμαν, ένα κορίτσι με κάρφωσε με το βλέμα της, χρειαζόμουν μια δόση Εθνικής Οδού να ξεμπλοκάρω .

Περνούμε δίπλα από ποτάμια, ο Γαλικός ένας βάλτος με λασπόνερα όπου τσαλαβουτούν πουλιά με μακριά πόδια,  ο Αξιός κατεβάζει νερά από ψηλά από τη κοιλάδα που περνά ο  μανιασμένος Βαρδάρης, ο Λουδίας ένα κανάλι με νερά που αχνίζουν, μνήμες έρχονται στο μυαλό, είμαστε στο χωριό και λέμε τα κάλαντα, παραμονή Χριστουγέννων, κρύο, η Χριστοδουλιά μια γυναίκα που μας αγαπούσε πολύ  κι όλο γελούσε μας έδινε τα πιο πολλά, αυτή που είχε στο μπαξέ της  βιόλες σ ένα χρώμα πορτοκαλί βελούδινο κι έφερνε μπουκέτα στον επιτάφιο  το Πάσχα κι άλλες μνήμες, ανάβουμε φωτιές ρίχνοντας θάμνους κατάξερους που ξεριζώνουμε από κάπου , φλόγες ανεβαίνουν ψηλά, καμματάκια καψαλιασμένα αιωρούνται,   πρόσωπα φωτισμένα, είμαστε χαρούμενοι κι άλλες μνήμες έρχονται στο μυαλό όπως με χτυπά ο ήλιος, είμαι στο σχολείο,  το στήθος μου πονά για κάποιο λόγο και κάθομαι στο χώμα ακουμπισμένος σ ένα τοίχο,  οι ακτίνες σα να μαλακώνουν τον πόνο μου κι άλλες μνήμες, με τη μάνα μου πάμε σ' ένα κτήριο σε μια πόλη, κάτι κουμπιά στον τοίχο πατάμε κι εγώ περιμένω ν΄ ανοίξει το ντουβάρι και να δω μια σπηλιά σκοτεινή πίσω  του κι άλλες μνήμες πάω σχολείο ένα πρωϊ κι ο ήλιος βγαίνει λαμπρός πίσω από έναν λόφο κι άλλες μνήμες στο γυμνάσιο, κάποιος μιλά σε μιά αίθουσα κι εγώ βλέπω το φρύδι μιας οροσειράς που βάφεται πορφυρό στο ηλιοβασίλεμα εξαϋλώνοντας κάτι δέντρα που βρίσκονται αραδιασμένα εκεί πάνω.

Κάτι τύποι κλαδεύουν ροδακινιές με αεροψάλιδα σ ' ένα χωράφι,  απο πάνω μας περνούν αεροπλάνα ποιος ξέρει που πανε κι απο που έρχονται, αυτά δε σταματούν ούτε τα Χριστούγεννα, ένα  ανεβαίνει κάθετα σα να θέλει να φτάσει στον ήλιο, περνούμε απ τη Βέροια, κάτι γιορτές έχω περάσει εδώ  κοντά σε κάτι σπίτια παλιά αρχοντικά, στέγες κόκκινες, μπαλκόνια ξύλινα, λωτοί παγωμένοι στα κλαδιά,  κρύσταλλα κρέμονται απ' τα κεραμίδια, γεφύρια πέτρινα στενά, πίσω  στον κάμπο τα φορτηγά ρολάρουν στο δρόμο σα παιχνίδια παιδικά, χωριά σφηνωμένα στις πλαγιές, ο Αλιάκμονας κυλά ανάμεσα σε φαράγγια, μπαίνουμε σ ένα τούνελ ατέλειωτο, ενα βυτιοφόρο μας προσπερνά επικίνδυνα, σκέφτομαι σκηνές από ένα ατύχημα που είχε γίνει στις Άλπεις σε μια γαλαρία κι οι άνθρωποι έψαχναν τις εξόδους κινδύνου καθώς οι φλόγες και οι καπνοί απλώνονταν  παντού.

Μια άσπρη BMW βγαίνει  μπροστά μας, ''Ένα τέτοιο αμάξι θέλω'' λέει ο οδηγός, τον ρωτώ για ένα βουνό ολόασπρο, καταχιονισμένο, το Βίτσι σίγουρα, η Καστοριά πιο πίσω κι  η Φλώρινα βορειοδυτικά, τα Γιάννενα στην ευθεία και λίγο νότια, ο Νίκος  από δίπλα μου λέει ότι είχε οργώσει την Ελλλάδα οριζόντια κάθε Σαββατοκύριακο όταν σπούδαζε κάτω εκεί κι έρχονταν στη Σαλονίκη με το σαραβαλιασμένο αμάξι του,  τότε που μια τέτοια ΒMW σαν κι αυτή  τον είχε προσπεράσει τρέχοντας σαν κολασμένη και σε μια στιγμή  την είχε δει να απογειώνεται  όπως στα έργα στο σινεμά  πάνω από μια γέφυρα πάνω απ το χάος κι ύστερα να γκρεμίζεται  κάτω με φόρα παρασέρνοντας βράχια και πέτρες και κοτρώνια στην άβυσσο .

 Ο ήλιος ανεβαίνει και μεις συνεχίζουμε σα να τον ακολουθούμε στη πορεία του, μνήμες εξακολουθούν νάρχονται,  με τη  μάνα μου περπατάμε ένα βράδυ σκοτεινό,   σκιές φαίνονται σα να κινούνται απειλητικά πίσω από κάτι δέντρα, πάμε σ΄ ένα σπίτι να δούμε ένα γέρο άρρωστο, ''Έίναι πολύ  μακριά  ακόμα ;'' τη ρωτάω .......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...