Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ΡΟΔΙΑ

Mια γυναίκα δε θέλει να περνά από μια κατηφόρα  έξω απ΄ τη πόλη εκεί όπου είναι ένα σπίτι με μια ροδιά στην αυλή και  βλέπεις κόκκινα φρούτα νάχουν πέσει στο  πράσινο χορτάρι, φύλλα κίτρινα  έχουν παραμείνει πάνω στο δέντρο κι είναι όμορφο.
Σ' αυτό το σπίτι έζησε κοντά δέκα χρόνια ώσπου ένα μεσημέρι, παραμονή Πρωτοχρονιάς,  είδε μια ζακέτα πράσινη σε μια κρεμάστρα και κάτι γόβες - κάτι υποψιάζονταν από καιρό-  κι είχε ρωτήσει τότε τον άντρα της '' Ετοιμάζεσαι να ντυθείς τραβεστί και να κατέβεις στο Βαρδάρη ;''.

Όλα τούτες τις μέρες γίνονται, στη πολυκατοικία μας όλοι σχεδόν οι γέροι έχουν πάθει Αλτσχάϊμερ, παίρνουν τους δρόμους φορώντας μοναχά τη ρόμπα τους, η αστυνομία τους ψάχνει, ένας παππούς- αυτός που σακάτεψε τη μέση του όταν πήγε να σηκώσει μια ταφόπλακα μαζί με δυο τρεις ακόμα  στα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας κι όταν οι άλλοι την άφησαν απότομα απόμεινε  να τη κρατά μοναχός του και σακάτεψε τη μέση του-    σε κοιτά λοιπόν ο παππούς  στα σκαλιά ΄΄Ποιος είσαι εσύ;΄΄.

Ένας τύπος ζητά από ένα κορίτσι υπέροχο να χωρίσουν για μια βδομάδα κι αυτή κλαίει και μαραζώνει, ο αέρας φυσά στο δρόμο παρασέρνοντας χαρτιά και σακούλες μαύρες που ζωντανεύουν, τετράγωνα ολόκληρα σκοτεινά ούτε ένα φωτάκι για τις γιορτές, σκύλοι με όρθιες τρίχες φυλάνε μάντρες μες το κρύο κι άλλοι σέρνουν κόκαλα τεράστια από ζώα  προιστορικά, γάτες χασμουριούνται δείχνοντας τα κοφτερά σα μαχαιράκια δόντια τους , κάποιος κλέβει κέρματα από το δίσκο μιας εκκλησίας κοιτάζοντας δεξιά αριστερά,  στα μαγαζιά οι συναγερμοί χαλούν το κόσμο, σεκιουριτάδες ανοίγουν τσάντες ψάχνοντας μέσα, καρέκλες χάσκουν μοναχές τους πίσω από τζαμαρίες σκοτεινές, κάποιος λέει φυλάει το υπόγειο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδας και κάθε τέταρτο χτυπά ένα κουδούνι μη τυχόν κι αποκοιμηθεί, στο σπίτι  το τηλέφωνο χτυπά κατα τις τεσσεράμιση το πρωί,  τινάζεσαι ξυπνώντας από ένα όνειρο, ανάσες κοφτές σα να βγαίνει η ψυχή σου, ένα πλάσμα τάχα πρασινωπό είχε μπει στο σπίτι και ψαχούλευε   το ψυγείο, φοβάσαι να πας στη κουζίνα, ήχοι περίεργοι μες την ησυχία της νύχτας, από τα διαμερίσματα αναδύεται ζέστη,  μέσα καίνε ξύλα, κούτσουρα, πόρτες, παράθυρα, πατώματα, όλα ρίχνονται στο πυρ το εξώτερον, νερά τρέχουν σε παλιούς σωλήνες, κάτι διαμερίσματα λέει έχουν πλημμυρίσει ταβάνια στάζουν, όλα τέτοιες μέρες γίνονται .

Σ' ένα μέρος κάποια σου λέει ''Πως τη κοιτάζεις έτσι ;'' ούτε που το πρόσεξα όμως μου άρεσε πολύ ,  ζακετούλα απαλή, κάτι κουμπιά που θυλήκωναν  μπροστά, φανελάκι άσπρο, από κάτω το στήθος πάλονταν, σκούρα επιδερμίδα μαλακή,  δάγκωνε τα χείλη του προσέχοντας αν την κοίταζα,  μαλιά φρεσκολουσμένα, έγερνε το κεφάλι πίσω κι  είχε κι ένα άρωμα που με ζάλιζε,  μούρχονταν να ακουμπήσω στον ώμο της,  να υσηχάσω για λίγο,  όμως αυτές τις μέρες είναι σα να έχει ανοίξει ένα αμπάρι με αναμνήσεις θαμένες και ξεχειλίζουν  και τρέχουν ασταμάτητα πράγματα ξεχασμένα.

Τέτοιες μέρες μ΄ έστελνε ο πατέρας μου να κόψω κάτι πουρνάρια με φύλλα μαλακά που τα καίγαμε στη φωτιά για το καλωσόρισμα του χρόνου και θυμιαζόμασταν λέγοντας ''Καλώς ήρθε ο Αϊ Βασίλης και του χρόνου με υγεία!'',  ύστερα ο  πατέρας μου πήγαινε να θυμιάσει τα ζώα στο στάβλο και μετά  έφευγε να παίξει χαρτιά κι εγώ έψαχνα το πρωί στις τσέπες του για καμιά γκοφρέτα που είχε κερδίσει και κατόπι τον καλούσαν οι παρέες να παίξει ακορντεόν στα σπίτια και κάτι τύποι ηλιοκαμένοι με μουστάκια χόρευαν γύρω από τραπέζια γεμάτα  φρούτα και ξηρούς καρπούς, στους τοίχους φωτογραφίες κυνηγών που γελούσαν γύρω απο ζώα σκοτωμένα,   στο τέλος έβγαιναν  σε αυλές πλακόστρωτες όπου ακούγονταν σαν ποδοβολητό τα χτυπήματα  από τα τακούνια των γυναικών.

Εγώ δοκίμαζα τα πλήκτρα σ ένα αρμόνιο που μου είχε αγοράσει όταν πήγαμε στη πόλη σε μια αγορά παλιά  όπου έβλεπα σούπες να κοχλάζουν  μέσα σε καζάνια μπακιρένια σε μαγειρεία, ρόδια σπασμένα στη μέση με σπόρους πορφυρούς, σταφύλια και λωτοί κι αλλα φρούτα του Χειμώνα, νταμιτζάνες με κρασιά κόκκινα και ροζ και  κρέατα και κεφάλια ζώων σφαγμένων να με κοιτάνε κρεμασμένα ψηλά και λεμόνια  ανάμεσα σε ψάρια ασημένια πάνω στο πάγο κι ανάμεσα τους πράσινα μαρουλόφυλλα και πιπεριές κόκκινες και κάποιοι είχαν ρίξει και γαρύφαλλα κι όλοι φώναζαν κι ένα ανθρωπομάνι κυλούσε μπροστά στα μάτια μου βουίζοντας κι είχα σηκώσει το κεφάλι,  ένα κοπάδι μαυροπούλια πετούσε ψηλά αλλάζοντας σχήμα σα ρευστό υγρό '' Κοίτα μπαμπά!!
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...