Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

ZIMERA IME

Στον Ντ.

Και του είχα πει του βλάκα να προσέχει, να μη κάνει άλλες κουταμάρες.
 Κατά τις δέκα το βράδυ έξι αστυνομικοί μπούκαραν στο σπίτι κρατώντας τον δεμένο με χειροπέδες. Το ΄να μάτι μαυρισμένο κι ένα σημάδι κόκκινο στο μάγουλο. ''Μη πειράζετε τίποτα!!'' ούρλιαζαν οι αστυνόμοι ''Μη μιλάτε Αλβανικά!'', άρχισαν να ψάχνουν το διαμέρισμα τις ντουλάπες, ''....μόνο τρία παντελόνια έχεις;.... που το βρήκες καινούριο στρώμα,  πως αγόρασες το κινητο, τι είναι αυτές οι αποδείξεις, που έστειλες τα λεφτά; '', σ' ένα δωμάτιο δεν είχε φως, άναψαν ένα φακό, τάριξαν όλα στο πάτωμα,  αυτήν τη πήραν στη κουζίνα , ένας έρχονταν άλλος έφευγε, να μην τον αφήσουν μοναχό,'' Το ξέρεις ότι είχε γκόμενα; ''Ψέμματα,  αλλά δε με πειράζει΄΄ που τα βρήκες τα λεφτά που φαίνονται στη απόδειξη, γιατί δε σηκώνεστε να φύγετε στην Αλβανία;''.
Στο δωμάτιο αυτός έμοιαζε χαμένος, δε καταλάβαινε τι γινόταν, πως έγιναν όλα ξαφνικά σ' εκείνο το καφενείο, μόλις πήρε εκείνα τα χαρτονομίσματα ένα τσούρμο έπεσε απάνω του κι αρχισε να τον χτυπά, θυμήθηκε τη πρώτη φορά που τον πιάσανε, τότε που έκανε βάρη κι ήταν εκατόν είκοσι κιλά και πάλευε εκεί στο εξοχικό του όπου είχαν βρει ένα σακουλάκι και δε μπορούσαν να τον κάνουν κουμάντο κι είχαν ρίξει απάνω του μια παλέτα και χοροπηδουσαν απάνω του ώσπου του σακάτεψαν το θώρακα. Κι ύστερα τον έτρεχαν στα κρατητήρια και στις  φυλακές, στα Γιάννενα που έκανε ψοφόκρυο και στη Κρήτη και στην Κομοτηνή κι ήταν χαμένος και τότε και δεν ήξερε τι γίνονταν και  που πηγαινε κι είχε βάλει φωτιά στα στρώματα ένα βράδυ και πετούσε τα ντιβάνια  στα κιγκλιδώματα και τον είχαν ρίξει στη απομόνωση κι είχε σαλέψει για λίγες μέρες.
Έκανε πέντε χρόνια να βγει  ώσπου είδε εκείνον το στριφνό εισαγγελέα με τη τσιριχτή φωνή, αυτόν που τούκοβε όλες τις άδειες και τούχε πει ήρεμος πια''  Κάνε με ότι θες,  εσύ δεν είσαι πάνω από τους νόμους ούτε πάνω απ το θεό'' κι ο  στριφνός εισαγγελέαςα είχε μείνει κόκαλο.

Τίποτα δεν έλεγε τώρα μονάχα έκλαιγε σιγά και της έλεγε ''Καρδιά μου (zimera ime), ψυχή μου, πως σου τόκανα  αυτό, με συγχωρείς, πως θα κάνεις Χριστούγεννα μοναχή σου;''.
 Και να δεις που τα πήγαιναν καλά τελευταία, αυτός δούλευε στη λαϊκή τρες φορές τη βδομάδα , ούτε χέρι σήκωνε πια πάνω της και βγαίνανε για ψώνια κι είχαν πάρει  παπούτσια Camper που του άρεσαν κι ένα μπουφάν κίτρινο Columbia αντιανεμικό που δεν πήρε ούτε σταγόνα υγρασία τότε που κυλιόντουσαν στα χιόνια, στο χιονοδρομικό και πηγαναν μαζί στο Ρώσικο σούπερ μάρκετ με τα παστά  Κρακοβίας και τα συσκευασμένα κομάτια λίπους και τα εξωτικά τουρσιά και τις επιγραφές τις Κυριλικές,  εκεί όπου όλοι μιλούσαν Ρώσικα κι έβλεπες στις βιτρίνες πλευρά άλκης καπνιστά από ζώα που έβοσκαν κάποτε στις τούντρες και στις στέππες της Σιβηρίας,  εκεί ψηλά στον παγωμένο βορρά. Ούτε μαλωναν πια όταν   τους είχα δει και του σιδέρωνε τα ρούχα κι ήταν πεντακάθαρος, αυτό που του είχε λείψει πάνω απ' όλα και του μαγείρευε κρέατα από την Αλβανία τρυφερά και ποδαράκια σούπα με μπόλικο λεμόνι που του άρεσε, του είχε φτιάξει  και κρέας άλκης  εκείνη τη μέρα με δυο αυγά στο πλάι στο τηγάνι κι είχε πιει και λίγο ρακί και τής είπε ''Ευχαριστήθηκα σήμερα, καλά περνάμε κρίμα που δε μπόρεσες να μείνεις έγγυος  νά κάνουμε και κανα  παιδάκι''.

Αυτή πρόσεχε μια γριά σπαγγοραμένη που δεν της έδινε ούτε καφέ, έφερνε κι έψηνε τον δικό της και το καλοριφέρ πάντα στο χαμηλό, στο δεκαέξι και την είχε πρήξει με τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες για τον εμφύλιο και για τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους και για τους συμμορίτες που σκότωναν κόσμο αβέρτα  κάπου στη Δράμα κι όταν της είχε ζητησσει ένα ρεπό να πάει να δει τη μάνα της στην Αλβανία-  φτώχεια καταραμένη και κατα κει, ούτε φάρμακα ούτε αλοιφές από τότε που κόπηκαν τα εμβάσματα απ την Ελλάδα, τα ψυγεία άδεια, πείνα και κακό -  η γριά αντί για ρεπό της είχε κατεβάσει  το μηνιάτικο.
Η αστυνομικίνα είχε χωθεί βαθειά στη πολυθρόνα,  ένας τύπος έγραφε συνέχεια σ' ένα χαρτί, σε μια στιγμή τον σήκωσαν να φύγουν  ''Φίλησε τον θα τον δεις ξανά  μετά από δεκάπέντε χρόνια'' κι αυτός ''Σ' έκαψα, zimera ime,  zimera ime''.
To βράδυ δε μπορούσε να κοιμηθεί στο κρύο κρεβάτι χωρίς αυτόν, της ερχόταν ζαλάδα και λιποθυμία, δε μπορούσε να ανασάνει, ήξερε ότι τώρα για ένα εικοσιτετράωρο θα τον σάπιζαν στο ξύλο ώσπου να περάσει το αυτόφωρο, πήγε να φάει κάτι και δε μπορούσε ''Τι θα τρώει τώρα εκεί μέσα'',  κοίταξε τη φωτογραφία στο κινητό αυτή που είχαν βγάλει το Καλοκαίρι στη Χαλκιδική, αυτή με το μαγιό αυτός με το άσπρο μπλουζάκι χαμογελούσε γλυκά, την  έπιασε σκοτοδίνη σωριάστηκε στο πάτωμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...