Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

ΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΕΑΡ

Πρωϊνό Κυριακής, με το Μαργαρίτη πάμε σε μια εκκλησία , ατμοί βγαίνουν ανάμεσα στις σαρκοφάγους στο προαύλιο του αρχαιολογικού μουσείου από το σύστημα θέρμανσης, πάπιες πεταρίζουν στα πάρκα, στο Ναυαρίνο ζητιάνοι κοιμούνται σε παγγάκια, τριγύρω βόσκουν κοράκια , περιστέρια και κάτι άλλα πουλιά περίεργα με φτερούγες πιτσιλωτές, ξενυχτισμένοι τύποι στα γραφεία κηδειών, στοίβες χαρτάκια μπροστά στα ΑΤΜ, καθαρίστριες με γαλάζιες ποδιές και γάντια πλαστικά στις εισόδους των πολυκατοικιών, γυναίκες ξεριζώνουν λουλούδια από ένα πάρκο, Βούλγαροι ψάχνουν στους κάδους, σκίζουν σακούλες με κάτι σιδερένια εργαλεία, στα τυροπιτάδικα κερνούν ένα κυπελάκι πλαστικό γκαζόζα με τρία παγάκια να επιπλέουν, κάρτες ξεχασμένες στα καρτοτηλέφωνα, τα φώτα σβήνουν στα στενά στις εφτά και πέντε.

Σταματάμε στην Ιασωνίδου, ο Μαργαρίτης έχει πάρει φόρα απαγγέλει ψαλμούς του Δαυίδ που τους ξέρει απ' έξω  ''συ συνέτριψας τας κεφαλάς των δρακόντων επί του ύδατος...''  -  ''περίζωσαι την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου δυνατέ...''- '' τόξον συντρίψει και συνθλάσει όπλον και θυρεούς κατακαύσει εν πυρί..'' -  ''πυρ ενώπιον αυτών καυθήσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα'',  πίσω κάποιος μας κορνάρει ο Μαργαρίτης στο κόσμο του.
 Στην εκκλησία περνούμε από το καμαράκι όπου εξομολογούνται διάφοροι και τα μαλιά του παππά Θανάση φυλλοροούν μ' αυτά που ακούει, ζέστη όπως ψέλνουμε, ιδρώνουμε, το air condition μας χτυπά, ρίγος με πιάνει, ένα κρανίο έχουν φέρει κάποιου αγίου σε μια θήκη επάργυρη, ένας γέρος πάει να προσκυνήσει, σκοντάφτει πάει να τσακιστεί, έρχονται γυναίκες να τον κρατήσουν, γίνεται σούσουρο, ο παππάς μας λέει για τον Διονύσιο  τον Αρεοπαγίτη,  ήταν λέει στη Παλαιστίνη το καιρό της σταύρωσης, τότε που η σελήνη έτρεχε να σκεπάσει τον ήλιο και σκότος περιέβαλε τη γη κι όλοι είχανε πάθει πλάκα μ'  αυτά που γίνονταν. Μια άλλη  ομιλία γίνεται μετά, βαριέμαι αφόρητα, ο Μαργαρίτης κάνει ερωτήσεις, εγώ σκέφτομαι τα κεράσματα, ένας γέρος στο προαύλιο έχει ρημάξει έναν βασιλικό κόβει κλωνάρια δεν άφησε τίποτα.

 Μεσοβδόμαδα είχα  μια  μέρα δύσκολη , είμαι μ' ένα πιτσιρικά δε μπορώ να τον κουμαντάρω, στο τέλος του αδειάζω στο κεφάλι το κουβά με τα σκουπίδια ''Μάζευε τα τώρα μου λέει'',  έχει ένα πιάτο με πατάτες και κρέας μπροστα του, δε πρόλαβε να φάει, το κοιτάζω ΄΄Θες να αλάξουμε με το γλυκό μου;'',  δέχεται,  εγώ έχω φάει ένα κέικ υπέροχο σ' ένα σπίτι προηγούμενο μ' ένα ποτήρι γάλα δροσερό, ο μικρός μου λέει για το Καλοκαίρι, σε μια παραλία περίμενε το κύμα ορμητικό να τον σκεπάσει, έτρωγε θάλασσα και γελούσε, γελάμε, χτυπά το τηλέφωνο, ο παππά Θανάσης μου λέει ότι έχουμε αγρυπνία, ''Ωχ!'' σκέφτομαι αλλά δε μπορείς να του πεις όχι, άντε λοιπόν υπερωρίες για απόψε, όχι ότι με χαλάει.
Είμαι μοναχός με τον Μαργαρίτη αλλά είναι απίστευτα φάλτσος, δεν έχω ένα ισοκράτημα, φοβάμαι το χερουβικό, αλλά  θα το φάω ζωντανό, μετά απελευθερώνομαι, στο'' σε υμνούμεν'' οι γυναίκες γονατίζουν στο ''Άξιον εστί'' τα δίνω  όλα έχω δει πως το κάνουν, άμα έχεις μεγαλώσει και στις εκκλησιές στο χωριό σου κυλάει στο αίμα σου, ένας τύπος με κοιτάζει, στο τέλος λέμε κι έναν ψαλμό του Δαυίδ, αυτούς που έπαιζε με τη κιθάρα στον Σαούλ μπας και τον υσηχάσει  μα αυτός λυσσασμένος από ζήλεια,  του είχε αμολήσει  το κοντάρι του που καρφώθηκε στο τοίχο πάνω απο το κεφάλι του παιδιού.
 Σχολάμε κατά τις δωδεκάμιση μαίνουμε στο αμάξι μου λέει για το ταξίδι του στον Καναδά, κάθε μέρα ξυπνούσε στις  πέντε το πρωί για μια βδομάδα ώσπου να συνέλθει, στον υπόγειο  στο  μετρό, χάθηκε του είχαν πει να κατέβει απο τη μπροστινή πόρτα αλλά ήταν κλειστή από κάτι έργα, κατέβηκε αλλού,  γύρω μαύροι κι Ασιάτες μιλιούνια,  θόρυβος, βουητό, διαφημίσεις, ένας περίεργος τον πλησίασε, τον βρήκαν ύστερα από ώρες σ' ένα πάγκο να διαβάζει το ψαλτήρι.

''Πες κάνα στίχο να στανιάρουμε'' του λέω οπότε αρχίζει  ''άβυσσος 'αβυσσον επικαλείται εις φωνήν των καταρακτών σου...''- '' ο θεός συνέτριψε τους οδόντας αυτών,.. τας μύλας των λεόντων συνέθλασεν ο κύριος...'' - '' του στρέψαντος την πέτραν εις λίμνας υδάτων και την ακρότομον εις πηγάς υδάτων...''-  ''άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού '' -  ''συ συνέθλασας την κεφαλήν του δράκοντος,  συ διέρηξας πηγάς και χειμάρους συ εποίησας πάντα τα ωραία της γης θέρος και έαρ...''. 
Κοιτάζω πίσω πολυκατοικίες φωτισμένες κι άλλες σκοτεινές κυκλώνουν την εκκλησία, ταξιτζήδες κολούν μια ξανθιά σε μια πιάτσα μπροστάμας , ένας αστερισμός αχνοφαίνεται κατά το βορρά, ένα αεροπλάνο με τα φώτα αναμένα πετά από πάνω μας....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...