Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ

Αχ θέ μου ήταν υπέροχα στον Άγιο Δημήτριο και να φανταστείς ότι βαριόμουνα να σηκωθώ το πρωί, ουρές από τα ξημερώματα για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας, δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω να περιμένω,  καμάρες κι αψίδες, κολώνες άσπρες, αρχαίες με σχέδια στους κίονες ψηφιδωτά ψηλά στους τοίχους, κάτι Ρώσοι καλόγεροι με γενειάδες μακριές τεράστιες και σκούφους, κάνουν το σταυρό μ' εναν τρόπο περίεργο, παιδιά σε μπουλούκια από σχολεία, κορίτσια με φόρμες , μερικά είναι ωραία, ο κόσμος γονατίζει μπροστά στην εικόνα , σέρνουν τα χέρια πάνω της κι ύστερα στο μέτωπό τους, ψέλνουμε με τον Άρη, μου λέει '' Έχεις βελτιωθεί πολύ'' -κοίτα να δεις- σε μια φάση στεκόμαστε μπροστά στο εικόνισμα να πούμε το ''Άξιον εστί'' προς τιμή της νιώθω όμορφα πολύ, κάποιος μας λέει'' Μπράβο!'' ένα παιδί ύσηχο απο τη Κύπρο μαζί μας ο Βαρνάβας με φωνή χαμηλή, μου λέει πως έχει να πάει απ' το Καλοκαίρι στη Λευκωσία, όλοι κάνουν πέρα για να προσκυνήσουμε, πρόλαβα να δω το τζάμι,  κάτι πλαίσια χρυσά και τη φιγούρα στο μαυρισμένο ξύλο, σεκιουριτάδες αυστηροί από δίπλα,  ο ήλιος μπαίνει από ένα παραθυράκι ζωγραφίζοντας ανταύγειες στο μαρμάρινο  πάτωμα, ένας παππάς με θυμάται απο τότε που δούλευα στη Μητρόπολη, στο κήπό είχα πάει ένα απόγευμα κι όπως περνούσα απο κάτι υπόγειους διαδρόμους έπεσα πανω στον γέρο δεσπότη που τρόμαξε, γούρλωσε τα μάτια'' Ποιος είσαι εσύ;'' ο παππάς αυτός μούχε πει ''Θα έρχεσαι μονάχα το πρωί''.

Και να σκεφτείς ότι χτες ήμουνα χάλια έπρεπε να πάω σ' ένα δικαστήριο για μάρτυρας, ο τόπος εκεί αποπνέει άγχος, μυρουδιά τσιγάρου, γόπες στο πάτωμα , κάρτες ξεχασμένες στα καρτοτηλέφωνα , μηχανές ανίχνευσης σιδερικών, δικηγόροι με καμπαρντίνες σα μανδύες, δικαστές απηυδησμένοι, ένας Αλβανός μας έλεγε πως πέρασε τα σύνορα , ''...μισή ώρα δρόμος'' λέει, κάτι σκυλια τον πλησίασαν ''Τι να μου κάνουν''; ένα ταξί τον περίμενε απέναντι. Σε μια γωνία ένας τύπος ξερακιανός έχει λέει σκοτώσει τη γυναίκα, του έκανε τη ποινή του και βγήκε κάποια στιγμή,  τον ξανασέρνουν στα δικαστήρια για κάποιο λόγο, κανείς δεν τον πλησιάζει, τις νύχτες δε μπορεί να κοιμηθεί στο σπιτι του, τριγυρνάει σα φάντασμα. Ένας αστυνόμος παλιός μας λέει'' Οι Γεωργιανοί είναι οι πιο σκληροί'' άλλος ''Να φοβάσαι τους Ρώσσους '', ένας τρίτος''Από τους Έλληνες πιο μπαμπέσηδες δεν έχει'' κάτι γεροδεμένοι αστυνομικοί κουβαλούν έναν τύπο με χειροπέδες έχει λέει πυροβολήσει χωροφύλακα δεν πρόκειται να βγει αυτός, ένα κορίτσι πάει να του δώσει ένα δέμα, την σπρώχνουν βίαια μακριά ένα τηλεφώνημα για βόμβα, όλοι τσακίζονται να εξαφανιστούν, κατρακυλούν στις σκάλες, κάτι αναρχικοί τρελλαμένοι φωνάζουν συνθήματα, κλούβες καταφτάνουν, σειρήνες ουρλιάζουν, ματατζήδες με θώρακες και περηκνιμίδες έχουν στυαματήσει ένα φορτηγάκι διαλυμένο, κάτι λενε σε κάποιον μαυριδερό .Στις κρεμασμένες εφημερίδες ειδήσεις για γυναίκες που σκότωσαν τους συζύγους τους, αδέρφια που σκοτώνονται για κληρονομιές καταραμένες, στα STARBAΚCS αραχτοί τύποι με τρυπημένα φρύδια πιάνουν απο δυο καρέκλες, τα Notos galleries κλειστά, στα Hondos center έχουν γράψει ''Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ''

Αλλά σήμερα είμαι καλά, το πρωινό μ' έφτιαξε, ένα τύπος από τη SONY ΜΟΥ λέει'' Έλα να πάρεις το Μp3 σου'',  δεύτερη φορά που το διαλύω και μου το φτιάχνει τζάμπα γιατί παραδέχτηκα ότι το είχα ρίξει χάμω, αλλά ρε φίλε το είχα σμπαραλιάσει τι να πω.  Μ' ένα παιδί  περνούμε ανάμεσα από αμάξια στην Εθνικής Αμύνης καβαλώντας ένα μηχανάκι, είχαν πάει λέει μ' ένα σύλλογο μοτοσυκλετιστών στις ΄Αλπεις, τα μηχανάκια είχαν κλατάρει απο το αραιό οξυγόνο όπως οι άνθρωποι και μόνο ένας Ιταλός τρελλαμένος ανέβαινε γκαζωτός τις στροφές, είχε βάλει μια συσκευή τροφοδοσίας οξυγόνου στη μηχανή και δε καταλάβαινε τίποτα. Στις πλατείες αμαξάκια τηλεκατευθυνόμενα στροβιλίζονται, πιτσιρικάδες τρέχουν ξοπίσω τους , στα κομωτήρια ξανθά μαλιά τραβιούντα πίσω, ανταύγειες φουξ και πράσινες, κορίτσια με φιογκάκια στο λαιμό, πεταλουδίτσες για σκουλαρίκια,  τατουάζ στο σβέρκο σα barcode, μπουκαλάκια με νερό παγωμένο στο χέρι, ψηλαφούν κινητά.
Σ ένα αστικό μια γριά σακατεμένη παραπατά, κανείς δε κουνιέται απο τη θέση του, όπως είμαι ξενυχτισμένος κοιμάμαι όρθιος, ξυπνώ κάποια στιγμή, δεντρα και σπίτια τριγύρω,  ένα μέρος άγνωστο, ο ήλιος γίνεται καυτός όπως περνά μέσα από το τζάμι, όλοι έχουν κατέβει μονάχα η σακατεμένη γριά έχει απομείνει,''Μη γεράσεις'' μου λεει,   που είμαι πάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...