Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

ΣΩΣ ΒΙΝΕΓΚΡΕΤ

Κανονικά θα έπρεπε να κανονίζω που θα περάσω τα Χριστούγεννα καθώς νιώθω την ατμόσφαιρα των γιορτών να πλησιάζει, έξω απ την Έκθεση στοίβες τα κομένα  έλατα, μουσικοί στην Αριστοτέλους με τρομπέτες και σαξόφωνα  και τύμπανα,  κόσμος κοντοστέκεται ν' ακούσει,  χοντροί με βλέμα θολό πίνουν ούζα   κι αλλού πίνουν ρετσίνες ακούγοντας παλιά λαϊκά  ''Τόξερα πως θα μου φύγεις...'' στους πάγκους πορτοκάλια μέρλιν Χανίων, φιρίκια από το Βόλο, ρόδια απ' την Πέλλα λεμόνια Ναυπλίου, φράουλες Μανωλάδος, πεπόνια Ισραήλ, τσουκνίδες Ημαθίας, κυδώνια Χαλκιδικής, φυστίκια Κίνας, ρολόγια μέσα σε ποτήρια με νερό που δε σκουριάζουν υποτίθεται, χιόνια ως τους πρόποδες στα βουνά τριγύρω απ'  τη   Σαλονίκη,  η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει απ' τις αλεπάληλες βροχές, φώτα κρεμασμένα, φώτα σε σειρές, μπάλλες από φώτα, νύφες δοκιμάζουν μπροστά σε καθρέφτες νυφικά, τυρόπιτες κερνάνε έξω από φούρνους, παιδιά βάφουν τις στάσεις κόκκινες και πράσινες, ζωγραφίζουν σχέδια χρωματιστά πάνω στο σίδερο, στη κατακόμβη του Αγίου Δημητρίου η εικόνα του χριστού σε μια σπηλιά από βράχους, τσομπάνηδες με προβιές τριγύρω, ένα κοριτσάκι παίζει μ' ένα μαντήλι ροζ, το τυλίγει στο λαιμό του, ένα αγοράκι μ ένα κερί μπροστά στο πρόσωπο σαν αγγελούδι ξανθό, μεγάφωνα σκιές ,  χάθηκα στους θαλάμους χάθηκα στα περάσματα.
Έπρεπε να κάνω σχέδια τέτοιον καιρό με κάνα μωρό απ' αυτά με τα γυαλιστερά σα χάντρες μάτια που με κοιτάζουν όταν νομίζουν ότι δεν τα βλέπω, αυτά που με φιλούν στον ύπνο μου και στον ξύπνιο μου,  να κανονίσω καμιά εκδρομή με την Αγγελική σε κάνα χιονοδρομικό, στη Φλώρινα λέει ανάβουν φωτιές πελώριες, πάντα έχει χιόνια και κρύο και φοιτήτριες ωραίες κατά κει, κανονικά θα έπρεπε...

Αλλά δε προλαβαίνω τίποτα τρέχω σα παλαβός με τις εξετάσεις των παιδιών, τέτοια εποχή πάντα χάνω τη μπάλα,  βγαίνω στη στάση και σκέφτομαι σε ποια κατεύθυνση πάω, κοιμάμαι το βράδυ και ξεχνώ τη εξώπορτα ανοιχτή,  η γειτόνισσα μ΄ έχει μάθει και παίρνει το κλειδί, πάλι καλά που δε με κλειδώνει μέσα, αέρας  λυσσομανά, κλαδιά ξεριζώνονται από σφενδάμια κι ακακίες, απλώστρες ολόκληρες φεύγουν από μπαλκόνια και προσγειώνονται πάνω σε παρμπρίζ αυτοκινήτων, πουλιά  σκυλιά, γατιά που κοιμούνται πάνω σε σωρούς φύλλων τρέχουν να κρυφτούν, πως θα τους ξημερώσει μες στη παγωνιά, κάδρα πέφτουν από  τους τοίχους,  το πρωί τα βλέπω ξηλωμένα δε προλαβαίνω να τα σηκώσω,  στέκονται πεσμένα και με κοιτάνε.

Δε προλαβαίνω πρέπει να τρέξω, στα σπίτια παιδιά μπλοκαρισμένα, κομπλαρισμένα, μαμάδες τρομαγμένες, πατεράδες κρυμένοι, σκύλοι με καρτερούν στα μπακλκόνια να τους πάω καμιά βόλτα, κανείς δε νοιάζεται γι αυτούς, τρώω ότι νάναι, ξηρούς καρπούς από  ένα μπωλ,   φράουλες από  το κτήμα στη Κατερίνη, πίνω χυμούς, λαχταρώ καμιά σούπα να στανιάρω,  ένας πιτσιρικάς μου δείχνει τη γαλάζια  βελούδινη θήκη απ το βιολί του, παίζει κάλαντα Ποντιακά ''...οψές γεννέθεν ουράνο στάθεν...''' στο κεφαλόσκαλο ντομάτες απο το κτήμα τους, ο μπαμπάς του τον αφήνει να ρίξει με τη καραμπίνα, πρέπει λέει να τη στερεώσεις γερά στον ώμο για να μη σε χτυπά το τράνταγμα, ιδρώνω όπως τον ακούω, με πιάνει ρίγος, το κρύωμα περνά στο πόδι, δε προλαβαίνω.

 Στα αστικά κάποια λέει '' Αν βρεις αυτόν που ψάχνεις μη τον χάσεις''  ένας άλλος ''...βάλε σος βινεγκρέ με μπαλσάμικο, κρουτόν, κουκουνάρι,  ρόκα και λιαστή ντομάτα κοματάκια..'',   ο οδηγός δίνει ένα υπολογισμένο χτύπημα σ΄ένα αμάξι ενός προκλητικού πιτσιρικά και το στέλνει τρία μέτρα μακριά,  ντελιβεράδες σα δαίμονες βγαίνουν απο τα στενά με κουκούλες στο κεφάλι, γλυστρούν στην  άσφαλτο, πέφτουν,  πίτσες σκορπούν στο δρόμο.

Στη γωνία Τρίτης Σεπτεμβρίου με Στρατού ένας φορτωτής  τεράστιος, τρομαχτικός,  με τον κουβά να χάσκει προτεταμένος στον αέρα. Δοκιμάζω να περάσω με κόκκινο, ούτε που σκέφτομαι τι κάνω, φώτα αναβοσβήνουν, κόρνες στριγκλίζουν, ''Πέρνα ιλίθιε!!΄΄ φωνάζουν κάποιοι, κάτι έχω πάθει όπως στα άσχημα όνειρα, δε μπορώ να κουνηθώ όπως στον ύπνο σου που βλέπεις το κακό να έρχεται κι έχεις παραλύσει, το σώμα δε σε υπακούει πρέπει να το υποστείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...