Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

''Έλα να καθήσεις μαζί μας '' μου είπε  κι εγώ που έκανα ότι δεν την είχα δει, αν κι ένιωσα τη καρδιά μου να κλωτσάει με το που την έκοψα από μακριά, σκέφτηκα '' Τώρα τη κάτσαμε''.
 
Γιατί δεν ήμουν προετοιμασμένος , δεν ένιωθα άνετα, κάτι με ενοχλούσε, αποδείχτηκε ότι δεν την είχα ξεπεράσει εντελώς, ένα κομάτι της συνέχιζε να με επηρεάζει, έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα, να βρω τι με ενοχλούσε, να μη δείξω αμηχανία, να προλάβω να αναλύσω τα δεδομένα, να ξεθολώσω, να βάλω σε σειρά τις σκέψεις μου, να συμπεριφερθώ σωστά  προτού πάρει χαμπάρι πως  αισθανόμουν, όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα.
Κάτι δε μου άρεσε απάνω της μα δε μπορούσα να το προσδιορίσω, ήταν όμορφη πάντα, έπρεπε να το παραδεχτώ, μ'  εκείνα τα καθαρά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, τα τονισμένα ζυγωματικά όπως τα θυμόμουν, το μαντήλι στο λαιμό, τα γαλάζια αθλητικά, τον δείκτη να σέρνεται πάνω στο κινητό ανεβοκατεβάζοντας τη μπάρα με τα ονόματα, μια κίνηση που θυμόμουν από παλιά,   αυτή  με κοίταζε εξεταστικά, έψαχνε μέσα μου,  ήξερα πως δουλεύει το δικό της το μυαλό,  ότι αναρωτιόταν πως θα ήταν  τα πραγματα αν συνέχιζε μαζί μου, σίγουρα της έλειπε ο ενθουσιασμός που της μετέδιδα, ήξερε   ότι μαζί μου ότι και να έκανε θα έτρεχε πιο γρήγορα, αυτό δε μπορούσε να  μου το αρνηθεί, της είπα συγχαρητήρια για ότι έιχε κάνει - αυτό είναι κανόνας όπως κι αν αισθάνεσαι μέσα σου - ήθελα να ' μαι αντικειμενικός,  όταν την είχα γνωρίσει δεν τις ήξερα τις γυναίκες, θα φερόμουν αλλιώς αν ξαναγύριζα πίσω, αλλα κάποια πράγματα δεν αλλάζουν  όσο κι αν πονάνε σαν τα ξαναφέρνεις στη μνήμη.

 Θυμήθηκα τότε που μου ζήτησε τα κλειδιά από το διαμέρισμα της, τέτοια εποχή, παραμονές γιορτών, ένα Σάββατο απόγευμα που οι γυναίκες έκαναν τα τελευταία τους ψώνια από τα σούπερ μάρκετ, τότε που σχολούσαν οι λαϊκές κι έβλεπες σωρούς απο σκουπίδια και φρούτα σαπισμένα και γάτες να ψάχνουν στα απομεινάρια και τα οχήματα του δήμου να ρίχνουν νερό στο βρώμικο δρόμο καθώς μούχρωνε κι εγώ έβλεπα τα λαμπάκια να αναβοσβήνουν  κι ήταν σα να έτρεχε το φως απάνω τους, τότε που ήξερα ότι περίμενε τηλέφωνο μα είχα ορκιστεί να μου κοπέι το χέρι αν πληκτρολογούσα εκείνο το νούμερο, τότε που με έιχε ξελασπώσει ένα CD από τα Public που τόλιωσα, το σάπισα, δε παίζει πια τίποτα, τότε που έβλεπα το ανθρωπομάνι στη Τσιμισκή να προχωρά βουίζοντας, πρόσωπα καπέλα, παλτά, φωνές κι ήταν σα να κυμάτιζε όλο εκείνο το παράξενο σύνολο και μια αχτίνα φωτός που έμπαινε από κάπου έκανε τα σωματίδια της ύλης να αιωρούνται στον αέρα και να ίπτανται και να διαλύονται  και γω γύρισα για να αντικρύσω μια γυναίκα με μαύρα γυαλιά και μαύρα ρούχα να στέκεται απο πάνω μου κι είχα ανατριχιάσει.Τότε που έβλεπα τους άστεγους να τραβούν στρώματα απάνω τους στο κεφαλοσκαλο της Παναγίας Δεξιάς κι άλλους να μπαίνουν στο αστικό  τα ξημερώμωτα για να ζεσταθούν κι απο κάποιον είχε αδειάσει μια σακούλα μανταρίνια κι εγώ τα μάζευα και κάποιος  τα πήρε μουρμουρίζοντας κάτι.

Αλλά αυτά όλα είχαν περάσει, την έβλεπα τώρα μπροστά μου και δε μπορούσα να νιώσω κατι κακό, το ήξερα ότι κι αυτή μ' αγαπούσε, το καταλάβαινες στη θέρμη που απέπνεε η φωνή της και στο κάτω κάτω της όφειλα πράγματα, έπρεπε να το παραδεχτώ κι αυτό.

Ζήτησα ένα τσαϊ, έβαλα τέσσερις πέντε κουταλιές ζάχαρη να πάρει το μυαλό γλυκόζη και να στροφάρει καλύτερα, άνοιξα τη τσάντα μου και είδα ότι είχε αδειάσει ένα μπλάνκο κι έιχε πλημμυρίσει το τόπο βάφοντας τα όλα άσπρα, βιβλία, σημειώσεις, Mp3, καλώδια, τα χέρια μου, το τζιν, αλλά ποιος νοιάζονταν, της έριξα μια τελευταία ματιά, μια θλίψη άρχισε να απλώνεται μέσα μου,  σηκώθηκα να φύγω, στην ουσία την είχα αφήσει πίσω μου για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...