Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ

Στη μνήμη του πατέρα μου που έφυγε χτες

Με το που έφεραν το φέρετρο κάποιοι φοβούνταν να κοιτάξουν κι άλλοι δεν είχαν πρόβλημα, έμοιαζε σα μούμια με τα χαρακτηριστικά τραβηγμένα κι ένα ύφος γαλήνιο, οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε όπως θυμούνταν τους δικούς τους άντρες που τους έχασαν κατα καιρούς, άλλλον σα γύρισε από το αμπέλι κι έπεσε να κοιμηθεί για να μη ξυπνήσει ποτέ,  άλλον που πήγε γιατί δοκίμασε ένα χόρτο σα πιπεριά πάνω στο βουνό κι έμεινε στο τόπο, άλλον που υπέφερε χρόνια και πονούσε κι  έβαζε αναλγητικά αυτοκόλητα κι έπαιρνε κορτιζόνες των 25 και των 50 και των 100 ml και πάλι ο πόνος ήταν εκεί, λέγανε για τους άντρες τους που γηροκομήσανε κι είχαν καρκίνους διάφορους, στο έντερο, στη κοιλιά, στο λαιμό στον εγκέφαλο, άλλες φοβούνταν να πούνε τη λέξη κι έλεγαν για το κακό που αρχίζει από κάπα, κι ελεγαν και για νέους που πήγαν προτού  την ώρα τους ΄΄Ο μπαξές του άδη θέλει τα λουλούδια του,  αγόρια και κορίτσια στη νιότη τους''.

Στο κάτω όροφο οι άντρες τόχαν κάνει καφενείο, λέγανε αυτοί για το καιρό που πήγαιναν σχολείο κι ένας δάσκαλος  τους έδινε από εβδομήντα βεργιές γιατί δεν έιχαν γράψει τη τιμωρία τους  κι έπαιρνε τα παιδιά και βαρούσε το κεφάλια τους στο πίνακα μέ δύναμη ώσπου μια φορά έπεσε απ το χτύπημα η εικόνα του Χριστού που ήταν κρεμασμένη στο τοίχο και τρόμαξε. Ένας γέρος είπε'' Έτσι μαθαίνουν τα παιδια γράμματα'' κι άλλος θυμήθηκε την αδερφή του που στη πρώτη δημοτικού ο ίδιος δάσκαλος της είχε ξεκολήσει το αυτί και το κοριτσάκι φοβούνταν να πάει στο σχολείο κι ο πατέρας της   είχε σαλτάρει τον είχε στριμώξει άσχημα εκείνον το δάσκαλο κι ήθελε να τον ξεκοιλιάσει .
Λέγανε και για το μακαρίτη που είχε περπατήσει κάμπους και βουνά βόσκωντας άλογα και γελάδια γιατί πάντα αγαπούσε τα ζώα κι είχε στο σπίτι του κότες και κατσίκες και γουρούνια ένα απο τα οποία ,θυληκό, το είχε χρόνια κι είχε γίνει τεράστιο γιατί το τάιζε το καλύτερο καλαμπόκι κι άλλες τροφές και το πρόσεχε πολύ  κι όταν  έμεινε στείρο ήρθε να το σφάξει εκείνος ο γέρος που του άρεσε ο σαδιστής δάσκαλος, κουβαλώντας τα καλα ακονισμένα μαχαίρια του κι άλλα σύνεργα φονικά και τα παιδιά φεύγανε μακριά κι ακούγανε τα στριγκλίσμτα του ζώου που πέθαινε . Ήταν αδύνατο να το σηκώσουν εκείνο το ζώο ζύγιζε κοντά τετρακόσια κιλά κι έφεραν ένα γερανάκι μα και κείνο λύγισε και παραλίγο να σπάσει.

Κάποιος είπε πως είχε δει τελευταία τον μακαρίτη κι ο τελευταίος τον είχε αναγνωρίσει μες τη θολούρα του και του είπε βαθειά βαθειά  με μια φωνή σα ρόγχο ''Εσύ είσαι Μήτσο΄΄.
Άρχισαν νάρχονται αδερφές και ξαδέρφια κι άλλοι συγγενείς γερασμένοι με μπαστούνια και πόδια σακατεμένα κι έλεγαν κι άλλες ιστορίες για κλέφτες που ξεφύτρωναν παντού στα χωριά κι έκλεβαν καμπάνες από εκκλησιές και ξωκλήσια κι απ' τους τάφους έπαιρναν το λάδι και ξύλωναν κάγκελα να τα λιώσουν στα χυτήρια κι άλλα τρομερά.
Ήρθε ένα παπαδάκι και διάβασε κάτι ευχές και δυο άνθρωποι πήραν  να σηκώσουν το φέρετρο και τότε η γυναίκα του έσπασε γιατί της έπαιρναν τον άντρα που πέρασε μαζί του μια ζωή κι έκανε παιδιά με πεθερικά και καυγάδες και στιγμές γαλήνιες κι όμορφες κι όλα πέρασαν σαν αστραπή κι ο χρόνος είχε τρέξει με φρένο χαλασμένο κι ηρθε το τέλος.

Μια πομπή απο αυτοκίνητα κυλούσε αργά στο δρόμο, στα νεκροταφεία ο νεκροθάφτης είχε σκάψει ένα λάκο κι είχε βγάλει ένα σωρό κοτρώνια, τον απόθεσαν μαλακά κι εκείνη τη στιγμή ήταν σα να είδε για μια τελευταία φορά τα βουνά γύρω  και τα χωράφια που περπατούσε κάποτε κι ο νεκροθάφτης άρχισε να ρίχνει φτυαριές γεματες χώμα και πέτρες πάνω στο κλειστό καπάκι και τα ρέματα έτρεχαν τριγύρω κι  είχαν κοκκινίσει ξαφνικά για κάποιον λόγο κι έπεφταν σε μια τρύπα  γεμάτη βούρκο, τεράστια που κατάπινε κλαδιά και δέντρα ολόκληρα κι ήταν σα να περίμενε τη ψυχή να περάσει απ το χώμα σ εκείνη τη τρύπα περνώντας απο ένα  κόκκινο ποτάμι,  σαν αυτό στη τοιχογραφία ψηλά σ΄έναν θόλο στην εκκλησιά του χωριού  όπου έψελνε ο μακαρίτης, αυτό που κυλούσε κατα τον άλλο κόσμο κουβαλώντας σώματα και ψυχές για το μεγάλο ταξίδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...