Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

ΦΥΓΑΣ

Στο σπίτι του παππού μου είχα δει τον Χάρρισσον Φορντ στο Φυγά να πηδά από κείνο το φράγμα στο κενό ενώ ο Τόμυ Λη Τζόουνς  τον έβλεπε να καταποντίζεται στην άβυσσο μαζί μετα νερά. Εκεί είχα δει και τον Αλ Πατσίνο με το απίστευτο βλέμα να φτύνει αίμα σ' εκείνη την αναθεματισμένη ληστεία στη ''Σκυλίσια μέρα'', τον Μπόμπυ ντε Νίρο - διάβολο να καταβροχθίζει το αυγό, κάτι ανεμιστήρες να γυρίζουν τρομαχτικά μούχουν μείνει στη μνήμη, κάτι ασανσέρ σκοτεινά τρομαχτικά, μια εκκλησία κάτι μάγισσες.. Εκεί είχα δει την Ούμα Θέρμαν στα  ντουζένια της να κάνει έρωτα με τον Ντε Νίρο και να τον ενθαρύνει  '' My hero!'' στο Mad dog και Gloria, ένα ελάφι στη μέση μιας διασταύρωσης στη Νέα Υόρκη τη νύχτα μου χει μείνει δε ξέρω γιατί απ αυτό το  έργο, ο Ντάστιν Χόφμαν κρατούσε το χέρι μιας κοπέλλας κάτω από ένα τραπέζι - ιδέα δεν έχω ποιο έργο ήτανε, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν κοίταζε με το μοιραίο βλέμα που μάρεσε πολύ τότε, καλόγεροι τυφλοί σε στοές μοναστηριών μεσαιωνικών συνομωτούσαν στο'' Όνομα του ρόδου''. Ούτε μια ταινία του Σκορτσέζε δε μου άρεσε, όλες νευρωτικές, όλες αρωστημένες, το ''Στη φωλιά του κούκου '' πατάτα μεγάλη, το Chinatown πολύ καλύτερο, πάλευα να το τελειώσω ένα μεσημέρι. Θυμάμαι ένα βράδυ προτού αποκοιμηθώ  και το κλιπάκι με τον Ντέιβ στιούαρτ να κοπανά τη κιθάρα του κι εκείνη τη ξανθιά κουκλάρα να λικνίζεται φυσσώντας στο σαξόφωνο το ''Lily was here''.

 Η Χριστίνα έφευγε για τους δικούς της στη Βέροια κι εγώ καθόμουν μέχρι αργά, στο διαμέρισμα της Μουσσών στο Κουλέ Καφέ. Ο παππούς μου ξυπνούσε τη νύχτα, έριχνε μια χούφτα φλαμούρι απο το δέντρο μας στο χωριό στη κατσσαρόλα κι αποκοιμιόταν ξανά καθώς το νερό έπαιρνε  εκείνο το βαθύ κόκκινο χρώμα όπως έβραζε. Ένα πρωί είχα βρέι το μάτι πυρωμένο έτοιμο ν' ανατιναχτεί, είχε γυρίσει μονάχα το κουμπί χωρίς να βάλει τίποτα πάνω του . Μούλεγε τις δικές του ιστορίες αυτός για τον πατέρα του που δούλευε στα καπνομάγαζα της Καβάλας προπολεμικά κι οι Γερμανοί έμποροι τούδιναν μια λίρα χρυσή κάθε χρόνο γιατί ήταν ο πρώτος που έδενε ένα δέμα καπνού, ήταν γρήγορος πολύ. Κατόπι πήγαινε με τους Γερμανούς για κυνήγι στο βάλτο των Φιλίππων, που έιχε τότε πουλιά και βίδρες άφθονες προτού αποξηρανθεί. Κοιμόταν σε κάτι καλύβες το βράδι που επέπλεαν πάνω στα νερά της λίμνης. Μούλεγε ο παππούς μου και για την Αλβανία όπου πολέμησε κάτι Κρητικοί θέλανε να σκοτώσουν καμια δεκαριά αιχμαλώτους  τα είχε πάρει στο κρανίο δε τους άφησε. Με τη κατάρευση του μετώπου τον είχε μαζέψει ένας Γερμανός μισοπεθαμένο απ την ακρη του δρόμου κάπου στη Κατάρα και τον έβαλε στο τρίκυκλό του.

Σαν γύριζε η Χριστίνα κοιμόμουν στο σπίτι της και τα πρωινά έτρεχα γαι την Άνω Πόλη κοιτάζοντας τα κατεβασμένα ρολά της Εθνικής τράπεζας καλυμένα από στρώσεις αλεπάληλες γκράφιττι, τύποι με μάσκες στο στόμα διέσχιζαν το δρόμο, καφενεία κλειστά, φωτισμένα, καρέκλες στοιβαγμένες πάνω σε τραπέζια, ανθοπωλεία με βιτρίνες γεμάτες χρυσάνθεμα πελώρια, άσπρα, κίτρινα και βυσσινιά, κάτι συνεργεία ασφαλτόστρωναν τα στενά μες το ξημέρωμα, διαφημίσεις στις στάσεις για μαθήματα Ιαπωνικών, Κινέζικων, Αραβικών κι άλλων γλωσσών ακατάληπτων, γυναίκες με πόδια μακριά και τακούνια  περπατούσαν στα καλντερίμια ''τακ- τουκ'' σαν άλογα πεταλωμένα, στις πόρτες των ταξί διαφημίσεις πανεπιστημίων Εγγλέζικων, μια γριά  σαλταρισμένη παραμιλούσε, ''Δε μας αφήνουν στη υσηχία μας, μας ψεκάζουν, να πάνε στα χωριά τους,  στον ήλιο μοίρα να μη δούνε!''

Βλέπω τώρα κόσμο στα μαγαζιά που νοικιάζουν ταινίες κι αναρωτιέμαι τι ψάχνουν, δε θέλω ούτε να μπω μέσα δύσκολα πολύ να μου κάνει κάτι αίσθηση.
Τον παππού μου τον βλέπω στον ύπνο μου ταχτικά είναι το ίδιο όνειρο σχεδόν πάντα  με παραλαγές, τρέχω στο σπίτι του να προλάβω, να του κάνω παρέα, να του πάρω τα φάρμακα του, να καθήσω μαζί του, τον βρίσκω βυθισμένο στη πολυθρόνα, τα χέρια ανάμεσα στις παλάμες, αξύριστος ''Άργησες πολύ ''- '' Ρε παππού δε γίνεται αυτό αφού έχεις πεθάνει'',  αυτός με κοιτά με απορία ''Σοβαρά μιλάς!!!''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...