Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2025

ΔΙΚΗΝ ΧΕΙΜΕΡΙΩΝ ΝΙΦΑΔΩΝ

«Είναι πολύ δυνατός σεισμός!» έκανε τη σκέψη   καθώς έτρεχε έξω  από την πόρτα του μοναστηριού βλέποντας πίσω του τις μαρμάρινες κολώνες να δονούνται, πέτρες και ξύλα έπεφταν από τις οροφές, ο τόπος ολόκληρος γέμισε με σκόνη που σκέπασε τα πάντα.  Για κάμποση ώρα δεν μπορούσες να δεις τίποτα, ύστερα άρχισαν να ακούγονταν τα βογγητά των πληγωμένων κι όσων είχαν καταπλακωθεί,  η γη σταμάτησε να τρέμει κι όλοι έτρεξαν να βοηθήσουν όσους είχαν θαφτεί  κάτω από τα χαλάσματα, οι οροφές πολλών  κτηρίων είχαν καταρρεύσει,  μονάχα η εκκλησία στο κέντρο του μοναστηριού δεν είχε πειραχτεί κι όλοι είχαν μαζευτεί γύρω της,  σταυροκοπιούνταν λέγοντας  ότι είχε συμβεί  μεγάλο θαύμα.

Ήταν Χειμώνας, είχαν περάσει τα Χριστούγεννα κι  έκανε κρύο διαβολεμένο, ο ουρανός είχε μαυρίσει κι  άρχισε να ρίχνει χιόνι ψιλό. Οι σεισμόπληκτοι συγκεντρώθηκαν  στον  αυλόγυρο του μοναστηριού,  κοντά σ’ έναν  τοίχο που είχε μείνει όρθιος. Είχαν ανάψει φωτιά για να ζεσταθούν,  κάποιος είχε βάλει μια χύτρα πήλινη πάνω στις φλόγες ρίχνοντας  μέσα κομμάτια από μήλο και κυδώνι, όλοι έφερναν τα κύπελα τους για  να τα γεμίσουν με το ζεστό ρόφημα κρατώντας στο άλλο χέρι ένα ξερό κομμάτι ψωμί που τους είχε φέρει ο επίσκοπος του μοναστηριού, ο Νικόδημος, ο ηγούμενος της μονής,  ένας πανύψηλος άντρας που χαμογελούσε συνεχώς  κάτω από τα γένια του ενθαρρύνοντας τον κόσμο. Σ’ ένα παράπηγμα, κάτω από μια πρόχειρη σκεπή, δυο τρεις χωρικοί  έψηναν ένα γουρουνάκι που είχε καταπλακωθεί από τα γκρεμίσματα,  η μυρουδιά του κρέατος απλώνονταν μέσα στον παγωμένο αέρα και τρυπούσε τα ρουθούνια. Οι καλόγεροι κι οι προσκυνητές που είχαν βρεθεί στο μοναστήρι  ανυπομονούσαν να δοκιμάσουν το ψητό κρέας σαν να ήθελαν να ξεχάσουν μ’ αυτό το φόβο  του σεισμού, « θα έρχεστε ένας- ένας με τη σειρά!» φώναξε άγρια ο Νικόδημος τραβώντας  έναν ζητιάνο που ήθελε να φάει πρώτος, καταλάβαινε ότι αν δεν επιβάλλονταν εκεί πέρα θα επικρατούσε χάος, «δεν θέλω αταξίες και φασαρίες!» συμπλήρωσε, «όποιος δεν σεβαστεί την τάξη  δεν θα φάει!» Η απειλή ήταν πολύ σοβαρή, όλοι ήξεραν ότι  ο Νικόδημος δεν αστειεύονταν,  κανείς δεν ήθελα να τα βάλει μαζί του,  έτσι  περίμεναν με τη σειρά τους να πάρουν το κομμάτι που τους αναλογούσε.  Ο ηγούμενος  έκοβε μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι κομμάτια από το ψητό και τα τοποθετούσε σε κάτι σκεύη πήλινα  ρίχνοντας μπόλικο αλάτι από πάνω  ενώ με κάποιον τρόπο είχε εξοικονομήσει από το κελάρι του μοναστηριού  λίγο τυρί και κρασί κόκκινο από κάτι βαρέλια παλιά ,  το γεύμα έμοιαζε αρχοντικό και σύμφωνο με τις μέρες των Χριστουγέννων, όλοι έμοιαζαν ευχαριστημένοι καθώς μασουλούσαν το κρέας τους σε κάποια γωνιά.

«Αλλ’ ουχ ο ύψιστος εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί» είπε ο ηγούμενος στην ομήγυρη που είχε μαζευτεί κοντά  του μετά το φαγητό, «ο θεός μας έδωσε τις κατοικίες και τους ναούς κι αυτός πάλι μας τα χαλά, μή στενοχωριέστε αδερφοί μου, ας είναι δοξασμένο το όνομα του γιατί όπως λέει η γραφή ο θεός δεν κατοικεί σε ναούς και παλάτια, ο ουρανός μοι θρόνος , η δε γη υποπόδιον των ποδών μου. Κι αν τα κακά πέφτουν πάνω μας δίκην χειμερίων νιφάδων,  σαν τις νιφάδες του χιονιού δηλαδή,  άπειρο είναι το έλεος του θεού για τα τέκνα του»  έκλεισε τη σύντομη ομιλία του  κι όλοι ένιωσαν τα λόγια του βαθιά μες την καρδιά τους.  Κι ήταν εκείνα τα λόγια το ίδιο χορταστικά όπως  το κρέας και το κρασί που είχαν γευτεί. Έπρεπε να σκεφτούν που θα μείνουν και πως θα χτίσουν πάλι τις καλύβες και τους αχυρώνες  τους όμως αισθάνονταν  ότι είχαν έναν αρχηγό που θα τους έδειχνε το δρόμο και θα τους καθοδηγούσε. Είχε αρχίσει να νυχτώνει κι ο καθένας  έψαχνε  κάποιο σημείο προστατευμένο από την παγωνιά για να πλαγιάσει  και να περάσει  το βράδυ. Όταν  τακτοποιήθηκαν κι έγινε ησυχία, ο Καστροφύλακας πλησίασε τον Νικόδημο.  Τον ήξερε από τότε που ήταν παιδί κι ανέβαινε στο αναλόγιο του μοναστηριού, ο Νικόδημος είχε από τότε τη φήμη του καλύτερου ψάλτη  της περιοχής και  πίστευε ότι ο μικρός που ερχόταν  κοντά του   θα γίνονταν παππάς,   «τι γίνεται στην πόλη;» τον ρώτησε,  «τι κάνετε με τον τρισκατάρατο πατριάρχη  τον Ιερεμία; Το ξέρεις ότι κάθε βράδυ είναι εδώ;    Έρχεται με τη συνοδεία  στο υποστατικό του μονόφθαλμου του Μανουήλ και κάθονται εκεί μέσα για ώρες πολλές».

«Γι αυτό ακριβώς είμαι εδώ!» είπε χαμηλόφωνα  ο Καστροφύλακας κοιτάζοντας  γύρω του για να βεβαιωθεί  ότι δεν τους άκουγε κανένας.  «Στο παλάτι επικρατεί αναβρασμός» εξήγησε στον Νικόδημο, «Ο βασιλιάς έχει περιπέσει σε ασωτίες, όλη μέρα γυρνά στα καπηλειά πίνοντας με την παρέα του,  αμελεί όλες τις υποθέσεις του κράτους, οι Σέρβοι κι οι Βούλγαροι περνούν κάθε μέρα τα σύνορα  κι αυτός το μόνο που σκέφτεται είναι το κυνήγι.  Έχει εκατοντάδες σκυλιά και γεράκια, φαλκόνια όπως τα λέει,  και μ’ αυτά καταπιάνεται συνέχεια,  φεύγει το πρωί και  κανείς δεν τον βλέπει μέχρι το σούρουπο που γυρνά κατάκοπος και πέφτει για ύπνο. Όλα ξεκίνησαν  από τότε που  η κόρη του πέθανε στη γέννα, ήταν ένα κορίτσι πολύ όμορφο,  δεκαοχτώ χρονών,  όλοι ήταν χαρούμενοι που θα γεννούσε όμως κάτι πήγε  στραβά,  ακούγεται  ότι οι γιατροί έκαναν  λάθος και τράβηξαν απότομα το μωρό προκαλώντας ζημιά στην κοπέλα.  Κάποιοι λένε ότι όλο αυτό δεν ήταν τυχαίο,  οι γιατροί λένε, είναι άνθρωποι του Μανουήλ, του σφετεριστή αδερφού του, ο Μανουήλ  έχει βάλει στο μάτι το θρόνο και μιλά με τη βασίλισσα Ειρήνη που αποδείχτηκε φίδι. Μαζί τους συνωμοτεί κι  ο Πατριάρχης  ο Ιερεμίας.  Συναντιούνται εδώ κοντά στο υποστατικό του Μανουήλ, αν μπορούσαμε να μάθουμε τι σχεδιάζουν  θα ήταν μεγάλη βοήθεια στον βασιλιά. «Θα το φροντίσω» είπε ο Νικόδημος αποφασιστικά. «Αυτό το μίασμα ο Μανουήλ δεν πρέπει με κανένα τρόπο να αναλάβει τη διοίκηση της χώρας. Όσο για τον Πατριάρχη αυτός κι αν είναι η προσωποποίηση του δαίμονα. Όποτε έρχεται εδώ με αποφεύγει γιατί ξέρει ότι εγώ δεν  τον φοβούμαι και του μιλώ κατά πρόσωπο» .

Ο Νικόδημος ήταν λοιπόν με το μέρος τους κι αυτό ήταν πολύ θετικό. Περιμένοντας τις πληροφορίες του  ο Καστροφύλακας επισκέφτηκε έναν άλλο φίλο του, τον Πολύκαρπο  το,  σιδερά, «εκεί θα έχει ζέστη»  σκέφτηκε. Ο σιδεράς ενθουσιάστηκε που τον είδε «κάτσε  δίπλα στο καμίνι» του είπε όπως σφυροκοπούσε ένα  δρεπάνι για να το κάνει κυρτό,  εκεί τον βρήκε κατά το μεσημέρι ο Νικόδημος. «Τη νύχτα θα μπουν στο δωμάτιο του βασιλιά για να  τον σκοτώσουν»  του είπε ψιθυριστά ο Νικόδημος,  «είσαι σίγουρος;»- «όπως το ακούς. Έχω άνθρωπο μέσα. Το σχέδιο το έχει καταστρώσει ο Μανουήλ μαζί με την Ειρήνη.  Σκοπός τους είναι να στέψουν τον Μανουήλ κατηγορώντας τον βασιλιά ως μέθυσο και ανίκανο,  όλα θα γίνουν απόψε». Οι συνωμότες βιάζονταν κι αυτός έπρεπε  τώρα να κινηθεί γρήγορα. Ο σιδεράς του έδωσε το άλογο του και ξεκίνησε αμέσως για το παλάτι την ώρα που  άρχιζε να σουρουπώνει. Έκανε κρύο που σε τρυπούσε  κι  ο αέρας δεν έλεγε να σταματήσει, φυσούσε δαιμονισμένα ταρακουνώντας τα δέντρα που έγερναν προσπαθώντας να αντισταθούν στη μανία του. Όπως κάλπαζε κοιτούσε ψηλά κατά τον ουρανό βλέποντας το χιόνι να πέφτει ενώ σκεφτόταν εκείνη τη φράση του Νικοδήμου ‘’δίκην χειμερίων νιφάδων’’,  πολύ του είχαν αρέσει εκείνα τα λόγια. Ώστε η Ειρήνη ήταν με τον Μανουήλ,  πάντα την υποπτεύονταν κι άλλωστε όλοι οι αυλικοί την μισούσαν εξαιτίας της αλαζονικής της συμπεριφοράς. Ήταν μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς που μπορούσε να γοητεύει τους πάντες όμως η καρδιά της ήταν πιο κρύα κι από τον πάγο του χειμώνα.  Όπως κάλπαζε προς  το παλάτι σκεφτόταν το σχέδιο του, η μόνη που μπορούσε να εμπιστευθεί μέσα στο παλάτι ήταν η  βασιλομήτωρ, η Άννα. Αυτή  θα έπειθε τον γιο της να μην κοιμηθεί στο βασιλικό του δώμα,  ο Καστροφύλακας  μαζί με δυο αφοσιωμένους  άντρες  θα κοιμούνταν στη θέση του περιμένοντας την βραδινή εισβολή.

Εκεί κοντά στα μεσάνυχτα πήραν θέση δίπλα στο στρώμα του βασιλιά που κοιμόταν  κατά τη συνήθεια του στο πάτωμα έχοντας απλώσει μια σειρά από  στρώσεις δερμάτων. Κάτω από τα δέρματα είχαν  τοποθετήσει μαξιλάρια ώστε να φαίνεται ότι κάποιος κοιμόταν εκεί. Από τα παράθυρα κοίταζαν τον ουρανό που ήταν  κατασκότεινος ενώ  ο καταραμένος αέρας δεν έλεγε να ησυχάσει σαν να προμήνυε μια συμφορά που πλησίαζε. Τα μάτια του βάραιναν και κάποια στιγμή τον πήρε ο ύπνος έτσι όπως στέκονταν όρθιος  βαστώντας το ξίφος του μαύρου Όλαφ. Ένας θόρυβος ανεπαίσθητος   ακούστηκε,  όλοι τινάχτηκαν και πήραν θέση μάχης όμως το μόνο που είδαν να περνά το κατώφλι του  δώματος ήταν μια γάτα,  τριγύριζε αμέριμνη στους θάλαμος του παλατιού αγνοώντας επιδεικτικά όλες τις συνομωσίες που λάμβαναν χώρα εκείνο το βράδυ που λυσσομανούσε ο αέρας. «Μήπως ξεγέλασαν τον Νικόδημο;»  σκεφτόταν ο Καστροφύλακας. «Μήπως ο κακός καιρός είχε ανατρέψει τα σχέδια τους; Μήπως είχε διαρρεύσει ότι τους περίμεναν και είχαν ξενυχτήσει άδικα;» Η κούραση τον είχε εξαντλήσει όμως αυτό που τον κρατούσε ΄ήταν η επιθυμία του να εκδικηθεί για τον χαμό του ΄καλύτερου του φίλου του Μερκούριου, ενός  παλληκαριού  από τα πιο άξια που είχε γνωρίσει ο στρατός της αυτοκρατορίας.  ο Μανουήλ πάντα γλυκοκοίταζε τη γυναίκα του Μερκούριου., για να τον ξεφορτωθεί λοιπόν τον έστειλε σε μια μάχη αυτοκτονική απέναντι στον στρατό των Βουλγάρων που όχι απλά ήταν υπεράριθμοι  αλλά απαρτίζονταν κι από τον  ο ανθό των βασιλικών τους ταγμάτων. Ο  Μερκούριος δεν είχε καμιά τύχη κι ο Καστροφύλακας  που τον είχε συνοδέψει τον είχε δει να σκοτώνεται εκεί μπροστά στα μάτια του,  εκείνος είχε γλιτώσει μόνο από τύχη όταν οι Βουλγάροι χύμηξαν ν’ αρπάξουν την αστραφτερή πανοπλία του Μερκούριου που ήταν φτιαγμένη από χαλύβδινες πλάκες και δέρμα.

Λίγο προτού ξημερώσει ετοιμάζονταν να διατάξει τους στρατιώτες να φύγουν  όταν από το βάθος του θαλάμου που έβγαζε στην  αυτοκρατορική τραπεζαρία ακούστηκαν  ήχοι από βήματα πάνω στις πλάκες .  «Μην κουνηθεί κανείς  μέχρι να δώσω το σύνθημα!»  ψιθύρισε  στους άλλους δύο που συμφώνησαν μ’ ένα νεύμα.  Οι συνωμότες μπήκαν βιαστικά σπρώχνοντας  την πόρτα, φώναξαν  «θάνατος στον μέθυσο!»  και με όλη τους τη δύναμη άρχισαν να μπήγουν τα μαχαίρια στο στρώμα όπου υποτίθεται κοιμόταν ο βασιλιάς.  «Τώρα!» Ούρλιαξε  ο Καστροφύλακας όπως άρπαζε τον αρχισυνομώτη από το λαιμό ενώ οι άλλοι δύο χτυπούσαν δεξιά κι αριστερά τους εισβολείς που πρέπει να ήταν καμιά δεκαριά  όμως είχαν αιφνιδιαστεί και προσπαθούσαν να δραπετεύσουν τρομαγμένοι κρατώντας τα πληγωμένα σώματα τους. Ο Καστροφύλακας έστησε στον τοίχο  τον Μανουήλ, τον κοίταξε βαθιά μέσα στο μοναδικό του μάτι που έδειχνε τρομαγμένο και ταυτόχρονα τόσο άγριο σαν  να είχαν μαζευτεί  μέσα του όλα τα στοιχεία της κόλασης,  «αυτό για τον Μερκούριο!»  του  φώναξε καθώς τον κάρφωνε.  

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΔΙΚΗΝ ΧΕΙΜΕΡΙΩΝ ΝΙΦΑΔΩΝ

« Είναι πολύ δυνατός σεισμός!» έκανε τη σκέψη   καθώς έτρεχε έξω  από την πόρτα του μοναστηριού βλέποντας πίσω του τις μαρμάρινες κολώνες να...