Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ


Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα πεσμένο μπρούμυτα,  ήταν ο γέρος  που έμενε στο ρετιρέ, ένας  ψηλός με γκρίζα μαλλιά. Το πρόσωπο του ήταν στραμμένο σε μια μεριά και μπορούσες να δεις  τα μάτια του που έμοιαζαν να ψάχνουν  κάτι. Τον ήξερε το γέρο,  είχαν μιλήσει πολλές φορές και του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που τον τελευταίο καιρό είχε αδυνατίσει τόσο πολύ,  πρέπει να είχε χάσει πάνω από τριάντα κιλά  και το πρόσωπο του είχε τραβηχτεί. Πήρε στα χέρια του τη γάτα που κοιτούσε απορημένη τον πεσμένο σα να έλεγε «κρίμα τον άνθρωπο». Καθώς έλειπαν οι δικοί του έτρεξε αμέσως  να φωνάξει τον παππού του,  εκείνος  κατέβηκε γρήγορα, έσκυψε προσεκτικά, έβαλε το δάχτυλο στο λαιμό του πεσμένου κι έκανε μια κίνηση  σα να έλεγε «πάει αυτός».   Κάλεσαν την αστυνομία και σε λίγο ήρθαν  κάτι τύποι με στολές  και γάντια,  πήραν το σώμα του ανθρώπου και το απέθεσαν σ’ ένα  ασθενοφόρο που περίμενε έξω.  Ο παππούς του έπρεπε  να φύγει κι εκείνος  απόμεινε μόνος του  με  το γατί  να σκεφτεί αυτό που είχε συμβεί, η όψη του νεκρού  τον είχε αναστατώσει, πήγε στο διαμέρισμα του κι έπιασε το κινητό. Οι δικοί του έλειπαν διακοπές,  τους είχε πει  ότι δεν θα ερχόταν μαζί τους,  προτιμούσε να μείνει μόνος στο σπίτι παρέα με τη γάτα του που της είχε μεγάλη αδυναμία,  ήταν  μια πολύ όμορφη,  κόκκινη και μαύρη  μ’ ένα τρίχωμα χνουδωτό που ξάπλωνε ανάσκελα όλη την ώρα στη μέση του δωματίου. Τις μέρες εκείνες είχε έρθει απ’  το εξωτερικό κι ο παππούς του που αγαπούσε κι όλο ήθελε να  του λέει ιστορίες , θα έμενε στο διαμέρισμα από πάνω τους μαζί με το θείο του. Ά εκείνες οι μέρες ήταν ό,τι καλύτερο, είχε όλο το σπίτι δικό του, μαγείρευε τα καλύτερα φαγητά, κυρίως κρέας και ψάρι, πάντα ήταν σαρκοφάγος, περνούσε καλά μοναχός του μέχρι που είδε εκείνον τον πεθαμένο κι αναστατώθηκε. 

Κατά το μεσημεράκι τηλεφώνησε ο πατέρας του αλλά  δεν του είπε τίποτα.  Στο μυαλό του γύριζε όλη την ώρα η σκηνή στο ασανσέρ,  είχε δει τόσα σίριαλ με τέτοιες ιστορίες όμως είναι διαφορετικό  να το βλέπεις στην πραγματικότητα, πολύ πιο ωμό, πολύ πιο άγριο .  Εδώ και καιρό άκουγε   φασαρίες από τον πάνω  όροφο,  τα παιδιά του γέρου μάλωναν  για κάτι κληρονομικά κι όταν τσακώνονταν  οι φωνές τους αντηχούσαν σε όλο το τετράγωνο,  αυτοί θα ήξεραν σίγουρα  περισσότερα.  Το βράδυ που έπεσε για ύπνο μετά τα μεσάνυχτα,  άκουγε κάτι τριξίματα από τον πάνω όροφο σαν κάποιος  να άνοιγε ντουλάπια ή συρτάρια ψάχνοντας,   άκουσε βήματα στις σκάλες κι έτρεξε στο ματάκι της πόρτας που είχε διπλοκλειδώσει βάζοντας από  πίσω και μια καρέκλα, η  γάτα που κοιμόταν στον καναπέ έτρεξε μαζί του πηδώντας με τα μαλακά ποδαράκια της, δεν μπορούσε να δει τίποτα στο διάδρομο ούτε στις σκάλες . Ευτυχώς είχε τον παππού του και δεν ανησυχούσε, αν χρειαζόταν θα πήγαινε να κοιμηθεί μαζί του,  τον θαύμαζε πάντα κι η πιο ωραία εμπειρία της ζωής του ήταν όταν πήγαν να τον συναντήσουν  σε μια χώρα του βορρά όπου  ζούσε μαζί με τ’  άλογα του που κάλπαζαν όλη την ώρα στην ανοιχτή στέπα και το βράδυ έρχονταν μόνα τους να κοιμηθούν στο στάβλο .  Είχαν ταξιδέψει με αυτοκίνητο και  πέρασαν από ένα σωρό μέρη, σταματούσαν  σε χωριά και πολιτείες για να φάνε κάτι κι ένα βράδυ κοιμήθηκαν σ’ ένα ξενοδοχείο δίπλα στο δρόμο. Όλη η διαδρομή του είχε φανεί απίθανη,  δε χόρταινε να βλέπει έξω το τοπίο, τα βουνά και τις λίμνες , ήταν ό,τι καλύτερο είχε δει στη ζωή του. Κάποια στιγμή είχαν φτάσει σε μια οροσειρά τόσο ψηλή  που έπρεπε να σηκώσει το κεφάλι του για να δει την κορυφή της,  από δω του είχε ο πατέρας του ξεκινούσε κάποτε ο δρόμος του μεταξιού που έφτανε μέχρι την Κίνα, αυτή η φράση του είχε μείνει. Όταν συνάντησαν τον παππού του εκείνος του μίλησε για  έναν φαντάρο που υπηρετούσε μαζί του στο  στρατό και  κατάγονταν από τα παράλια του Ειρηνικού,  άκου τώρα,  τον είχαν φέρει από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά να υπηρετήσει,  από το χωριό εκείνου του στρατιώτη  η Ιαπωνία δεν απείχε πολύ. Όταν επέστρεψαν από το ταξίδι κάθισε κι έψαξε οτιδήποτε υπήρχε για τις παραλίες του Ειρηνικού και για την Ιαπωνία, έψαξε οτιδήποτε υπήρχε  για κείνη τη μακρινή χώρα,  πιο πολύ διάβασε  γιαπωνέζικα κόμικς ,  στο ιντερνέτ υπήρχαν ένα σωρό τέτοια ...

Ο ύπνος του ήταν ανήσυχος, συχνά ξυπνούσε κι έτρεχε να δει στο ματάκι  αν κάποιος βρισκόταν έξω από την πόρτα του,  έπειτα ξάπλωνε ξανά και στη διάρκεια  της  νύχτας  είδε  δυο εφιάλτες στη σειρά.   Τη μια φορά δίπλα στο κρεβάτι του υπήρχε ένα μαύρος τύπος που τον κοιτούσε τυλιγμένος σε μια κουβέρτα, ξύπνησε ιδρωμένος και πήγε στην κουζίνα να πιεί λίγο νερό.  Στο δεύτερο όνειρο  κάποιος  του έχωνε ένα μαχαίρι στην πλάτη κι αυτό ήταν το πιο τρομακτικό , μοναχά κατά το πρωί είδε ότι βρισκόταν σ’  ένα μέρος σαν τσουλήθρα όπου έτρεχε νερό διάφανο  κι έπεφτε σε μια λίμνη γεμάτη φυτά υδρόβια, καταπράσινα, γυαλιστερά,  το νερό ήταν βαθύ αλλά δε φοβόταν  καθόλου, ένιωθε  πολύ ωραία. Το πρωί που ξύπνησε  ρώτησε στο τηλέφωνο τη μητέρα του για το όνειρο,  δεν της είπε τίποτα για το νεκρό κι εκείνη τον ρώτησε πως ήταν τα νερά που είδε «Αν ήταν καθαρά  είναι καλό το όνειρο…» του είπε « …αύριο γυρνάμε να προσέχεις!»,  ο νους της ήταν σ’ εκείνον,   ανησυχούσε για το παιδί της  επειδή  δεν είχε πολλούς φίλους κι ήταν λίγο μονοκόμματο.  

«Δεν πρέπει να κοιτάς ποτέ τον νεκρό στα μάτια» του είπε ο παππούς του όταν πέρασε κάποια στιγμή να τον δει, «ο πατέρας μου που είχε πολεμήσει τους γερμανούς   έλεγε ότι άμα δεις κατά πρόσωπο αυτόν που σκοτώνεις το φάντασμα του μπορεί να σε στοιχειώσει». Θυμήθηκε το μαύρο που είδε στο όνειρο του,  το βλέμμα του ήταν  ολόιδιο με αυτό του πεθαμένου που είχε δει στο ασανσέρ γι αυτό και είχε τρομάξει . Ο παππούς του δεν είχε πολεμήσει ποτέ του όμως είχε δει στη ζωή του απίστευτα πράγματα,  πολλές φορές του μιλούσε για τα άλογα του και  για τη θητεία του στις εσχατιές του κόσμου όπου κοιμόταν σ’  ένα φυλάκιο μέσα στο δάσος,  έκανε τόσο κρύο  εκεί πέρα που άκουγες κρότους κάθε βράδυ,  ήταν  τα δέντρα που έσπαγαν από την παγωνιά . Ο παππούς του   έλεγε ιστορίες από τον πατέρα του, τον προπάππο του  δηλαδή, που είχε πολεμήσει  στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέσα σε λασπωμένα χαρακώματα,  νηστικός για μέρες ενώ οι γερμανοί  πλησίαζαν στο αμπρί  του κάθε βράδυ,  εκείνη η εποχή του φαίνονταν  εντελώς  μυθική. Από τις ιστορίες του παππού του είχε αποκτήσει κι εκείνος ενδιαφέρον για τον πόλεμο και   διάβαζε οτιδήποτε σχετικό.  Μια φορά στο δρόμο τα ΜΑΤ έτρεχαν να προλάβουν κάτι μαλλιαρούς  πριν τα σπάσουν όλα,  καθόταν  στο πεζοδρόμιο και παρατηρούσε τους ψηλούς   αστυνομικούς με τις πανοπλίες τους  να παρατάσσονται τρέχοντας, κρατούσαν γκλομπς  αντί για σπαθιά και προφύλασσαν το στήθος τους με  κάτι   ασπίδες διάφανες.  «Κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι αρχαίοι ρωμαίοι πολεμιστές στη μάχη» σκεφτόταν καθώς τους έβλεπαν να προχωρούν γρήγορα  χωρίς να χαλούν το σχηματισμό τους ενώ ο επικεφαλής  έδινε συνθήματα κοφτά για το που να πάνε και που να σταθούν.  Συχνά  κλείνονταν  στο δωμάτιο του κι έπαιζε με τις ώρες κάτι παιχνίδια ηλεκτρονικά  ανάμεσα σε στρατούς, είχε γίνει πολύ καλός και  είχε κερδίσει χιλιάδες πόντους, έπαιζε πια και με παιδιά  από άλλες χώρες. Τελείωνε  το σχολείο κι ετοιμάζονταν να πάει φαντάρος  για να δει  πώς ήταν ο πραγματικός  στρατός,   στους φίλους του έλεγε «ο πατέρας μου κι ο παππούς μου δεν είχαν κανένα πρόβλημα όταν υπηρέτησαν,   εγώ γιατί να έχω; »Προσπαθούσε  να φανταστεί πως  ήταν  εκείνος ο πόλεμος,  γιατί  πολεμούσαν  τότε οι άνθρωποι,  πως ένιωθαν , ήξερε ένα κάρο λεπτομέρειες για τα άρματα και τα αεροπλάνα  που χρησιμοποιούσαν, είχε ψάξει όλες τις λεπτομέρειες , πάντα έτσι   μονοκόμματος ήτανε,  αν ξεκινούσε  κάτι έπρεπε να το πάει μέχρι το τέρμα, να το μάθει καλά, τέλεια ,αλλιώς δεν το παρατούσε με  τίποτα…

«Τι θέλεις Κιάρα;» ρώτησε τη γάτα  που δεν σταματούσε να νιαουρίζει,  πρώτη φορά την έβλεπε  έτσι.  Της είχε  γεμίσει το μπολ με τροφή,  της είχε αλλάξει το νερό,  είχε παίξει μαζί της τόση ώρα κι όμως εκείνη δε σταματούσε να γκρινιάζει κοιτάζοντας κατά την πόρτα.  Δεν μπορούσε να καταλάβει  αλλά ήθελε να πάει στο φίλο του για να δουν μια καινούρια πολεμική ταινία στο σινεμά.  Η γάτα τυλίγονταν στα πόδια του νιαουρίζοντας μέχρι που κλείδωσε την πόρτα, δεν πήρε το ασανσέρ μόνο κατέβηκε από τις σκάλες,  το τηλέφωνο του χτύπησε και πήγε να το σηκώσει  όταν διέκρινε  με την άκρη του ματιού του  μια σκιά να κινείται  στο βάθος  της εισόδου,  γύρισε κατά κει και είδε έναν  άντρα να στέκεται μπροστά στον καθρέφτη που υπήρχε κρεμασμένος, τα δάχτυλα του λύθηκαν και  το κινητό του έπεσε από τα χέρια,  ήταν ο πεθαμένος γέρος που τον κοίταζε μέσα από τον καθρέφτη.  Μια ανατριχίλα διαπέρασε  όλο το σώμα του,  πως γινόταν να βρίσκεται εκεί αφού  την προηγούμενη τον είχε δει ξαπλωμένο νεκρό, «δεν μπορεί να είναι αλήθεια»  ψιθύρισε όμως ο γέρος ήταν εκεί και τον κοιτούσε επίμονα, «μη βλέπεις τα μάτια του!»  σκέφτηκε, «μη βλέπεις τα μάτια του!» . 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...