Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κοίταξε στον καθρέφτη   του λεωφορείου αλλά  δεν είδε κάτι ύποπτο , ο οδηγός   έδειχνε σίγουρος και σταθερός , όπως και να είχε όμως μέσα του σφίχτηκε,  ήταν λίγο τρομαχτικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο  καθώς βρίσκονταν σε εθνική οδό κι από δίπλα τους τα αμάξια έφευγαν σα σφαίρες .

Η γυναίκα από δίπλα του ήταν πολύ μυστήρια,  είχε ανέβει με δυο μελαχρινές φίλες της και μιλούσαν,  εκτός από ελληνικά, μια γλώσσα που δεν μπορούσε να καταλάβει, έσπαγε το  κεφάλι του,  από πού να κατάγονταν,  δε μιλούσαν  τουρκικά, ούτε αραβικά που θα πήγαιναν με τη σκούρα  εμφάνιση τους,  ήταν μια άλλη γλώσσα παράξενη. Είχαν πιάσει τρεις θέσεις μπροστά κι όταν εκείνος πήγε να καθίσει στην τέταρτη αυτές  άρχισαν να φωνάζουν  «όχι δεν είναι σωστό,  εμείς έχουμε κλείσει» -«μα πόσες θέσεις έχετε πιάσει;»  τις ρώτησε,  «όχι δεν είναι σωστό» έλεγαν και  τελικά τον άφησαν να διαλέξει  την  καλύτερη μεριά,  εκείνη που έβλεπε κατά τη θάλασσα, ύστερα τον χάζευαν που όλη την ώρα ήταν καρφωμένος στα κύματα και στον ορίζοντα, «δεν πάτε να πνιγείτε !»έλεγε αυτός  μέσα του . Πέρα μακριά, στο βάθος,  μπορούσε να δει τα νησιά μέχρι τη Σαμοθράκη,  ήταν τόσο καθαρή η ατμόσφαιρα, και βέβαια το Άγιο  Όρος  και την κορυφή του Άθωνα, τα τούβλα,  εκείνες οι ξένες,  δεν είχαν ιδέα τι ήταν όλα εκείνα, κι ούτε που είχε όρεξη να τις εξηγήσει , μόνο  ύστερα  από λίγο άρχισαν να κοιτούν περίεργα  κι αυτές  βγάζοντας  όλη την ώρα φωτογραφίες με τα κινητά τους.

Όποτε ταξίδευε με το ΚΤΕΛ  καθόταν σχεδόν πάντα στην πρώτη θέση του λεωφορείου,  από κει είχε την αίσθηση ότι συμμετέχει σε  κάθε κίνηση του οχήματος, ήταν σα να οδηγούσε ο ίδιος.  Αυτές οι θέσεις ήταν   διαθέσιμες για όσους είχαν  πρόβλημα υποτίθεται και ζαλίζονταν  όμως συνήθως κανείς δεν τις ζητούσε,  έτσι εκείνος περίμενε ν’  ανέβουν όλοι και μετά  πήγαινε και καθόταν.  Το καλύτερο σημείο  ήταν όχι πίσω από τον οδηγό αλλά στην άλλη σειρά των καθισμάτων,  από κει είχες μπροστά σου το δρόμο κι όλη τη θέα του τοπίου .  Όταν  έβρεχε έβλεπες τις στάλες να χάνονται κάτω από το όχημα,  τα σύννεφα να κατεβαίνουν από τα βουνά,  τη θάλασσα ν’  αλλάζει χρώματα όλη την ώρα,  ήταν υπέροχο ! Πόσα ταξίδια δεν είχε κάνει με το λεωφορείο,  ήταν ο καλύτερος τρόπος να καθαρίσει το  μυαλό , να βρει λύσεις στα προβλήματα του, να ξεχαστεί .  Η  εναλλαγή των τοπίων και η διαδρομή δίχως στάσεις βοηθούσε τη σκέψη  να ταξιδέψει και να αναλύσει κάθε  δύσκολο θέμα,  να ζυγίσει τις καταστάσεις , να πάρει μια ζόρικη απόφαση. Στον πηγαιμό μπορούσε να δει μέχρι ψηλά στα σύνορα κι ακόμα πιο πέρα,  κατά κει που φαινόταν ένα χιονοδρομικό κέντρο σκεπασμένο με χιόνια. Στις οροσειρές ψηλά είχαν εγκαταστήσει ανεμογεννήτριες κι ήταν μια ενδιαφέρουσα αλλαγή που δεν τον ενοχλούσε καθόλου.  Κάποιοι φίλοι του έλεγαν ότι χαλούσαν το τοπίο  όμως εκείνος  χάζευε τις τεράστιες  ρόδες που γύριζαν αργά στον αέρα σαν τα χέρια κάποιου γίγαντα.  Εκεί έξω στην ύπαιθρο ένιωθες την αλλαγή των εποχών,  καταλάβαινες ότι δεν ήταν αλήθεια αυτό που λένε στο μικρόκοσμο της πόλης, ότι δηλαδή από χειμώνα πάμε κατευθείαν στο καλοκαίρι,  η φύση δε βιαζόταν,  οι αλλαγές ερχόταν σιγά -σιγά κι εκεί που έβλεπες γυμνά τα χωράφια και τα βουνά  τη μια φορά, την επόμενη άρχιζαν να φυλλώνουν και να πρασινίζουν  καθώς όλη η πλάση γύρω αναγεννιούνταν με  την άνοιξη. Έβλεπε εκεί τα χωράφια με τα αμπέλια που τα είχαν σκεπασμένα με κάτι δίχτυα για  το χαλάζι, τις ελιές που είχαν γεμίσει τον τόπο καθώς το κλίμα άλλαζε και πλέον  δεν έκανε  κρύα όπως παλιά , ούτε έριχνε χιόνια  που ‘’έκαιγαν’’ τα   δέντρα κι ότι άλλο φύτρωνε. Δίπλα στο δρόμο έβλεπες  πράσινο άφθονο  και κάτι θάμνους αγκαθωτούς,  γεμάτους από κίτρινα λουλούδια,  πανέμορφα που σου έφτιαχναν τη διάθεση, στο νου του ερχόταν οι βιβλικοί στίχοι « άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει», ά ήταν ωραίο αν ταξιδεύεις την άνοιξη !

 Η γυναίκα από  δίπλα του  συνέχισε να  παρατηρεί τον οδηγό και να μιλά ασταμάτητα  με τις φιλενάδες της στη γλώσσα τους.   Ήταν νέα και  καλοντυμένη όμως όταν έσκυψε και του μίλησε το πρόσωπο της του φάνηκε πολύ αντιπαθητικό,  πρέπει να είχε κάνει κάποιο μπότοξ κι είχε πρηστεί κάπως άσχημα . Κοίταξε μια φορά ακόμα τον οδηγό στον καθρέφτη,  τώρα έψαχνε κάτι στο κινητό του  κρατώντας το τιμόνι με τους αγκώνες,   ήταν  λίγο επικίνδυνο αλλά στην Ελλάδα είσαι, όχι στην Ιαπωνία, αυτό είναι κάτι συνηθισμένο. Είχε  ακούσει βέβαια ιστορίες για  οδηγούς που κοιμήθηκαν στο τιμόνι ,  ιδίως στη διάρκεια της νύχτας ,  ένας φίλος του που είχε φορτηγό  έλεγε ότι το καλύτερο είναι  να πηγαίνεις δίπλα στη λευκή γραμμή  που βρίσκεται στη μέση του δρόμου για να μη χάνεσαι,  όταν είσαι στο τιμόνι  για πολλές ώρες από μια στιγμή και μετά δεν έχεις την αίσθηση που βρίσκεσαι, μπορεί ξαφνικά να δεις τις μπάρες δίπλα σου χωρίς να το καταλάβεις. Θυμόταν μια ιστορία ενός ταξιτζή που τους έπαιρνε κάποτε από το στρατόπεδο κάπου ψηλά στον Έβρο,  κάποιοι φαντάροι τότε πλήρωναν όσο - όσο  για να τους πάει  μέχρι την Αλεξανδρούπολη κυνηγώντας το τρένο που  είχαν χάσει,  ο ταξιτζής εκείνος έλεγε ότι όταν κουραζόταν ήθελε πέντε λεπτά   να κοιμηθεί για να του φύγει η νύστα,  μετά ήταν εντάξει και μπορούσε να οδηγήσει για ώρες ...

Καθώς περνούσαν τα χρόνια ήθελε να ταξιδεύει όλο και περισσότερο. Ήθελε να φεύγει όλο και πιο συχνά από την πόλη όμως δεν ήταν ακόμα έτοιμος να ζήσει στην επαρχία  που την ήξερε καλά αν και φαίνεται ότι κι εκεί πέρα τα πράγματα είχαν αλλάξει.  Οι χωρικοί είχαν αποκτήσει τηλεοράσεις, κινητά,  αυτοκίνητα,  δε χρειαζόταν πλέον το γείτονα όπως κάποτε  κι είχαν κλειστεί  στο καβούκι τους.  Μια φορά που περπάτησε στο χωριό του μετά από χρόνια  κανείς δε βγήκε να του πει «καλημέρα, ποιος είσαι εσύ , που πας;» μόνο τον κοιτούσαν κάπως απόμακρα ,  αυτό του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση .  Σ’ ένα φούρνο που πήγε ν’ αγοράσει ψωμί μια νεαρή του μίλησε λίγο απότομα ενώ   το μάτι της γυάλιζε καθώς κοίταζε τα λεφτά του, κι εδώ  οι άνθρωποι δεν ήταν άγιοι  λοιπόν,  αυτό το ήξερε από πάντα βέβαια. ‘Όπως κι αν είχε όμως κάποια πράγματα είχαν μείνει όπως  τα θυμόταν, εκεί έβλεπες τα γεγονότα  από μια απόσταση,  ούτε γκρίνιες στις ειδήσεις,  ούτε λιμοί,  σεισμοί και καταποντισμοί που σε τρελαίνουν, στην πόλη δημιουργείται  μια κατάσταση που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα και μπορεί να σε κάνει να πιστέψεις ότι πλησιάζει  η δευτέρα παρουσία,  οι ποταμοί θα στερέψουν όπου να ναι ,  η ζέστη θα μας κάψει, ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος ξεκίνησε ήδη.  Δεν έμενε πολύ στο χωριό, ένα βράδυ  του ήταν αρκετό,  μερικές φορές πετύχαινε τους ίδιους οδηγούς λεωφορείων αποβραδίς και το πρωί,   τον κοιτούσαν απορημένοι «φεύγεις κιόλας ; « τον ρωτούσαν,   εκείνος  όμως είχε κάνει τη δουλειά του, δε χρειαζόταν κάτι περισσότερο, πάντα βολεύονταν με λίγα, αυτό τον είχε σώσει. Ταξίδευε όλο το χρόνο παρατηρώντας τις αλλαγές της φύσης και των εποχών, το καλοκαίρι  ήταν το πιο ζόρικο,  οι μπροστινές θέσεις που προτιμούσε πάντα ήταν λίγο άβολες,  ο ήλιος σε χτυπούσε κατευθείαν στα μάτια και σε τύφλωνε, όλοι είχαν νεύρα,  η ζέστη ήταν κουραστική παρά τον κλιματισμό που δεν  ήταν πάντα κι ο καλύτερος, έτσι προτιμούσε να κάθεται στις πίσω θέσεις που ήταν πιο δροσερές.

Έγειρε πίσω το κεφάλι κι αποκοιμήθηκε για λίγο, όταν ξύπνησε  είχε  πιάσει μια από κείνες τις βροχές τις ανοιξιάτικες που ξεκινούν απ’  το πουθενά και πλημυρίζουν το σύμπαν,  οι υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονταν μπροστά στο τζάμι  συνεχώς ενώ  ο οδηγός είχε ανοίξει το παράθυρο φέρνοντας  αέρα και σταγόνες ακριβώς στο πρόσωπο του, ένιωσε μια δυσφορία  κι άρχισε να βήχει.  Οι ξένες  γυναίκες από δίπλα του είχαν υψώσει πάλι τη φωνή τους κι ούτε που έδιναν σημασία στη βροχή , δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί  διάβολο μάλωναν πάλι , δεν είχαν σταματήσει,  ήταν ανυπόφορες.   Χωρίς να το σκεφτεί σηκώθηκε και   πήρε τη τσάντα του να πάει πίσω   όμως τότε  το λεωφορείο έκανε έναν ελιγμό   και παραλίγο να χτυπήσει την ξένη  με το λίφτινγκ που καθόταν δίπλα του,  «πρόσεχε άνθρωπε μου !» του φώναξε,  «δεν πας στο διάβολο!» ήθελε να της πει, όμως από το στόμα του βγήκε μόνο ένα «συγγνώμη»  και τσακίστηκε να φύγει από κει πέρα. Βρήκε ένα άδειο διπλό κάθισμα κάπου στο βάθος και κουλουριάστηκε,  εκεί πίσω δεν ήταν το ίδιο  ωραία αλλά η θερμοκρασία ήταν κάπως καλύτερη, ένιωθε ήσυχος και πιο ασφαλής.  

 Είχαν φτάσει πια σ’ ένα σημείο με μια λίμνη πελώρια που κάποτε λέει ήταν ενωμένη με τη θάλασσα κι από κάτω της υπήρχε ένα  τεκτονικό ρήγμα, τρομαχτικό, που προκαλούσε σεισμούς  φοβερούς   σε μια απόσταση τεράστια γύρω του, έκλεισε τα μάτια και  γρήγορα τον  πήρε ο ύπνος. Δεν είχε κοιμηθεί ούτε πέντε λεπτά  όταν αισθάνθηκε μια παρουσία σα σκιά δίπλα του να  λέει,  «ξύπνα !». Πετάχτηκε τρομαγμένος καθώς το λεωφορείο φρενάριζε απότομα.  Σήκωσε το κεφάλι πάνω από τα καθίσματα και είδε  την γυναίκα που καθόταν στην πρώτη θέση, εκείνη την αντιπαθητική με το μπότοξ , να απογειώνεται και να κολλά στο  μεγάλο παρμπρίζ  σα χαλκομανία κόκκινη  ενώ ο οδηγός έκανε κινήσεις πανικόβλητες.  Το λεωφορείο ντεραπάρισε για κάμποσα μέτρα και σύρθηκε  πάνω στις μπάρες για κάποια απόσταση, έπειτα  γρατζούνισε το στηθαίο στην άκρη του δρόμου  κι ένιωσε δίπλα του την πέτρα κάποιου βράχου.  Αισθάνθηκε παγιδευμένος εκεί  πέρα και δοκίμασε να βγει κλωτσώντας  το  γυαλί που έγινε χιλιάδες κομματάκια.  Πέρασε το σώμα του έξω από το τζάμι και σηκώνοντας τα μάτια είδε τον  ουρανό απ’  όπου έπεφταν εκατομμύρια σταγόνες χοντρές.  Δεν πονούσε πουθενά κι αυτό ήταν το πιο παράξενο.   Φωνές και  ουρλιαχτά ακούγονταν μέσα από το όχημα,   «πρέπει να τηλεφωνήσω στην αστυνομία»  σκέφτηκε όμως πρώτα ήθελε να σκεπάσει το κεφάλι του με κάτι για να προστατευτεί από τη βροχή,  πάντα μισούσε να βρέχεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...