Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

ΚΑΤΑΛΑΥΝΙΚΑ ΠΕΔΙΑ

Ένα κορίτσι έπεσε απ’  το μπαλκόνι, έτσι ακούστηκε, απ’ το γειτονικό φαρμακείο που εφημέρευε μια γυναίκα βγήκε να δει τι συμβαίνει,  αυτή αντίκρισε πρώτη το πεσμένο σώμα και κάλεσε ασθενοφόρο,  δε μπορούσε να το αναγνωρίσει, φώτα άναψαν, αν και ήταν προχωρημένη η νύχτα  κόσμος μαζεύτηκε και μετά  από λίγο ήρθε το ασθενοφόρο με τους τραυματιοφορείς που έμεινε εκεί πέρα για ώρα πολύ, ένας γέρος  με άσπρη φανελίτσα έφευγε  απ’ το σημείο πού έπεσε το κορίτσι  κουνώντας  το κεφάλι του ‘’Η κόρη της Ε είναι’’ είπε σε κάποιον  ‘’Αναπνέει ακόμα ’’ κι έκανε μια κίνηση με την παλάμη του σα να έλεγε  ‘’Τη βγάζει δε τη βγάζει’’,  ύστερα  μπήκε σε μια πολυκατοικία και χάθηκε.

Έβγαζε τα μαγιό των παιδιών απ’  τη ντουλάπα εκείνη την ώρα,  όταν άκουσε την  διαπεραστική τσιρίδα κι έναν  γδούπο  πολύ δυνατό, πετάχτηκε κατατρομαγμένη, στην αρχή νόμιζε ότι ήταν κάποιος από κείνους τους αλήτες  που έκαναν  φασαρίες και φώναζαν τα βράδια προκαλώντας τους περαστικούς,  όταν άκουσε απ’  το μπαλκόνι  το γέρο με τη φανελίτσα  την έπιασε μια ταραχή βαθιά, το ήξερε καλά το κορίτσι και τη μάνα του,   έτρεμε, ο θώρακας της ανεβοκατέβαινε ασταμάτητα προκαλώντας έναν  βήχα  σπαστικό  όπως τότε που είχε κρυολογήσει άσχημα  και για νύχτες δε κοιμόταν, κάθε λίγο  έβγαινε  στη βεράντα να δει τι γινόταν,  ένα αγόρι κάπου δεκαπέντε χρονών  πηγαινοέρχονταν όλη την ώρα  μιλώντας  στο κινητό κι έκλαιγε ασταμάτητα με λυγμούς, σίγουρα  είχε δει τη σκηνή και σοκαρίστηκε, ενώ  το  ασθενοφόρο που είχε έρθει πολύ γρήγορα δεν έλεγε να φύγει από κει πέρα δίνοντας ένα σήμα ότι υπήρχε κάποια ελπίδα,  στέκονταν  με τα φώτα αναμμένα εκεί αμετακίνητο ενώ  δυο  τραυματιοφορείς  περιφέρονταν ανήσυχοι κι  ο ασύρματος ακουγόταν όλη την ώρα ν’ ανοιγοκλείνει αφήνοντας στον αέρα ήχους ακατάληπτους. 

Στο διαμέρισμα του κοριτσιού που βρισκόταν ακριβώς απέναντι  τα φώτα ήταν αναμμένα, επικρατούσε αναστάτωση,  άνθρωποι έμπαιναν κι έβγαιναν στο μπαλκόνι και κοίταζαν κάτω σα να υπολόγιζαν το ύψος και την σφοδρότητα της πτώσης , κατά καιρούς ακουγόταν αναστεναγμοί πολύ δυνατοί και λόγια θρηνητικά, βγήκε στην άλλη βεράντα,  στην πίσω μεριά κι άναψε τσιγάρο, θυμήθηκε ξαφνικά ότι πριν λίγες μέρες  το είχε δει το κορίτσι  στο φούρνο που πήγε να πάρει ψωμί κι εκείνο της μίλησε  πολύ θερμά,  της είχε  κάνει εντύπωση,  στο τέλος την είχε φιλήσει κιόλας μ’ έναν τρόπο σα να έφευγε ταξίδι κι  ήθελε να την  αποχαιρετήσει, κάπου  είχε διαβάσει ότι οι αυτόχειρες  το συνηθίζουν αυτό, το έχουν προετοιμάσει,  είναι μια προειδοποίηση. Στο σκοτάδι άκουσε κουβέντες, ήταν δυο γυναίκες από δίπλα  που ακουγόταν καθαρά, η μια ήταν η φαρμακοποιός που είχε βρει πρώτη το κορίτσι πεσμένο στην πρασιά, στον ακάλυπτο,  αυτή ήξερε πολλά εξαιτίας της δουλειάς της, έλεγε ότι το κορίτσι είχε μόλις γυρίσει από ένα ταξίδι στη Γαλλία,  είχανε πάει να  να δουν  της  πόλεις  της  σαμπάνιας κι  εκείνη την πεδιάδα κάπου στο βορρά  όπου είχε γίνει μια μάχη περίφημη με τις ορδές και τα άλογα του Αττίλα που ερχόταν σα διάβολος από  την Ασία . Είχε τόση ομίχλη εκεί πάνω που δε μπορούσες να δεις γύρω σου,  το κορίτσι είχε μελαγχολήσει γυρνώντας από κείνο το ταξίδι,  έτσι έλεγε η φαρμακοποιός που τα είχε ακούσει από κάπου, ήταν κλειστός άνθρωπος έλεγε   κι αυτοί που δε μιλούν πολύ είναι οι πιο επικίνδυνοι, δεν αντιδρούν,  δεν ξεσπούν,  τα μαζεύουν μέσα τους, μελαγχολούν  και κάποια στιγμή δε  μπορούν, δεν αντέχουν...

Ακούγονταν καθαρά οι δυο γυναίκες που κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα στην ησυχία της νύχτας,  κάποια  πράγματα  εξηγούνταν όμως κανείς δεν ήξερε πιο πολλές λεπτομέρειες κι άλλωστε τι σημασία  είχε  πια.  Σκέφτηκε τις τύψεις και τις ενοχές των γονιών, τι λάθος έκαναν,  τι διαφορετικό έπρεπε να πράξουν, πως θα το άντεχαν. σήμερα όλα είναι τόσο μπερδεμένα, τόσο περίπλοκα,  δε ξέρεις  τι θέλουν τα παιδιά, τι πρέπει να τους πεις,  δε μπορείς και να τ’ αγριέψεις,  δε σηκώνουν και πολλά,  θα κλωτσήσουν. Κι έπειτα άμα δουλεύεις όλη μέρα και τρέχεις σα παλαβός  που να προλάβεις να δεις τι σου γίνεται και τι έχουν μες το μυαλό τους , εσύ θες να τους δώσεις ότι καλύτερο, σακατεύεσαι να προλάβεις τα πάντα  κι όμως το αποτέλεσμα δεν είναι πάλι αυτό που περίμενες, δε βρίσκεις άκρη. Ευτυχώς τα δικά της παιδιά ήταν εξωστρεφή  αν κι αυτό  μη νομίζεις ότι είναι καλύτερο, ο μεγάλος τα έβαζε συνέχεια μαζί της,  της έκανε επιθέσεις,  την έλεγε γριά,  άσχημη, κάνα  δυο φορές είχε ορμήσει να δείρει τον πατέρα του,  η κατάσταση μαζί του ήταν μια τρέλα,   περνούσε μια εφηβεία άστα να πάνε,  πλακώνονταν στο ξύλο με όλους κι οι καθηγητές του ήταν έτοιμοι να τον σουτάρουν,  το τι είχε τραβήξει δε λέγονταν όμως όσο περνούσε ο καιρός έδειχνε να ηρεμεί.

Φοβόταν να βγει στη βεράντα μήπως δει κατά λάθος  το κορίτσι στραπατσαρισμένο, παραμορφωμένο, αυτό δεν θα το άντεχε, δεν μπορούσε να ησυχάσει, άναψε ακόμα ένα τσιγάρο, εκείνη την ώρα συνήθως, όταν όλα τα φώτα στα διαμερίσματα έσβηναν, είχε την καλύτερη της στιγμή, η νύχτα ήταν το στοιχείο της,  το χειμώνα φορούσε ένα  χοντρό μπουφάν κι αν φυσούσε σήκωνε  την κουκούλα,  δεν ήθελε να καπνιστεί το σπίτι και να βρωμάει, πολλές φορές έπαιρνε τις φίλες της που ήξερε ότι δεν κοιμόταν κι αυτές  και μιλούσαν ώρα πολύ, μόλις ένιωθε ότι τουρτουρίζει  έσβηνε βιαστικά τη γόπα στο τασάκι κι έτρεχε να μπει μέσα προτού γίνει παγάκι.

Ο χειμώνας ήταν η εποχή της, ο χειμώνας και το φθινόπωρο, τα  καλοκαίρια πάντα τα φοβόταν, ήξερε από παλιά ότι  είναι τα πιο επικίνδυνα, η ζέστη ερεθίζει τους ανθρώπους,  τους να κάνει πιο νευρικούς, όλοι είναι στη τσίτα έτοιμοι για καυγά, τα πνεύματα εξάπτονται,  η μέρα είναι ατελείωτη,  δε λέει να βραδιάσει να ησυχάσεις, οι νύχτες  αγχωτικές,  ιδρώτας,  σώματα γεμάτα σημάδια και γραμμούλες απ’  τα σκεπάσματα,  βουητό ατελείωτο απ’  τα κλιματιστικά που γουργουρίζουν, ψυγεία,  παγωτά, επιδόρπια παγωμένα, μπύρες και πιοτά κρύα,  άνθρωποι φεύγουν για παραλίες και ταξίδια μακρινά και συ μένεις μόνος στη πόλη να βολοδέρνεις,  όλα τα εσώψυχα βγαίνουν στην επιφάνεια, οι πιο αδύναμοι,  οι πιο ευαίσθητοι δεν αντέχουν τέτοια πίεση,  σίγουρα  είναι μια εποχή περίεργη. Πολλοί πάλι ηλικιωμένοι, φοιτητές κι άλλοι που  δε δουλεύουν,  κάθονται όλη μέρα και κλωθογυρίζουν ένα σωρό σκέψεις, αυτό δεν είναι ότι καλύτερο, είναι προτιμότερο να έχει κάτι να σπας το κεφάλι σου, να διώχνεις  όλη σου την ενέργεια, να εκτονώνεσαι παρά να τρέχεις κυνηγώντας την ουρά σου, σκαλίζοντας  το μυαλό σου όλη την ώρα για  προβλήματα υπαρκτά κι ανύπαρκτα.  Α, σίγουρα το καλοκαίρι χρειάζεται προσοχή, εκείνη τη χρονιά  βέβαια πήγαινε σα φθινόπωρο, όλο βροχή και συννεφιά, μερικούς τους χαλάει, δε μπορούν, δεν αντέχουν  χωρίς καύσωνες, θέλουν να νιώσουν το δέρμα τους να καίγεται, να ψήνεται!  Αυτή  δεν είχε  κανένα  πρόβλημα, μακάρι να πήγαινε έτσι  δροσερό και ήρεμο  κι όσο γι’  αυτούς που ανησυχούσαν  δεν θα τη γλύτωναν, στο τέλος θα έτρωγαν όση ζέστη λαχταρούσαν ! Θυμόταν ένα καλοκαίρι που είχε πάει έτσι δροσερό,  δεν θα είχε κανένα πρόβλημα σίγουρα κι ο ουρανός τη νύχτα έμοιαζε πολύ όμορφος  καθώς το φεγγάρι έβγαινε πίσω απ’ τα σύννεφα, αυτό το βράδυ όμως δε φαινόταν πουθενά,  μόνο μια λάμψη πάνω από τα κτήρια της πόλης .

Πήγε στη κρεβατοκάμαρα και ξύπνησε τον άντρα της που δεν είχε πάρει χαμπάρι, την είδε πνιγμένη στο κλάμα και τρόμαξε , ‘’Πρέπει να είναι η κόρη της Ε’’ είπε μες τ’  αναφιλητά της,  ‘’Ήταν  παιδί κλειστό, ευγενικό,  δε μιλούσε, πολύ’’, εκείνος έξυσε το κεφάλι του προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί,   ‘’Μη ξαναβγείς  στο μπαλκόνι!’’ της είπε απότομα ,  δεν υπήρχε λόγος να δει καμιά σκηνή άγρια που δε θα μπορούσε να ξεχάσει, ύστερα την χάιδεψε για να την ηρεμήσει,  ‘’ Μη βάζεις το κακό στο νου,  μη σκέφτεσαι αρνητικά,  μπορεί να ζει το κορίτσι,   κάποιο παιδί που ήξερα είχε  πέσει από ψηλά κι επέζησε, το βλέπω ταχτικά τόχουν επονομάσει Λάζαρο γιατί αναστήθηκε πραγματικά, όλο στην εκκλησία πάει, το μόνο που του έχει μείνει είναι ένα τρίκλισμα  ελαφρύ στο περπάτημα!’’ Ήθελε να την καθησυχάσει αλλά ήταν αλήθεια , δεν έλεγε ψέματα, εκείνο βέβαια ήταν ένα θαύμα σίγουρα όμως κι εδώ  οι γιατροί θα το πάλευαν, τόσα μηχανήματα υπάρχουν, τόσες τεχνικές,  δεν μπορούσε να τελειώσει έτσι απλά, που  ξέρεις τι  μπορεί να συνέβη, ίσως κρεμάστηκε  από καμιά τέντα που του έκοψε τη φόρα ,  μπορεί να μπερδεύτηκε σε καμιά απλώστρα κι έπειτα να χτύπησε σε κανένα κάδο πλαστικό κι όχι στο τσιμέντο,  μπορεί να προσγειώθηκε στον ουρανό κάποιου αυτοκινήτου, η λαμαρίνα είναι καλύτερη απ’  το σκληρό πεζοδρόμιο, χίλια δυο μπορεί να είχαν συμβεί.

Την φίλησε στο στόμα,  πλάγιασε ξανά και σε λίγο ροχάλιζε πεθαμένος απ’  την κούραση καθώς είχε σχολάσει αργά απ’ το γραφείο, έμεινε μόνη, ένιωθε λίγο καλύτερα ακούγοντας για το παιδί που επέζησε, , ίσως υπήρχε μια ελπίδα, μια μηχανή έβαλε μπροστά με θόρυβο,  ήταν  το ασθενοφόρο που έφευγε με τον ασύρματο πάντα ανοιχτό να μεταδίδει μηνύματα  κι ύστερα να διακόπτει περιμένοντας απόκριση, δεν άντεξε, βγήκε στη μπροστινή μεριά  κι έριξε μια ματιά, ‘’Κάτι να βάλω, πως θα πάω έτσι το νοσοκομείο!’’ ακούστηκε αλαφιασμένη η μάνα του κοριτσιού ‘’Άστο χριστιανή μου!’’ της είπε κάποιος και την έβαλε σε κάποιο αμάξι που ξεχύθηκε πίσω απ’ το κίτρινο όχημα που άρχισε να ουρλιάζει στριφογυρνώντας με μανία τη φωτεινή μπάλα  της οροφής του. Μια ησυχία  απειλητική απλώθηκε σα να μην είχε συμβεί τίποτα, κείνη την ώρα βγήκαν τα απορριμματοφόρα του δήμου που μάζευαν τα σκουπίδια μες το σκοτάδι μουγκρίζοντας κι αυτός ο ήχος σα να έσπασε λίγο την βαριά   ατμόσφαιρα,   δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί,  όπως ήταν εξαντλημένη πήγε στον άντρα της, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο στόμα, αυτός συνέχιζε να κοιμάται,   κοντά στα ξημερώματα αποκοιμήθηκε κι αυτή ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...