Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

ΠΟΡΦΥΡΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΩ ΔΙΗΝΘΙΣΜΕΝΗ

Η εικόνα έδειχνε τον αυτοκράτορα τον ίδιο ντυμένο με χλαμύδα χρυσοκέντητη γεμάτη πετράδια κόκκινα και πράσινα ΄΄πορφύρα και χρυσώ διηνθισμένη’’ κατά πως λέει κι ο βυζαντινός ιστορικός, ενώ στα χέρια του βαστούσε ένα αντίγραφο, μια μινιατούρα του μοναστηριού κι ήταν σα να έλεγε: ΄΄ Εγώ το έχτισα!’’

Η ζωγραφιά ήταν τόσο καθαρή, σα φωτογραφία, ο γέρο- βασιλιάς έδειχνε ταλαιπωρημένος, ανήκε λέει σ’ εκείνη την περίοδο της παρακμής της αυτοκρατορίας όταν βάρβαροι από κάθε μεριά πολιορκούσαν την Πόλη, ο τόπος είχε γεμίσει Σέρβους, Βουλγάρους και Σλάβους όλων των ειδών, Τούρκους και μουσουλμάνους από τις εσχατιές της Ασίας αγριεμένους και τρελαμένους, που κρατούσαν όλων των ειδών τα φονικά εργαλεία, δεν ήξερες από που να φυλαχτείς, είχε καταφύγει λοιπόν ο γηραιός βασιλιάς σ’ αυτό το μοναστήρι κι εκεί είχε γίνει καλόγερος κατά πως το συνήθιζαν τότε. Αργότερα λένε τα βιβλία οι επιδρομείς που λυμαίνονταν την περιοχή για αιώνες λήστεψαν όλα τα πολύτιμα του μοναστηριού, ευαγγέλια και βιβλία παλιά, εικονοστάσια κι αφιερώματα, τάματα χρυσά κι ασημένια, όλο τον πλούτο που υπήρχε τον πήραν μαζί τους στις πατρίδες τους μακριά, μα τι κλεφταράδες !

Δεν το περίμενα τόσο μεγαλόπρεπο το μοναστήρι, είχα διαβάσει κάπου για τη μονή ότι είναι απ’ τις πιο περίφημες κι είχα ρίξει την ιδέα να πάμε κάποια μέρα. Η διαδρομή δεν ήταν τόσο φοβερή στην αρχή όμως όσο προχωρούσαμε πιο ψηλά στρίβοντας όλη την ώρα τις απότομες καμπές του βουνού, τόσο και πιο πανοραμικό γινόταν το τοπίο μέχρι που φτάσαμε σε μια αχανή κοιλάδα γεμάτη ομίχλη στο βάθος της οποίας φαίνονταν το κτίσμα, οι καλόγεροι κι οι ερημίτες εκείνης της εποχής ήξεραν σίγουρα να διαλέγουν τα καλύτερα μέρη για να φτιάχνουν τα μοναστήρια τους ! Σε μια ανοιχτωσιά σταματήσαμε ν’ ατενίσουμε λίγο τη θέα, αυτοκίνητα ένα σωρό παρκάριζαν εκείνη την ώρα στον προαύλιο χώρο κι από μέσα κατέβαιναν γυναίκες και ζευγάρια με τα μωρά τους που ήθελαν να κοινωνήσουν στην κυριακάτικη λειτουργία.

Η πύλη της μονής ήταν τεράστια, καμωμένη από σανίδες πελώριες καρφωμένες μ’ εκείνα τα καρφιά τα παλιά, τα μαυριδερά που δε βγαίνουν με τίποτα. Στην είσοδο ένα καθοδικό μονοπάτι, απότομο, στρωμένο με πέτρες χοντροκομμένες άσπρες και γκρίζες, για να πας στην εκκλησία έπρεπε να το διασχίσεις κι αν δεν πρόσεχες μπορούσες να διαλύσεις τον αστράγαλο σου εκεί πέρα. Έξω απ’ το νάρθηκα δε μπορούσες να μη σταθείς μπροστά στις επιβλητικές εικόνες του βασιλιά και δίπλα σ’ αυτόν μια άλλη εικόνα υπήρχε, κάποιου πατριάρχη που σαν αποσύρθηκε από το θρόνο του λέει, ήρθε εκεί πέρα στα βουνά και στα λαγκάδια να ζήσει τα τελευταία του χρόνια και να εξομολογηθεί τις άπειρες αμαρτίες του μπας και τον συγχωρέσει ο θεός…



Μπήκαμε στο ναό κι ο Φώτης που μας είχε φέρει με το αυτοκίνητο του προχώρησε στα ενδότερα, ήξερε αυτός, είχε ξαναέρθει. Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί στον διάδρομο και δε μπορούσες να μετακινηθείς εύκολα, μια καλογριά σκεπασμένη με μαύρη κουκούλα κάτι ευχές ψυθίριζε, περπάτησα μερικά βήματα ανάμεσα σε μαμάδες με τα μωρά στην αγκαλιά που περίμεναν να κοινωνήσουν και είδα τον Φώτη στο βάθος μιας κόγχης δίπλα στο δεσποτικό κάθισμα, είχε βρει ήδη στασίδι-σιγά μη του ξέφευγε, καθόταν εκεί άνετος κι άκουγε τις καλόγριες που ψέλνανε όμορφα . Ψηλά στους θόλους πάνω απ’ τα κεφάλια μας μορφές ωραίες αγγέλων κι αγίων, στο καπνισμένο τέμπλο εικόνες του Χριστού και της Παναγίας με φωτοστέφανα χρυσά που έλαμπαν, οι ζωγραφιές έμοιαζαν δουλειά κάποιου τεχνίτη σπουδαίου, αφιερώματα χρυσά κι ασημένια κρέμονταν μπροστά στα τζάμια, πόδια, χέρια κι άλλα μέλη τραυματισμένα που οι πονεμένοι κάτοχοι τους ήθελαν να γιάνουν στο διάβα των αιώνων κι έρχονταν εκεί πέρα ζητώντας γιατριά. Κάπου στη μέση της εκκλησιάς υπήρχε ο τάφος του πατριάρχη αυτού που είχα δει στην είσοδο δίπλα στον γέρο αυτοκράτορα, μια επιγραφή κάλυπτε το μνήμα του πάλαι ποτέ αρχηγού της εκκλησίας που είχε έρθει λέει εκεί πέρα να τελειώσει ήσυχα τη ζωή του, προσπάθησα να τη διαβάσω, τα γράμματα έβγαιναν οι αριθμοί όμως με μπέρδευαν, δε μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς λέγανε, παιδευόμουν εκεί πέρα με το μυαλό μου όταν βγήκε στην ωραία πύλη ο παπάς να κοινωνήσει τον κόσμο που δε σπρώχνονταν και μούκανε εντύπωση, προχωρούσαν ήρεμα και ήσυχα ενώ τα μωρά δεν έκλαιγαν, δε φώναζαν σα να είχαν γαληνέψει κι αυτά απ’ το ειρηνικό περιβάλλον γύρω τους.

Ο Φώτης έδειχνε να ρεμβάζει αμέριμνος τους αγίους και τους μάρτυρες εγώ όμως βαριόμουν, ήθελα να δω το μοναστήρι σ’ όλη του την έκταση, με είχε φάει η περιέργεια, έτσι βγήκα στο προαύλιο σπρώχνοντας όσο γίνονταν πιο ελαφρά το ήσυχο πλήθος και πέρασα πάνω από ένα μικρό φράχτη που είχαν βάλει εκεί πέρα για να εμποδίζουν τους περιέργους ξένους που ήθελαν όλα να τα μαθαίνουν οι αθεόφοβοι! Καθώς προχωρούσα ανάμεσα σε χαλάσματα χάζευα τα ερείπια από κάτι τοίχους ξεχαρβαλωμένους που έπνεαν τα λοίσθια, όπως ήμουν απρόσεχτος ένιωσα ξαφνικά το σαθρό έδαφος να υποχωρεί κάτω απ’ τα πόδια κι έπεσα ολόκληρος σε μια λακκούβα βαθιά. Κατατρόμαξα όχι τόσο για μένα όσο για τον κόσμο που ήταν μαζεμένος έξω από την εκκλησία και μπορεί να είχε ακούσει τον θόρυβο. Ο φράχτης βρισκόταν εκεί πέρα για να εμποδίζει κάθε ηλίθιο που θα μπορούσε να πάθει καμιά ζημιά, δεν ήθελε πολύ μυαλό για να το καταλάβεις, αν έτρεχαν όλοι να δουν τι είχε συμβεί ήταν σίγουρο ότι θα γινόμουν ρεζίλι. Ευτυχώς τίποτα δεν συνέβη, όλα συνέχισαν να είναι το ίδιο ήσυχα μόνο κάτι πουλάκια με πορτοκαλιά τραχηλιά φτεροκόπησαν από ένα δέντρο και χάθηκαν μακριά φοβισμένα. Βγήκα απ’ την λακκούβα, πέρασα πάλι το φράχτη κακήν κακώς κι απομακρύνθηκα με το πόδι μου να πονάει λίγο, δε με πείραζε ιδιαίτερα κατάλαβα όμως ότι έπρεπε να προσέχω εκεί πέρα γιατί το χώμα ήτα σάπιο κι όλα έμοιαζαν λίγο επικίνδυνα ειδικά μετά την φωτιά που είχε πιάσει πρόσφατα καίγοντας ένα σωρό χώρους, τα μαγειρεία, την τραπεζαρία, τους στάβλους, όλο το συγκρότημα είχε καεί κι έβλεπες παντού μαυρισμένα δοκάρια και τοίχους μισογκρεμισμένους, ένα κάρο λεφτά θα χρειαζόταν για να τα συντηρήσουν και να τα να στυλώσουν όλα εκείνα τα γκρεμίδια.


Πέρασα την πύλη με τις πελώριες σανίδες και βγήκα δεξιά του μοναστηριού όπου κυλούσε ένα ποταμάκι, νερά διάφανα περνούσαν πάνω από μια πλάκα αρχαία, τετράγωνη, και χύνονταν με θόρυβο σ’ ένα μικρό καταρράχτη. Ήθελα να δω το κτίσμα σ’ όλη την έκταση του κι έτσι προχώρησα δίπλα στο ρέμα, σ’ ένα μονοπάτι ανηφορικό ακολουθώντας το χοντρό καλώδιο που έφερνε ρεύμα στο μοναστήρι, έφτασα σ’ ένα σημείο από κει όμως δεν μπορούσα να δω ολόκληρο το κτίσμα, μόνο ένα αρχαίο γεφυράκι με καμάρες καλυμμένο από κλαδιά κισσού, οπότε γύρισα πίσω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κατέβηκα ένα δρομάκι τυλιγμένο μέσα σε πυκνή βλάστηση και βρέθηκα σε μια λίμνη τεχνητή, βαθιά, όπου μαζεύονταν τα νερά, πλατάνια θεόρατα με ρίζες γιγάντιες είχαν φυτρώσει μες το ρέμα, ένα κράσπεδο ψηλό είχαν χτίσει για να μη πλησιάζει πολύ κοντά στον γκρεμό ο κόσμος, το βουνό από πάνω δασωμένο γεμάτο δέντρα, μια ομίχλη το σκέπαζε.

Ανέβηκα μια βαθμίδα φτιαγμένη από πέτρες τετράγωνες, ελιές αρχαίες που είχαν φυτευτεί εκεί κάποτε, πιο πέρα ένα εκκλησάκι μέσα στο οποίο ανάβλυζε άγιασμα όπως έλεγε μια επιγραφή, άνοιξα μια πορτούλα κι αντίκρισα τον εσωτερικό χώρο και μια πικρή πηγή με νερό που άχνιζε στη μέση του, πλησίασα και είδα ότι ήταν ζεστό σαν αυτό που βγαίνει από τα λουτρά, έβαλα το χέρι μου να το δοκιμάσω, η αίσθηση ήταν εξαιρετικά ευχάριστη. Σκαρφάλωσα ακόμα μια βαθμίδα πέτρινη και βρέθηκα σ’ ένα πλάτωμα με μια στρογγυλή μυλόπετρα στο κέντρο του, εκεί ήταν αυτό που έψαχνα!

Από κει μπορούσες ν’ ατενίσεις μ’ όλη σου την άνεση όλο το μοναστηριακό συγκρότημα, πραγματικά ήταν πολύ ωραίο, εντυπωσιακό, κυπαρίσσια αιωνόβια το πλαισίωναν, οι τοίχοι, το κάστρο, οι ξενώνες, το καμπαναριό, έμοιαζαν όλα μεγαλόπρεπα. Στάθηκα λίγο να θαυμάσω το εξαίσιο θέαμα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου όταν απ’ το πουθενά εμφανίστηκε ένας καλόγερος γερασμένος και χωρίς να με κοιτάξει, σα να μην υπήρχα καθόλου, κάθισε σ’ ένα κούτσουρο κάποιου κομμένου δέντρου, έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα κομποσκοίνι κι άρχισε να μετρά τις χάντρες του μουρμουρίζοντας λόγια ακατάληπτα. Γύρω δεν υπήρχε κανένας και κανονικά θα έπρεπε να φοβάμαι όμως για κάποιον λόγο παράξενο ένιωθα άνετα στη μέση του πουθενά μ’ εκείνο τον μυστήριο καλόγερο. Με το που σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε κατά τη μεριά μου μια ανατριχίλα πέρασε από τη ραχοκοκαλιά μου , θε μου ήταν ολόιδιος με τον γέρο αυτοκράτορα που είχα δει στην είσοδο ζωγραφισμένο, μόνο που αυτός εδώ πέρα δεν ήταν ντυμένος με κανένα μανδύα γεμάτο πέτρες πολύτιμες, ούτε είχε στο κεφάλι κανένα στέμμα, ένα ράσο μόνο φορούσε τόσο παλιό που θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον εκατό χρονών!

Όταν άνοιξε το στόμα του ήμουν σίγουρος ότι θα άκουγα καμιά γλώσσα ακαταλαβίστικη, χαμένη στα βάθη του χρόνου με ήχους και λέξεις περίεργες, άγνωστες, μυστήριες, όμως τελικά μιλούσε κανονικά :
‘’Τέτοιο μοναστήρι δεν υπήρχε σ’ ολόκληρο τον κόσμο…’’ είπε με μια φωνή που ήταν σα να ερχόταν από καμιά σπηλιά βαθιά ‘’…τόσο ωραίο ήτανε! Εδώ ζούσαν μοναχοί αμέτρητοι, δούλευαν όλη μέρα στα περιβόλια και στους μπαξέδες, επίσκοποι, δεσποτάδες κι άρχοντες ερχόταν εδώ κι άφηναν πλήθος νομίσματα χρυσά, τα κελάρια ήταν γεμάτα κρασί και λάδι , τα τέμπλα όλο στολίδια από τους καλύτερους μαστόρους φτιαγμένα, στην αγία τράπεζα δισκοπότηρα μαλαματένια κι υφάσματα χρυσοποίκιλτα. Κι ύστερα ήρθαν εκείνα τα κτήνη και δε σεβάστηκαν τίποτα, έβαλαν το χέρι τους το άτιμο πάνω στο ιερά σκεύη και στο άγιο βήμα και τ’ άρπαξαν, καταλήστεψαν τον τόπο, τα πήραν από δω όπου ανήκουν και τα πήγαν ένας θεός ξέρει σε ποιες τρύπες όπου είναι καταχωνιασμένα…’’


Απότομα σταμάτησε σα να είχε δει κάτι που εγώ δε μπορούσα να δω κι έφυγε αργά κατά το εκκλησάκι με το αγίασμα που ήταν τυλιγμένο στην ομίχλη ενώ εγώ απέμεινα εκεί πέρα να σκέφτομαι τι ήταν αυτό που είχα δει. Ασυναίσθητα χωρίς να σκέφτομαι τι κάνω τον ακολούθησα και μπήκα στο εκκλησάκι με το νερό που κόχλαζε βγάζοντας φυσαλίδες. Όπως ήμουν ζαλισμένος απ’ όσα είχα δει κι όσα είχα ακούσει έψαχνα το γέρο καλόγερο όταν αισθάνθηκα μια κίνηση από μια στοά σε μια μεριά της πηγής και τότε είδα να πετάγεται ξαφνικά μπροστά μου ένας γενειοφόρος με το σπαθί στο χέρι. Τα μάτια του γυάλιζαν και στα πόδια φορούσε κάτι περικνημίδες περίεργες, κατακόκκινες, που έφταναν μέχρι τα γόνατα κι είχαν κεντημένο έναν από έναν αετό χρυσαφένιο απάνω τους, πρόσεξα ότι κηλίδες αίματος διέτρεχαν όλο το μήκος των υποδημάτων του σα να είχε πατήσει μέσα σε αυλάκια γεμάτα αίμα, εκείνος σα να το κατάλαβε σήκωσε το σπαθί του έτοιμος να με κόψει κομματάκια, ύψωσε το γιγάντιο χέρι του για μια στιγμή κι ύστερα προτού το κατεβάσει έσβησε σαν αέρας, όλο αυτό κράτησε μόνο μια στιγμή, μετά όλα χάθηκαν, έμεινε μόνο η άδεια εκκλησία με το αγίασμα που έβγαζε ατμούς , κι οι ξέθωρες ζωγραφιές στους τοίχους και τα εξαπτέρυγα και τα αναλόγια άδεια κι αυτά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...